Ο Μέγας Αλέξανδρος έφτασε στην άκρη του τότε γνωστού κόσμου. Η ιστορία των κατακτήσεων και των ανακαλύψεων του είναι λίγο πολύ γνωστή. Λίγοι -σχετικά με το εγχείρημα- άνδρες και πολλή αποφασιστικότητα. -Όμως πώς χρηματοδοτήθηκε η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου; -Είχε κρυφούς πόρους; -Ίσως άγνωστα χρυσωρυχεία; Οι πληροφορίες είναι αντικρουόμενες. Οι πιο πολλές πηγές μάλιστα, μιλούν για τεράστια χρέη που του άφησε ο Φίλιππος. Άλλες όπου πήρε πολύ λίγα χρήματα μαζί του στην Ασία. Και άλλες για περισσότερα χρήματα και πηγές εσόδων από χρυσωρυχεία στη Βόρεια Ελλάδα αρχικά και έπειτα στην Ασία. Μήπως όταν ο Αλέξανδρος, όταν έγινε βασιλιάς, επανέλαβε τη γνωστή «επωδό» των Ελλήνων πολιτικών: «Παραλάβαμε καμένη γη από την προηγούμενη κυβέρνηση»; Όμως ο Φίλιππος δεν του άφησε καθόλου «καμένη γη». Του άφησε ένα οργανωμένο κράτος, με κατακτήσεις που απέφεραν έσοδα, και κυρίως χρυσωρυχεία και αργυρωρυχεία που του έδιναν συνεχώς μέταλλο για νομίσματα.
Ο Φίλιππος, γνωρίζοντας την ανάγκη για χρήματα, ώστε να υλοποιήσει την εκστρατεία που ονειρευόταν στην Ασία, είχε φροντίσει από πολύ νωρίς να βρει και να καταλάβει μέρη που υπόσχονταν έσοδα. Η πιο αποφασιστική ίσως πράξη ήταν το 357 π.Χ. (πριν ακόμα γεννηθεί ο Αλέξανδρος) όταν κατέλαβε την Αμφίπολη χρησιμοποιώντας πολιορκητικούς κριούς. Μαζί με την Αμφίπολη κέρδισε και τα χρυσωρυχεία του Παγγαίου – ό,τι καλύτερο είχε να προσφέρει η γη της Μακεδονίας και της Θράκης από χρηματοοικονομική άποψη. Τα ορυχεία αυτά αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της χρηματοδότησης κάθε δραστηριότητας του Φιλίππου. Είχαν για το βασίλειο της Μακεδονίας την ίδια θέση που είχαν τα αργυρωρυχεία του Λαυρίου για τη δημοκρατία των Αθηνών έναν αιώνα πιο πριν: Παρείχαν σταθερό εισόδημα. Σταθερό, όμως όχι αρκετό για τα σχέδια του Φιλίππου. Μέχρι το θάνατο του ο Φίλιππος οργανωνόταν, σχεδίαζε, εκστράτευε και κατακτούσε. Και η κάθε κατάκτηση κόστιζε. Δεν ήταν μονάχα τα συνηθισμένα στρατιωτικά έξοδα, καθώς ο Φίλιππος ήταν νεωτεριστής στην πολεμική τέχνη Έμαθε να χρησιμοποιεί πολεμικές μηχανές που εκείνον τον καιρό αποτελούσαν πρόσφατες εφευρέσεις των Συρακούσιων: βαλλίστρες, πετροβόλα, καταπέλτες και ελεπόλεις (πύργους μάχης). Όλα αυτά κόστιζαν, και ο Φίλιππος τα έφτιαχνε χωρίς να σκέφτεται τα έξοδα, καθώς πολιορκούσε και κατακτούσε τη μια πόλη μετά την άλλη, έτσι ώστε να εντάξει όλους στα μεγαλεπήβολα σχέδιά του.
Ο Φίλιππος ακόμα εξασφάλισε στη Θράκη χρυσωρυχεία – κοντά στην πόλη Κρηνίδες, που κατέλαβε και μετονόμασε σε «Φιλίππους». Λέγεται ότι μόνον τα χρυσωρυχεία στους Φιλίππους του απέδιδαν 1.000 τάλαντα χρυσού το χρόνο (26 τόνους). Χάρη σ’ αυτά άρχισε να κόβει χρυσά νομίσματα που έγιναν το κοινότερο νόμισμα στον Ελληνικό Κόσμο.
Ο Αλέξανδρος συνέχισε να χρησιμοποιεί τα χρυσά και αργυρά νομίσματα του Φίλιππου, αλλά ακολούθως έδωσε έμφαση σε αργυρά νομίσματα που ακολουθούσαν το αθηναϊκό πρότυπο ως προς το βάρος τους (με τον Ηρακλή στη μια όψη και τον Δία στην άλλη). Η προτίμηση στα ασημένια δείχνει ίσως κάποια πιθανή έλλειψη σε χρυσό. Έτσι, όταν ήρθε η «ώρα του Αλέξανδρου», εκείνος «κληρονόμησε από τον πατέρα του, μαζί με το στέμμα, όχι και λίγα χρέη» σύμφωνα με τον Κούρτιο και τον Αρριανό. Ο Αρριανός λέει ότι ο Αλέξανδρος βρήκε στα θησαυροφυλάκια λίγα χρυσά και ασημένια αντικείμενα. Από χρήματα, ούτε 60 τάλαντα. Από την άλλη, τα χρέη του Φιλίππου έφταναν κατ’ άλλους τα 500 και κατ’ άλλους τα 800 τάλαντα. Το τάλαντο ως μονάδα βάρους είχε 26 γραμμάρια, αλλά ως νομισματική μονάδα ισοδυναμούσε με 6.000 δραχμές, οπότε τα 60 τάλαντα ήταν 360.000 δραχμές εκείνης της εποχής. Με την αγοραστική δύναμη που είχε τότε η δραχμή (μια δραχμή τότε ισοδυναμούσε με ένα χαμηλό μεροκάματο και σε αγοραστική δύναμη ισοδυναμούσε με 10-20 ευρώ) ένας άνθρωπος αγόραζε τα αναγκαία για μια φτωχική μέρα. Δηλαδή τα 60 τάλαντα ήταν οι μισθοί 1.000 κακοπληρωμένων ανθρώπων για ένα χρόνο (κάπου 5-10 εκατομμύρια σημερινά ευρώ). Ο Αλέξανδρος όμως είχε μαζί του όταν ξεκίνησε για την Ασία τουλάχιστον 35.000 άνδρες. Αυτό συνεπάγεται οικονομική ανάγκη για περισσότερα από 2.000 τάλαντα. Είχε ο Αλέξανδρος άραγε «κρυφούς» πόρους; Άγνωστες χρηματικές πηγές ή χρηματοδότες Ξεκίνησε με ό,τι είχε. Όταν ξεκίνησε για την Ασία, πήρε τα 60 του τάλαντα και τρόφιμα για 30 μόνο μέρες (όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, βασισμένος σε κάποια πηγή που ονομάζει Φύλαρχο). Οι σχετικές πηγές δίνουν κάπως διαφορετικούς αριθμούς, αλλά όλες συμφωνούν: χρήματα δεν υπήρχαν άφθονα. Ο Ονησίκρητος μιλά για χρέη 200 τάλαντα (σημ:στρατιωτικό δάνειο κατά τον Σαράντο Καργάκο), ενώ ο Αριστόβουλος γράφει ότι το κόστος της προπαρασκευής ήταν 70 τάλαντα. Όλα αυτά βρίσκονται να απέχουν πολύ από τα (στο ελάχιστο) αναγκαία 2.000 τάλαντα. Βέβαια, στην Ασία τα πράγματα άλλαξαν. Προχωρούσε κατακτώντας το πλουσιότερο κράτος του κόσμου και εξασφάλιζε τα αναγκαία από λάφυρα του εχθρού . Οι κατακτημένες σατραπείες «πρόσφεραν» και αυτές ό,τι μπορούσαν από τα δικά τους έσοδα (ο Αλέξανδρος φρόντισε να μην αλλάξει τη διοικητική δομή των κατακτημένων τόπων ώστε να συνεχίσει να λειτουργεί ομαλά το «κράτος»). Επίσης, φαίνεται από τις διηγήσεις που άφησαν άνθρωποι που τον συνόδευαν ότι είχε μαζί του εμπειρογνώμονες μεταλλοδίφες (ερευνητές κοιτασμάτων ή γεωλόγους, θα λέγαμε σήμερα) τους οποίους έστελνε να «ακολουθήσουν» κάθε φήμη για χρυσωρυχεία που συναντούσε. Η αναζήτηση πόρων τον απασχολούσε μέχρι το θάνατο του, ακόμα και όταν είχε πια στη διάθεση του όλο το χρυσάφι των Μεγάλων Βασιλέων της Περσίας – έναν απίστευτο θησαυρό. Πέθανε ενώ τα καράβια του ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν εκστρατεύοντας στην Αραβία, που λεγόταν ότι ήταν πλούσια σε χρυσό.
Μπορεί το ξεκίνημα για τον Αλέξανδρο να ήταν δύσκολο από οικονομική άποψη, αλλά το τέλος ήταν χωρίς τέτοια προβλήματα και, επιπλέον, έφερε μια καινούρια εποχή στα οικονομικά. Όταν ο Αλέξανδρος κατέλυσε το Περσικό κράτος του Δαρείου, το 329 π.Χ., και μπήκε στα παλάτια των Περσών, βρέθηκε μπροστά στους μεγαλύτερους θησαυρούς της Ιστορίας.
Ο θησαυρός του Δαρείου ήταν ουσιαστικά όλοι οι θησαυροί όλων τον κρατών της Μεσοποταμίας συσσωρευμένοι από την αυγή της Ιστορίας τους.
Το χρυσάφι 3.000 χρόνων! Από τα χρόνια των Σουμερίων, και καθώς ο ένας λαός κατακτούσε τον άλλον και τα κράτη και οι αυτοκρατορίες της περιοχής διαδεχόταν το ένα το άλλο, το χρυσάφι και οι θησαυροί του καθενός άλλαζαν κάθε φορά. Ο Δαρείος είχε θησαυρούς και λάφυρα που προέρχονταν από την Ελλάδα, παρμένους τον καιρό των Περσικών Πολέμων και ιδιαίτερα του Ξέρξη και φερμένους από τους βασιλιάδες πριν από αυτόν. Είχε, ακόμα, θησαυρούς από τους διάφορους λαούς που εκείνος και οι προκάτοχοι του είχαν κατακτήσει.
Αυτοί, όμως, δεν ήταν τίποτε μπροστά στους θησαυρούς που είχε βρει ο Κύρος, ο πρώτος βασιλιάς των Περσών, από τους Μήδους, και στους θησαυρούς που είχαν αρπάξει οι Μήδοι από τους Βαβυλώνιους όταν κατάστρεψαν τη Βαβυλώνα. Και βέβαια οι Βαβυλώνιοι είχαν θησαυρούς και λάφυρα από τους λαούς που εκείνοι είχαν κατακτήσει, Ασσύριους και άλλους.
Ο θησαυρός του Δαρείου έδειξε ότι τα λεφτά δεν φέρνουν τη νίκη. Ούτε την αγοράζουν, αν ο αντίπαλος είναι ο Αλέξανδρος. Αυτό ήταν ένα από τα μαθήματα που θα πήρε ο Πέρσης βασιλιάς.
Όταν ο Αλέξανδρος αποφάσισε να μεταφέρει το θησαυρό του Δαρείου, χρειάστηκαν 20.000 μουλάρια και 5.000 καμήλες. Περισσότερος πλούτος από όσον είχε δει ποτέ του ο ελληνικός κόσμος, που λέγεται ότι ισοδυναμούσε με 12 εκατομμύρια λίβρες ασήμι. Μόνο η σκηνή με το θρόνο του Δαρείου χάρισε στον Αλέξανδρο θησαυρό αξίας 3.000 τάλαντων (περισσότερο από μισό δισεκατομμύριο ευρώ). Ο Δαρείος βέβαια ίσως αποζητούσε εκδίκηση: Χρησιμοποιώντας μια, άγνωστη ίσως, μορφή ψυχολογικού πολέμου, του φόρτωσε μαζί με το χρυσάφι και τις γυναίκες του. Με το θησαυρό ο Αλέξανδρος βρήκε τη μητέρα του Δαρείου, τη γυναίκα του και το χαρέμι του!
Οι θησαυροί αυτοί, που ήταν περισσότεροι από το χρυσάφι που είχαν δει ποτέ τους οι Έλληνες, καθόρισαν τελικά και την Ελληνική Ιστορία, γιατί αυτοί ήταν που «χρηματοδότησαν» τους ατελείωτους πολέμους μεταξύ των «Επιγόνων» – των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Αποτελούν ακόμα «σταθμό» και στην Ιστορία της Οικονομίας: Η ύπαρξη και η κυκλοφορία του δημιούργησε πρώτη φορά «πληθωριστικές τάσεις». Η Ιστορία του πληθωρισμού αρχίζει τη στιγμή που ο Αλέξανδρος ξεκίνησε να βγάζει το χρυσάφι του Δαρείου από τις αποθήκες και να το μοιράζει στους Έλληνες!
Η συνέπεια ήταν ότι οι Έλληνες έγιναν (αθέλητοι) εφευρέτες ΚΑΙ του πληθωρισμού. Με τόσα χρήματα και πλούτο να έχουν βγει από τα θησαυροφυλάκια και να κυκλοφορούν στην αγορά, σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές ανάγκες που δημιουργούσαν οι εκστρατείες, η προσέλκυση νέων στρατιωτών και οι ατέλειωτοι πόλεμοι μεταξύ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου προκάλεσαν αυξήσεις στα πάντα. Τα ημερομίσθια τετραπλασιάστηκαν, το ίδιο και οι τιμές και το κόστος διαβίωσης.
Τα χρυσωρυχεία και αργυρωρυχεία του Φίλιππου και του Αλέξανδρου έδωσαν ώθηση και στην κοπή νομισμάτων. Τα νομίσματα του Αλέξανδρου συνέχισαν να «κόβονται» επί χρόνια μετά το θάνατο του. Αυτά ίσως να μπορούν να δώσουν και μια ένδειξη για τη γεωγραφική θέση των πηγών των πολύτιμων μετάλλων.
Μονάχα όσο ζούσε ο Αλέξανδρος υπήρχαν 25 διαφορετικές κοπές νομισμάτων: δύο στη Μακεδονία, μία στην Αίγυπτο και είκοσι τρεις στην Ασία. Γίνεται φανερό από την κοπή των νομισμάτων ότι το κέντρο βάρους και οι πηγές των πολύτιμων μετάλλων είχαν μετακινηθεί Ανατολικά.
Ωστόσο, σε ποσότητα φαίνεται ότι η μεγαλύτερη παραγωγή έβγαινε στη Μακεδονία. Εκεί κόβονταν τα μεγαλύτερα χρυσά νομίσματα, ενώ άλλου τα μικρότερα και τα αργυρά. Αυτό δείχνει ότι η μεγάλη πηγή χρυσού βρισκόταν ακόμα στη Μακεδονία.
Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου τα νομισματοκοπεία έγιναν 31, και ακόμα 100 χρόνια αργότερα «τετράδραχμα» του Αλέξανδρου κόβονταν σε 51 μέρη, πράγμα που δείχνει ότι & πηγές των μετάλλων ήταν πολύ πλούσιες και συνέχισαν να τροφοδοτούν με νομίσματα τον ελληνικό κόσμο που είχε επιδοθεί σε ένα άνευ προηγουμένου αλληλοφάγωμα αγνοώντας τα «σύννεφα από τη Δύση», την ανερχόμενη δύναμη της Ρώμης.
Το μεγαλύτερο μέρος από το θησαυρό του Δαρείου πήγε στην Πέλλα.
Ο Αλέξανδρος έστειλε τεράστιες ποσότητες από τον περσικό θησαυρό πίσω στη Μακεδονία. Ξέρουμε πως ακόμα και 150 περίπου χρόνια αργότερα είχε απομείνει μεγάλη ποσότητα στην Πέλλα, αρκετή για να εντυπωσιάζει τους νέους κατακτητές, τους Ρωμαίους.
Ο Πλούταρχος στο έργο του Βίοι Παράλληλοι (Τιμολέων-Αιμίλιος Παύλος) περιγράφει το θησαυρό που έφερε στη Ρώμη ο Αιμίλιος Παύλος μετά τη νίκη του κατά του Περσέα. Τα λάφυρα περνούσαν σε πομπή επί τρεις μέρες:
«Την πρώτη μέρα πέρασαν 250 άμαξες φορτωμένες με ανδριάντες, εικόνες και αγάλματα. Την επομένη πέρασαν και πάλι άμαξες με μακεδόνικα όπλα κι ακολούθησαν 3.000 άνδρες που ανά τέσσερις κουβαλούσαν ένα ασημένιο δοχείο γεμάτο ασημένια νομίσματα, ενώ άλλοι κουβαλούσαν διάφορα πολύτιμα αντικείμενα και διακοσμητικά. Την τρίτη μέρα κουβαλήθηκαν 77 χρυσά δοχεία μέσα στα οποία υπήρχαν χρυσά νομίσματα – όπως είχε γίνει με τα ασημένια!»
Περισσότερα από 150 χρόνια ξοδέματος σε εξοπλισμούς, πολέμους, σπατάλες και τις «υπερβολές» που χαρακτήριζαν την Ελληνιστική εποχή των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ο θησαυρός ήταν ακόμα τόσο μεγάλος, ώστε να θαμπώσει τους Ρωμαίους.
Πώς θα ήταν δηλαδή στην αρχή, όταν ο Αλέξανδρος τον αντίκρισε;
Για κάποιον απίθανο λόγο ούτε ο Περσέας, μπροστά στο σοβαρότερο κίνδυνο της ζωής και της βασιλείας του, αλλά ούτε και οι πριν από αυτόν βασιλείς της Μακεδονίας «εξαργύρωσαν» τους «θησαυρούς» του Δαρείου για να ενισχύσουν την άμυνα τους ή να χρηματοδοτήσουν τα πολεμικά τους σχέδια. Οι Ρωμαίοι βρήκαν τόσο χρυσάφι, που αν ο Περσέας το είχε χρησιμοποιήσει, ίσως να μη χανόταν η Μακεδονία. Ωστόσο, οι άνθρωποι συμπεριφέρονται πάντα περίεργα με τους θησαυρούς τους.
Μπορεί να πεινούν, αλλά το χρυσάφι που κληρονόμησαν συχνά αρνούνται να το αποχωριστούν.
Έμαθαν και εκείνοι το μάθημα που είχε μάθει ο Δαρείος πριν από αυτούς: ότι δεν νικά πάντα ο πλουσιότερος. Είναι ειρωνικό, αλλά η Ελλάδα μοιάζει να πνίγηκε στο χρυσάφι της. Όταν είχε περισσότερο πλούτο «πέρα από κάθε φαντασία», τότε χάθηκε.
Τα χρυσωρυχεία του Αλέξανδρου υπήρχαν. Δεν ήταν μύθος, ούτε και ήταν άγνωστα. Βρέθηκαν να χρηματοδοτούν την πιο παράτολμη εκστρατεία των αιώνων και βοήθησαν στη δημιουργία του μεγαλύτερου μέχρι σήμερα κράτους στον κόσμο. Το ότι το κράτος εκείνο τελικά δεν «κράτησε» είναι μια άλλη ιστορία, ίσως όχι εντελώς άσχετη με τον πλούτο που είχε. Από αυτή την άποψη, δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι τα χρυσωρυχεία του Αλέξανδρου έπαιξαν ρόλο «ζωής και θανάτου» στην Ιστορία της ανθρωπότητας γενικά και της Ελλάδας ειδικότερα.
master-lista.blogspot.gr