Malamatas, それは地域の流れからの金を集めていた彼だった: Sarpoybno 川 Terpni の南, Nigrita の言語, Terpni 川の西で. 私たちの日に古代から生き残った Sarpoybno 川でゴールド コレクション. Υπάρχουν βεβαιωμένες αρχαίες αναφορές για την παραγωγή προσχωσιγενούς χρυσού στα νότια της Τερπνής1, αλλά και σύγχρονες2, όπως επίσης και προφορικές μαρτυρίες για το ίδιο θέμα.
Οι αφηγητές στη Νιγρίτα έκαναν ονομαστικές αναφορές στους συλλέκτες χρυσού από το Χρυσορρόη στις αρχές του περασμένου αιώνα, στους μαλαματάδες. Αλλά και στην Τερπνή η γενιά των γονιών μας θυμόταν τον τελευταίο μαλαματά στο Σαρπουβνό ποταμό, ο οποίος μάζευε χρυσό λίγο πριν από τα μέσα του περασμένου αιώνα. Οι αφηγητές έδωσαν, また, πληροφορίες για την τεχνική που ακολουθούσαν οι τελευταίοι μαλαματάδες της Τερπνής. Κάποιοι ξέπλεναν την άμμο του ποταμού σε ρηχά μεταλλικά σκεύη και τα ψήγματα του χρυσού, εξαιτίας του ότι ήταν βαρύτερα από τους κόκκους της άμμου, έμεναν τελευταία στα σκεύη τους. Άλλοι είχαν ρηχές ξύλινες σκάφες οι οποίες είχαν στον πάτο τους εγκοπές, όπου για τον ίδιο λόγο κατακάθονταν τα ψήγματα του χρυσού.
は, しかし, γνωστή από την αρχαιότητα και μια άλλη μέθοδος συλλογής χρυσού από τα τρεχούμενα νερά των ποταμών. Παρατίθεται με συντομία, όπως ανασύρθηκε από το διαδίκτυο. Σύμφωνα με πληροφορίες που άφησε ο γεωγράφος Στράβων3, «ο χρυσός συλλεγόταν στις κοίτες ποταμιών με δορές προβάτων (προβιές, μηλωτές, μήλα = πρόβατα). Τα ψήγματα χρυσού που έφερνε το νερό κολλούσαν στο μαλλί τεντωμένης μηλωτής στον πυθμένα του ποταμού. Η μηλωτή στη συνέχεια κρεμιόταν από ένα δέντρο για να στεγνώσει και ακολούθως καιγόταν, ώστε με το πλύσιμο της στάχτης να παραμείνει ατόφιο το χρυσάφι. だから, κατά το Στράβωνα πάντα, γεννήθηκε ο μύθος του χρυσόμαλλου δέρατος».
Στα χρόνια της δικής μας γενιάς δεν υπήρχαν πλέον «χρυσοθήρες» ή «κυνηγοί μετάλλων». Το ζήτημα, しかし, ξαναζωντάνεψε όταν άρχισαν από το Ινστιτούτο Γεωλογικών Μελετών Ελλάδος (Ι.Γ.Μ.Ε.) οι έρευνες για χρυσό στην περιοχή Παλιόκαστρο4. Οι έρευνες κράτησαν μια πενταετία, から、 1976 μέχρι και το 1980. Συνεχίστηκε όμως η δραστηριότητα του Ι.Γ.Μ.Ε. στην περιοχή και μετά το 1980, έχοντας ως αντικείμενο την έρευνα του προσχωματικού χρυσού. Το Ι.Γ.Μ.Ε., εγκα- τέστησε μονάδα εμπλουτισμού στην περιοχή του Αγίου Μανδηλίου, στην οποία εμπλουτίστηκαν δείγματα από πολλές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
Οι μαλαματάδες
Η Νιγρίτα έβγαζε σε δημοπρασία το δικαίωμα συλλογής χρυσού από τον ποταμό Χρυσορρόη. Ως πλειοδότες αναφέρθηκαν ο Κωνσταντίνος Ρούντος και ο Γιώργος Ιωάννου-Γιουβάντσιος, οι οποίοι ανέθεταν σε άλλους εν- διάμεσους να μαλαματεύουν, όπως ο Ιωάννης Κουθάρης από τη Νιγρίτα. Για την Τερπνή γνωρίζουμε ότι στη διάρκεια του Μεσοπολέμου μαλαμάτευαν πολλοί Τερπνιώτες και μερικοί από αυτούς αναφέρονται στους Π.Ε. Μαλαμάτευαν στον Ποταμό του χωριού, στο χείμαρρο δηλαδή δίπλα στο χωριό, αλλά κυρίως στο Σαρπουβνό ποταμό, κοντά στο Παλιόκαστρο, どこ, κατά τους αφηγητές, οι μαλαματάδες είχαν καλύτερες αποδόσεις.
Επίσης έχει ακουστεί σε παλιές αφηγήσεις, ότι και κάποιος άγνωστος ξένος έκανε στην Κατοχή την ίδια δουλειά δίπλα στο παρεκκλήσι του Αγίου Μανδηλίου. Ήταν όλοι τους οι τελευταίοι μαλαματάδες στον τόπο μας. Μαλαματάδες της Τερπνής, από τους Πίνακες Επαγγελματιών: Δημήτριος Καναράκης, Παναγιώτης Ευ. Ματσιάς, Γιώργος Μιχαλέας, Μάλαμας Φέλιας.
Από το νέο βιβλίο του Νίκου Λ. Πασχαλούδη «Παραδοσιακά Επαγγέλματα στη Νιγρίτα και στην Τερπνή». ΜΑΛΑΜΑΤΑΣ -ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “Η ΤΕΡΠΝΗ”
© www.visaltis.net
* 1 (a)) Ν.Πα. 5 [Η Τερπνή, αναφορές στο χθες και στο σήμερα], P. 218. Στο Παλιόκαστρο, ανακαλύφθηκε «επιγραφή που μνημονεύει αγορανομικό έλεγχο του προσχωματικού χρυσού, που συλ- λεγόταν από το γειτονικό ποτάμι».
(b)) Ν.Πα. 5, P. 218. Στη σημείωση 167 参照する: «…όπως επίσης είναι γνωστό, ότι ο χρυσός της Βισαλτίας, μαζί με αυτόν του Παγγαίου, χρηματοδότησαν την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου». 2 Ν.Πα. 5, P. 218.
«Γνωστόν επίσης είνε ότι οι διενεργούμεναι εργασίαι έφερον εις φως διάφορα είδη μετάλλων και κατ’ εξοχήν χρυσού καθαρού…», στη συνέχεια «…επιβάλλει διά το οικονομικόν έτος 1923-24 πρόσθετον κοινοτικήν φορολογίαν επί των κερδών εκμεταλλεύσεως των εν τη περιφερεία της Κοινότητος Τσερπίστης μεταλλείων με φορολογικόν ποσοστόν δέκα εκατοστά επί του Δημοσίου φόρου».