Ένα Θαύμα της Αρχαιότητας
Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας θεωρείται ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. και παρέμεινε σε λειτουργία ώς την πλήρη καταστροφή του από δύο σεισμούς τον 14ο αιώνα μ.Χ. Ήταν ένας πύργος συνολικού ύψους 140 μέτρων και ήταν για εκείνη την εποχή το πιο ψηλό ανθρώπινο οικοδόμημα του κόσμου μετά τις πυραμίδες του Χέοπα και του Χεφρήνου ή Χεφρένης.
Γενικά
Ο φάρος κατασκευάστηκε επί της νησίδας Φάρος. Το νησί έδωσε το όνομα στο οικοδόμημα κι όχι το αντίθετο, όπως πιστεύεται. Οι σύγχρονοι φάροι “δανείζονται” επίσης το όνομα της νησίδας. Είναι παγκοσμίως γνωστός με την ονομασία “Φάρος” της Αλεξάνδρειας επειδή ήταν λίγο έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Συνδεόταν τεχνητά με ένα είδος γέφυρας, το λεγόμενο Επταστάδιο (είχε, όπως μαρτυρά το όνομά του, μήκος επτά στάδια) και σχημάτιζε το ένα μέρος του λιμανιού της Αλεξάνδρειας.
Επειδή η διαμόρφωση του λιμανιού και της ευρύτερης περιοχής ήταν επίπεδη και δίχως κάποιο σημάδι που να προειδοποιεί τα διερχόμενα πλοία, χρησίμευε για να δίνει κάποιο είδος σινιάλου για την προσέγγιση στο λιμάνι. Ο φάρος χτίστηκε από τον Σώστρατο τον Κνίδιο μηχανικό, αρχιτέκτονα, γιο του επίσης αρχιτέκτονα Δεξιφάνους που είχε κατασκευάσει το στάδιο “Τέτρα” της Αλεξάνδρειας, το 282 π.Χ., ενώ αρχικά η μελέτη του έργου είχε ξεκινήσει επί Βασιλείας του πρώτου Βασιλιά της Ελληνιστικής περιόδου, τον Πτολεμαίο τον Α’ της Αιγύπτου, στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η Φάρος λοιπόν είναι ένα μακρόστενο νησί, πάρα πολύ κοντά στην ξηρά και σχηματίζει μ αυτήν λιμάνι με δύο στόμια» στον βορειοδυτικό βραχίονα του Αιγυπτιακού Δέλτα, μας λέει ο Στράβων.
«…στο άκρο του νησιού» συνεχίζει ο Στράβων «υπάρχει ένας βράχος, που περιβρέχεται από την θάλασσα. Πάνω στο βράχο βρίσκεται ένας πύργος πολυώροφος χτισμένος θαυμαστά από άσπρο μάρμαρο που φέρει το ίδιο όνομα με το νησί.»
Ένα Μηχανικό και Τεχνολογικό Θαύμα
Εκπληκτικό κατόρθωμα παραμένει στο πέρασμα του χρόνου η οικοδόμηση του περίφημου Φάρου της Αλεξάνδρειας, τόσο κατασκευαστικά όσο και τεχνολογικά. Δίκαια κατατάχθηκε στα επτά θαύματα. Από τους αρχαίους συγγραφείς περιγραφή του μας διασώζουν ο Στράβων (Γεωγραφικά, 17.1. 6-10) και ο Πλίνιος (Φυσική ιστορία 36.83). Κτίστηκε στη διάρκεια της περιόδου του Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου από το διάσημο αρχιτέκτονα Σώστρατο τον Κνίδιο, του Δεξιφάνους και η κατασκευή του διήρκεσε δώδεκα χρόνια.
Αναφέρονται επίσης πολλά έργα τέχνης με αυτοματισμούς: Ένα άγαλμα που το δάκτυλό του ακολουθούσε την τροχιά του ήλιου στη διάρκεια της ημέρας (τι γινόταν άραγε τη νύχτα;) ένα άλλο που εσήμαινε τις ώρες της ημέρας με ποικίλες και μελωδικές φωνές, και ένα άλλο που έδινε το σύνθημα του συναγερμού όταν ερχόταν εχθρικός στόλος που δεν ήταν ακόμη ορατός. Διακρίνουμε εδώ πολλές εφαρμογές αυτομάτων, υδραυλικών οργάνων, κατόπτρων κλπ.
Η Κατασκευή
Η κατασκευή του πολυώροφου κτιρίου, του φάρου, πιθανότατα άρχισε το 297 π.Χ. στα χρόνια του Πτολεμαίου Ά του Σωτήρος (305-282 π.Χ.), ή το 283/2 π.Χ σύμφωνα με τον μεταγενέστερο χρονικογράφο Ευσέβιο, επίσκοπο της Καισαρείας, και τελείωσε στα χρόνια του Πτολεμαίου Β΄, του Φιλάδελφου (284-246 π.Χ.).
Αρχαίοι συγγραφείς, όπως οι Στράβων, Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Ποσείδιππος και Λουκιανός από τα Σαμόσατα (115-180 μ.Χ.) μας πληροφορούν ότι η κατασκευή του φάρου ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα και μηχανικό, ισάξιο του Αρχιμήδους, τον Σώστρατο του Δεξιφάνους από την Κνίδο (πόλη της Καρίας και έδρα της δωρικής Εξάπολης), ο οποίος ήταν και φίλος των βασιλέων Πτολεμαίου Α και Β. Στον Σώστρατο αποδίδονται οι στοές του ναού της Αφροδίτης στην Κνίδο, το «κρεμαστό περιπατητήριον», καθώς και η υποταγή της Μέμφιδος χωρίς πολιορκία, αλλά με απλή εκτροπή των υδάτων του Νείλου.
Σύμφωνα με τον Λουκιανό, ο Σώστρατος, αφού οικοδόμησε το κτίριο, έγραψε το όνομά του επ’ αυτού, καθώς και το όνομα του Βασιλεύοντος. Ο Σώστρατος που αναφέρουν, ενδεχομένως να ταυτίζεται με έναν πρέσβη του Πτολεμαίου Β΄, του Φιλάδελφου, στη Δήλο. Ωστόσο δεν υπάρχει κάποια σχετική ένδειξη.
Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας συγκαταλέγεται στα επτά θαύματα της αρχαιότητας, φωτίζοντας τον πλου των καραβιών για περίπου 1500 χρόνια. Ξεκίνησε να κτίζεται στα 280 π.Χ., χρονιά κατά την οποία στη Ρόδο εγκαινιαζόταν ο περίφημος Κολοσσός. Ήταν φωτεινός σηματοδότης και λειτουργούσε νύχτα μέρα, ένας φανός για τους αρχαίους, φανάρι για τους σύγχρονους. Είχε ύψος 140 μέτρα και το φως του διακρινόταν από απόσταση 47 με 50 χιλιομέτρων.
Μια Αρσινόη, κόρη του πρώτου Πτολεμαίου, δολοφόνησε τον άνδρα της, Βασιλιά της Θράκης Λυσίμαχο, για να παντρευτεί τον αδελφό της, Βασιλιά της Αιγύπτου, που απαλλάχθηκε από την πρώτη του γυναίκα, Αρσινόη κι αυτή. Μια άλλη παντρεύτηκε τον επίσης αδερφό της Πτολεμαίο (τον τέταρτο), από τον οποίο και δολοφονήθηκε. Κι ακόμα μια Αρσινόη ήταν αδερφή της Κλεοπάτρας που έβαλε τον Ιούλιο Καίσαρα να τη βγάλει από τη μέση, προκειμένου να μην έχει μελλοντικούς ανταπαιτητές του θρόνου.
Εκείνος, όμως, ο πρώτος Πτολεμαίος ήταν όμορφο και ανδρείο παλικάρι, συμπολεμιστής του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αρχηγός της σωματοφυλακής του. Ανέλαβε διοικητής της Αιγύπτου, όταν στα 323 π.Χ. ο στρατηλάτης πέθανε. Στα άγρια χρόνια που ακολούθησαν, συμμετείχε στους πολέμους των διαδόχων και, το 301 π.Χ., ήταν στην πλευρά των νικητών μετά την καθοριστική μάχη της Ιψού, όπου αυτός, ο Κάσσανδρος, ο Σέλευκος και ο Λυσίμαχος κατατρόπωσαν τον Αντίγονο.
Ο δεύτερος Πτολεμαίος, αυτός που απαλλάχθηκε από τη γυναίκα του για να παντρευτεί την αδερφή του, Αρσινόη, έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Φιλάδελφος, ακριβώς γι’ αυτή του την επιλογή. Τον αδικούσαν, όμως.
Ο Πτολεμαίος Β’ έγινε συμβασιλιάς του πατέρα του το 285 π.Χ. και μονοκράτορας το 283 π.Χ. Τον επόμενο χρόνο (282 π.Χ.) εγκαινίασε το εντυπωσιακό στάδιο της Αλεξάνδρειας (το είπαν «Τέτρα»), που είχε κατασκευάσει ο αρχιτέκτονας Δεξιφάνης. Γιος του ήταν ο επίσης αρχιτέκτονας, Σώστρατος, που είχε αναλάβει να ανεγείρει τον Φάρο της Αλεξάνδρειας.
Το νησάκι Φάρος βρίσκεται λίγο έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας και συνδεόταν τεχνητά με αυτό χάρη σε μια κατασκευή, γνωστή ως Επταστάδιον («μήκους επτά σταδίων» ή 1.288 μέτρων). Το οικοδόμημα κτίστηκε με άσπρες πέτρες στην άκρη του νησιού, ώστε η θάλασσα να το περιβάλλει από τη δυτική και τη βόρεια πλευρά του.
Η βάση είχε ύψος 6,5 μέτρα από τη μεριά της στεριάς (από την πλευρά της θάλασσας ήταν πιο ψηλή) και ήταν τετράγωνο με κάθε πλευρά να έχει μήκος 8,5 μέτρων. Μια ράμπα πάνω σε 16 καμάρες, μήκους περίπου 183 μέτρων, οδηγούσε, από τα τείχη του νησιού, στην υπερυψωμένη πύλη του κτιρίου. Το ύψος του πρώτου πατώματος από το έδαφος ήταν περίπου εξήντα μέτρα (ή 57,73 μ. σύμφωνα με τον άραβα).
Ο δεύτερος όροφος ήταν οκταγωνικός με μήκος κάθε πλευράς 18,30 μ. και ύψος περίπου 30 μ (ή 27,45 μ.) Ο τρίτος όροφος ήταν κυλινδρικός με διάμετρο, σύμφωνα με τον άραβα 75,20 μ. και ύψος 7.32 μ. Στην κορυφή υπήρχε ορθό άγαλμα του Διός Σωτήρος περίπου 5 μέτρων, ο οποίος κράδαινε κεραυνό στο αριστερό του χέρι και σκήπτρο ή τρίαινα στο δεξί. Σ΄ αυτόν ήταν αφιερωμένος ο Φάρος.
Το καθοδηγητικό φως του Φάρου πρέπει να έβγαινε από το τελευταίο επίπεδο (κυλινδρικό) ή τον τελευταίο όροφο του κτιρίου. Ωστόσο οι περισσότερες αρχαίες μαρτυρίες φαίνεται να συμφωνούν ότι η φωτιά που έκαιγε βρισκόταν στην βάση του πύργου.
Κοντά στον Φάρο υπήρχε ιερό της Φαρίας Ίσιδος ή Ειδοθέης, η οποία έβοσκε στην ελευσίνια ακτή τα ποίμνια των Τριτώνων. Το ιερό μετατράπηκε σε εκκλησία του Ραφαήλ, η οποία διασώθηκε μέχρι τον 15 αιώνα. Σύμφωνα με τον Ευστάθιο τον υπομνηματιστή του Διονυσίου, στην Φάρο υπήρχε ακόμα εκτός από τον Φάρο και ένας Αντίφαρος, η θέση του οποίου μας είναι άγνωστη, καθώς και οι τάφοι του Οσίριδος και της Ειδοθέης της Πρωτέως.
Ο χρόνος στάθηκε αμείλικτος σε αυτό το θαύμα. Το ανώτερο και μεσαίο τμήμα του είχαν καταστραφεί μέχρι το 90 μ.Χ. Στα 500 μ.Χ. περίπου και επί αυτοκράτορα Αναστασίου η προκυμαία και τα θεμέλια σταδιακά είχαν καταστραφεί από την θάλασσα γι αυτό ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Αμμώνιο την επισκευή τους, την οποία και εκτέλεσε με το παραπάνω.
Το πρώτο ταρακούνημα του Φάρου έγινε στον σεισμό του 796 και το δεύτερο σε εκείνον του 1303. Το 1303 ο Φάρος της Αλεξάνδρειας λειτουργεί για τελευταία φορά.
Άντεξε ακόμα είκοσι χρόνια, καθώς κάθε φορά επισκεύαζαν τις ζημιές. Περί το 874 μ.Χ. ο Αχμέτ έμπν Τουλούν, προέβη και αυτός στην επισκευή της κορυφής, επισκευή η οποία μάλλον ήταν και η τελευταία που δέχτηκε ο πυρσοφόρος Πύργος. Με τον καιρό, η Αλεξάνδρεια έχασε την εμπορική αίγλη της και το λιμάνι εγκαταλείφθηκε. Μαζί τους και ο Φάρος. Όμως, στον σεισμό του 1324 κατέρρευσε και η βάση.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΥΡΓΟΙ
Το φάρο τον αποτελούσαν τρεις μαρμάρινοι πύργοι, χτισμένοι επάνω σε ένα θεμέλιο από πέτρινους ογκολίθους. Ο πρώτος πύργος ήταν τετράπλευρος και περιείχε διαμερίσματα για τους εργάτες και τους στρατιώτες. Από επάνω υπήρχε ένας δεύτερος οκταγωνικός, με σπειροειδές κεκλιμένο επίπεδο που οδηγούσε στον τελευταίο πύργο.
ΤΟ ΛΑΜΠΡΟ ΦΩΣ
Ο τελευταίος πύργος είχε σχήμα κυλίνδρου και στο εσωτερικό του έκαιγε η φωτιά που οδηγούσε τα πλοία με ασφάλεια στο λιμάνι. Από επάνω του υπήρχε το άγαλμα του Διός Σωτήρας. Το συνολικό ύψος του φάρου ήταν 117 μέτρα.
ΤΟ ΣΤΙΛΠΝΟ ΟΡΕΙΧΑΛΚΙΝΟ ΚΑΤΟΠΤΡΟ
Για τη συντήρηση της φωτιάς χρειάζονταν τεράστιες ποσότητες καύσιμων. Την τροφοδοτούσαν με ξύλα, που τα μετέφεραν χάρη στο σπειροειδές κεκλιμένο επίπεδο άλογα και μουλάρια. Πίσω από τη φωτιά υπήρχαν φύλλα ορειχάλκου που αντανακλούσαν τη λάμψη προς τη θάλασσα. Τα πλοία μπορούσαν να τη διακρίνουν από 50 χιλιόμετρα μακριά. Κατά το δωδέκατο μ.Χ. αιώνα το λιμάνι της Αλεξάνδρειας γέμισε από λάσπη και τα πλοία έπαψαν να το χρησιμοποιούν. Ο φάρος έπεσε σε αχρηστία. Ενδεχομένως τα φύλλα του ορειχάλκου κάτοπτρου αποσπάστηκαν και έγιναν νομίσματα.
H Ολοκλήρωση
Μετά τον ανέλπιστο και απρόοπτο θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο Πτολεμαίος ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά της τεράστιας αυτοκρατορίας, που δημιούργησε ο Μέγας Αλέξανδρος το 305 π.Χ. Κατά την περίοδο της βασιλείας του ξεκίνησε και η κατασκευή αυτού του μεγαλουργήματος αλλά δεν πρόλαβε να το δεί ολοκληρωμένο αφού πέθανε το 283 π.Χ. Ο γιος του, Πτολεμαίος Β’ Φιλάδελφος, είδε το έργο να ολοκληρώνεται δώδεκα χρόνια από την έναρξη της δόμησής του το 270 π.Χ.
Στο κέντρο του υπήρχε υδραυλικός μηχανισμός με την βοήθεια του οποίου ανέβαζαν τα διάφορα εφόδια και καύσιμα του πυργίσκου. Το δεύτερο τμήμα, ήταν οκταγωνικό, γεμάτο με ελικοειδής σκάλες και το τρίτο, ήταν κυκλικό, στολισμένο με κίονες. Στο τελευταίο τμήμα στη κορυφή υπήρχε ο μηχανισμός που αντανακλούσε το φως.
Εκεί υπήρχε τόσο η φωτιά όσο και ευαίσθητα όργανα ενώ την ημέρα ύψωνε στον ουρανό μια μεγάλη στήλη καπνού που την αντανακλούσαν πολλά χιλιόμετρα μακριά (300 στάδια). Από επάνω του υπήρχε το άγαλμα του Διός Σωτήρος.
Πολλές αναφορές μιλάνε για έναν παράξενο καθρέπτη από γυαλί, ή διαφανή επεξεργασμένη πέτρα που μέσω αυτού μπορούσαν να βλέπουν πλοία στην θάλασσα, που δεν ήταν ορατά με γυμνό μάτι (κάτι σαν τηλεσκόπιο).
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο φάρος εκτός από την θαυμαστή του κατασκευή, περιελάμβανε πολλές εφαρμογές αυτομάτων μηχανισμών, υδραυλικών οργάνων, κατόπτρων κλπ , δείγματα των τεχνολογικών ικανοτήτων της εποχής.
Υπάρχουν πολλές αναφορές για έργα τέχνης με αυτοματισμούς όπως ένα άγαλμα που το δάχτυλό του ακολουθούσε την τροχιά του ηλίου στη διάρκεια της ημέρας, ένα άλλο που σήμαινε τις ώρες της ημέρας με ποικίλες και μελωδικές φωνές, ένα άλλο που έδινε το σύνθημα του συναγερμού όταν ερχόταν εχθρικός στόλος, που δεν ήταν ακόμα ορατός. Για τη συντήρηση της φωτιάς χρειάζονταν τεράστιες ποσότητες καυσίμων.
Ο φάρος έπεσε σε αχρηστία. Ενδεχομένως τα φύλλα του ορειχάλκινου κατόπτρου αποσπάστηκαν κι έγιναν νομίσματα. Κατά το δέκατο τέταρτο αιώνα ένας σεισμός κατάστρεψε το φάρο. Μερικά χρόνια αργότερα οι Μουσουλμάνοι χρησιμοποίησαν τα υλικά του για την κατασκευή ενός οχυρού. Το οχυρό αυτό ανακατασκευάστηκε και παραμένει ακόμη στη θέση, του πρώτου φάρου στον κόσμο.
Αρχαιολογία
Όλα ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν τεράστιοι όγκοι μπετόν ρίχτηκαν στη θάλασσα, στο ανατολικό λιμάνι της Αλεξάνδρειας, για να προστατεύσουν από τα κύματα της Μεσογείου το φρούριο που έκτισε στο νησί Φάρος το 1477 ο Μαμελούκος Σουλτάνος Κάϊτ-μπέης, πάνω στα θεμέλια του αρχαίου φάρου.
H κινηματογραφίστρια Aσμά Eλ Μπακρί ανατρίχιασε στη θέα των ογκόλιθων που απειλούσαν να θάψουν για πάντα ένα σημαντικό μέρος της παγκόσμιας ιστορικής κληρονομιάς. Oι ογκόλιθοι είχαν “καθίσει” πάνω σε αρχαιότητες.
Έτσι, τον Οκτώβριο του 1994, έξι Γάλλοι και έξι Αιγύπτιοι δύτες άρχισαν τις υποβρύχιες έρευνες για τον εντοπισμό και την καταγραφή τμημάτων από μνημεία και κτίρια της αρχαίας Αλεξάνδρειας. Σφίγγες, οβελίσκοι, και αγάλματα-κολοσσοί μαρτυρούν το παρελθόν ενός λαμπρού οικονομικού, πολιτιστικού και θρησκευτικού κέντρου της Μεσογείου. Πολλές από τις έντεχνα σμιλεμένες πέτρες αποτελούσαν τμήματα του ενός από τα Επτά Θαύματα της Αρχαιότητας, του Φάρου της Αλεξάνδρειας.
H πόλη της Αλεξάνδρειας θεμελιώθηκε το 331 π.X. από το Μέγα Αλέξανδρο και, χάρη στην προνομιακή της θέση, άρχισε να εξελίσσεται γρήγορα. Δύο, όμως, ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τα προσεγγίζοντα από τη Μεσόγειο πλοία: οι χαμηλές ακτές της που δεν τα βοηθούσαν να βρουν λιμάνι και οι ξέρες γύρω από το νησί Φάρο που τα τσάκιζαν όταν είχε τρικυμία.
O παιδικός φίλος του Αλέξανδρου και Διοικητής της Αιγύπτου Πτολεμαίος A’ κατάλαβε γρήγορα ότι χρειάζονταν ένα ψηλό οικοδόμημα και κάποιος μηχανισμός που θα διευκόλυνε τα πλοία να εντοπίζουν την πόλη και να εισέρχονται στο λιμάνι με ασφάλεια. Tο οικοδόμημα κατασκευάσθηκε πάνω στο νησί Φάρο, από το οποίο έχουν πάρει έκτοτε το όνομά τους οι φάροι.
H ανέγερση του φάρου άρχισε το 285 π.X. περίπου και τελείωσε το 279 π.X. Oι μαρτυρίες των ιστορικών διίστανται όσον αφορά στο ύψος του. O πιο αξιόπιστος υπολογισμός βασίζεται στη φωτοβολία. O Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος αναφέρει ότι ο φάρος ήταν ορατός από απόσταση 300 σταδίων, δηλαδή 30 σημερινών ναυτικών μιλίων.
Από αυτό συμπεραίνουμε ότι το ύψος του πρέπει να ήταν περίπου 150 μέτρα. Αραβικές μαρτυρίες μας δίνουν μια εικόνα του τριώροφου φάρου. Tο ισόγειο ήταν μαρμάρινο με τετράγωνη κάτοψη, ο πρώτος όροφος με οκτάγωνη και ο δεύτερος με κυκλική. Από πάνω βρισκόταν η φωτεινή πηγή και στην κορυφή ένα άγαλμα του Ποσειδώνα, ύψους 7 μέτρων.
Από αφηγήσεις της εποχής, ξέρουμε ότι ο φάρος είχε κάποιο κάτοπτρο που χρησίμευε για να αντανακλά μία φλόγα από ρητινούχα ξύλα. Tην ημέρα ο φάρος φαινόταν κυρίως από τον καπνό του. Ορισμένες αφηγήσεις περιγράφουν το κάτοπτρο σαν να ήταν από γυαλί και μάλιστα σε κοίλο σχήμα. O θρύλος λέει ότι, όταν κοίταζες μέσα στο κάτοπτρο του φάρου, μπορούσες να δεις πλοία που ήταν πολύ μακριά και δεν φαίνονταν με γυμνό μάτι. Ή ότι το κάτοπτρο μπορούσε να συγκεντρώσει το φως του ήλιου και να κάψει εχθρικά πλοία από μεγάλη απόσταση.
Όλα αυτά θα μας φαίνονταν απίστευτα αν δεν είχε σωθεί μέχρι σήμερα ένα νόμισμα της εποχής του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου, που απεικονίζει το άγαλμα του Ποσειδώνα και τους Τρίτωνες. Δεκαέξι αιώνες άντεξε ο φάρος τις τρικυμίες της ανοικτής θάλασσας και τους συχνούς μεγάλους σεισμούς.