Μόλις η στάθμη των νερών στη λίμνη Κερκίνη των Σερρών χαμήλωσε, αυτό που ήταν κοινό μυστικό για τους ντόπιους ήρθε ξανά στο φως. Περισσότερα από εκατό από τα διάσπαρτα μεγάλα μάρμαρα του Τύμβου Καστά στην αρχαία Αμφίπολη, γείσα, ορθοστάτες και στέψεις, τμήματα του μνημειακού περιβόλου στο ταφικό συγκρότημα του λόφου, ξεπρόβαλαν και πάλι μέσα από τα νερά.
Οι εικόνες που έδωσε τις τελευταίες ημέρες στη δημοσιότητα το υπουργείο Πολιτισμού, δείχνουν μερικά από τα περίπου 500 αρχιτεκτονικά αυτά μέλη να βρίσκονται αφημένα εδώ κι εκεί στην ευρύτερη σερραϊκή γη. Ηδη από τον περασμένο Μάρτιο, στην 27η επιστημονική συνάντηση για το αρχαιολογικό έργο σε Μακεδονία και Θράκη, στη Θεσσαλονίκη, η προϊσταμένη της ΚΗ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, η ανασκαφέας Κατερίνα Περιστέρη, είχε ανακοινώσει πως στην προ διετίας έρευνα της Εφορείας στην περιοχή της Αμφίπολης είχαν εντοπιστεί στον χώρο του μνημείου του Λέοντα διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη, έως και εντοιχισμένα στη βάση τού ύψους 5,2μ. λιονταριού.
Με βάση τις αρχαιολογικές εκτιμήσεις, μεγάλο μέρος τους είχε αποξηλωθεί κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους από τον ταφικό περίβολο του Τύμβου. Προέρχονταν, δηλαδή, από τον μοναδικό στον κόσμο, λόγω του μεγέθους του (μήκος 497 μέτρων, ύψος τριών μέτρων), ταφικό περίβολο του Τύμβου Καστά, που χρονολογείται μεταξύ 325 και 300 πΧ (τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα). Σύμφωνα με την κ. Περιστέρη, ο περίβολος αυτός φέρει την υπογραφή του φημισμένου την εποχή εκείνη αρχιτέκτονα Δεινοκράτη, φίλου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα εν λόγω μάρμαρα με τα οποία οικοδομήθηκε είχαν προέλευση την Αλυκή της Θάσου. Από εκεί, με ειδικά πλοιάρια μεταφέρθηκαν στην αρχαία Αμφίπολη.
Σήμερα, οι επιστήμονες που μελετούν την ανασκαφή της Αμφίπολης μιλούν για τέσσερις σειρές μαρμάρων ανά μέτρο, δηλαδή για περίπου 2.000 κομμάτια λίθων (για το συνολικό μήκος των 497μ.).
Από αυτά, όπως επισημαίνουν, έχουν βρεθεί έως τώρα περίπου τα 600, που ταυτίστηκαν από τους αρχαιολόγους ότι ανήκουν στον ταφικό περίβολο του Τύμβου Καστά. Τα 500 είναι τώρα στο λιοντάρι της Αμφίπολης, ενώ τα υπόλοιπα 100 στο χωριό Λιθότοπος, όπου έχουν βρεθεί κάτω από τη λάσπη ή επιφανειακά. Με άλλα λόγια, άγνωστη παραμένει η ακριβής τοποθεσία όπου βρίσκονται σήμερα οι υπόλοιπες 1.400 βαριές μαρμαρόπετρες που οριοθετούσαν τον αρχαίο αυτόν ταφικό περίβολο. Από όσες, πάντως, βρέθηκαν, ήδη αρκετές φορτώθηκαν από το ανασκαφικό συνεργείο και μεταφέρθηκαν, για να μελετηθούν περαιτέρω, και στις επιγραφές τους.
Τι λένε σήμερα οι ντόπιοι
«Τα μάρμαρα αυτά ήταν τμήματα-επένδυση του περιβόλου του Τύμβου της Αμφίπολης. Οπως λέγεται, οι Ρωμαίοι τα ξήλωσαν και τα έριξαν στον Στρυμόνα, ώστε να γίνει βατός ο ποταμός, σαν μια γέφυρα, για να μπορούν να τον περνούν.
Μέσα εκεί έριξαν και το λιοντάρι, γι’ αυτό και βρέθηκε σε άθλια κατάσταση, από τους Εγγλέζους το 1917» λέει ο Δημήτρης Δημούδης, Πρόεδρος της Εταιρείας Μελέτης και Ερευνας της Ιστορίας των Σερρών (ΕΜΕΙΣ). Και συμπληρώνει: «Το 1912, κατά την απελευθέρωση, πέρασε από την περιοχή ο ελληνικός Στρατός και τα είδε, γι’ αυτό και υπάρχουν σχετικές αναφορές γι’ αυτά. Οταν πια στη δεκαετία του ’30 ανέλαβε η εταιρεία Ούλεν να κάνει έργα ώστε ο ποταμός να μην πλημμυρίζει όλη την πεδιάδα, κι άρχισε να καθαρίζει την κοίτη του, βρήκε πολλές από τις μαρμάρινες αυτές πέτρες. Και επειδή ήταν μεγάλες και τετράγωνες, τις φόρτωσε και τις μετέφερε αλλού. Τις χρησιμοποίησε για να κάνει το 1932 τη βάση του φράγματος της Κερκίνης στο χωριό Λιθότοπος».
«Οι πέτρες αυτές μεταφέρθηκαν -άγνωστο από ποιον, κατά μία εκδοχή πάντως από τους Ρωμαίους- από τον ταφικό περίβολο και χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή του αρχικού φράγματος της Κερκίνης στην πρώην λίμνη Αχινού, η οποία αποξηράνθηκε το 1936. Κατά την αποξήρανσή της, η Ούλεν τις έβγαλε. Κάποιες βρέθηκαν δίπλα στο λιοντάρι. Αλλες μεταφέρθηκαν πιο μακριά από κει που βρέθηκαν, στα μέσα της δεκαετίας του’30 κατέληξαν στον Λιθότοπο, στο φράγμα της τεχνητής λίμνης της Κερκίνης. Προστατεύουν έκτοτε τα αναχώματα της λίμνης» λέει με τη σειρά του ο Κώστας Μελίτος, Δήμαρχος της Αμφίπολης.
«Το σημείο όπου είναι σήμερα περίπου εκατό από τα μάρμαρα, εγώ και οι συνομήλικοί μου το θυμόμαστε από το 1965. Τεσσάρων χρονών ήμουν τότε και μέχρι και το 1974-75, κολυμπούσαμε τριγύρω τους. Κάναμε βουτιές δίπλα σ’ αυτά τα μάρμαρα, στην όχθη του φράγματος Λιθοτόπου στην Κερκίνη, αφού τότε τα νερά της λίμνης ήταν πεντακάθαρα» θυμάται και ο Δήμαρχος της Ηράκλειας Σερρών, Κλεάνθης Κοτσακιαχίδης. «
Πάντα Ιούνιο-Ιούλιο έπεφτε η στάθμη της. Τα μισά μάρμαρα φαινόντουσαν κι εμείς τότε, όλα τα παιδιά του Λιθοτόπου, χωρίς να ξέρουμε την προέλευσή τους, παίζαμε ανάμεσά τους, εκεί βοσκούσαν και τα ζώα. Η περιοχή αυτή ήταν τα αλώνια, με μηχανήματα όλος ο κόσμος τότε μάζευε τα κριθάρια.» θυμάται σήμερα.
Μάρμαρα και στο νέο φράγμα
Επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, 20 Οκτωβρίου 1928 η ελληνική κυβέρνηση -με σύμβαση αποτελούμενη από 35 άρθρα, που υπέγραψαν για λογαριασμό της ο υπουργός Συγκοινωνιών Αντ. Χρηστομάνος και ο υπουργός Οικονομικών Γ.Μαρής- ανέθεσε στις αμερικανικές (από τη Νέα Υόρκη) εταιρείες Μονκς και Ούλεν («John Monks and Sons» και «Ulen and Company») να παρέμβουν στο υδρογραφικό σύστημα της περιοχής. Να υλοποιήσουν, δηλαδή, τα κατάλληλα εγγειοβελτιωτικά έργα στην πεδιάδα των Σερρών. Να διευθετήσουν την εκβολή και τους παραποτάμους του Στρυμόνα και να τον σταθεροποιήσουν, αφού η λίμνη Κερκίνη διαμορφωνόταν μόνον όταν ποταμός κατέβαζε πολύ νερό, οπότε και πλημμύριζε τις πεδιάδες Σερρών-Δράμας.
Στην πράξη, στο πλαίσιο των εργασιών, αποστραγγίστηκαν οι ελώδεις εκτάσεις της πεδιάδας και η λίμνη Αχινού (η άλλοτε γνωστή ως Κερκινίτιδα)- η μέχρι τότε κύρια λίμνη του Στρυμόνα, μπροστά στην Αμφίπολη, που καταλάμβανε 80.000-140.000 στρέμματα, στο νοτιοανατολικό τμήμα της σερραϊκής πεδιάδας. Από κει και πέρα, καθώς τότε ο ποταμός μετέφερε και έριχνε στη λίμνη μεγάλες ποσότητες από φερτά υλικά, χρειαζόταν η κατασκευή ενός νέου, υψηλότερου φράγματος στην Κερκίνη, η ανύψωση και επέκταση των αναχωμάτων, ώστε να είναι εφικτή-ελεγχόμενη και η άρδευση.
Στο έργο αυτό οι κατασκευάστριες Μονκς και Ούλεν, που ολοκλήρωσαν σε μια διετία (1929-1930) την προμελέτη του, χρησιμοποίησαν και μαρμάρινα γείσα, ορθοστάτες και στέψεις από τον περίβολο του Τύμβου Καστά. Κι αυτό γιατί αναλλοίωτα καθώς παραμένουν στο νερό τα μάρμαρα, ήταν το καλύτερο υλικό για τα θεμέλια-υποστύλωση του πρώτου φράγματος στα νερά του ποταμού Στρυμόνα, δίπλα στο χωριό Λιθότοπος: του τεχνητού ταμιευτήρα που ουσιαστικά σχημάτισε τη λίμνη Κερκίνη, όταν το έργο παραδόθηκε έτοιμο, το 1932.
Στην πορεία, η γεωγραφία της περιοχής άλλαξε ξανά. Κι αυτό γιατί από το 1974 έως το 1980 έγιναν εκεί νέα, μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα. Φτιάχτηκε, δηλαδή, το νέο φράγμα του Λιθοτόπου, για να κρατά περισσότερα νερά, ώστε να αρδεύεται ο κάμπος των Σερρών.
Αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, δίπλα στο φράγμα, δημιουργήθηκε και το λιμανάκι του Λιθοτόπου, μια πλωτή εξέδρα-ύψωμα για να μπαίνουν μέσα οι βάρκες και να προστατεύονται, αλλά και για να σταθμεύουν τα αυτοκίνητα, αφού άρχισε ο τουρισμός. Εγινε και ασφαλτόδρομος, από τον Λιθότοπο-στα νοτιοδυτικά της Κερκίνης, έως το χωριό Κερκίνη-στα βορειοδυτικά, για να συνδέεται και οδικώς, σε μια απόσταση 18 χλμ, η λίμνη απ’ άκρη σ’ άκρη.
Η Κερκίνη τώρα
Σήμερα, μόνο μία λίμνη απλώνεται στην κοιλάδα των Σερρών, στη Στρυμόνια γη των αρχαίων: η Κερκίνη, στα βορειοδυτικά της σερραϊκής πεδιάδας, 40 χιλιόμετρα από την πόλη των Σερρών, περίπου 100 από τη Θεσσαλονίκη. Απλωμένη σε 80.000 στρέμματα (από τα 700.000 της πεδιάδας), είναι ο μοναδικός υγροβιότοπος που (το 2006) ανακηρύχθηκε ως Εθνικό Πάρκο.
Ταυτόχρονα, είναι και ένας από τους 10 υγροτόπους Διεθνούς Σημασίας της Ελλάδας, με βάση τη Διεθνή Σύμβαση Ραμσάρ. Ανήκει και στο Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών της Ευρωπαϊκής Ενωσης «Natura 2000».
Η συνολική έκταση της προστατευόμενης περιοχής, τη φροντίδα της οποίας έχει αναλάβει από το 2002 ο Φορέας Διαχείρισης Λίμνης Κερκίνης (www.kerkini.gr), φτάνει στα 830.000 στρέμματα. Εκεί διαβιούν 26 είδη ερπετών, 11 είδη αμφιβίων, 44 είδη θηλαστικών, 31 είδη ψαριών, περισσότερα από 300 είδη πουλιών, τουλάχιστον 4.300 είδη εντόμων, ενώ φύονται περίπου 1.300 είδη φυτών. Επισκέπτες και επιστήμονες παίρνουν πληροφορίες γι’ αυτά επιτόπου, όσο και στο Κέντρο Πληροφόρησης Υγροτόπου Κερκίνης, που λειτουργεί στον οικισμό της Κερκίνης.
Ρεπορτάζ: Πέτρος Στεφανής
Newsroom ΔΟΛ