Η δρ Αν. Παπαθανασίου μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ
«Εντός και εκτός του τάφου, βρέθηκε ο σκελετός του νεκρού. Είναι προφανές ότι το ανθρωπολογικό υλικό θα εξεταστεί από ειδικούς επιστήμονες. Είναι, εξίσου, προφανές ότι θα γίνουν όλες οι έρευνες τις οποίες απαιτεί η σύγχρονη επιστήμη». Με αυτά τα λόγια, η ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού γνωστοποιούσε τα νέα, πολύ σημαντικά ευρήματα από την Αμφίπολη και τις ανασκαφές που διενεργεί η Εφορεία Αρχαιοτήτων Σερρών στον λόφο Καστά και συγκεκριμένα στον τρίτο θάλαμο του μνημείου. Ποιοι όμως είναι αυτοί οι ειδικοί επιστήμονες που εξετάζουν το ανθρωπολογικό υλικό, ποια στάδια περνάει μια τέτοια μελέτη και τι συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν;
«Η φυσική (ή βιολογική) ανθρωπολογία είναι κλάδος της ανθρωπολογίας με αντικείμενο τη μελέτη των φυσικών (ή βιολογικών) οστεολογικών καταλοίπων του ανθρώπου. Υποδιαίρεσή της είναι η βιοαρχαιολογία που αντικείμενό της έχει τη διεπιστημονική μελέτη των ανθρωπολογικών καταλοίπων του σύγχρονου ανθρώπου (homo sapiens) μέσα στο πολιτιστικό αρχαιολογικό τους πλαίσιο» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η δρ Αναστασία Παπαθανασίου, αρχαιολόγος της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας, με ειδίκευση στη βιοαρχαιολογία.
Οι βιοαρχαιολόγοι έχουν σίγουρα πολλά να δώσουν σε ανασκαφές με ανθρωπολογικά ευρήματα, όπως αυτά της Αμφίπολης. «Η μελέτη των ανθρωπίνων οστών παρέχει μια σειρά από πληροφορίες που αφορούν τόσο την αιτία θανάτου όσο και τον τρόπο ζωής ενός συγκεκριμένου ανθρώπου άλλα και ενός ολόκληρου πληθυσμού» αναφέρει η κα Παπαθανασίου. Μεταξύ αυτών είναι το φύλο, η ηλικία, κάποια ιδιαίτερα μορφολογικά στοιχεία, το ύψος, πιθανές ασθένειες και τραύματα, το βιοτικό επίπεδο, διατροφικές συνήθειες, μετακινήσεις από μια περιοχή σε άλλη.
Για να εκτιμηθούν όμως τα στοιχεία αυτά, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη μια σειρά από μακροσκοπικές, μικροσκοπικές και χημικές αναλύσεις. Αλλά πριν από όλα θα πρέπει να γίνει σωστή αποτύπωση. «Πριν ανασκαφούν τα οστά, είναι σημαντικό να αποτυπώνεται η θέση τους μέσα στον τάφο. Με αυτό τον τρόπο καταλαβαίνουμε αν έχουν διαταραχθεί ή αν είναι στην ανατομική τους θέση, αν πρόκειται για ανακομιδή ή πρωτογενή ταφή. Επίσης, θα πρέπει να γνωρίζουμε τη θέση που έχουν τα οστά και σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρήματα. Είναι διαφορετικό να βρίσκεις ένα αγγείο σε κάποιο σημείο μέσα στον τάφο, άλλο πάνω στον νεκρό κι άλλο στο προσκεφάλι του. Είναι πολλές οι πληροφορίες από την πρώτη αποτύπωση. Είναι επίσης πολύ σημαντικό σε μια ανασκαφή που μπορεί να βρεθούν οστά, όπως σε τάφους, να υπάρχει εξ αρχής ένας ειδικός σε ανθρώπινα οστά» αναφέρει η βιοαρχαιολόγος.
Μετά τον καθαρισμό των οστών, το δεύτερο βήμα είναι η μακροσκοπική μελέτη. «Δηλαδή να διαπιστωθεί το φύλο, η ηλικία, το ανάστημα και αν υπάρχουν παθολογικές αλλοιώσεις. Πιθανόν να μπορείς να δεις την αιτία θανάτου, τα στρες που ίσως πέρασε κατά τη διάρκεια της ζωής του, κάποια μορφολογικά χαρακτηριστικά και ιδιαίτερα στοιχεία που έχει το άτομο, το ύψος του, οτιδήποτε μπορείς να παρατηρήσεις από τα οστά και δόντια» αναφέρει και συμπληρώνει ότι μια μικροσκοπική και ακτινογραφική μελέτη μπορεί να δώσει επιπλέον στοιχεία για κακώσεις, κατάγματα, όγκους, μικροτριβές στα δόντια, την πυκνότητα της οστικής μάζας κ.λπ.
Το τρίτο στάδιο είναι οι χημικές αναλύσεις, με τη ραδιοχρονολόγηση με άνθρακα 14 να έρχεται πρώτη, καθώς μπορεί να προσδιορίσει χρονολογήσεις ευρημάτων με πολύ μικρό εύρος λάθους. «Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει, ειδικά όταν υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με τη χρονολόγηση ενός ευρήματος και εφόσον ξέρουμε ότι τα οστά είναι αδιατάρακτα, δηλαδή δεν έχουν μεταφερθεί από αλλού. Το επόμενο βήμα είναι οι αναλύσεις με σταθερά ισότοπα, όπως άνθρακα, αζώτου, θείου και στροντίου που δίνουν πολύτιμα στοιχεία για τη διατροφή και την κινητικότητα των ανθρώπων του παρελθόντος» σημειώνει η κα Παπαθανασίου. Προσθέτει: «Τα ισότοπα γενικά βασίζονται στην αρχή ότι παίρνεις από το περιβάλλον σου τα στοιχεία που σου δίνει. Για παράδειγμα, τα δόντια δημιουργούνται μόνο στην παιδική ηλικία, τα οστά όμως ανανεώνονται συνεχώς, συνεπώς αν υπάρχουν διαφορές στα δόντια από τα οστά, σημαίνει ότι κάτι άλλαξε κατά τη διάρκεια της ζωής, κάποια διαφορετική διατροφή ή μετακίνηση. Ανάλογα με το ισότοπο που μετράς κάθε φορά».
Όσο για τη δυνατότητα προσδιορισμού του DNA, η κα Παπαθανασίου επισημαίνει πως αυτό «μπορεί να προσδιορίσει συγγενικές σχέσεις ή συγκεκριμένες γενετικές ασθένειες. Άλλο όμως το σύγχρονο DNA, που είναι εύκολο να το απομονώσεις, κι άλλο το αρχαίο και κυρίως το πυρηνικό, στο οποίο υπάρχει μεγάλη επιμόλυνση. Επίσης μπορεί να μη σώζεται αρκετή ποσότητα κολλαγόνου, ώστε να είναι δυνατό να γίνει χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα ή να εξαχθούν ασφαλή σταθερά ισότοπα. Στην περίπτωση βέβαια των ιστορικών χρόνων μπορεί να βρεθούν όλα αυτά, εκτός αν οι συνθήκες του χώματος είναι πολύ κακές ή τα οστά είναι καμένα, όπου εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν. Γενικά η διατήρηση παίζει πολύ μεγάλο ρόλο» εξηγεί, υπογραμμίζοντας ότι κάθε υλικό και θέση διαφοροποιείται στις συνθήκες διατήρησης και είναι καθαρά στην κρίση του κάθε ανασκαφέα η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί. Τέλος, όσον αφορά στον χρόνο που χρειάζεται για την εξαγωγή συμπερασμάτων, αυτό εξαρτάται από το εργαστήριο και το φόρτο εργασίας που μπορεί να έχει και μπορεί να κυμαίνεται από μερικές βδομάδες έως μερικούς μήνες.