Αυτά είναι τα αποτελέσματα της πρώτης ακτινογραφίας του λόφου Καστά

win2020141011_112201

Τα πρώτα αποτελέσματα από την γεωφυσική διασκόπηση και την γεωλογική χαρτογράφηση του λόφου Καστά στην Αμφίπολη που ξεκίνησαν στις 11 Νοεμβρίου και διεξήχθησαν αποσπασματικά, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, έδωσε στην δημοσιότητα το Υπουργείο Πολιτισμού. Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι ο λόφος έχει μεικτή δομή με το μεγαλύτερο τμήμα του να είναι φυσικό, ενώ η ανθρωπογενής επίχωση αποτελεί, όπως επισημαίνεται, σχετικά μικρό τμήμα.

Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι «η έρευνα επικεντρώθηκε στη δημιουργία μοντέλου του εδάφους της εποχής, πριν από την παρέμβαση για την ανέγερση της θόλου. Για το σκοπό αυτό, πραγματοποιήθηκαν γεωλογικές και τεκτονικές παρατηρήσεις καθώς και αριθμός ηλεκτρικών τομογραφιών. Οι πρόσφατες αποχωματώσεις και τα προγενέστερα σκάμματα προσέφεραν χώρο παρατηρήσεων για απτές και αδιαμφισβήτητες αποδείξεις της θέσεως και των χαρακτηριστικών των γεωλογικών σχηματισμών.

Αναλυτικότερα, ακολουθεί ολόκληρο το Δελτίο Τύπου του υπουργείου Πολιτισμού:

Η γεωφυσική διασκόπηση και η γεωλογική χαρτογράφηση του λόφου Καστά στην Αμφίπολη ξεκίνησαν την 11η Νοεμβρίου 2014 και διεξήχθησαν με αποσπασματικό χαρακτήρα, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών.

Την ερευνητική ομάδα αποτελούν ο επικεφαλής  καθηγητής Γρηγόρης Τσόκας, Διευθυντής του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένης Γεωφυσικής ΑΠΘ, ο καθηγητής Παναγιώτης Τσούρλος, ο αν. καθηγητής Γιώργος Βαργεμέζης, μεταπτυχιακοί φοιτητές και άλλο επιστημονικό προσωπικό του Εργαστηρίου. Συμμετέχουν, επίσης: Ο ιζηματολόγος αν. καθηγητής Γιώργος Συρίδης, ο παλαιοσεισμολόγος καθηγητής. Σπύρος Παυλίδης και ο γεωλόγος του ΥΠΠΟ Δρ. Ευάγγελος Καμπούρογλου.

Η έρευνα επικεντρώθηκε στη δημιουργία μοντέλου του εδάφους της εποχής, πριν από την παρέμβαση για την ανέγερση της θόλου. Για το σκοπό αυτό, πραγματοποιήθηκαν γεωλογικές και τεκτονικές παρατηρήσεις καθώς και αριθμός ηλεκτρικών τομογραφιών. Οι πρόσφατες αποχωματώσεις και τα προγενέστερα σκάμματα προσέφεραν χώρο παρατηρήσεων για απτές και αδιαμφισβήτητες αποδείξεις της θέσεως και των χαρακτηριστικών των γεωλογικών σχηματισμών.

Σ αυτή την φάση ερευνήθηκε το υπέδαφος στο χώρο γύρω από τη θόλο, δηλαδή το πρανές βόρεια, όπως και τα άνδηρα που σχηματίστηκαν από την προηγηθείσα ανασκαφή, στα ανατολικά και δυτικά της. Η διασκόπηση των χώρων πραγματοποιήθηκε εφαρμόζοντας την μέθοδο της  ηλεκτρικής τομογραφίας και σε πολύ μικρή έκταση τη μέθοδο του ραντάρ υπεδάφους (γνωστής και ως GPR – Ground Penetrating Radar) λόγω των μεθοδολογικών περιορισμών, στις συγκεκριμένες γεωλογικές και αρχαιολογικές συνθήκες.

Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι ο λόφος έχει μικτή δομή με το μεγαλύτερο τμήμα του να είναι φυσικό, ενώ η ανθρωπογενής επίχωση συνιστά σχετικά μικρό τμήμα. Η θόλος φαίνεται ότι εδράστηκε και ανεγέρθηκε εντός ορύγματος, το οποίο  διανοίχτηκε στους γεωλογικούς σχηματισμούς των πρανών του προϋπάρχοντος λόφου, που περατώνεται λίγα μέτρα βόρεια της θόλου.
Η γεωφυσική διασκόπηση έδωσε απεικονίσεις του εσωτερικού του λόφου, όπου εντοπίστηκαν αντιστατικές δομές, οι οποίες διερευνήθηκαν περαιτέρω. Σε μία περίπτωση βόρεια της θόλου,  η αφαίρεση των χωμάτων αποκάλυψε ότι η υπεδάφια δομή που απεικονίστηκε με τις ηλεκτρικές τομογραφίες ήταν φακός άμμου, δηλαδή φυσικός σχηματισμός. Η περίπτωση αυτή φαίνεται στο συνημμένο σχήμα. Στην οριζόντια τομογραφική απεικόνιση για υψόμετρο των 93μ., τα θερμά χρώματα δείχνουν τις περιοχές με υψηλή ειδική ηλεκτρική αντίσταση και αντίστοιχα τα ψυχρά χρώματα τις περιοχές με χαμηλή.

Οι τομογραφίες που έδωσαν αυτή την εικόνα διεξήχθησαν στη επιφάνεια του εδάφους, πριν από την αφαίρεση των χωμάτων και η οποία ήταν υψηλότερα του επιπέδου των 93μ. Τα σημεία, όπου έπρεπε να γίνει περαιτέρω διερεύνηση, σημειώνονται ως «σημεία ενδιαφέροντος». Η λευκή γραμμή στην οριζόντια τομογραφική απεικόνιση σημειώνεται και επί του εδάφους. (φωτό 1) Είναι φανερό ότι η ανωμαλία της τομογραφίας οφείλεται στον αμμώδη γεωλογικό σχηματισμό. Σημειωτέον ότι οι ανωμαλίες με τις υψηλές τιμές αντίστασης, οι οποίες φαίνονται στο βόρειο τμήμα της οριζόντιας τομής δεν αξιολογούνται, επειδή είναι μέσα στους φυσικούς σχηματισμούς.    
Στη συγκεκριμένη φωτογραφία φαίνεται ότι το αρχαίο όρυγμα περατώνεται σε μικρή απόσταση βόρεια της θόλου, το βορειότερο τμήμα της οποίας υποδεικνύεται και από το πλαστικό κάλυμμα το οποίο διακρίνεται.

Κάποια άλλα σημεία, τα οποία έχουν εντοπιστεί χρήζουν ανασκαφικής διερεύνησης. Η έρευνα συνεχίζεται, όταν το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΕΣ

Alex-map

334 Alexandria in Troia (Turkey)

333 Alexandria at Issus/Alexandrette (Iskanderun, Turkey)

332 Alexandria of Caria/by the Latmos (Alinda, Turkey)

331 Alexandria Mygdoniae

331 Alexandria (Egypt)

330 Alexandria of the Prophthasia/in Dragiana/Phrada (Farah, Afghanistan)

330 Alexandria in Areia (Herat, Afghanistan)

330 Alexandria in Arachosia (Kandahar, Afghanistan)

330 Alexandria in Caucasus (Begram, Afghanistan)

329 Alexandria of the Paropanisades (Ghazni, Afghanistan)

329 Alexandria Eschate or Ultima (Khodjend, Tajikistan)

329 Alexandria on the Oxus (Ai Khanoum, Afghanistan)

329 Alexandria in Margiana (Merv, Turkmenistan)

327 Alexandria Nicaea (on the Hydaspes, India)

327 Alexandria Bucephala (on the Hydaspes, India)

325 Alexandria Sogdia

325 Alexandria Rambacia (Bela, Pakistan)

325 Alexandria Oreitide

325 Alexandria in Opiene (confluence of Indus & Acesines, India)

325 Alexandria on the Indus

324 Alexandria in Susiana/Charax (Spasinou Charax on the Tigris, Iraq)

325 Alexandria in Carminia (Gulashkird, Iran)

? Alexandria of Carmahle? (Kahnu)

makedonia-alexandros.blogspot.be

Ο Μέγας Αλέξανδρος και ο καταχραστής Άρπαλος

1795504_10201473495225854_791279585_n

Η κατάχρηση είτε αφορά στην εξουσία, είτε αφορά στους θεσμούς, είτε αφορά την εμπιστοσύνη του ενός προς τον άλλον, είτε αφορά στα οικονομικά αγαθά, είναι ένα θέμα που αποτελεί από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, ως έννοια, ένα μεγάλο πρόβλημα στις σχέσεις των πολιτών με την κεντρική εξουσία.

Ένας από τους μεγάλους καταχραστές της αρχαιότητας ήταν ο Άρπαλος. Η υπόθεσή του επιλέχτηκε για να τονιστούν οι πολλές ομοιότητες της τότε κοινωνίας με τη σημερινή. Μιας κοινωνίας που, αν και απέχουμε 2.314 χρόνια από αυτήν, είχε και τότε ίδια περίπου προβλήματα με τη σημερινή. Προβλήματα διαφθοράς, ασυνέπειας, συναλλαγής, προδοσίας, λεηλασίας του δημοσίου πλούτου, μικροκομματικής λογικής, ιδίως από αυτούς που, λόγω θέσης, έπρεπε να είναι αμερόληπτοι, τίμιοι, αδέκαστοι, νομιμόφρονες, πατριώτες και, φυσικά, δεν ήταν.

Ένα από τα μεγάλα σκάνδαλα λοιπόν ήταν και η κατάχρηση του Άρπαλου, προσωπικού φίλου του Μ. Αλεξάνδρου και θησαυροφύλακά του.

Ας κάνουμε όμως μια χρονολογική αναδρομή στην ιστορία μας. Ο Μέγας Αλέξανδρος ανέλαβε τον Μακεδονικό θρόνο, μετά τη δολοφονία του πατέρα του Φιλίππου από το σωματοφύλακά του Παυσανία, το 336 π.Χ., σε ηλικία 20 ετών. Στηρίχτηκε στους παιδικούς του φίλους αλλά και στους πιστούς στρατηγούς του πατέρα του, για να ενισχύσει τη θέση του και να εδραιωθεί στο θρόνο εξοντώνοντας τους εχθρούς και πιθανούς καταπατητές του θρόνου του.

Από την ηλικία των 13 ετών, όπου μαθήτευσε στους μεγάλους δασκάλους-παιδαγωγούς της εποχής του, τον Λεωνίδα και τον Λυσίμαχο και από την ηλικία των 16 ετών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Αριστοτέλη, είχε συμμαθητές πολλούς ευγενείς Μακεδόνες και Έλληνες, συνομήλικούς του, με τους οποίους τους συνέδεε μια ανυπόκριτη, δυνατή και διαρκής φιλία, μέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτοί ήταν οι εξής: Ηφαιστίων, Λεοννάτος, Μαρσύας, Νικάνωρ (από την Πέλλα όλοι τους), ο Άρπαλος του Μαχάτα (Ελιμιώτης), Πτολεμαίος ο Λάγου (μάλλον ετεροθαλής αδελφός του από Εορδαία), Νέαρχος (Κρητικός, αλλά από την Αμφίπολη), Ερίγυος και Λαομέδων (Λέσβιοι), Αμύντας και Πευκέστας (αδέλφια), Θεσσαλός ο Κορίνθιος κ.α.

Όλοι αυτοί πήραν μεγάλα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, ανάλογα με την αξία και τις ικανότητες που είχε ο καθένας τους. Ο Μ. Αλέξανδρος έδινε την εξουσία μόνο σε όσους την άξιζαν, ενεργώντας όχι ευνοιοκρατικά, αλλά ρεαλιστικά και αξιοκρατικά. (Το ίδιο έκανε και ο Μ. Ναπολέων που έπαιρνε ένα λοχία και τον έκανε στρατάρχη π.χ. το Λαν). Σχεδόν όλοι αυτοί ήταν ομοτράπεζοί του και μερικοί σωματοφύλακές του.

Όλοι τους – πλην του Άρπαλου, που ήταν χωλός – ήταν δυνατοί και ατρόμητοι πολεμιστές και πάντοτε διακρίνονταν στη διοίκηση και ως πολεμικοί ηγέτες.

Ας πάμε τώρα στον Άρπαλο. Λόγω του σωματικού του προβλήματος, όπως προανέφερα, ανέλαβε οικονομικό πόστο και όχι στρατιωτικό. Πριν από τη μάχη της Ισσού (Νοέμβριος 333 π.Χ.) , όντας διορισμένος θησαυροφύλακας της στρατιάς, παρασυρμένος από τον Ταυρίσκο, έφυγε μαζί του δυτικά, παίρνοντας μαζί του όλα τα χρήματα της στρατιάς και κατέφυγε στα Μέγαρα. Ο Μ. Αλέξανδρος δέχτηκε τη μετάνοιά του, τον ξανακάλεσε δίπλα του και τον όρισε γενικό διαχειριστή των θησαυρών του κράτους με έδρα τα Εκβάτανα (όπου αργότερα δολοφονήθηκε ο Παρμενίων, μετά την εκτέλεση του Φιλώτα).

Οι θησαυροί αυτοί ήταν μυθώδους αξίας, γιατί εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι όσοι είχαν βρεθεί στις τέσσερις πρωτεύουσες του περσικού κράτους και σε άλλες μικρότερες πόλεις, αξίας περίπου 700.000 ταλάντων (430 δις δραχμές το 1968 ή 600 και άνω δις σημερινά ευρώ). Ακόμη, είχε εισπράξει άλλα 100.000 χρυσά τάλαντα κατά τα πέντε χρόνια της απουσίας του Μ. Αλεξάνδρου στην Ανατολή από φόρους.

Με το να απομακρύνεται όμως όλο και μακρύτερα, προς Ανατολάς, ο Μ. Αλέξανδρος, ο Άρπαλος έγινε ανεξέλεγκτος. Επιδόθηκε σε παντός είδους ακολασίες και καταχρήσεις. Η φήμη του έφτασε μέχρι την Ελλάδα, όπου οι κωμωδιογράφοι τον διέσυραν για τα «κατορθώματά» του. Είχε ερωτικές σχέσεις με Ασιάτισσες και μετακάλεσε από την Αθήνα την εταίρα Πυθιονίκη. Όταν αυτή πέθανε προς τιμήν της έστησε μνημεία στην Αθήνα και τη Βαβυλώνα. Μετά το θάνατό της κάλεσε από την Αθήνα άλλη εταίρα, την περιβόητη Γλυκέρα, που την εγκατέστησε στα ανάκτορα της Ταρσού. Είχε πορωθεί τόσο πολύ, ώστε όταν του προσέφεραν χρυσό στεφάνι, απαιτούσε να δίδεται και στη Γλυκέρα ένα άλλο και να την προσκυνούν ως βασίλισσα.

Αυτά είχαν καταγγελθεί στο Μ. Αλέξανδρο, ο οποίος τα θεώρησε υπερβολικά και όχι μόνο δεν κυνήγησε εγκαίρως τον Άρπαλο, αλλά θυμούμενος την παλιά του φιλία με αυτόν φυλάκισε αυτούς που τον κατάγγειλαν ως συκοφάντες. Όταν γύρισε ο Μ. Αλέξανδρος στα Σούσα (Άνοιξη 334 π.Χ.), δηλαδή μετά την επιστροφή του απ’ την εκστρατεία της Ανατολής στην Ινδία, πληροφορήθηκε ότι είχε ξαναφύγει με θησαυρούς (5.000 τάλαντα). Ο Άρπαλος, γνωρίζοντας ότι ο Αλέξανδρος πολεμούσε πάντα στην πρώτη γραμμή και ότι το μυαλό του ήταν πάντα στη δόξα και την κατάκτηση, πίστευε ότι ήταν αδύνατο να ξαναγυρίσει ζωντανός, ύστερα από τόσους αγώνες και μάχες στα βάθη της Ανατολής.

Αυτό φυσικά το πίστευαν και πολλοί άλλοι που το πλήρωσαν με τη ζωή τους, όταν γύρισε απ’ την εκστρατεία της Ανατολής. Εκτέλεσε όλους τους παραβάτες που του καταγγέλθηκαν, δηλαδή τους καταχραστές, βιαστές, συλητές τάφων(π.χ. του Κύρου του Μεγάλου), τρεις στρατηγούς (Μενίδας, Σιτάλκης, Ήρων), τρεις σατράπες, που είχαν σηκώσει κεφάλι και ήταν ασύδοτοι, μαζί με τους συνεργούς στρατιώτες τους, περίπου 600 άτομα στη Βαβυλώνα.

Η υπόθεση του Άρπαλου αποδεικνύει ότι ο Μ. Αλέξανδρος από ένα σημείο και μετά δε μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη ούτε σε πολύ στενά του πρόσωπα, γιατί ο πειρασμός της διασπάθισης του χρήματος και της κατάχρησης εξουσίας ήταν πολύ μεγάλος για όσους αναλάμβαναν υπεύθυνες θέσεις και αξιώματα.

Η αυστηρή τιμωρία που επέβαλε ο Αλέξανδρος στους ποικιλώνυμους παραβάτες έδωσε σε όλους να καταλάβουν ότι σε ζητήματα σωστής και αδέκαστης διοίκησης ήταν απόλυτος. Άλλωστε ήταν και ο μόνος τρόπος για να διοικηθεί η απέραντη αυτοκρατορία του. Επικράτησε δηλαδή ένας απέραντος τρόμος σ’ όλους τους παραβάτες.

Αυτά τα πληροφορήθηκε (τις 600 εκτελέσεις) ο Άρπαλος και τρομοκρατήθηκε. Πήρε μαζί του 5.000 τάλαντα, τη Γλυκέρα, την κόρη του από την Πυθιονίκη και κατέφυγε στα παράλια της Μ. Ασίας. Στρατολόγησε 6.000 μισθοφόρους και με 30 πλοία κατέπλευσε στο Σαρωνικό κόλπο, στη Μουνιχία. Οι Αθηναίοι δεν τον δέχτηκαν με τιμές, όπως ήλπιζε, γιατί φοβούνταν την αντίδραση του Μ. Αλεξάνδρου, παρόλο που τον είχαν κάνει επίτιμο δημότη τους παλιότερα, λόγω της προσφοράς του προς αυτούς σιταριού και άλλων δωρεών.

Ύστερα από διαπραγματεύσεις του επιτράπηκε να αποβιβαστεί μόνος, οπότε πήγε στην εκκλησία του Δήμου και τους πρότεινε να τους δώσει μέρος του θησαυρού του και τους μισθοφόρους του. Παράλληλα όμως έφτασε στην Αθήνα και τελεσίγραφο του Φιλόξενου, που ήταν ο διάδοχος του Άρπαλου στη θέση του διαχειριστή των χρημάτων, που τους ζητούσε να τον εκδώσουν. Άρχισαν ατελείωτες συζητήσεις στην Πνύκα για το θέμα, όπου κυριαρχούσαν οι αντιμακεδονίζοντες με τον Υπερείδη, που στήριζαν τη θέση του Άρπαλου και οι Μακεδονίζοντες, οι οποίοι πρότειναν την έκδοση του καταχραστή.

Ο Φωκίων και ο Δημοσθένης υποστήριζαν τη μέση λύση. Έτσι, αποφασίστηκε να φυλακιστεί στην Ακρόπολη ο Άρπαλος, εως ότου αποφασίσει ο Αλέξανδρος για την τύχη του. Ο Δημοσθένης ορίστηκε επίτροπος, για να παραλάβει τα χρήματα, στον οποίο ο Άρπαλος δήλωσε ότι είχε μαζί του 700 τάλαντα ( ο πλουσιότερος Έλληνας εφοπλιστής ή τραπεζίτης δεν είχε τότε περιουσία πάνω από 300 τάλαντα). Όμως, την επόμενη, όταν μετρήθηκαν τα τάλαντα, αντί για 700 βρέθηκαν μόνο 350 (πάλι εδώ οι μίζες για εξαγορά Αθηναίων). Αλληλοκατηγορούνταν πολλοί στην Πνύκα για δωροδοκία και ο Άρειος Πάγος πρότεινε να δηλώσουν οι ένοχοι ότι τα πήραν, πράγμα που δεν έγινε.

Ο Μ. Αλέξανδρος έθεσε σε ετοιμότητα το στόλο του, έτοιμος να επιτεθεί στην Αθήνα και ύστερα από αυτά ο Άρπαλος δραπέτευσε και εξαφανίστηκε. Όλοι πείστηκαν ότι ο Άρπαλος είχε εξαγοράσει τους πάντες, για να δραπετεύσει, ανάμεσα σε αυτούς και ο Δημοσθένης, κανείς όμως δεν προσήλθε στο Δήμο για να απολογηθεί και να αποσείσει τις κατηγορίες.

Έτσι, το θέμα παραπέμθηκε στις δικαστικές καλένδες. Ο Άρπαλος κατέφυγε στο Ταίναρο, όπου παρέλαβε τους υπόλοιπους θησαυρούς και μισθοφόρους του και έπλευσε στην Κρήτη. Εκεί δολοφονήθηκε από κάποιον Σπαρτιάτη Θίβρωνα, ίδιου φυράματος κι αυτός, ο οποίος κατέφυγε στην Αφρική, όπου άρχισε τις λεηλασίες. Όμως το 322 π. Χ. τον συνέλαβε ο Πτολεμαίος Α’ και τον σταύρωσε στην Αλεξάνδρεια.

Στη συνέχεια ένας δούλος του Άρπαλου, που τηρούσε τους λογαριασμούς του, από την Κρήτη, πήγε στη Ρόδο, παραδόθηκε στο Φιλόξενο και του αποκάλυψε τα σχετικά με τα κλοπιμαία.

Αναφορικά τώρα με την εμπλοκή του Δημοσθένη. Επισκέφτηκε – κατά τον Πλούταρχο – τον Άρπαλο στη φυλακή, είδε ότι είχε μια χρυσή βασιλική κύλικα, του άρεσε, την πήρε στα χέρια του, την περιεργάστηκε και ρώτησε τον Άρπαλο πόσο μπορεί να στοιχίζει. Ο Άρπαλος χαμογελώντας του είπε ότι θα του κοστίσει 20 χρυσά τάλαντα.Την ίδια νύχτα του την έστειλε στο σπίτι του, μαζί με τα 20 τάλαντα (περίπου 600 κιλά χρυσάφι).

Έξι μήνες αργότερα άρχισαν οι δίκες περί των «Αρπαλείων χρημάτων», που υπήρξαν ολέθριες για την Αθήνα. Οι επιφανέστεροι Αθηναίοι αλληλοκατηγορούνταν για τα κλεμμένα, ενώ ο Δημοσθένης υποχρεώθηκε να πληρώσει το ποσό που ιδιωποιήθηκε στο πενταπλάσιο και επειδή δεν είχε να τα πληρώσει φυλακίστηκε. (Ας τα ακούνε οι βουλευτές και οι δικαστές μας, για να βγάλουν τα συμπεράσματά τους).

Όμως με τη βοήθεια φίλων του ο Δημοσθένης δραπέτευσε και πήγε στην Τροιζήνα και αργότερα στην Αίγινα, απ’ όπου ικέτευε τους Αθηναίους να του επιτρέψουν να ξαναγυρίσει. Παρόλα αυτά εξακολουθούσε να βυσσοδομεί κατά του Μ. Αλεξάνδρου και των Μακεδόνων.

Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (13-6-323 π.χ.) οι Αθηναίοι ψήφισαν την επάνοδό του, αλλά αυτός εξακολούθησε την αντιμακεδονική του τακτική. Ακολούθησε ο Λαμιακός πόλεμος, όπου οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους συνετρίβησαν από τον Αντίπατρο και τον Κρατερό, που έιχε έλθει από τη Μ. Ασία και ο στόλος τους καταστράφηκε στην Άβυδο και την Αμοργό.

Η Αθήνα τιμωρήθηκε σκληρά. Πλήρωσε πολεμική αποζημίωση, δέχτηκε την εγκατάσταση Μακεδονικής φρουράς στην Ακρόπολη, ενώ καταδικάστηκαν σε θάνατο ο Δημοσθένης και ο Υπερείδης και άλλοι αντιμακεδονίζοντες δημαγωγοί.

Όλοι εκτελέστηκαν πλην του Δημοσθένη, ο οποίος δραπέτευσε και κατέφυγε στο ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρία (σημ. Πόρος), όπου αυτοκτόνησε με δηλητήριο (Οκτώβριος 322 π.χ.), για να μην συλληφθεί.

Αλλά και ο φίλος των Μακεδόνων Δημάδης καταδικάστηκε, γιατί ομολόγησε ότι πήρε και αυτός 20 τάλαντα, αλλά είχε το θράσος να ομολογήσει ότι στο μέλλον πάλι θα χρηματίζεται. Τα 100 τάλαντα με τα οποία τιμωρήθηκε, πληρώθηκαν από άλλους, γιατί αυτός δεν τα είχε. Όμως εξακολούθησε να παρανομεί και, επειδή δεν μπορούσε να εξοφλήσει τις ποινές που του επιβλήθηκαν, κηρύχτηκε άτιμος (δηλ. στερημένος πολιτικών δικαιωμάτων).

Αυτή ήταν η εικόνα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας εκείνης της εποχής, εικόνας παραπλήσιας με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα πολύ ζοφερότερη από ό,τι βιώνομε.

Σήμερα ζούμε τη δυσκολότερη περίοδο της Ιστορίας μας, όπου είμαστε επικεντρωμένοι στα οικονομικά θέματα, που ταλανίζουν όλους μας, ξεχνώντας ή αδιαφορώντας για τη νεοοθωμανική επεκτατική πολιτική του Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Νταβούτογλου.

Τη στιγμή που ο τουρκικός στόλος αμφισβητεί την υφαλοκριπίδα μας, που έχει κάνει κόσκινο το Αιγαίο με τις ετσιθελικές, προκλητικές πλεύσεις – διαβάσεις του, ακόμα και δίπλα στο Σούνιο, ακόμη και στο Ιόνιο Πέλαγος, όπου ξεκίνησε ήδη υποθαλάσσια έρευνα για πετρέλαιο μαζί με την Αλβανία και στην οποία πήρε ήδη προγεφύρωμα με την εγκατάσταση μονάδος 1000 ανδρών, άρα μας έχει περικυκλώσει, εμείς κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου. Ο λαλίστατος κατά τα άλλα Υπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Βενιζέλος έχει πιει το αμίλητο νερό. Ούτε φαίνεται, ούτε ακούγεται πουθενά. Αυτό σημαίνει πως η δήθεν αταλάντευτη και υπερήφανη εξωτερική πολιτική μας είναι μάλλον φούμαρα. Είναι μόνο για εσωτερική κατανάλωση.

Είναι λάθος ο όρος ότι η «ιστορία επαναλαμβάνεται». Το σωστό είναι ότι η «Ιστορία αναπλάθεται», γιατί τα γεγονότα του χθες δεν είναι ποτέ όμοια με τα γεγονότα του σήμερα και αυτά με τα αυριανά.

Ας μελετήσουν οι πολιτικοί μας την Ιστορία της Αθήνας, την εποχή του Φιλίππου Β΄(πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου) και την πολιτική του έναντι αυτής, για να δουν τι της στερούσε μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, μήπως ανοίξουν τα μάτια τους, επιτέλους, και δουν ότι η τότε κατάσταση εναρμονίζεται απόλυτα με τις σημερινές ελληνοτουρκικές σχέσεις και πάρουν τα μέτρα τους πριν είναι πολύ αργά. (Ας σημειωθεί ότι: όπου Αθήνα είναι η σημερινή Ελλάδα και όπου Φίλιππος είναι η Τουρκία.) Ας προσέξομε λοιπόν μην πάθομε από την Τουρκία σήμερα, ό,τι έπαθε η Αθήνα τότε απ’ τον Φίλιππο.

Η σημερινή εχθρότητα του Ισραήλ με την Τουρκία, ας μην μείνει ανεκμετάλλευτη απ’ την Ελληνική Κυβέρνηση, παρά τον φιλοαραβικό προσανατολισμό μας, παρά τα εθνικά δίκαια των Παλαιστινίων, που έχουν δίκαιο να θέλουν δική τους ανεξάρτητη πατρίδα. Εμείς πρέπει να είμαστε πιο ευέλικτοι και ρεαλιστές στην εξωτερική μας πολιτική, αλλιώς δε θα επιβιώσουμε ως έθνος.

patris.gr

Alexander of Macedon

530748_519483784753126_702692676_n

BOOK NAME: Alexander of Macedon

AUTHOR: Harold Lamb

PUBLISHER: Doubleday & Company – New York

DATE OF PUBLICATION: 1976

The following excerpt has been taken from Pages: 347 — 350

“Alexander III of Macedon (20/21 July 356 – 10/11 June 323 BC), commonly known as Alexander the Great was a king of Macedon a state in the north eastern region of Greece, and by the age of thirty was the creator of one of the largest empires in ancient history, stretching from the Ionian sea to the Himalaya. He was undefeated in battle and is considered one of the most successful commanders of all time. Born in Pella in 356 BC, Alexander was tutored by the famed philosopher Aristotle. In 336 BC he succeeded his father Philip II of Macedon to the throne after Philip was assassinated. Philip had brought most of the city-states of mainland Greece under Macedonian hegemony, using both military and diplomatic means.

“‘Upon Philip’s death, Alexander inherited a strong kingdom and an experienced army. He succeeded in being awarded the generalship of Greece and, with his authority firmly established, launched the military plans for expansion left by his father. In 334 BC he invaded Persian-ruled Asia Minor and began a series of campaigns lasting ten years. Alexander broke the power of Persia in a series of decisive battles, most notably the battles of Issus and Gaugamela. Subsequently he overthrew the Persian king Darius III and conquered the entirety of the Persian Empire. The Macedonian Empire now stretched from the Adriatic sea to the Indus River. Following his desire to reach the ‘ends of the world and the Great Outer Sea,’ he invaded India in 326 BC.

ALEXANDER THE GREAT INVADES INDIA IN 326 BC

“In spring 326, Alexander advanced to the Indus. Here he was welcomed by Taxiles, who laid on a tremendous parade to escort the army into Taxila. Finding it for once unnecessary to fight to maintain their position, the expedition remained some three months in Taxila, and this provided an excellent opportunity for the researchers in Alexander’s party to get on with their investigations. One group of people who attracted the interest of Onesicritus were the ascetics known to the Greeks as the gymnosophistae, or ‘naked philosophers’. These aroused tremendous interest also among later writers, some of whom referred to them as Brahmans; the Alexander Romance created considerable confusion by identifying them with the Brahmans of the Lower Indus who were instrumental in fermenting opposition to Alexander several months later.

“Alexander’s main aim in Punjab, as he faced the Indian’s army across the river, was to confuse his enemy as much as possible. He spent several nights arranging sorties and lighting fires at different points up and down the bank; he is also said to have changed his clothes with a Macedonian officer of similar build so that the enemy would be uncertain where the centre of command lay. Finally he identified a crossing-point, some seventeen miles up-river, where an island provided good cover for the transport-ships. The largest body of troops was brought across the river under cover of darkness and with the additional concealment of a tremendous thunderstorm, in which several men were struck by lightning. Craterus at the base camp was instructed not to attempt a crossing until the Indians were fully engaged with the attack from upstream.

“Porus’ chariots proved useless in the muddy terrain, but the elephants were a formidable obstacle for the Macedonians. The Alexander Romance invented a fabulous tale (lovingly illustrated in medieval manuscripts) of how Alexander prepared a front line of bronze warriors, who were heated to red heat and sent the elephants howling into retreat as they tried to wrap their trunks around them. In actual fact, the only stratagem could be constant harrying with spears and arrows; even then many Macedonian troops were trampled under the elephants’ feet. Porus’ son was killed early in the fighting. Gradually the Macedonians surrounded the Indian troops, until Porus, wounded in the shoulder, retreated from the field on the back of his huge elephant. (Decadrachms of Alexander, issued – perhaps from the Susa (Stew-art) or Babylon (Bosworth, Holt) mint – soon after the victory, show a Macedonian horseman prodding cheekily with his lance at the rear of a retreating elephant.) Frank Holt has shown in an exceptionally elegant study (Holt 2003) that these decadrachms, and related issues of tetradrachms with an elephant on the obverse and either an Indian longbowman or a four-horse chariot on the reverse, functioned as a commemorative issue for the battle. On the decadrachms, the reverse is occupied by a figure of Alexander holding a thunderbolt, apparently an allusion to the intervention of Zeus by sending a tremendous thunderstorm, which caused the Indian bowmen to lose their footing and the chariots to become stuck in the mud. These coins are a rare item of evidence for contemporary presentation of Alexander’s campaign.

“Porus was captured and brought to Alexander, who in a famous exchange asked him how he expected to be treated. ‘Like a king’ was the dignified reply. The encounter was a memorable one, as Porus was, by all reports, a very tall man, nearly seven feet tall; Alexander will have come not far above his lower ribs. Rather than deposing him, Alexander confirmed him as ruler of his previous lands, but now as a vassal of the Macedonian king – an indication not so much of a liberal policy of rule as of Alexander’s impatience with administrative arrangements which might distract him from fighting and exploration.

“Alexander’s horse, Bucephalas, who had accompanied him throughout the expedition, was killed in this battle. A ‘city’ was founded and named after the horse — Bucephala — as well as another city, Nicaea (Victory Town), where tremendous athletic contests were laid on to celebrate the victory. But Alexander was already preparing to move on. The rest of India beckoned. He quickly crossed the Acesines (Chenab) and the Hydraotes (Ravi), arriving in the region of Lahore. The local peoples submitted without a struggle, except for a short siege at Sangala (probably modern Sangla).

“The city of Multan lay around the lofty battlements of a strongly fortified citadel with two perimeter walls that stood in the area taken by the tomb of Rukne Alam today. Alexander led the attack with one division supported by another, under his general perdiccas. Alexander’s troops managed to take down a gate, massive as it must have been, penetrating into first corridor.

“As the foreigners milled about in the corridor between two defensive walls, they saw above them the battlements virtually crawling with the defenders. As Alexander ordered sapping operations, he also called for scaling ladders to be put up against the walls. Impetuous as he was, Alexander did not like the slow progress. Snatching a ladder from the man carrying it, Alexander personally placed it against the wall and crouching under his shield, clambered up to the crenulations.

“Immediately behind him was Peucestas, carrying the sacred shield that Alexander always used in battle. Following Peucestas was Leonnatus, the king’s personal bodyguard. Having reduced the defenders on the battlement, Alexander stood on the crenulations in full view of both the defenders and his own troops. While his troops were hurrying to join him on the fort walls, alexander jumped inside the fort where he met the best of Rajput troops from Multan and as far away as Rajasthan. In the thick of this battle, as he raised his sword arm to strike an adversary, an arrow from a Multani archer found its target.

“The arrow, having pierced his corselet, lodged in his breast on the right side. Alexander fell. We are told that he bled from the mouth, the blood being mixed with air bubbles, meaning that his lung was punctured. There is then a very moving heroic scene preserved in the histories: Perdiccas standing astride the still body, protecting it with the shield of Achilles and Leonnatus desperately holding off the attackers.

“Meanwhile, Alexander’s panicked soldiers had gained the wall by escalade. Soon the gates were thrown open and the fort taken though he gave his army a fright, Alexander did not die. He made it back by the skin of his teeth. This was September 326 BCE.

“Four years later, Alexander died apparently of a fever in Babylon. In between the injury in Multan and his final exit from near Gwadar, Alexander fought several battles, notably those of Rahim Yar Khan, Sehwan and Hyderabad. And he survived the horrendous march across the parched wastes of Makran. Yet so many in Multan believe he died of their arrow.

salimansar52@gmail.com

 

Οι αρχαιότερες πόλεις του κόσμου

Η βρετανική εφημερίδα “Telegraph” παρουσιάζει τις 20 αρχαιότερες πόλεις που κατοικούνται συνεχώς από την ίδρυσή τους μέχρι σήμερα.

Υπάρχουν βέβαια αντικρουόμενες απόψεις για το ποια πόλη είναι η αρχαιότερη, όμως σίγουρα οι 20 πόλεις που παρουσιάζονται στην ακόλουθη λίστα έχουν πλούσια ιστορία, αφού πρωτοκατοικήθηκαν από το 9.000 π.Χ. έως το 1.000 π.Χ. Όπως επισημαίνεται στο άρθρο, «αυτές οι πόλεις είναι η πιο κοντινή εμπειρία σ’ ένα ταξίδι στον χρόνο».

Στη λίστα της γνωστής βρετανικής εφημερίδας η Ελλάδα καταλαμβάνει δύο θέσεις: στο νούμερο 18 βρίσκεται  η Θήβα και η Αθήνα στο νούμερο 16.

Ακολουθεί η λίστα των 20 αρχαιότερων πόλεων που κατοικούνται μέχρι και σήμερα:

20. Βαρανάσι, Ινδία 1.000 π.Χ.

Θεωρείται ιερή πόλη για τους ινδουιστές και τους βουδιστές. Αποτελεί για χιλιάδες χρόνια πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο της βόρειας Ινδίας. Πολλοί διάσημοι Ινδοί φιλόσοφοι, ποιητές, συγγραφείς και μουσικοί έζησαν εκεί, μέχρι και τις μέρες μας. Στο Βαρανάσι κήρυξε για πρώτη φορά τη φιλοσοφία του ο Σιντάρτα Γκαουτάμα.

19. Κάδιθ, Ισπανία 1.100 π.Χ.

Είναι ένα μικρό κομμάτι γης που βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Έδρα του Ισπανικού  Ναυτικού από τον 18ο αιώνα. Πρόκειται για την αρχαία πόλη Γάδειρα κοντά στο Στενό του Γιβραλτάρ (Ηράκλειες στήλες), που στην αρχαιότητα ήταν γνωστό και ως Γαδειρίδαι Πύλαι. Κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. η πόλη αποτελούσε πλούσιο εμπορικό κέντρο κεχριμπαριού και κασσίτερου.

18. Θήβα, Ελλάδα 1.400 π.Χ.

Υπήρξε μεγάλη αντίπαλος των αρχαίων Αθηνών. Χτίστηκε κατά τον μύθο από τον Κάδμο και έχει μεγάλη ιστορική και μυθολογική σημασία. Από τους πιο σημαντικούς Θηβαίους ήταν ο Επαμεινώνδας, μεγάλος στρατηγός της αρχαιότητας που έκανε τη Θήβα ηγεμονεύουσα της Ελλάδας, και ο Πελοπίδας, εμπνευστής και επικεφαλής του περίφημου Ιερού Λόχου. Ο πληθυντικός του ονόματος «Θῆβαι» οφείλεται στις περίφημες 14 πύλες της πόλης, που συνδέονται στενά με τον μύθο της Νιόβης.

17. Λάρνακα, Κύπρος 1.400 π.Χ.

Είναι γνωστή για την όμορφη παραλία με τους φοίνικες. Αποτελεί τη διάδοχο πόλη του αρχαίου Κιτίου, ενός από τα σημαντικότερα βασίλεια της αρχαίας Κύπρου, γενέτειρα μεταξύ άλλων του αρχαίου φιλοσόφου Ζήνωνα. Το Κίτιο, ιδρυμένο από Έλληνες αποίκους τον 14ο π.Χ. αιώνα, υπήρξε αργότερα σημαντική αποικία των Φοινίκων. Είναι, μεταξύ άλλων, γνωστό από την εκστρατεία του Κίμωνος του Αθηναίου, ο οποίος πέθανε εκεί ενώ το πολιορκούσε.

16. Αθήνα, Ελλάδα 1.400 π.Χ.

Η γενέτειρα της δημοκρατίας και το λίκνο του δυτικού πολιτισμού – το κληροδότημα της Αθήνας είναι προφανές. Η αρχαία Αθήνα ήταν μια πανίσχυρη πόλη-κράτος, που αναπτύχθηκε παράλληλα με το λιμάνι της, το οποίο αρχικά ήταν το Φάληρο και αργότερα ο Πειραιάς. Οι Αθηναίοι, πέρα από την Αττική, κυριαρχούσαν μέσω του ισχυρού τους στόλου σ’ έναν μεγάλο αριθμό ιωνικών αποικιών στα νησιά του Αιγαίου και στα παράλια της Μικράς Ασίας.

15. Μπαλχ, Αφγανιστάν 1.500 π.Χ.

Στους αρχαίους Έλληνες ήταν γνωστή ως Μπάκτρα. Για τους Άραβες είναι η «μητέρα των πόλεων». Η Μπαλχ (τα αρχαία Ζαρίασπα ή Βάκτρα) είναι πρωτεύουσα της Βακτριανής στο σημερινό Αφγανιστάν. Βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Ώξου. Σύμφωνα με τον Κτησία, τα Ζαρίασπα ήταν η ακρόπολη των Βάκτρων. Στα Ζαρίασπα φέρεται να έμεινε ο Μέγας Αλέξανδρος (328-327 π.Χ.) κατά την εκστρατεία του στη Βακτριανή.

14. Κιρκούκ, Ιράκ 2.200 π.Χ.

Βρίσκεται 150 μίλια βόρεια της Βαγδάτης. Η στρατηγική της σημασία είχε αναγνωριστεί από τους Βαβυλώνιους. Η πόλη αναφέρεται για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ. Ήταν ιδιαίτερα σημαντική κατά τον 11ο και το 10ο αιώνα π.Χ., όταν βρισκόταν υπό την εξουσία των Ασσυρίων.

13. Ερμπίλ, Ιράκ 2.300 π.Χ.

Βρίσκεται βόρεια του Κιρκούκ. Αποτελούσε μια από τις βασικές στάσεις στον «Δρόμο του Μεταξιού». Οι Χουρρίτες από τη Μικρά Ασία ήταν οι πρώτοι που εγκαταστάθηκαν στο Ούρμπιλουμ και επέκτειναν την κυριαρχία τους στη βόρεια Μεσοποταμία. Η πόλη βρισκόταν στην κυριαρχία των Ασσυρίων από τον 25ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ., αλλά στο τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. έχασε την ανεξαρτησία της και πέρασε κατά σειρά από τα χέρια των Βαβυλωνίων, των Μήδων, των Περσών και των Ελλήνων. Η Μάχη των Γαυγαμήλων, όπου ο Μέγας Αλέξανδρος νίκησε εκ νέου τον Δαρείο, δόθηκε κοντά στη σημερινή Αρμπίλ (Άρβηλα).

12. Τύρος, Λίβανος 2.750 π.Χ.

Το θρυλικό μέρος όπου γεννήθηκε η Ευρώπη και η Διδώ. Η πόλη συγκροτήθηκε το 2.750 π.Χ., σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, και κυριεύτηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο το 332 π.Χ. Κατά την εκστρατεία του Έλληνα στρατηλάτη η Τύρος, αρνούμενη την υποταγή, αντιστάθηκε. Κατά τη διάρκεια της επτάμηνης πολιορκίας της εφαρμόστηκαν όλα τα τότε γνωστά μέσα επίθεσης και άμυνας. Τελικά, ύστερα από προσχώσεις και το επερχόμενο ρήγμα των τειχών η πόλη καταλήφθηκε παρά τον ηρωισμό των κατοίκων της.

11. Ιερουσαλήμ 2.800 π.Χ.

Αρχαία πόλη. Ιουδαϊκό, χριστιανικό και ισλαμικό κέντρο μεγάλης θρησκευτικής και ιστορικής σημασίας. Η πόλη έχει πολιορκηθεί συνολικά 23 φορές, έχει δεχτεί επίθεση 52 φορές, έχει κυριευτεί 44 φορές και έχει καταστραφεί εκ θεμελίων δύο φορές. Η παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ αποτελεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, περιβαλλόμενη από έναν οχυρωμένο τοίχο και διαιρεμένη σε τέσσερις συνοικίες: την αρμένικη, τη χριστιανική, τη μουσουλμανική και την εβραϊκή.

10. Βυρητός, Λίβανος 3.000 π.Χ.

Ανασκαφές στην πόλη έχουν φέρει στο φως φοινικικά, ελληνιστικά, ρωμαικά, οθωμανικά και αραβικά αντικείμενα. Πρωτεύουσα του σημερινού Λιβάνου.

9. Γκαζιαντέπ, Τουρκία 3.650 π.Χ.

Κοντά στα σύνορα με τη Συρία.

8. Φιλιππούπολη ή Πλόβντιβ, Βουλγαρία 4.000 π.Χ.

Η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βουλγαρίας. Σύμφωνα με τον Αμμιανό Μαρκελλίνο, η Φιλιππούπολη, μετά την Εποχή του Ορείχαλκου, καταγράφεται ως θρακικός οχυρωμένος οικισμός με το όνομα «Ευμολπιάς». Τον 4ο αιώνα π.Χ. η πόλη ήταν κέντρο εμποροπανήγυρης. Το 342 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που τη μετονόμασε σε Φιλιππόπολις. Η πόλη είχε προηγμένα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης. Την υπεράσπιζαν διπλά τείχη, πολλά από τα οποία διατηρούνται ακόμη και είναι ορατά στους επισκέπτες. Μόνο ένα μικρό μέρος της αρχαίας πόλης έχει ανασκαφεί.

7. Σιδώνα, Λίβανος 4.000 π.Χ.

Μία από τις πιο σημαντικές και ίσως η παλαιότερη πόλη των Φοινίκων. Λέγεται ότι ο Ιησούς και ο Άγιος Παύλος έμειναν εκεί, όπως και ο Μέγας Αλέξανδρος μόλις την κατέκτησε το 333 π.Χ. Το όνομά της προέρχεται, σύμφωνα με τον Ιώσηπο, από τον μεγαλύτερο υιό του Χαναάν. Άλλοι υποστηρίζουν ότι τα πολλά ψάρια που υπάρχουν στην περιοχή τής έδωσαν το όνομα αυτό. Η Σιδώνα αναφέρεται από τον Όμηρο. Μέχρι το 1.250 π.Χ. η πόλη είχε μεγάλη δύναμη. Τότε περίπου εμφανίζονται οι Φιλισταίοι, οι οποίοι απέσπασαν μεγάλο μέρος από τα εδάφη της.

6. Φαγιούμ, Αίγυπτος 4.000 π.Χ.

Απέχει 130 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας του Καΐρου και αποτελεί τμήμα της αρχαίας Κροκοδειλόπολης. Ήταν ένα από τα κορυφαία θρησκευτικά κέντρα της αρχαίας Αιγύπτου, όπου λατρευόταν ο θεός Σομπέκ. Στην πόλη Φαγιούμ ανακαλύφθηκαν τα διάσημα νεκρικά πορτρέτα των ρωμαϊκών χρόνων, προορισμένα για ταφική χρήση, τα οποία δημιουργήθηκαν είτε με τη χρήση της εγκαυστικής τεχνικής είτε με την τεχνική της τέμπερας.

5. Σούσα, Ιράν 4.200 π.Χ.

Η πόλη αποτελεί έναν από τους παλαιότερους γνωστούς οικισμούς, καθώς ιδρύθηκε πιθανότατα γύρω στο 4.000 π.Χ. Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας χρονολογούνται γύρω στο 7.000 π.Χ. Τα Σούσα θεωρούνταν η πρωτεύουσα του βασιλείου του Ελάμ. Η πόλη εμφανίζεται σε πολύ πρώιμες σουμεριακές πηγές και περιγράφεται σαν μια από τις περιοχές τις οποίες προστάτευε η θεά Ινάννα της Ουρούκ. Η τραγωδία «Οι Πέρσες» του Αισχύλου διαδραματίζεται στα Σούσα.

4. Δαμασκός, Συρία 4.300 π.Χ.

Αρκετοί πιστεύουν πως είναι η αρχαιότερη πόλη στον κόσμο και ότι κατοικείται από το 10.000 π.Χ. Οι πρώτες αναφορές για την ύπαρξη της Δαμασκού εντοπίζονται στον 16ο αιώνα π.Χ., όταν ακόμη βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία των Φαραώ της Αιγύπτου. Αργότερα, τον 10ο αιώνα περίπου π.Χ., έγινε το κέντρο του βασιλείου της Δαμασκού. Την περίοδο των Σελευκιδών η πόλη μετονομάστηκε σε Δημητριάδα.

3. Χαλέπι, Συρία 4.300 π.Χ.

Η συνύπαρξη της αρχαίας με τη μοντέρνα πόλη είναι αρμονική, ωστόσο σημαντικές καταστροφές έχουν προκληθεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου που βρίσκεται σε εξέλιξη από τον Μάρτιο του 2011.

Το Χαλέπι είναι μια από τις παλαιότερες πόλεις του κόσμου, με ανθρώπινες εγκαταστάσεις από την 7η χιλιετία π.Χ. Την 3η χιλιετία π.Χ. αποτελούσε τμήμα του γειτονικού βασιλείου της Έμπλας και ονομαζόταν Αρμί, ενώ γύρω στο 3.000 π.Χ. πήρε το όνομα Χαλπέ (για τους Έλληνες Χαλιβών, επειδή ήταν το μεγαλύτερο κέντρο παραγωγής χάλυβα στην περιοχή). Τον 18ο αιώνα π.Χ. εγκαταστάθηκαν στην πόλη πληθυσμοί χουρριτικής καταγωγής, οι οποίοι δημιούργησαν το ισχυρό βασίλειο του Γιαμχάντ με ιδρυτή τον Σουμού επού (1.810-1.780 π.Χ.).

2. Βύβλος, Λίβανος 5.000 π.Χ.

Το όνομά της, Βύβλος, το πήρε από τους Έλληνες που εισήγαγαν παπύρους από τη συγκεκριμένη πόλη. Πιστεύεται ότι κατοικήθηκε μεταξύ 8.800 και 7.000. Σύμφωνα με αποσπάσματα -αποδιδόμενα στον Φοίνικα ιστορικό Σαγχουνιάθωνα- χτίστηκε από τον Κρόνο και ήταν η πρώτη πόλη στη Φοινίκη. Κατά τους φοινικικούς χρόνους αποτέλεσε μεγάλο ναυτιλιακό και εμπορικό κέντρο, κυρίως λόγω της εξαγωγής παπύρου. Σήμερα θεωρείται η παλαιότερη συνεχώς κατοικούμενη πόλη του κόσμου. Αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

1. Ιεριχώ 9.000 π.Χ.

Η αρχαιότερη πόλη στον κόσμο που συνεχίζει να κατοικείται. Αρχαιολογικές έρευνες έχουν ανακαλύψει τα κατάλοιπα πάνω από 20 διαδοχικών εγκαταστάσεων στην Ιεριχώ, η πρώτη από τις οποίες είναι 11.000 ετών, σχεδόν στην αρχή του Ολόκαινου. Είναι επίσης η παλαιότερη γνωστή τειχισμένη πόλη. Στην Παλαιά Διαθήκη περιγράφεται ως «Πόλη των Φοινικόδεντρων». Οι άφθονες πηγές της τόσο στο εσωτερικό όσο και γύρω από αυτή, την κατέστησαν πόλο έλξης για τους τοπικούς πληθυσμούς. Στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση είναι γνωστή ως ο τόπος επιστροφής των Ισραηλιτών μετά τη φυγή από την Αίγυπτο, οδηγούμενοι από τον Ιησού του Ναυή, διάδοχο του Μωυσή.

Με πληροφορίες από ellines.com

ZOUGLA.GR

Μαινάδες – Νύμφες, σύντροφοι του Διονύσου

l_14980-

Στην ελληνική μυθολογία οι Μαινάδες ήταν νύμφες που παρουσιάζονται ως συντρόφισσες και συνοδοί του θεού Διονύσου. Η λέξη μαινάς (στον ενικό) εμφανίζεται στον Όμηρο, όπου συσχετίζεται με τη μανία. Και πράγματι, το κυριότερο χαρακτηριστικό των Μαινάδων ήταν η εκστατική μανία, δηλαδή η πέρα από τη λογική υπερκινητική και βίαιη συμπεριφορά. Αναφέρονται κυρίως ως τροφοί του Διονύσου και ταυτίζονται με τις Βάκχες.

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Άδης και Περσεφόνη

Άδης και Περσεφόνη
Hades and Persephone

Η Περσεφόνη ήταν κόρη της θεάς Δήμητρας. Πατέρας της ήταν ο Ζεύς (μυθολογία) και συζηγός της ο Άδης. Μαζί του γέννησε τον Ζαγρέα, τον Ευβουλέα και τον Σαβάζιο. Ο Άδης την πήρε στον κάτω κόσμο για την ομορφιά της. Η Θεά Δήμητρα όμως τη ζήτησε πίσω. Ο Άδης συμφώνησε να ανεβαίνει η Περσεφόνη έξι μήνες στον πάνω κόσμο και να κατεβαίνει τους επόμενους έξι στον κάτω. Έτσι τους μήνες που η Περσεφόνη είναι στον πάνω κόσμο η Θεά Δήμητρα χαιρόταν και υπήρχε καλοκαιρία, ενώ τους άλλους κακοκαιρία. Ο μύθος της αρπαγής πρωτοεμφανίζεται στην ΄Θεογονία΄ του Ησιόδου. ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ