Ψηφιακή ανακατασκευή του Ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο.
“Όλοι έχουν ακούσει για κάθε ένα από τα Επτά Θαύματα του Κόσμου, αλλά λίγοι τα έχουν δει όλα αυτά . Για να το πετύχει κάποιος πρέπει να πάει στο εξωτερικό, στην Περσία, να διασχίσει τον ποταμό Ευφράτη, να ταξιδέψει στην Αίγυπτο, να περάσει λίγος χρόνος μεταξύ των Ελλήνων στην Ελλάδα, να πάει στην Αλικαρνασσό στην Καρία, να πλεύσει στη Ρόδο και να δει την Έφεσο στην Ιωνία. Μόνο εάν ταξιδέψετε στον κόσμο και εξαντληθείτε από την προσπάθεια του ταξιδιού, θα ικανοποιηθεί η επιθυμία να δείτε όλα τα Θαύματα του Κόσμου. ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Η Αμφίπολη ήταν αρχαία πόλη χτισμένη στην ανατολική Μακεδονία, στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα, στη θέση πόλης που παλαιότερα ονομαζόταν “Εννέα Οδοί” ή πολύ κοντά σε αυτήν.
Ο Φίλιππος στον Τύμβο Καστά
Η Αμφίπολη ιδρύθηκε από Αθηναίους το 437 π.Χ. με στόχο τον έλεγχο της πλούσιας σε πρώτες ύλες περιοχή και εγκαταλείφθηκε οριστικά τον 8ο αιώνα μ.Χ.
Σήμερα στην περιοχή είναι χτισμένος ο ομώνυμος σύγχρονος οικισμός, που βρίσκεται περίπου 60 χλμ. νοτιοανατολικά των Σερρών.
Η αρχαιολογική έρευνα έχει αποκαλύψει ερείπια ανθρώπινης εγκατάστασης που χρονολογούνται γύρω στο 3.000 π.Χ. Εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης η περιοχή είχε οχυρωθεί από πολύ νωρίς.
Η Ηιών ήταν αρχαία ελληνική πόλη την οποία ίδρυσαν έποικοι από την Ερέτρια στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 25 σταδίων (4.628 μ. δηλ. 25×185,15) από την Αμφίπολη, όσο απέχει σήμερα από την Αμφίπολη ή Χρυσούπολη Καβάλας.
Την Ηιόνα αναφέρει ο ιστορικός Θουκυδίδης στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου ως τόπο ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας για τους Αθηναίους κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η Ηιών ή Ηιόνα ή Ίον, κατά την αρχαιότητα, κατελήφθη από τους Πέρσες το 476 π.Χ. κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων. Ο Ξέρξης κατασκεύασε κοντά της γέφυρα για να περάσει ο περσικός στρατός στη Μακεδονία. Αργότερα, ο Πέρσης στρατηγός Βόγης την υπερασπίστηκε εναντίον των Αθηναίων, που είχαν επικεφαλής τον Κίμωνα, τον γιο του Μιλτιάδη.
Στη συνέχεια το 475 π.Χ. πολιορκήθηκε, προκειμένου να ενταχθεί στο «Κοινόν της Δήλου », υπό την ηγεσία της Αθήνας, και επικεφαλής των συμμαχικών στρατευμάτων ήταν ο στρατηγός Κίμωνας.
Στο Πελοποννησιακό πόλεμο, ο ιστορικός Θουκυδίδης, που ήταν στρατηγός την έσωσε από τον Βρασίδα , δεν κατόρθωσε όμως να ανακτήσει την Αμφίπολη, γι αυτό καταδικάστηκε σε θάνατο, που τον απέφυγε μένοντας εξορία είκοσι χρόνια.
Το 480 π.Χ. ο Ξέρξης περνώντας από την περιοχή έθαψε ζωντανούς εννέα νεαρούς άντρες και εννέα παρθένες ως θυσία σε ποτάμιο θεό. Μελετώντας τις πηγές, για την ιστορία της Αμφίπολης δεν μπορεί παρά να σταματήσει κανείς στην πληροφορία που μας δίνει ο Ηρόδοτος, πως ο Ξέρξης κατά το πέρασμά του από την περιοχή το 480 πΧ προέβη στην κατάχωση εννέα εφήβων και εννέα κορασίδων, από το ντόπιο πληθυσμό!
Πιο συγκεκριμένα ο Ηρόδοτος στο Έβδομο βιβλίο αναφέρει: “Κι αυτή η περιοχή, που βρίσκεται γύρω απ᾽ το Παγγαίο, λέγεται Φυλλίδα, κι εκτείνεται προς τα δυτικά ώς τον ποταμό Αγγίτη που χύνει τα νερά του στον Στρυμόνα, ενώ προς τα νότια εκτείνεται ώς τον ίδιο τον Στρυμόνα, στον οποίο οι μάγοι, για να πάρουν αίσιους οιωνούς, έσφαζαν κάτασπρα άλογα.
Αφού έκαναν λοιπόν αυτές τις μαγικές τελετές στον ποταμό και, κοντά σ᾽ αυτές, κι άλλα πολλά στην πόλη Εννέα οδοί των Ηδωνών, διάβαιναν από τη γέφυρα του Στρυμόνα, καθώς βρήκαν τις όχθες του ζεμένες με γέφυρα. Κι όταν έμαθαν πως ο τόπος αυτός ονομαζόταν Εννέα οδοί, εκεί κατάχωσαν ζωντανούς στη γη εννιά παλικάρια κι εννιά κοπέλες του εντόπιου πληθυσμού.
” Προσπαθεί δε παρακάτω να δώσει τη δική του ερμηνεία για την περίεργη αυτή πράξη του Ξέρξη: Κι είναι περσικό έθιμο να καταχώνουν στη γη ζωντανούς· έτσι, έχω την πληροφορία πως και η Άμηστρις, η γυναίκα του Ξέρξη, στα γηρατειά της έκανε χάρισμα στο θεό, που καταπώς πιστεύουν βασιλεύει στον Κάτω κόσμο, δυο επτάδες αγόρια, γιους επισήμων Περσών, καταχώνοντας τα στη γη — ήταν το ευχαριστώ της στο θεό που της χάριζε ζωή. Περίπου εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα από το ίδιο σημείο θα ξεκινούσε ο στόλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου για την Ασία. Μόνο που ο Αλέξανδρος δεν είχε ανάγκη ούτε να «καταχώσει» νέους, ούτε να θυσιάσει μία άλλη «Ιφιγένεια».
Ένα χρόνο μετά στην Αμφίπολη ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος Α΄ νίκησε τα υπολείμματα του στρατού του Ξέρξη.
Τον 5ο αιώνα π.Χ. οι Αθηναίοι επιχείρησαν να αποικίσουν την περιοχή που είχε άμεση πρόσβαση σε σημαντικές πρώτες ύλες, όπως ο χρυσός και ο άργυρος του Παγγαίου και τα πυκνά δάση της περιοχής -τα τελευταία ενδιέφεραν του Αθηναίους για την ξυλεία τους.
Η πρώτη απόπειρα της Αθήνας, το 465 π.Χ., να αποικήσει την περιοχή απέτυχε. Θράκες πελταστές συνέτριψαν στον Δραβήσκο την οπλιτική φάλαγγα 2.500-3.000 Αθηναίων αποίκων της πόλης των Εννέα Οδών, οι οποίοι προχωρούσαν στη θρακική ενδοχώρα με σκοπό την κατάληψη των προσοδοφόρων χρυσωρυχείων της.
Λίγο δυτικότερα του σημερινού ομώνυμου χωριού, στην τοποθεσία «Φραγκάλα», έχουν εντοπιστεί λείψανα (αρχιτεκτονικά μέλη και επιγραφές) αρχαίας πόλης, η οποία ταυτίζεται με την αρχαία θρακική πόλη της Ηδωνίδας Δραβήσκο, που η ονομασία της διασώθηκε, με ελάχιστη μόνο παραφθορά, στην παλιά ονομασία του χωριού «Σδραβήκι».
Η μνεία της πόλης από τον Στράβωνα και τον Αππιανό μαρτυρεί την ύπαρξή της στη ρωμαϊκή εποχή, αφού υποβαθμίστηκε πιθανώς σε απλή κώμη εξαρτώμενη διοικητικά από την κοντινή Αμφίπολη. Το 465 π.Χ Θράκες πελταστές συνέτριψαν εκεί την οπλιτική φάλαγγα 2.500-3.000 Αθηναίων αποίκων της πόλης των Εννέα Οδών, οι οποίοι προχωρούσαν στη θρακική ενδοχώρα με σκοπό την κατάληψη των προσοδοφόρων χρυσωρυχείων της.
Το όνομά της Εννέα Οδοί, η πόλη το πήρε στην κυριολεξία από εννέα δρόμους που οδηγούσαν εκεί ή ξεκινούσαν από εκεί. Αυτοί αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του πολιτικού χάρτη όλου του Παγγαίου. Ανάλογα με τον προορισμό του κάθε δρόμου, δόθηκε σ’ αυτόν από εμένα, η κατάλληλη ονομασία.
Οι Εννέα Οδοί ήταν πόλη των Ηδωνών στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα στη Μακεδονία η οποία και καταστράφηκε από τους Αθηναίους , που επέδραμαν αιφνίδια, χωρίς να υπάρξει προηγούμενη αιτία.
Συγκεκριμένα μετά τους περσικούς πολέμους, το 430 π.Χ., η Αθηναϊκή Δημοκρατία απεφάσισε την κατάληψη της χρυσοφόρου περιοχής και την εκδίωξη των κατοίκων της προκειμένου να δημιουργήσει εκεί δική της αποικία, αποστέλλοντας τον Αθηναίο στρατηγό Άγνωνα ο οποίος και τελικά αφού την κατέλαβε, τη λεηλάτησε και την κατέστρεψε εκδιώκοντας τους κατοίκους της, όσοι επέζησαν του αφανισμού, έκτισε στη συνέχει στην ίδια θέση την Αμφίπολη.
Ο Θουκυδίδης λέει : «Τη θέση αυτή, όπου είναι τώρα η πόλη, δοκίμασε παλαιότερα να την αποικίσει και ο Αρισταγόρας ο Μιλήσιος, τότε που τον καταδίωκε ο βασιλιάς Δαρείος, αλλά εκδιώχθηκε από τους Ηδώνες· έπειτα, ύστερα από τριάντα δύο χρόνια οι Αθηναίοι έστειλαν δέκα χιλιάδες εποίκους και δικούς τους και από άλλες πόλεις εθελοντές, οι οποίοι εξολοθρεύτηκαν στον Δραβήσκο από τους Θράκες.
Η Αθήνα επανήλθε την εποχή του Περικλή, το 437 π.Χ., ιδρύοντας την Αμφίπολη. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη η πόλη ονομάστηκε έτσι επειδή ο ποταμός Στρυμόνας ρέει γύρω από την πόλη περιβάλλοντάς την, αλλά για την ετυμολογία υπάρχουν και άλλες θεωρίες. Στην συνέχεια η Αμφίπολη έγινε η κύρια βάση των Αθηναίων στην Θράκη και στόχος των Σπαρτιατών. Και ύστερα από είκοσι εννέα χρόνια, το (430 π.Χ. ), οι Αθηναίοι ήλθαν ξανά με αρχηγό για την ίδρυση αποικίας τον Άγνωνα του Νικίου, έδιωξαν τους Ηδώνες και έχτισαν την πόλη στη θέση που πρωτύτερα ονομαζόταν Εννέα Οδοί.
Βάση για την επιχείρηση είχαν την Ηιώνα, το εμπορικό λιμάνι τους στο στόμιο του ποταμού, σε απόσταση είκοσι πέντε σταδίων από την τωρινή πόλη που ο Άγνων την ονόμασε Αμφίπολη, διότι καθώς ο Στρυμόνας την περιβρέχει και από τις δύο πλευρές σχηματίζοντας αγκώνα, έχτισε μακρύ τείχος από ένα σημείο του ποταμού σε ένα άλλο και ίδρυσε την πόλη, περίβλεπτη από τη θάλασσα και από την στεριά». Κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν την πόλη. Για την σωτηρία της πόλης στάλθηκε από τους Αθηναίους μία αποστολή υπό την ηγεσία του Θουκυδίδη (του μετέπειτα ιστορικού).
Η αποστολή απέτυχε, γεγονός που οδήγησε τον Θουκυδίδη στην εξορία. Στην συνέχεια στάλθηκε ο Κλέων ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη μάχη της Αμφίπολης, μίας σφοδρής σύγκρουσης στην οποία βρήκε τον θάνατο και ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας. Με την Ειρήνη του Νικία ή Νικίειο ειρήνη, η Σπάρτη δεσμευόταν να αποδώσει την Αμφίπολη στην Αθήνα, κάτι που δεν έγινε και αποτέλεσε σημείο νέων τριβών και ένα από τα θέματα που στάθηκαν αιτία να παραβιαστεί η ειρήνη και να ξαναρχίσει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος.
Μια από τις παλιότερες ιστορίες, που μιλούν για γυναίκες βρυκόλακες στην ελληνική αρχαιότητα, είναι αυτή που μας παραδίδει ο παραδοξογράφος Φλέγων ο Τραλλιανός (απελεύθερος δούλος του αυτοκράτορα Αδριανού, 2ος αι. μ.Χ.) στο βιβλίο του «Περί θαυμασίων» 2.1 (Paradoxographoi: scriptores rerum mirabilium Graeci, εκδ. Antonius Westermann, Brunswigae, Londini 1839, σελ. 117-121). Σώζεται το δεύτερο μισό της ιστορίας, το πρωτότυπο κείμενο της οποίας μπορείτε να διαβάσετε στην πρώτη παρατιθέμενη πηγή παρακάτω. Για τη Φιλίννιον μιλά και ο φιλόσοφος Πρόκλος (5ος αι. μ.Χ.) στα πλατωνικά του σχόλια: Proclus, Platonis Rem Publican Commentarii 2, συμπληρώνοντας κάποια από τα κενά της ιστορίας. Η όλη διήγηση βασίζεται σε μια παλιότερη (χαμένη) σειρά επιστολών, εκ των οποίων κάποιες έγραψε ο Ίππαρχος και άλλες ο Αρριδαίος, ο ετεροθαλής αδελφός του Μ. Αλεξάνδρου. Τα γεγονότα διαδραματίζονται στην Αμφίπολη (1) τον 4ο αι. π.Χ., κατά τη βασιλεία του Φιλίππου Β’ στη Μακεδονία. Η ηρωίδα είναι η Φιλίννιον, ο εραστής της ο Μαχάτης. Ένα λύχνο γι’ απόψε. Τον μικρότερο θ’ ανάψω. Νύχτα έρωτα θα’ ναι. Μόνο ημίφως θέλει. Ίσα ίσα μια τρεμουλιαστή φλογίτσα να κατοπτρίζει στον τοίχο τα κορμιά μας. Πυρ θα’ ναι το πάθος… πάθος φωτιά που καίει την πέτρα… Είμαι η Φιλίννιον του Δημοστράτου και της Χαριτούς, κορασίς Αμφιπολίτισσα 14 φεγγαριών και κάτι. Προσμένω τον Μαχάτη στο δώμα μου. Από την Πέλλα είναι ο καλός μου, ξένιος (2) του πατέρα μου. Αψηλός Μακεδνός (3) λεβέντης, γερόκορμος σα λεύκα, στάχυα κεχριμπαρένια τα μακριά μαλλιά του, θάλασσες βαθιές το βλέμμα του, ρόδια μεστά τα χείλη του. Ωραίος ως Μακεδών. Βάδιζε δίπλα στον πατέρα μου χαμογελαστός, όταν τον πρωταπάντησα στο κτήμα μας στις όχθες του Στρυμόνα. Ήταν ένα καυτό καλοκαιριάτικο απομεσήμερο, ώρα ραστώνης, αλλά εγώ με τις δούλες έπλενα τα ρούχα στο ποτάμι. Ξυπόλυτη στο νερό, ανασηκωμένος ο λεπτός χιτώνας στους μηρούς για να μη βραχεί, μούσκεμα ήταν, μισοξέπλεκα τα μαλλιά από το σκύψιμο στην όχθη και τα δυνατά χτυπήματα στα ρούχα με τον κόπανο (4). Ιδρώτας, νερό, λιγοστός ίσκιος στα πέρα πλατάνια, θολή κάψα στον ορίζοντα και στη ρωγμή του Εκείνος. Χοροπήδησε η καρδιά στο στήθος και αυτό ξεθάρρεψε, ορθώθηκε και θαρρείς πως τρύπησε το βρεγμένο ρούχο, το ΄νιωσα, ντράπηκα, έβαλα τα χέρια μου μπροστά, κάτι, κάπως να καλύψω, χαμήλωσα το βλέμμα. – Έλα Μαχάτη να σου γνωρίσω τη θυγατέρα μου τη Φιλίννιον, το μελίσσι του σπιτιού μου! είπε ο πατέρας μου, νομίζω· δεν είμαι σίγουρη, το αναπάντεχο, η ομορφιά του, η ντροπή μου, όλα μπλέκονταν αξεδιάλυτο κουβάρι στη μεσημεριάτικη λάβρα. – Ναϊάδα (5) η κόρη σου Δημόστρατε! Χαρά σ΄αυτόν που θα την πάρει! Υγίαινε Φιλίννιον! αποκρίθηκε ο Μαχάτης κι ένιωθα το βλέμμα του να με καίει. Αντιχαιρέτισα. Τα μάτια μου χαμηλωμένα, κόκκινα τα μάγουλά μου απ’ τη ντροπή, λαχτάρα να απομακρυνθεί λίγο να τον θαυμάσω ξανά, κρυφά, με προσοχή, να τον ζωγραφίσω στο μυαλό μου να μην ξεχάσω τη θωριά του. – Ο Μαχάτης θα μείνει στο σπιτικό μας λίγο καιρό όσο να τελειώσει τις δουλειές του, συνέχισε ο πατέρας μου. Θέλω μαζί με τη μάνα σου να περιποιηθείτε τον ξένιο φίλο μου όσο καλύτερα γίνεται Φιλίννιον, συνέχισε ο πατέρας μου. Ύστερα χαμογέλασε «μην κουράζεσαι τόσο πολύ κόρη μου, δε χρειάζεται, άσε τις δούλες να πλύνουν» είπε κι ύστερα απομακρύνθηκε σιγοπερπατώντας με τον Μαχάτη δίπλα του.Να ‘ναι τάχα έρωτας αυτό που νιώθω; Αυτό το ζάλισμα του νου, το αποκάρωμα (6) των αισθήσεων, η λαχτάρα να τον ξαναδώ; Και αν δεν είναι έρωτας, τότε τι είναι; Κι αυτός; Τι σκέφτεται; Νιώθει κάτι για μένα; «Ναι», ψιθύρισε μυστικά στο αυτί μου ο θεός. «Ταυτόχρονα σας τόξεψα, κατάστηθα. Ζήστο. Μαζί του». Έρωτας ήταν λοιπόν. Έρωτας άγριος, παράφορος, απόλυτος, αχόρταγος, αήττητος. Κλεφτές ματιές πίσω απ’ τις δωρικές κολόνες της περίστυλης αυλής, τυχαία αγγίγματα, παραφυλάγματα για ένα στιγμιαίο ξεμονάχιασμα τις στιγμές που τάχατες έπρεπε να φέρει κάτι απ’ το δώμα του. Κι ύστερα κλεφτά συναπαντήματα στις όχθες του Στρυμόνα, κάτω απ’ τα πλατάνια, μέσα στις φυλλωσιές, να βλέπει μόνο ο ποτάμιος θεός και οι Ναϊάδες τα άρρητα του έρωτα. Έξαψη και φόβος, φόβος και έξαψη. Αν μας δουν; αν μας πιάσουν; Πώς θα υπάρξει συγχώρεση; Έλεος πώς; Δεν θα υπάρξει. Ούτε για μένα, την απάρθενη κόρη ούτε για κείνον, τον καταχραστή της φιλοξενίας. Αλλά και πάλι. Ποιος μπορεί να τα βάλει με τον Έρωτα; Όχι εγώ, όχι ο Μαχάτης. Έχει μήνα που ζει μαζί μας όσο να τελειώσει τις δουλειές του στην Αμφίπολη. Ξέρω πως τις τελείωσε προ πολλού και πρέπει να γυρίσει στα μέρη του. Όλο το αναβάλλει. Όλο κάτι προφασίζεται στον πατέρα μου. Και τώρα πια τις νύχτες τις περνάμε μαζί· νύχιο (7) το σμίξιμο, πνιχτός ο έρωτάς μας να μην ακούγεται, μόνος μάρτυρας το φως του μικρού λύχνου, που τρεμουλιάζει στον ρυθμό των κορμιών μας, μας ζωγραφίζει στους χρισμένους τοίχους και αντιφεγγίζει τα μαυρόασπρα βότσαλα του δαπέδου. Στις νύχτες κρυβόμαστε, τις νύχτες ζούμε… – Θα ξανάρθω αγάπη μου. Περίμενέ με, είπε την τελευταία βραδιά. Και μόλις έρθω, θα σε ζητήσω απ’ τον πατέρα σου. Θα πάνε όλα καλά. Θα δεις. Σύντομα θα γίνεις γυναίκα μου και θα είσαι για πάντα δική μου. – Θα περιμένω εδώ μέχρι να΄ρθείς· ό,τι και αν γίνει, δικιά σου είμαι. Σου δόθηκα, σου ανήκω τώρα και αυτό δεν αλλάζει. Χρυσαλλίδα (8) ήμουν, νύμφη μεταξένια γίνηκα στα χέρια σου. – Μη με ξεχάσεις Φιλίννιον! – Ο έρωτας πάντα θυμάται αγαπημένε μου. Ό,τι ζήσει στην καρδιά, ποτέ του δεν πεθαίνει. Αυτά είπαμε εμείς, έτσι τα μιλήσαμε, έτσι τα συμφωνήσαμε. Ξαστόχαστη η νιότη, νομίζει πως όλα είναι δυνατά, αλλά τότε δεν ήξερα…Περίμενα και υπομόνευα, υπομόνευα και περίμενα. Σήμερα, αύριο, μια μέρα ακόμα και άλλη μία και άλλη μια… Μίσεψε (9) για καιρούς ο Μαχάτης… Εις μάτην περίμενα με το βλέμμα αγκιστρωμένο στη δύση, στο δρόμο για την Πέλλα. Υπέφερα. Θαρρώ σαν άμαξα να πλησιάζει, χλιμίντρισμα ακούστηκε; βήματα στην εξώπορτα; Κάποιος ήρθε! Πετάγομαι να δω! Ο Μαχάτης μου; Όχι. Φίλοι του πατέρα, στρατηγοί και εταίροι (10), άλλοτε να μιλήσουν, μια να συμποσιαστούν, άλλοτε να πάνε στο γυμνάσιο (11) ή για κυνήγι, η θεία Τιμάεσσα με τις κόρες της, ο Λαμπίας ο αρχιδούλος φορτωμένος πραμάτειες απ’ την πόλη. Φορές φορές, με πρόφαση πως θα επισκεφτώ το κτήμα, λοξοδρομούσα στο ύψωμα ν’ αγναντέψω πέρα απ’ το δυτικό τείχος (12) μήπως έρχεται… Και ξάφνου η καταστροφή! «Φιλίννιον, μεγάλωσες πια. Ήρθε η ώρα να παντρευτείς. Για σένα διάλεξα τον άριστο των αρίστων, τον Κρατερό (13). Στενές οι σχέσεις του με τον βασιλιά μας το Φίλιππο και τον πρωτότοκό του τον Αλέξανδρο. Μάλιστα, σε ένα κυνήγι έσωσε τη ζωή του διαδόχου! Τιμημένος ο Κρατερός, γι’ αυτό με το γάμο τούτο η οικογένειά μας θα αποκτήσει γερές συμμαχίες και στο μέλλον…» συνέχισε να μιλάει ο πατέρας μου, αλλά δεν άκουγα τίποτα πια. Σκοτοδίνη μου ήρθε. Λιποθύμισα. Τι και αν έκλαψα πικρά για μέρες, τι και αν παρακάλεσα γονυπετής, τι και αν έπαψα να τρώω και μαράζωνα απ’ τον πόνο…μάταια. Η μάνα μου η Χαριτώ προσπαθούσε με γλυκόλογα να με μεταπείσει, ύστερα πείσμωσε και με κοιτούσε αμίλητη αυστηρά, ο πατέρας μου δεν ήθελε ν’ ακούσει λέξη. «Κορασίδας κακομαθημένης παραξενιές» έλεγε θυμωμένος στη μάνα μου. «Δεν θα της περάσει. Είπα και ελάλησα» κατέληγε, με τα μάτια του να βγάζουν φωτιά… Ο γάμος έγινε. Χαρές πολλές και γλεντοκόπι και γω πανέμορφη νύφη θανάτου στους νεκρικούς θαλάμους του Κρατερού. Το μαρτύριό μου δεν κράτησε πολύ. Λίγες μέρες μετά το γάμο, επέστρεψα στο πατρικό μου. Κουβέντες μυστικές προηγηθήκανε για τη χαμένη παρθενιά και την ατιμασιά μου, ο Κρατερός έξαλλος στην αρχή, μαλάκωσε όμως όταν ο πατέρας μου του έστειλε με τον Λαμπία ένα σεντούκι χρυσά, συμφωνήσανε όλοι μεταξύ τους πως είμαι άρρωστη και πρέπει να με φροντίσουν στο σπίτι για λίγο καιρό, έτσι διέδωσαν σε συγγενείς και φίλους, ο πατέρας και η μάνα μου ντροπιασμένοι με έκλεισαν στο δώμα μου, ήρθε γιατρός που βεβαίωσε την αρρώστια μου- πληρώθηκε αδρά και αυτός- τα στόματα έκλεισαν, όλοι λυπούνταν την έρμη τη Φιλίννιον που δεν πρόλαβε να χαρεί το γάμο της και έπεσε του θανατά… ούτε γάτα ούτε ζημιά. Αλλά εγώ ξεψυχούσα απ’ το μαράζι μου. Κάθε μέρα και από λίγο. Ξάπλωσα στην κλίνη και δεν ξανασηκώθηκα. Δεν ήθελα. Έπινα τα δάκρυά μου και έτρωγα την απελπισία μου. Είχα πληγώσει τους γονείς μου, με χρέωναν με ατιμία, απόκληρη ένιωθα, ο Μαχάτης είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης, οι όρκοι αγάπης του ψεύτικοι, ελπίδα να γυρίσει καμιά. Αυτό ήταν. Η πεταλούδα έζησε τον έρωτα, έλαμψε στον ήλιο και έκαψε τα φτερά της. Μέχρι εδώ ήταν. Τη ζωή μου δεν την όρισα. Θα ορίσω το θάνατό μου, είπα. Φάσμα (14) του εαυτού μου έγινα η άωρη κόρη μέσα σε έξι μήνες. Ωραία και η κηδεία μου. Με πένθιμη πομπή με αποθέσανε στον οικογενειακό μας τύμβο στη νεκρόπολη της Αμφίπολης. Εγώ ντυμένη με την ωραιότερη εσθήτα, με όλα τα χρυσαφικά μου στο κορμί, καλοχτενισμένη και μοσχομυρισμένη ξάπλωσα στο κρεβάτι που τρώει τις σάρκες. Βάλανε σιμά μου καλούδια πολλά, ελεφαντοστέινες χτένες και χάλκινους καθρέφτες, χρυσά και αργυρά αγγεία, πλουμιστά ειδώλια, λουλούδια πολλά και ύστερα με σκέπασαν με αιμάτινο σάβανο. Όλοι έκλαιγαν πολύ, οι γονείς μου απαρηγόρητοι, τα μοιρολόγια και οι ολοφυρμοί της μάνας μου έσκιζαν τον αγέρα, οι συγγενείς θλιμμένοι, φίλοι και γνωστοί προσπαθούσαν να συμπαρασταθούν, διάχυτος πόνος, και ένα ωραίο κιβούρι για μένα. Σφράγισαν τη δίφυλλη μαρμάρινη θύρα του τάφου. Δυο πανέμορφες ζωγραφιστές μορφές, ο Πλούτων και η Περσεφόνη, παραστάτες μου στην αιωνιότητα. Κάπου πήρε το μάτι μου μια επιγραφή: «…τεσσαρακαιδεκέτιν τῷδ᾽ ἐκάλυψε τάφῳ» (15). Δεκατεσσάρων ετών, τάφος. Για ποιον να γράφτηκε άραγε; Κοιμήθηκα.
Είμαι τρισευτυχισμένη! Παννύχια (16) η γιορτή του έρωτα με τον αγαπημένο μου. Επιτέλους γύρισε! Με αγκαλιάζει με λαχτάρα, του έλειψα πολύ, λέει, υπέφερε δίχως μου, ήρθε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ορκίζεται ξανά και ξανά αιώνια πίστη. Φοράει με δάκρυα στα μάτια το χρυσό δακτυλίδι που του δίνω και μου αντιδωρίζει το δικό του το σιδερένιο, σύμβολα και τα δυο της αιώνιας ένωσής μας. Μου προσφέρει και ένα χρυσόκλυστο ποτήρι να πίνουμε μαζί κρασί αγάπης. Είναι δικός μου τώρα, κατάδικός μου! Δεν θα επιτρέψω σε τίποτα και σε κανέναν πια να μας ξαναχωρίσει. Το τίμημα του έρωτα το πλήρωσα με τον θάνατό μου, δεν χρωστώ άλλο. Ξεχρέωσα και για κείνον. Τώρα θα ζήσουμε μαζί! Οι θεοί το όρισαν, οι θεοί το επιτρέπουν. – Αγαπημένε μου Μαχάτη, κάθε νυχτιά θα έρχομαι κοντά σου, κάθε νυχτιά θα σμίγουμε αιώνια ερωτευμένοι. Μόνο κράτα το κρυφό απ’ τους γονείς μου, μη με αναφέρεις ποτέ, η αγάπη μας πρέπει να μείνει μυστική, του είπα την πρώτη νύχτα που βρεθήκαμε, και κείνος το σεβάστηκε. Την είδα τη Θράσσα που παραφύλαγε έξω απ’ το δώμα και κατόπιν τη Χαριτώ, τη μάνα μου, που μας κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια, κάτασπρη, ξέψυχη. Αδιαφόρησα. Τώρα πια δεν μπορούν να με βλάψουν άλλο. Άλλωστε, όρθρο βαθύ (17) θα φύγω, όπως κάνω κάθε βραδιά. – Μαχάτη, σε θερμοπαρακαλώ πες μας επιτέλους την αλήθεια! ούρλιαξε για μια στιγμή η Χαριτώ απελπισμένη. Ήταν η Φιλίννιον μαζί σου στο δώμα χθες το βράδυ; Στα πόδια σου προσπέφτω ικέτις η μάνα, μίλα μας, πες μας. Μην το αρνείσαι άλλο. Σε είδαμε. Και γω και η δούλα η Θρασσώ. Πες μας την αλήθεια. Σεβάσου τη φιλοξενία του άνδρα μου του Δημόστρατου! Και πίστεψε επιτέλους αυτό που σου λέω! Η Φιλίννιον πέθανε πριν από έξι μήνες και τη θάψαμε στον οικογενειακό μας τάφο. Δεν στο είπαμε εξαρχής όταν ήρθες στο σπιτικό μας, για να μη σε στεναχωρήσουμε με έγνοιες που δεν σου πρέπουν ξένον άνθρωπο. Αλλά η Φιλίννιον είναι νεκρή· και όμως εμείς την είδαμε στην αγκαλιά σου! Ο Μαχάτης λύγισε μπρος στον πόνο της μάνας και από σέβας προς τον Δημόστρατο. Τους είπε πως αγαπιόμαστε από καιρό, ότι πράγματι περνούσα τις νύχτες μαζί του, ότι γύρισε απ’ την Πέλλα μόνο για μένα, γιατί ήθελε να με νυμφευτεί…έμοιαζε χαμένος ο καλός μου με όλα αυτά που άκουγε. Ποιος θάνατος και ποια κηδεία; Εγώ ήμουν ζωντανή, ολοζώντανη στην αγκαλιά του. Φορές φορές δειπνούσαμε μάλιστα μαζί. Να το χρυσό δακτυλίδι που του χάρισα, το σύμβολο του γάμου μας, να και η στηθοδεσμίδα που άφησα στην κλίνη του το περασμένο βράδυ, για να μυρίζει ολημερίς το άρωμά μου. Ολοφυρόταν η μάνα μου, βλέποντας το δακτυλίδι και τη στηθοδεσμίδα που μου φόρεσαν στον τάφο, τράβαγε τα μαλλιά της και έσκιζε τα ιμάτια, κατέρρευσε ο πατέρας απ’ αυτά που άκουσε, η Θρασσώ έκλαιγε γοερά σαν σε κηδεία και ο Μαχάτης μου τους κοιτούσε αποσβολωμένος μην ξέροντας τι να σκεφτεί, τι να πρωτοπιστέψει. Σε αυτά που άκουγε πως ήμουν τάχατες άψυχη, παγωμένη, νεκρή ή στις αισθήσεις του που λίγες ώρες πριν χαίρονταν το λάβρο, λουλουδομυριστό κορμί μου; Όχι, ψέματα του έλεγαν για να τον αποδιώξουν από γαμπρό. Αλλιώς, πρόσθεσε, ας έρθουν ξανά το βράδυ να δουν τη Φιλίννιον στο δώμα με τα ίδια τους τα μάτια. Θέλουν να με πιάσουν και αυτοί, να δουν ότι ζω, ότι υπάρχω, σκέφτηκα. Αχ Μαχάτη μου! Δεν κράτησες το μυστικό μας. Αποκάλυψες τα άρρητα, στέγνωσαν οι ερωτικοί χυμοί, πάγωσε το αίμα, χάθηκε η μαγεία και τώρα πρέπει να επιστρέψω δια παντός στον διατεταγμένον τόπον. Αυτή είναι η βούληση των θεών. Η αμφιβολία δεν χωρεί στον έρωτα, καλέ μου. Και σεις γονείς μου, τι κλαίτε και θρηνείτε τώρα; Εσείς με στείλατε στον τάφο με την επιμονή σας να παντρευτώ τον Κρατερό. Όψιμα δάκρυα τι νόημα έχουν, όταν το κακό έχει συντελεσθεί; Απόμεινα ακίνητη στην κλίνη του αγαπημένου μου, κέρωσα, πήρα πλουτώνεια όψη. Σούσουρο στο σπίτι για τη νεκροφάνεια, διαδόθηκε το απίστευτο στην πόλη, μαζεύτηκε κόσμος στην εξώθυρα, ρωτούσε να μάθει το πώς και το γιατί, πλήθαιναν οι φήμες και οι φωνές που ζητούσαν το άνοιγμα του τάφου για τη διακρίβωση των γεγονότων. Τι ήμουν τελικά; Νεκρή ή ζωντανή; Γυναίκα ή φάντασμα; Στον οικογενειακό τάφο βρήκαν στη θέση απόθεσης τους παππούδες μου, όλα τους απείραχτα· η νεκρική κλίνη μου αδειανή. Ένα χρυσόκλυστο ποτήρι μόνο πάνω της και δίπλα ένα ανδρικό σιδερένιο δακτυλίδι… Ανησυχία, αγωνία παντού για το ανεξήγητο, συζητήσεις σε κάθε γωνιά της πόλης. Κατάρα φανερώθηκε; θαύμα των θεών προς τιμήν του Έρωτα; Κανείς δεν ήξερε να πει με σιγουριά. Άλλοι πρόσεξαν τα πτηνά που πετούσαν χαμηλά προς τη δύση, μερικοί τους ίταμους (18) που ξεράθηκαν μεμιάς. Στο τέλος, όλοι συμφώνησαν. Κακά σημάδια φαίνονταν στον ουρανό και επί γης. Το επιβεβαίωσε και ο μάντης Ύλλος, άριστος οιωνοσκόπος. Αυτή η ανάσταση δεν ήταν θέλημα του Ερμή Ψυχοπομπού ούτε των Ευμενίδων. Παράγγειλε να βάλουν το σώμα μου στην πυρά, δεν είχε νόημα να ξαναταφώ στον τύμβο, η τελετή να γίνει έξω απ’ την πόλη, στις εσχατιές, μετά να εξαγνιστούν όλα τα ιερά, οι βωμοί των θεών του Κάτω Κόσμου και να γίνουν οι πρεπούμενες θυσίες στον Ερμή Χθόνιο και στον Ξένιο Δία για τον καθαρμό όλων των γεγενημένων ανομημάτων. Αυτά και έγιναν. Σφραγίστηκε με πυρ ο θάνατός μου και όλοι ξανάσαναν ανακουφισμένοι που ξεφορτώθηκαν το άγος. Ακόμα περισσότερο που εξόντωσαν το φάσμα της Λάμιας (19), γιατί Λάμια με θεωρούσαν, από αυτές που πίνουν το αίμα των εραστών τους για να ζήσουν. Άραγε ήμουν πράγματι βρυκόλακας ή απλώς μια ερωτοχτυπημένη γυναίκα; Πάντως, ό,τι κι αν έλεγαν οι άλλοι, ο Μαχάτης μου γνώριζε την αλήθεια του. Και αυτό είχε σημασία. Την άλλη μέρα ήρθε κοντά μου· «υπ’ αθυμίας εαυτόν εξήγαγεν του ζην» έγραψαν στον τάφο του. ————————————- (1) Αμφίπολη = Η Αμφίπολη ήταν μια αθηναϊκή αποικία κοντά στις εκβολές του Στρυμόνα, η οποία κυριεύτηκε το 357 π.Χ. από τον Φίλιππο Βʹ και αναδείχτηκε σε νευραλγική πόλη του βασιλείου του. (2) ξένιος = φιλοξενούμενος, επίθετο του Δία (Ξένιος Ζευς, ο προστάτης της φιλοξενίας). (3) μακεδνός = ψηλός (το επίθετο αυτό χρησιμοποιείται ήδη από τον Όμηρο για τα φύλλα μιας ψηλής λεύκας, Οδύσσεια η’ 106: οιά τε φύλλα μακεδνής αιγείροιο). Επίσης σημαίνει μεγάλος ή ουράνιος. Μια πρωιμότερη μορφή της ονομασίας των Μακεδνών (Μακεδόνων) είναι η λέξη Μακέται, που προέρχεται από τη δωρική λέξη μάκος, που στην ιωνική διάλεκτο λέγεται μῆκος (στην αρχαία ελληνική σήμαινε και το ύψος). Επομένως, Μακεδόνες είναι οι κατοικούντες σε υψηλή, δηλαδή ορεινή χώρα, οι ορεσίβιοι. Προτείνεται επίσης ότι το όνομα Μακεδ(α)νός είναι σύνθετη λέξη, που προέρχεται από το μάκος + έδανος ή εδανός (εδανός= ευχάριστος: Ιλιάδα Ν 172 και έδος=ηδύς, γλυκός). Με αυτή την ετυμολογία, Μακεδνός σημαίνει: μακέτης, δηλαδή ψηλός, μακρύς + εδανός, δηλαδή γλυκός, αρεστός, ευχάριστος, ευώδης, εύοσμος. Σημειώνεται ότι το έδανος σημαίνει είτε το έθνος είτε το γαμήλιο δώρο-α < έδνον, έδνα, εδνάωμαι-ώμαι. Επίσης, κατά τον Ησύχιο, μακεδνή – μακεδανή = μακρά, υψηλή. Ήροδ. 1, 56: το δέ (ελληνικόν έθνος) πολυπλάνητον κάρτα… εκ δέ της Ιστιαιήτιδος ως εξανέστη υπό Καδμείων οίκεε έν Πίνδω Μακεδνόν καλεόμενον. (4) κόπανος = χοντρό και βαρύ αντικείμενο με το οποίο κοπανάμε τα ρούχα, όταν τα πλένουμε στη νεροτριβή, στο ποτάμι ή στη θάλασσα. (5) Ναϊάδα-ες = νύμφες των γλυκών νερών, των πηγών (κρηνών), ποταμών, λιμνών. (6) αποκάρωμα = αποχαύνωση. (7) νύχιο = νυκτερινό < νυξ (νύχτα). (8) χρυσαλλίδα = είναι το δεύτερο στάδιο σχηματισμού της πεταλούδας, η οποία ξεκινάει ως κάμπια και, κλεισμένη στο κουκούλι της, περιμένει τη μεταμόρφωσή της σε πεταλούδα. Στην αρχαιότητα ονόμαζαν την πεταλούδα «σκώληκα ή καμπή», ενώ τη χρυσαλλίδα «νεκύδαλλο», δηλαδή «περίβλημα νεκρού» μέσα από το οποίο βγαίνει η πεταλούδα/ψυχή. Γνωστός ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής, φτερωτών μορφών, με τη δεύτερη να ακροβατεί ανάμεσα στον θάνατο και τη ζωή. Από την κάμπια του μεταξοσκώληκα προέρχεται και το μετάξι ή σηρ στα αρχαία ελληνικά. (9) μίσεψε = ξενιτεύτηκε, ταξίδεψε. (10) εταίροι = Μακεδόνες ιππείς της ανώτερης κοινωνικο-οικονομικής τάξης (επίλεκτοι), που πλαισίωναν τους βασιλείς ως σωματοφυλακή (βασιλικοί εταίροι). (11) γυμνάσιο Αμφίπολης = Κατασκευασμένο κατά το βʹ μισό του 4ου αιώνα, ακολουθεί πιστά τον καθιερωμένο τύπο του γυμνασίου της Ολυμπίας, περιλαμβάνοντας την παλαίστρα (47 × 36 μ.), στην οποία η πρόσβαση εξασφαλίζεται μέσω μνημειακής κλίμακας, και τους δύο διαδρόμους για τους δρομείς (μήκους ενός σταδίου), ο ένας από τους οποίους ήταν σκεπαστός (ο ξυστός) και ο άλλος υπαίθριος (η παραδρομίς). Οι χώροι της παλαίστρας που προορίζονταν για τη σωματική άσκηση, τη φροντίδα του σώματος (λουτρά), αλλά και την εκπαίδευση, τα συμπόσια και τη λατρεία του Ηρακλή και του Ερμή που προστάτευαν τους αθλητές, ήταν κατανεμημένοι γύρω από μία περίστυλη αυλή δωρικού ρυθμού. (12) τείχος Αμφίπολης = Η οχύρωσή της περιλαμβάνει έναν μικρό εσωτερικό περίβολο (2,2 χλμ.) που καλύπτει μόνο το αστικό κέντρο και έναν μεγάλο περίβολο (7,5 χλμ.) που προστατεύει ολόκληρο τον οικισμό. Ο δεύτερος περίβολος παρουσιάζει στο βόρειο τμήμα του δύο αξιοσημείωτα στοιχεία που ανάγονται στην περίοδο του πρώτου κράτους (5ος αι.). Κατά μήκος του Στρυμόνα, στους πρόποδες της πλαγιάς, είχε διαμορφωθεί ένα μοναδικό σύστημα από ψηλά και στενά φρεάτια στη βάση του τείχους, που επέτρεπε στα ρέοντα ύδατα να διέρχονται από τα τείχη χωρίς να πλημμυρίζουν τα εσωτερικά περίχωρα της πόλης. Στο ίδιο τμήμα η πύλη που άνοιγε προς την κατεύθυνση του ποταμού οδηγούσε κατευθείαν σε μια ξύλινη γέφυρα, στα εξαιρετικά κατάλοιπα της οποίας διακρίνονται δύο φάσεις. Η αρχαιότερη φάση μπορεί να ταυτίζεται με τη γέφυρα που αναφέρεται από τον Θουκυδίδη (4.103 και 108) στην περιγραφή των μαχών ανάμεσα στον αθηναίο Κλέωνα και τον λακεδαιμόνιο Βρασίδα (422 π.Χ.). Το κατάστρωμα της γέφυρας στηριζόταν σε πλήθος πασσάλους, στερεωμένους στις όχθες και την ίδια την κοίτη του ποταμού. Πρόκειται για κατάλοιπα μοναδικού χαρακτήρα στην Ελλάδα. (13) Κρατερός = ο γνωστός στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου. (14) φάσμα = φάντασμα, μορφή, εμφάνισις, σημείον εξ ουρανού, τέρας. (15) τεσσαρακαιδεκέτιν τῷδ᾽ ἐκάλυψε τάφῳ = απόσπασμα από επίγραμμα του επιγραμματοποιού Πέρση του Μακεδόνος (έζησε τον 4ο αι. π.Χ.). Το όλο επίγραμμα στην Παλατίνη Ανθολογία, Π.Α. 7.487: Ὤλεο δὴ πρὸ γάμοιο, Φιλαίνιον, οὐδέ σε μάτηρΠυθιὰς ὡραίους ἤγαγεν εἰς θαλάμουςνυμφίου, ἀλλ᾽ ἐλεεινὰ καταδρύψασα παρειὰςτεσσαρακαιδεκέτιν τῷδ᾽ ἐκάλυψε τάφῳ Βλ. http://ancdialects.greek-language.gr/sites/default/files/studies/selections_of_texts.pdf (16) παννύχια = ολονύκτια. (17) όρθρος βαθύς = νωρίς την αυγή, ακριβώς πριν το χάραμα. (18) ίταμος = αειθαλές δέντρο. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία ο ίταμος ήταν αφιερωμένος στις Ερινύες, οι οποίες τιμωρούσαν τους ανθρώπους με τη χρήση του δηλητηρίου του. Η Άρτεμις χρησιμοποιούσε βέλη ποτισμένα σε δηλητήριο ίταμου. (19) Λάμια = Οι Λάμιες ήταν ακόλουθοι της Εκάτης, δαιμονικά όντα με τη μορφή ωραιότατων γυναικών που ξεγελούσαν μοναχικούς άνδρες και ταξιδιώτες και με πρόσχημα τον σαρκικό έρωτα, τους σκότωναν και έπιναν το αίμα τους. Παρόμοια μορφή η Έμπουσα και η Μορμώ (Μορμολύκη). Μεταγενέστεροι αρχαίοι συγγραφείς όλες αυτές τις θεωρούν φάσματα (φαντάσματα). __________________ Πηγές-βιβλιογραφία https://books.google.gr/books?id=cgWXuTmtphoC&pg=PA119&lpg=PA119&dq=%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%AF%CE%BD%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CE%BD&source=bl&ots=iqa0ouhy1g&sig=NxaI5_18JdbIBHUPRqnbJYR5zhc&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwjm3pTDgdPfAhVN_qQKHbCPC_AQ6AEwA3oECAEQAQ#v=onepage&q=%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%AF%CE%BD%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CE%BD&f=false https://www.theoi.com/Phasma/PhasmaPhilinnion.html https://tvtropes.org/pmwiki/pmwiki.php/Literature/TheGhostOfPhilinnion?from=Literature.TheBrideOfCorinth Δ.Β. Γραμμένος (επιμ.), Στη Μακεδονία από τον 7ο αι. π.Χ. ως την ύστερη αρχαιότητα, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2011 http://ancdialects.greek-language.gr/sites/default/files/studies/_makedonia_tomos.pdf http://history-of-macedonia.com/2014/08/29/arxaia-amfipoli-diadoxoi/ http://history-of-macedonia.com/2014/08/19/alexander-marshals-amphipolis/
Στο ταφικό μνημείο του τύμβου Καστά της Αμφίπολης, δημιουργήθηκε ο ταφικός χώρος για τον Φίλιππο. Στον κιβωτιόσχημο τάφο του μνημείου τοποθετήθηκε το σώμα του και δημιουργήθηκε αργότερα το ψηφιδωτό στο οποίο παρουσιάζεται στεφανωμένος ως ολυμπιονίκης. Παράλληλα, το ίδιο το ταφικό μνημείο προσανατολίστηκε προς το Φιλίππειο της Ολυμπίας, μία αρχαία κυκλική κατασκευή προς τιμή της στεφάνωσης του Φιλίππου τρεις φορές για τη νίκη του στους ολυμπιακούς αγώνες. Η τιμή για αυτόν θεωρήθηκε αρκετά μεγάλη, αφού εκτός από την κατασκευή του Φιλίππειου, μετονόμασε και την σύζυγό του από Μυρτάλη ..σε Ολυμπιάδα.
Η εκδοχή της «τοξικής προσβολής» (δηλητηρίασης με «αρσενικό») του Αλέξανδρου.
Και πάλι πρωταγωνιστής ο Πτολεμαίος. Ως βασικός του στρατηγός/σωματοφύλακας αλλά – πρωτίστως – υπεύθυνος για οτιδήποτε έτρωγε και έπινε ο Αλέξανδρος.
Σύμφωνα με το παρακάτω σκεπτικό, χωρίς τη δική του «συνδρομή», το δηλητήριο δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να βρει το δρόμο του για το ποτήρι του «καχύποπτου Στρατηλάτη». Ο οποίος είχε απόλυτη επίγνωση του πόσους εχθρούς είχε αποκτήσει με τα έργα του.
Πολεμικά και Πολιτειακά.
Έχτιζε ταχύτατα μια «πολυεθνική αυτοκρατορία» παραβιάζοντας διαρκώς την «Πρώτη Θέση» των Μακεδόνων. Εκ των οποίων είχε ήδη θανατώσει πολλούς. Κάτι που εξελίσσονταν ώρα την ώρα, κάθε μέρα, σε όλο και ταχύτερους ρυθμούς.
Αλλά όχι, το «παρασκήνιο» όλης αυτής της θανάσιμης προδοτικής ίντριγκας δεν θα το δούμε εδώ. Στο ποιοί άλλοι και κυρίως γιατί μεγάλο μέρος των Μακεδόνων Στρατηγών/Επιτελών του τον ήθελαν πάραυτα νεκρό θα αφιερώσουμε το επόμενο σημείωμα.
Όσον αφορά στην εκδοχή της «βιολογικής προσβολής» (εσκεμμένη μόλυνση του Αλέξανδρου με λοιμώδες νόσημα, πχ τύφο) αναπτύχθηκε και παλαιότερα. Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Ο Μυστηριώδης θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου», του P. Doherty, εκδ. Ενάλιος, σ.295. Την προκλητικά αποσιωπημένη αυτή ιστορικά υπόθεση ο συγγραφέας την αναλύει σε βάθος με όρους (στην κυριολεξία) μιας εκπληκτικής «εγκληματολογικής ανάλυσης»…
«…Ο Πτολεμαίος θα πρέπει, επομένως, να διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ εκείνο το μοιραίο συμπόσιο της 29ης Μαΐου 323 π.Χ. Οι πηγές μας είναι πολύ συγκεκριμένες. Ο Αλέξανδρος είχε παραστεί σ’ ένα επίσημο συμπόσιο. Ήταν έτοιμος να αποσυρθεί, όταν τον κάλεσε ο Μήδιος σ’ έναν κώμο ή γλέντι.
Ο Πλούταρχος αφηγείται:
«…Μια ημέρα, αφού είχε παραθέσει ένα πλουσιοπάροχο γλέντι προς τιμήν του Νεάρχου, πήγε, όπως συνηθιζόταν, να κάνει ένα αναζωογονητικό λουτρό, ώστε μετά να αποσυρθεί για ανάπαυση. Στο μεταξύ, ήρθε ο Μήδιος και τον προσεκάλεσε να παραστεί σ’ ένα γλέντι και ο βασιλιάς δεν μπόρεσε να του χαλάσει το χατήρι…».
Ο Διόδωρος πάλι μας λέει ότι «τον ειδοποίησε ο Μήδιος ο Θεσσαλός, ένας από τους φίλους του να παραστεί σ’ ε΄ναν κώμο». Ο Αρριανός επαναλαμβάνει ουσιαστικά το ίδιο πράγμα. Η εντύπωση που δίνεται μέσα απ’ όλα αυτά τα κείμενα και επιβεβαιώνεται από τη «Φυλλάδα» στο Αλεξάνδρου Βίος, είναι πως η δεύτερη γιορτή είχε οργανωθεί σαν έκπληξη από τους Εταίρους του, μια πρόσκληση που ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να απορρίψει, δεδομένης της ταραγμένης ψυχολογικής του κατάστασης και της αδυναμίας του για το κρασί.
Γνωρίζοντας ωστόσο την εμμονή του βασιλιά, την καχυποψία του, τις δεισιδαιμονίες και τους φόβους του, θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός για κάποια ύποπτη κίνηση. Το συμπόσιο αυτό θα πρέπει να το δούμε μέσα στο γενικότερο κλίμα των οιωνών και των φόβων του Αλέξανδρου, τις επαναλαμβανόμενες θυσίες του για να εξευμενίσει τους θεούς.
Θα πρέπει σίγουρα να ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός με ανθρώπους σαν τον υποτιθέμενο οινοχόο του, τον Ιόλαο, για τον πατέρα του οποίου (σημ. Αντίπατρος, Διοικητής Μακεδονίας/Ελλάδας) είχε τις υποψίες του, ενώ πρόσφατα είχε χειροδικήσει εναντίον του αδελφού του, Κασσάνδρου.
Ο Πτολεμαίος ήταν άλλη περίπτωση, ο πιστός διοικητής, υπηρέτης και δοκιμαστής του βασιλιά, ο οποίος αποφάσισε πισώπλατα να εξοντώσει τον Αλέξανδρο,προτού στραφεί εκείνος εναντίον του. Και το κυριότερο, ο Μήδιος ποτέ δεν θα διοργάνωνε ένα τέτοιο συμπόσιο χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του υπηρέτη και δοκιμαστή του βασιλιά, του στρατηγού Πτολεμαίου, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια του Αλέξανδρου.
Η γιορτή δεν αποκλείεται μάλιστα να ήταν ιδέα του Πτολεμαίου, η εποχή ήταν η καταλληλότερη και τα πράγματα έπρεπε να προσχωρήσουν το συντομότερο βάσει σχεδίου.
Ο Πτολεμαίος έβαλε από τη μεριά του λίγες ακόμη δραματικές πινελιές, φροντίζοντας να είναι παρών εκείνο το βράδυ και ο Πρωτεύς ο μέθυσος, ανιψιός του Κλείτου (σημ. που είχε σφαγιαστεί από τον Αλέξανδρο σε ένα άλλο μεθύσι)…
Ο Πτολεμαίος, υπεύθυνος τροφοδοσίας και δοκιμαστής του βασιλιά, θα πρέπει να βρισκόταν κάπου εκεί κοντά, αν και ο ίδιος δεν αναφέρει τίποτα τέτοιο στα απομνημονεύματά του.
Μάλιστα, αν κρίνουμε απ’ όσα λένε οι Βασίλειες Εφημερίδες, δημιουργείται η εντύπωση πως, όταν ο βασιλιάς αρρώστησε και πέθανε, ο Πτολεμαίος δεν ήταν πουθενά εκεί γύρω. Έχοντας υπ’ όψιν μας το ρόλο και τη θέση του Πτολεμαίου, κάτι τέτοιο είναι λίγο απίθανο.
Για του λόγου το αληθές, ο Ιουστίνος (σημ. αρχ. Συγγραφέας της εποχής) λέει ότι προσεκλήθη ο Αλέξανδρος και κάποιος «εταίρος» ή «ακόλουθος».
Αν ο βασιλιάς είχε τέτοιες εμμονές με το θέμα της ασφάλειάς του και αν ο Πτολεμαίος ήταν ο προσωπικός του σωματοφύλακας και «προγεύστης», τότε ο μυστηριώδης αυτός ακόλουθος ή «εταίρος» δεν μπορεί να ήταν άλλος από τον Πτολεμαίο, ο οποίος θα τον είχε παροτρύνει, φυσικά, να αποδεχθεί την πρόσκληση.
Ήταν όλοι έτοιμοι και το σχέδιο θα περνούσε τώρα στην φάση της εκτέλεσης.
Ο Πρωτεύς ήταν γερό ποτήρι, τα κρασοπότηρα άδειαζαν και ξαναγέμιζαν και ο Πτολεμαίος χρησιμοποίησε τη θέση-κλειδί που είχε, τη στενή του σχέση με τον βασιλιά για να ρίξει στο ποτό του το μοιραίο φαρμάκι: το αρσενικό.
Το φαρμάκι που χρησιμοποιήθηκε ήταν το αρσενικό, το οποίο ήταν πολύ γνωστό στους αρχαίους και αρκετά διαδεδομένο στις ανατολικές επαρχίες της περσικής αυτοκρατορίας, όπως στο Παντζάμπ, μια περιοχή που είχε καταληφθεί πρόσφατα από τον στρατό του Αλεξάνδρου και μάλιστα εκεί το θεωρούσαν αποτελεσματικό αφροδισιακό.
Ο Στράβων, στο δέκατο πέμπτο βιβλίο του, μνημονεύοντας τον Ονησίκρατο, αναφέρει ότι στην Καρμανία, την ανατολική επαρχία, όπου επέστρεψε ο Αλέξανδρος μετά την εκστρατεία στην Ινδία, υπήρχαν δύο λόφοι, οι ένας από αλάτι κι ο άλλος από αρσενικό.
Τα συμπτώματα δηλητηρίασης από αρσενικό είναι δυνατοί πόνοι, οργανικό σοκ, έντονες ενοχλήσεις, υπερβολικό αίσθημα δίψας και δερματικοί ερεθισμοί.
Οι δυνατοί πόνοι αρχίζουν συνήθως μέσα σε μια ώρα, πράγμα που διαλύει τον οργανισμό.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος εκδηλώνει αυτά τα συγκεκριμένα συμπτώματα στο συμπόσιο του Μηδίου:
«…γεμίζοντας ένα μεγάλο κρασοπότηρο, το κατέβασε μονορούφι. Την ίδια στιγμή ούρλιαξε λες και τον έπιασε ένας σουβλερός πόνος [κατά την εκτίμησή μου, αποτέλεσμα του αρσενικού που μόλις είχε πάρει] και συνοδεία των φίλων του οδηγήθηκε από το χέρι στα διαμερίσματά του…»
Ο Πλούταρχος αναφέρει τα ίδια συμπτώματα, μόνο που δεν τα αποδέχεται. Ο Αρριανός, πιο επιφυλακτικός, αναφέρει αυτήν την αντίδραση σαν να τη μεταφέρει από κάποια άγνωστη πηγή, προφανώς την ίδια με αυτήν του Διοδώρου, «μόλις άδειασε το ποτήρι του, ένιωσε έναν σουβλερό πόνο και αναγκάσθηκε να αποχωρήσει από τη γιορτή».
Οξεία δηλητηρίαση από αρσενικό οδηγεί σε θάνατο μέσα σε λίγες ώρες. Μία από τις πρακτικές που συνιστώνται για την αντιμετώπιση δηλητηρίασης από αρσενικό είναι η πρόκληση εμέτου ή η πλύση στομάχου.
Η κατανάλωση άφθονου νερού βοηθά επίσης τα νεφρά να αποβάλουν το δηλητήριο, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις το αρσενικό επιφέρει σίγουρο θάνατο.
Κάνοντας εμετό (οι έντονες ενοχλήσεις) μετά το κρασί που ήπιε, ο Αλέξανδρος θα πρέπει να αισθάνθηκε προς στιγμήν κάπως καλύτερα κι αυτό ίσως να έκανε τα αρχικά έντονα συμπτώματα πιο ήπια, όπως λένε και οι γιατροί.
Ο Μπλάιθ, στην πολύ αναλυτική μελέτη του περί δηλητηρίων, παραθέτει τα συμπτώματα δηλητηρίασης από αρσενικό, «…η γλώσσα πρήζεται, υπάρχει έντονο αίσθημα δίψας […] ενώ κατά κανόνα παρατηρούνται και πόνοι […] σε όλη την κοιλιακή χώρα…».
Ο Μπλάιθ συνεχίζει πιο κάτω, λέγοντας ότι μια μονή δόση αρσενικού ίσως να μην επιφέρει αμέσως θάνατο, αλλά σαν πρώτο στάδιο εκδηλώνεται μια παρατεταμένη και θανατηφόρα ασθένεια.
«…Μια δόση τριοξειδίου του αρσενικού μπορεί να οδηγήσει σε παρατεταμένη και θανατηφόρα ασθένεια, με γνωστότερο παράδειγμα στα ιατρικά πρακτικά εκείνο της απόπειρας αυτοκτονίας του Δούκα Ντε Πρασλέν, ο οποίος αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, λαμβάνοντας μια δόση τριοξειδίου του αρσενικού την Τετάρτη 18 Αυγούστου 1847. Η ακριβής ώρα αυτής της ενέργειας δεν μπορεί να εξακριβωθεί, αλλά τα πρώτα συμπτώματα άρχισαν να εκδηλώνονται στις 10 μμ. Προηγήθηκαν τα γνωστά σημάδια εμέτου, ενώ την επόμενη ημέρα παρουσίασε διάρροια, λιποθυμία και εξαιρετικά αδύναμο σφυγμό.
Την Παρασκευή παρατηρήθηκε παροδική ύφεση αυτών των συμπτωμάτων, ενώ παράλληλα τα άκρα του ήταν πολύ παγωμένα, η καρδιά του λειτουργούσε διακεκομμένα και άτονα και υπήρχε μια γενική κατάρρευση. Το Σάββατο παρουσίασε ελαφρύ πυρετό, χωρίς πόνους ή ευαισθησία στην κοιλιακή χώρα, εμέτους ή διάρροια. Εκείνη την ημέρα δεν υπήρξε διούρηση. Την Κυριακή ο ασθενής παραπονέθηκε για έντονο πρήξημο στον λαιμό και η κατάποση γινόταν με δυσκολία. Το αίσθημα δίψας ήταν έντονο, η γλώσσα κατακόκκινη, όπως και ο βλεννογόνος στο στόμα και στον φάρυγγα και ο ασθενής είχε ένα αίσθημα καούρας από το στόμα ως τον πρωκτό.
Πονούσε και ήταν πρησμένος στην κοιλιακή χώρα, το δέρμα του έκαιγε υπερβολικά, ο σφυγμός του ήταν γρήγορος και ασταθής – άλλοτε δυνατός κι άλλοτε αδύναμος – το έντερο έπρεπε να ανακουφίζεται με ενέσεις, η ποσότητα των ούρων ήταν πολύ μικρή. Το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί καθόλου.
Ο δούκας άφησε την τελευταία του πνοή στις 4.35 πμ την Τρίτη 24 του μηνός, έκτη ημέρα από τότε που αρρώστησε. Είχε διαύγεια πνεύματος μέχρι τα τελευταία του. Καθώς πλησίαζε το τέλος, η αναπνοή του γινόταν όλο και πιο στενάχωρη, το σώμα του είχε παγώσει ολόκληρο και είχε ταχυπαλμία…».
Τα περισσότερα από αυτά τα συμπτώματα είναι παρόμοια με αυτά του Αλέξανδρου, άλλωστε ούτε και ο δούκας πέθανε αμέσως – η ασθένειά του κράτησε συνολικά έξι ημέρες, ενώ στην περίπτωση του Αλεξάνδρου κράτησε λίγο περισσότερο. Βέβαια, η καλή φυσική κατάσταση του Μεγάλου Κατακτητή, οι εμετοί και το κρασί μπορεί να τον κράτησαν στη ζωή περισσότερο, αλλά το κακό είχε γίνει.
Το αρσενικό το βρίσκει κανείς σε πολλές μορφές, λιγότερο ή περισσότερο ισχυρές. Δια του εμέτου το στομάχι καθαρίζει κι αυτό εξηγεί γιατί διαβάζουμε στις Βασιλείους Εφημερίδες ότι ο Αλέξανδρος συνήλθε – όπως είχε γίνει και με τον Ηφαιστίωνα.
Οι Βασίλειες Εφημερίδες, όμως, αναφέρουν παρακάτω ότι ο βασιλιάς κατανάλωσε κι άλλο φαγητό – όπως είχε κάνει και ο Ηφαιστίων – και μετά χειροτέρευσε. Ο Πτολεμαίος, ως υπεύθυνος τροφοδοσίας και δοκιμαστής του βασιλιά, θα πρέπει να ήταν υπεύθυνος για το φαγητό του. Η ανίχνευση αρσενικού στα συμπτώματα που προηγήθηκαν από τον πρόωρο θάνατο του Αλέξανδρου επιβεβαιώνεται από ακόμη πιο αδιάσειστα στοιχεία.
Μέχρι και τον 11ο αιώνα, το αρσενικό ήταν το πιο ισχυρό όπλο που είχαν στα χέρια τους οι επίδοξοι δολοφόνοι.
Αντίθετα με τον ελλέβορο, ο οποίος έχει πολύ πικρή γεύση και κτυπάει γρήγορα στην καρδιά, το αρσενικό μπορεί να μην ανακαλυφθεί αμέσως, ενώ τα συμπτώματα που προκαλεί δεν διαφέρουν απ’ αυτά της ελονοσίας ή της χολέρας.
Η δίψα του Αλεξάνδρου, η επιθυμία του να βρίσκεται συνεχώς μέσα στο λουτρό αποτελούν επι πλέον ενδείξεις. Μόνο που το αρσενικό έχει ένα μεγάλο κακό κι αυτό εξηγεί τις πολλές εκταφές που γίνονταν στα τέλη του δεκάτου ενάτου και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, καθώς αναστέλλει σημαντικά την αποσύνθεση του σώματος του νεκρού.
Δύο πηγές, ο Πλούταρχος και ο Κόϊντος Κούρτιος, αναφέρουν συγκεκριμένα ότι έτσι συνέβη και με το σώμα του Αλεξάνδρου κι αυτό παρά τον έντονο καύσωνα του βαβυλώνιου θέρους. Όπως εξηγεί ο Μπλάϊθ:
«…Συχνά παρατηρείται μια αξιοπερίεργη διατήρηση του σώματος του νεκρού. Όταν συμβεί κάτι τέτοιο, είναι πολύ ύποπτο, ιδίως αν το σώμα ήταν εκτεθειμένο σε τέτοιες συνθήκες, όπου φυσιολογικά θα έπρεπε να είχε αποσυντεθεί γρήγορα. Στην περίφημη υπόθεση του Ευρωπαίου φαρμακοποιού Σπάϊχερτ (1876), το σώμα της συζύγου του Σπάϊχερτ ξεθάφτηκε ένδεκα μήνες μετά το θάνατό της. Κι ενώ το φέρετρο έπλεε σε μια λίμνη νερού, το γυναικείο σώμα ήταν σαν της μούμιας. Κι αυτό γιατί τα όργανα του σώματος περιείχαν αρσενικό, ενώ το χώμα του περιβόλου της εκκλησίας δεν πειρείχε κάτι τέτοιο. Ο κ. Π. Κοξ, δικηγόρος υπεράσπισης, δεν μπορούσε να εξηγήσει αλλιώς πως μπορεί να είχε διατηρηθεί έτσι το σώμα, κάτω από τέτοιες συνθήκες, παρά μόνον αν είχε γίνει χρήση αρσενικού. Και αυτό το στοιχείο, μαζί με άλλα, ήταν σημαντικό, για να καταδικαστεί ο Σπάϊχερτ…»
Ο Πτολεμαίος όχι μόνον κατάφερε να δηλητηριάσει τον Μεγάλο Κατακτητή αλλά και να έχει τον έλεγχο την επόμενη ημέρα – ως φύλακας της βασιλικής κάμαρας και επίσημος δοκιμαστής και υπηρέτης του.
Στο τελευταίο στάδιο της ασθένειάς του ο Αλέξανδρος είχε εκλάμψεις και έκανε διάφορες κινήσεις για το θέμα της διαδοχής, όπως να χρίσει τον Περδίκκα διάδοχό του και να του παραδώσει το επίσημο δαχτυλίδι του.
Κι όμως, όλες οι πηγές ανεξαιρέτως τονίζουν ότι στο τελευταίο στάδιο της ασθένειας του βασιλιά ήταν αυστηρός ο έλεγχος στη βασιλική κάμαρα και απαγορευόταν η είσοδος στους περισσότερους.
Όσο για τους γιατρούς, ειδοποιήθηκαν, αλλά τα είχαν χαμένα με τα συμπτώματα του αρρώστου. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς καθόλου: μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, όπως στην πολύκροτη υπόθεση αρσενικού Μέϊμπρικ στα 1880, συχνά παραπλανούσαν τους γιατρούς, για να μην ανακαλύψουν το πραγματικό αίτιο της ασθένειας του θύματος που είχε δηλητηριασθεί με αρσενικό.
Εξ’ άλλου, τα χέρια των γιατρών του Αλεξάνδρου ήταν «δεμένα» μετά το άσχημο τέλος του άτυχου συναδέλφου τους, του γιατρού Γλαύκα, ο οποίος σταυρώθηκε μετά τον ξαφνικό και αναπάντεχο θάνατο του Ηφαιστίωνα, έναν χρόνο πριν.
Οι γιατροί δεν ήταν διατεθειμένοι να παρέμβουν, από φόβο μήπως επιδεινωνόταν έτσι η κατάσταση του Αλεξάνδρου κι έριχναν σ’ αυτούς την ευθύνη.
Ο Πτολεμαίος κινούσε τα νήματα και μόνον προς το τέλος ενημερώθηκαν για τις εξελίξεις στρατιώτες και βαθμοφόροι και τους άφησαν να μπουν στο δωμάτιο του ετοιμοθάνατου βασιλιά, αλλά τότε ήταν πια πολύ αργά.
Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι ο Ιουστίνος αναφέρει τις υποψίες που είχαν απλοί στρατιώτες και βαθμοφόροι περί «συνωμοσίας», ενώ όλες οι πηγές περιγράφουν μια κατάσταση γενικής αναταραχής στον στρατό….
…Ο Πτολεμαίος, όπως ο Ιάγος, εξακολουθούσε να είναι ο πιστός στρατηγός, ο πειθήνιος υφιστάμενος που «μπορεί να είναι μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη και ωστόσο να είναι κάθαρμα»….
…Η σιωπή του Πτολεμαίου στη διάρκεια αυτής της τόσο σημαντικής περιόδου για τη ζωή του, πόσο μάλλον για τη ζωή του αρχηγού του, είναι αποκαλυπτικότατη.
Εξ’ άλλου τον Πτολεμαίο τον απασχολούσε περισσότερο τι θα γινόταν μετά.
Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο Αλέξανδρος, καθώς αργόσβηνε, υποψιαζόταν ότι είχε πέσει θύμα συνωμοσίας, αν και τα πολυσυζητημένα τελευταία λόγια του ότι άφηνε την αυτοκρατορία του «στον κράτιστο» ή «στον πιο άξιο», όπως και το σχόλιό του ότι «το επιτελείο του θα ετοίμαζε προς τιμήν του τις πιο λαμπρές επικήδειες τελετές», θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως ένα είδος σαρδόνιας αναφοράς στο γεγονός ότι ο Αλέξανδρος είχε προβλέψει ότι το ζήτημα της διαδοχής του θα κατέληγε σε αιματοχυσία…».
………………….
Μερικές επισημάνσεις και σκέψεις….
Εγώ θα πρόσθετα πως ο Αλέξανδρος δεν ήταν ηλίθιος. Κάθε άλλο. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να την πατήσει, να γελαστεί από την προδοσία των ίδιων των «αμυντόρων» του, των επιτελών του.
Είναι αδύνατον όμως να μην κατάλαβε πως «δηλητηριάστηκε».
Επίσης, όπως αναφέρει πιο πάνω και ο ίδιος ο συγγραφέας, το «αρσενικό» ήταν γνωστό δηλητήριο στον αρχαίο κόσμο…ιδίως στην Περσική/ασιατική/Ινδική Ανατολή.
Άρα, ήταν (λογικά πρέπει να ήταν) απολύτως και με λεπτομέρεια γνωστά ΚΑΙ τα συμπτώματα.
Και όπου υπάρχει «γνωστό δηλητήριο και συμπτώματα» υπάρχουν και «αντίδοτα».
Να μην ξεχνάμε πως στην εισβολή στην Ινδία, τραυματίστηκε με δηλητηριασμένο βέλος ο ίδιος ο Πτολεμαίος και «με αντίδοτα» που τον προμήθευσαν οι «ειδήμονες της περιοχής» τον θεράπευσε ο ίδιος ο Αλέξανδρος (που είχε αρκετά ικανοποιητική ιατρική εκπαίδευση από τα νεανικά του χρόνια και δουλεμένη στη συνέχεια με επιμέλεια. Ιδίως στα δηλητήρια. Άρα, είχε και προσωπική (διαγνωστική) άποψη περί του «τι συνέβη» και σε αυτόν αλλά και στον Ηφαιστίωνα ένα χρόνο πριν με ΤΑ ΙΔΙΑ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ)…
Συνεπώς, ήταν μια «γενικευμένη συνωμοσία» της Αυλής του Αλεξάνδρου.
Και μάλιστα πολύ πολύ «χοντροκομμένα συγκεκαλυμμένη», τόσο που προκαλεί την νοημοσύνη.
Μια συγκάλυψη που κράτησε (και κρατάει) αιώνες.
Κι αφού είχε διαύγεια για δέκα μέρες και δεν «έφυγε» αιφνίδια, είναι επιεικώς παράδοξο το πως δεν όρισε ποιός θα είναι ο διάδοχός του (από τα παιδιά του) και ποιός – αντίστοιχα – θα ήταν ο Προστάτης του Θρόνου ως την ενηλικίωσή τους.
Ένας μόνον τρόπος υπάρχει να εξηγηθεί αυτό.
Ο Αλέξανδρος λοιπόν κατάλαβε ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ πως δηλητηριάστηκε.
Κατάλαβε συνεπώς ότι και η οικογένειά του κινδύνευε. Πως δεν υπήρχε τρόπος να την προστατέψει. Ούτε αυτήν, ούτε και το Θρόνο.
Κατάλαβε πως δεν υπήρχε τρόπος ούτε καν μήνυμα να στείλει για να προειδοποιήσει την Ολυμπιάδα να λάβει έκτακτα και αυστηρά μέτρα ασφαλείας.
Δεν μπορούσε να εμπιστευθεί κανέναν.
Εάν καταλάβαιναν πως «κατάλαβε» το πιο πιθανό ήταν να βρεθεί με ένα ξίφος στην καρδιά.
Η υψηλή στρατηγική του διάνοια λοιπόν – ακόμη κι εν μέσω αφόρητων πόνων – συνέλαβε τον ΜΟΝΟ τρόπο που είχε εκείνη τη στιγμή να «υπεραμυνθεί» έστω και μετά θάνατον.
Έπρεπε να διατηρήσει την «αυτοκρατορική του εν δυνάμει Ισχύ» μέχρι τέλους και να την «μετουσιώσει όλη σε μια τελευταία εντολή» που κανείς δεν θα μπορούσε ή δεν θα τολμούσε να «παραβιάσει».
Να παίξει δηλαδή το «παιγνίδι» τους παριστάνοντας πως «δεν είχε καταλάβει τίποτα».
Με την «ασυνήθιστη ιστορικά» εντολή το Δαχτυλίδι να πάει «τω κρατίστω».
Τουτέστιν, ο μόνος τρόπος να αναδειχθεί ο «κράτιστος» (ο ισχυρότερος) θα ήταν ο πόλεμος μεταξύ τους.
Δηλαδή, η αλληλοεξόντωση.
Άρα, θα είχαν συμφέρον να πάρουν την οικογένειά του με το μέρος τους για ν’ αυξήσουν τους «πόντους του» ο καθένας.
Θα είχαν λοιπόν κίνητρο και συμφέρον να τους κρατήσουν ζωντανούς.
Μέσα απ’ αυτή την κατάσταση σύγχυσης, ίσως κατόρθωνε – έστω και μετά θάνατον – να δώσει στην Ολυμπιάδα τον απαραίτητο χρόνο να «χτίσει και να εδραιώσει την ισχύ της».
Διασφαλίζοντας έτσι την Διαδοχή του Αλεξάνδρου από την γενιά του.
Κάτι που δεν λειτούργησε βεβαίως. Ή μάλλον, λειτούργησε «εν μέρει», τους κράτησε στη ζωή για ένα χρονικό διάστημα αλλά που δεν κατόρθωσαν να το εκμεταλλευθούν για να «επικρατήσουν» των ισχυρών αντιπάλων τους.
Οι λυσσαλέοι πόλεμοι των Επιγόνων στάθηκαν η λαιμητόμος της Γενιάς του Αλέξανδρου….
I am text block. Click edit button to change this text. Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.
Το μυστικό της CIA για τον Μέγα Αλέξανδρο – Αποκάλυψη μετά από 2.000 χρόνια
Η CIA γνώριζε το μυστικό για τον Μέγα Αλέξανδρο αλλά το κρατούσε καλά κρυμμένο για δεκαετίες – Η επιχείρηση “corona” και οι εικόνες από τους κατασκοπευτικούς δορυφόρους που έφεραν την αποκάλυψη – Η πόλη που “άνοιξε” τον δρόμο για την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας
By continuing to use the site, you agree to the use of cookies. more information
The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.