Смерть древних
(Из кости Palama)
И двери тройной золотой
и chalkenies trixane двери
Писк как boggixan
и без каких-либо ggiximo,
кажется, очарованный, diaplates,
от их собственных anoixan.
И TextBox двойной стены ниже
с dynamaria т ' aparta,
и TextBox ниже его со стороны этой герани
и зелёный и roympinia вокруг растет,
отшлепать водами Мраморного моря,
kalochtista порты.
Και λογής καράβια απ’ τις Φραγκιές,
και γαλέρες γενοβέζικες,
βενετσάνικα σαλεύουν τρεχαντήρια·
κι είναι σα να καρτεράν
ακριβά φορτώματα
για ταξίδια και για πανηγύρια.
Στα κατάρτια φλάμπουρα, στις πλώρες
ακροφίγουρα, λιοκάματα στις όψες
από τόπους μακρινούς κι από βασίλεια,
και καρδιές χτυπάν και χέρια απλώνονται,
σα να θέλουν κάτι ν’ αγκαλιάσουν,
και μπαϊράκια σειούνται και μαντήλια.
Κι απ’ τις σκάλες κι από τ’ ακρογιάλια
της Ασίας τ’ αντικρινά,
πέρα από τη Βιθυνία,
κάτι απλώνεται κατάμαυρο,
κι όλο αγριεύει και ζυγώνει,
Θεού οργή και δαίμονα μανία.
Των κυμάτων η μουρμούρα πότε χάνεται
σ’ ένα βρόντο στεριανό, και πότε γίνεται
σάμπως ταίριασμα της ήσυχης μουρμούρας
και τ’ ανήσυχου του βρόντου· και γρικάς
πότε αλόγου πέταλο,
πότε τρέξιμο πεζούρας.
Κι απ’ τις πόρτες διάπλατες που ανοίξανε
κόσμος βγαίνει, κι αργοπάτητο
σέρνει και βαρύ το πόδι,
κι είναι μια πομπή, και δε γνωρίζεις
δέξιμο κι αν είναι, ξεπροβόδισμα,
брак, λιτανεία ή ξόδι.
Κι είναι συνοδειά χωρίς ξαφτέρουγα
και χωρίς σταυρούς και λάβαρα
και βαγγέλια και παπάδες•
ποιάς λατρείας μυστήρια είν’ αυτά;
Δεν τα διαλαλούν ψαλμοί,
δεν τους φέγγουνε λαμπάδες.
Και γυναίκες ούτε, ούτε παιδιά·
κι άντρες μοναχά ασπρομάλληδες
και μισοκοπιές και παλληκάρια
κι έρχονται με κόπο και σκυφτοί
σαν από κρυψώνες μες στη γη,
σαν από τ’ ανήλιαγα κελλάρια.
Κοντοστέκουν και τρικλίζουν
ασυνήθιστο σα να ’χουν
κάτου από τον ήλιο τέτοιο δρόμο•
και τα μέτωπα στα χέρια τους
και στα μάτια μπρος τα χέρια τους
σάμπως από θάμπος κι από τρόμο.
Κι έτσι παν, και τους τρομάζουν
το φως του ήλιου, πέρα η θάλασσα,
τ’ ακροούρανα, κι ο αέρας,
κι ο ουρανός απάνω τους, και γύρω τους
η μεγάλη πλάση και η ζωή
και το παίξιμο της μέρας.
Κι είναι σα βγαλμένοι από ’να σκύψιμο
σε παλιά βιβλία δυσκολοσίμωτα,
και σε συναξάρια,
και σε κάτι τι ακριβότερο
απ’ τ’ αράπικα τοπάζια, απ’ τα χουρμούζικα
τα μαργαριτάρια.
Κι είναι σα βγαλμένοι από λογάριασμα
μπρος σε γιατροσόφια απάντεχα,
σε δυσκολοξάνοιχτα δεφτέρια.
Κι όλοι καθώς έρχονται κλιτοί,
και καθώς αργοζυγώνουν,
τι κρατάνε μες στα χέρια;
Και ραβδιά κρατάν προσκυνητάδων
και διαλαλητών ακροστεφάνωτα
μ’ αγριλιάς και με μυρτιάς κλωνάρια
τραχιά ηχούν τα σάνταλά τους χοντροκάρφωτα·
κρέμουνται στους ώμους τους
ταξιδιώτικα ταγάρια.
(Και στους μαρμαρένιους μώλους
έξαφνα φουσκώνει κι αντρειεύεται
κι αφροστέφανο ξεσπάει το κύμα.
Και γοργό μακριάθε έν’ άλλο ξέσπασμα,
και είν’ αλόγου σάλαγος,
και πεζούρας βήμα.)
Κι ένας ένας κι από δύο
κι από τρεις ανταμωμένοι,
κι από τέσσεροι κι ακόμα
πιο πολλοί, κρατάν και σφίγγουν
τυλιγάδια και βιβλία
σε χρυσές κι ελεφαντένιες
πλούσια σκαλισμένες θήκες,
και πηγαίνουν με κείνα,
και στα χέρια και στους ώμους
και στους κόρφους τα βαστάνε,
λείψαν’ άγια σάμπως να ’ναι
και θαματουργές εικόνες
και βαριά σταμνιά γιομάτα
με τη στάχτη των προγόνων.
Τυλιγάδια και βιβλία
πόχουν πρόσωπα πορφύρες,
που είν’ οι σάρκες τους μετάξια,
και λογής λογής το μάκρος
και το σχήμα και το χρώμα.
Σκεπασμένα και μακριάθε
τα θωρείς και λες πως είναι
στύλοι, λες βωμοί σβησμένοι
και σημαίες και θυμιατήρια
και ρηγάδικες κορώνες.
Σαν θεών αγάλματα είναι,
σαν ανάγλυφα είν’ ηρώων,
προφητών οράματα είναι,
και κιβούρια και μνημούρια.
Τάματα είναι και τα πάνε
να τ’ αφήσουνε στα πόδια
κάποιων είδωλων και κόσμων
που τα καρτεράν και στέκουν
και γιορτάζουν πανηγύρια
μέσα σε ναούς και τόπους,
πέρα ολόμακρα, και στέκουν
κι οι ναοί κι οι τόποι και όλα
και προσμένουν και προσμένουν
να φωτοντυθούν με κείνα.
*
«Τ’ είναι τα δεφτέρια που κρατάτε
τα περγαμηνά,
σεβαστά κοπάδια που τραβάτε
σα διωγμένα από κακοκαιριά;
Και σε τούτα τα βιβλία,
και στα μνήματα όλ’ αυτά,
ποιά διαμάντια, ποιά σοφία,
ποιοί νεκροί, ποιά κόκκαλα ιερά;»
Κάτι σάλεψε, κυμάτισαν τα πλήθη,
ξέσπασε φωνή και μου αποκρίθη:
«Είν’ εδώ κλειστοί μες στα κιβούρια,
μες στα τυλιγάδια είναι κρυμμένοι,
–για νεκρούς η πλάση ας μην τους κλαίει!–
ω οι πηγές οι αθόλωτες της Σκέψης,
οι ασυγνέφιαστοι της Τέχνης ουρανοί,
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι.
Κι είναι της Αλήθειας οι διδάχοι,
της ακέριας Ομορφάδας οι πιστοί,
γέροι, απείραχτοι, όλο νέοι,
και ήλιοι που σου δίνονται να τους χαρείς
πάντα μες στο δρόσος κάποιου Απρίλη
οι Αθάνατοικι οι Ωραίοι.
Από τους γιαλούς της Ιωνίας
κι από της Αθήνας τον αέρα
που όλα πνέματα τα κάνει καθώς πνέει,
κι από της Ελλάδας τ’ αγνά χώματα,
η Σοφία, ο Λόγος, ο Ρυθμός
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι.
Κι είναι οι Πλάτωνες, και πίσω τους,
της Ιδέας ήρωες, философы,
κι η Αρετή μ’ αυτούς «η λεβεντιά είμαι!» λέει
κι είναι οι ‘Ομηροι, και πίσω τους
όλοι οι ψάλτες και των Όλυμπων οι πλάστες
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι.
Τη στερνή πατρίδα τους την παρατάν
από φύσημα διωγμένοι ορμητικότατο,
γύφτοι γίνονται κι Εβραίοι,
όμως πάντα, κι ερμοσπίτες, νικητές
και του κόσμου γίνονται πολίτες,
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι!»
«Τους γνωρίζω, τους γνωρίζω,
–μίλησα κι εγώ,–
τους γνωρίζω και τους διαλαλώ·
ξέρω απ’ όλα τα τραγούδια
μα για να τα πω,
τα ταιριάζω τα τραγούδια
στο δικό μου το σκοπό».
Και το λόγο που αρχινήσαν
έτσι τον τελειώνω εγώ:
«Και σπρωγμένοι ώς εδώ πέρα
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι
από ανέμους και φουρτούνες
και σεισμούς και χαλασμούς,
και καραβοτσακισμένοι
και σκληρά κατατρεμένοι
κι από ξένους και δικούς!
Και κρυψώνες ηύρανε και σκήτες,
μοναστήρια και κελλιά,
κι ηύρανε παλάτια και σκολειά,
και δεν ηύρανε τον ήλιο
και τη λευτεριά,
και δεθήκαν κι αρρωστήσαν
και χτικιάσαν τ’ απολλώνια τα κορμιά
και γινήκαν βρυκολάκοι και στοιχειά.
Βρήκαν κάτεργα και κάστρα
και μια πλάση ξένη, μια στενή
πλάση ξελογιάστρα.
Όρνια γίνανε μπαλσαμωμένα,
λείψανα λυπητερά,
και μαρμαρωμένα βασιλόπουλα,
η ζωή και η νιότη και η χαρά.
Γίνανε ή σαν άρρωστα λουλούδια
τροπικά στα θερμοκήπια,
ή φυτρώσανε μαζί
με τα χόρτα που αγκαλιάζουνε τα ερείπια.
Ζήσανε κουλουριασμένοι
μες στου δασκάλου τα χέρια,
κι αποκάτου απ’ την κοντόφωτη ματιά,
ζήσανε ζωή μες στα δεφτέρια,
ζήσανε ζωή μες στη σκλαβιά,
ζήσανε ζωή τυραγνισμένη,
και τους ηύρε μια λατρεία καταραμένη
σαν τα βάσανα και σαν τα καταφρόνια,
χίλια χρόνια, χίλια χρόνια!»
*
Κι απ’ τους πάπυρους εκείνους μια ψυχή
θάρρεψα πως χύθη,
και γρικήθηκ’ ένας ύμνος θριαμβευτής,
κι απ’ των τάφων έβγαινε τα βύθη:
«Θα διαβούμε και στεριές και πέλαγα,
θα σταθούμε όπου το πόδι δεν μπορεί
Τούρκου κανενός να μας πατήσει•
από την πατρίδα μας διωγμένοι,
και σβησμένοι απ’ την Ανατολή,
θ’ ανατείλουμε στη Δύση.
‘Οπου πάμε, θά ’βρουμε πατρίδες
και θα πλάσουμε, απ’ το Βόσπορο
χαιδευτά συνεβγαλμένοι ώς τον Αδρία•
θα φωλιάσουμε στη Βενετιά,
θα ξαναρριζώσουμε στη Ρώμη,
θα μας αγκαλιάσει η Φλωρεντία.
Τ’ Άλπεια τα βουνά θα δρασκελήσουμε,
θα ξαφνίσουμε τα ρέματα του Ρήνου,
στου Βοριά θ’ ασπροχαράξουμε τα σκότη,
θα χυθούμε σα μαγιάπριλα του νου
όπου τόποι, όπου γεράματα, θα σπείρουμε
μιαν Ελλάδα και μια νιότη.
Και πλανήτες με δικό μας φως,
το δικό μας φως θα ρίξουμε
όπου θάμπωμα και βράδιασμα στη φύση•
κι ο ασκητής θα φιλιωθεί με τη ζωή
και το γάλα της χαράς ξανά θα πιεις,
νηστευτή, κι ένα κρασί θα σε μεθύσει.
Και ο Κελτός και ο Γότθος κι ο Αλαμάνος,
κάθε βάρβαρος μ’ εμάς θ’ αναγαλλιάσει,
κι ο Ιταλος απ’ όλους πρώτα•
ρασοφόροι και ποντίφικες
θα προσπέσουνε στα πόδια της Ελένης
και τον κύκνο θα λατρέψουνε του Ευρώτα.
Του οικοδόμου θα του δείξουμε ρυθμούς,
νόμους του σοφού, σ’ εμάς θα τρέξουν
όμοια κυβερνήτες και τεχνίτες,
πύργοι θα υψωθούν και πολιτείες,
και παντού ξανά θα στηλωθούν
των καλών και των ωραίων οι δικιοκρίτες.
Μόλις βγούμε απ’ αυτό δα το κοιμητήρι
προς το φως και στα τετράπλατα του αέρα,
σαν τα πρώτα θά ’βρουμε τα νιάτα,
κι έξω απ’ τα στενά κιβούρια,
Καίσαρες κι Αλέξαντροι, θ’ ανοίξουμε,
με του Λόγου το σπαθί, τη στράτα.
Όλυμπων κορφές και Παρνασσών!
Κι απ’ τη σκέψη κι απ’ τα μέτρα μας
γίνοντ’ άνθρωποι και Παρθενώνες•
πέρα ώς πέρα στην ψυχή μια νεκρανάσταση!
Το μεγάλο Πάνα ολόχαροι
ξαναπροσκυνούν οι αιώνες.
Κι οι κακόσορτοι σοφοί και οι στέρφοι
δάσκαλοι, που χρόνια και καιρούς
έτσι μας κρατούσανε σαβανωμένους
και μαζί μας πάνε σέρνοντάς μας,
άγια στερνολείψανα
του χαμένου Γένους,
έτσι βλέποντάς μας χρυσοφτέρουγους
από μέσα από τα χέρια τους να φεύγουμε
σε αποθέωση που δε θα ξαναγίνει,
θα πιστέψουν πως σαρκώθηκαν χρυσόνειρα
κι από της θεότης μας τ’ αντίφεγγα
σαν ημίθεοι θα φαντάξουν ώς κι εκείνοι!»
*
Κι αποκρίθηκε η ψυχή μου
και τους λέει
σάμπως νά ηταν ορθοστύλωτοι μπροστά μου
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι:
«Θα περάσετε από πάνου
απ’ τη θάλασσα του κόσμου
σαν πνοή
μαλακώτατου μαΐστρου,
που το πλάθει ώς και το κύμα
κάνοντάς το μιας παρθένας
λυγερής κορμί.
Μα στη θάλασσα του κόσμου,
κι ύστερ’ από σας και πάντα,
σαν εχτές
και σαν τώρα, θα ξεσπάνε,
θα φιλιούνται και θα μάχονται
κι άλλοι χίλιοι ανέμοι, χίλιες
μπόρες και χιονιές.
Μα στη θάλασσα του κόσμου
ξανά ο Μάης που σας γέννησε
δε θα ρθεί.
Αύρες είστε διαβατάρικες•
την αιώνια πολυτάραχη,
σαν και πρώτα, θα τη δέρνει
κάθε ανεμική.
Τι κι αν είστε εσείς αθάνατοι;
Τη ζωή την ολοζώντανη
μια φορά
τήνε ζήσατε σαν πλάσματα
με τ’ ακέρια σας κορμιά
στης μακαρισμένης της πατρίδας σας
τον αέρα και τον ήλιο•
άλλος αέρας τώρα κι άλλος ήλιος
για σας πια• και ποτέ πια
δε θα ξαναζήστε τη ζωή σας,
ξωτικά!
Και καρδιές και πολιτείες
από σας ξανανθισμένες
και σκυφτές
μπρος σε σας κι ελληνολάτρισσες,
και ίσκιοι μιας Ελλάδας και είδωλα•
μα η Ελλάδα μια, και αγύριστη•
πάει, και νατην κλαις!
Κι όποιος δούλος σας θα γίνει
και σας πάρει καταπόδι,
ή ένας μόνος, ή όλο γένος,
θα σβηστεί με σας.
Και μονάχα όποιος μαζί σας
δε θα χάσει τον εαυτό του
και θα κόψει μόνο απ’ τ’ άνθια σας
για να στεφανώσει τα μαλλιά του, –
μόνο εκείνος εδώ κάτου
στολισμένος θα τραβήξει σα γαμπρός,
θα τραβήξει στολισμένος με τη χάρη σας,
θα τραβήξει εμπρός!
Μάθε• η προκοπή δεν είναι για τους δούλους,
κι όσο θένε οι δούλοι αφέντη ας έχουν
τον αφέντη κάθε πλούτου κι ομορφιάς•
μάθε• η προκοπή για τους ελεύτερους,
для нас!
Σαν κι εμάς τους γύφτους θα διαβείτε,
σπέρνοντας το σπόρο των ελεύτερων,
και την καταφρόνια της σκλαβιάς,
όποιας, μ’ όποιον όνομα σκλαβιάς•
κι έτσι κι από σας θα να ’ρθει ο κόσμος
πιο κοντά σ’ εμάς.
Κι όσο θέτε ας είστε αρματωμένοι
από μέτρο κι από υγεία κι από τάξη,
γεια χαρά σας, άσπρα αδέρφια φωτεινά
των ολόμαυρων εμάς.
σαν κι εμάς είν’ η φυλή σας• δε θ’ αράξει
нигде!
Όσο θέλει ας είναι μουσικότερο,
άσπροι μου αδερφοί, το πέρασμά σας
απ’ το πέρασμα της γυφτουριάς•
στόμ’ ανόητα κι ας ανοίγει να θαμάζει
πάντα ο κόσμος, πάντα εσάς•
κλέφτη χέρια κι ας τεντώνει για ν’ αρπάζει
κάθε αγνό και κάθε ψεύτικο διαμάντι
που θα λάμπει απάνω σας.
Θ’ απομένετε παράμερα απ’ τα έθνη,
όσο κι αν πλευρώνετε τα έθνη,
κι από σας τα έθνη χωριστά.
Μα ή μ’ εμάς τους τρισκατάρατους,
ή μ’ εσάς, ω τρισευλογημένοι,
βάρβαρος ο κόσμος θα διαβαίνει
και ραγιάς.
Οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι θα βοηθήστε
των εθνών τη στράτα,
μα οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι δε θα δώστε
πόδια στα έθνη και φτερά και νιάτα•
πόδια και φτερά είναι των εθνών,
τα φτερά, τα πόδια και τα νιάτα•
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι θα βοηθήστε
των εθνών τη στράτα,
σαν τ’ αστέρι πόχει χρόνια,
χρόνια και καιρούς σβηστεί,
μα ορφανό το φως του ακόμα περπατάει,
μες στ’ απέραντα κι αχνοφωτάει
τον ακούραστο νυχτοταξιδευτή…
Δε φοβάμ’ εγώ από Τούρκο,
και τ’ αρπάγια δε με πιάνουν
της σκλαβιάς,
ουτ’ η Ελλάδα σας θαμπώνει με,
το λιβάνι δε με μέθυσε
καμιάς δόξας περασμένης
και λατρείας καμιάς.
Κάνα πάπυρο κι αν εύρω,
τόνε καίω για να πετύχω
ζέστα ή φως•
τη φωτιά μου ανάφτω αξέταστα
μέσα σε όποιο ρεπεθέμελο,
ή παλάτι ή μοναστήρι
ή σκολειό ή ναός.
Κι απ’ τη φλόγα κι απ’ την πύρη
γύρω μου πουλιά και δέντρα
κι ερπετά
λάμπουν, τρίζουν, σειούνται, αλλάζουνε,
κι όλη η φύση πνέμα γίνεται
και μου κρυφοψιθυρίζει
λόγια μαντικά.
Είτε μουσική είτε λάμψη,
είστ’ ενός χαμένου διάβα,
μια πνοή•
ω φαντάσματα πεντάμορφα,
είμ’ ο ακέριος, είμ’ η αλήθεια,
είμ’ εγώ τα δυο τ’ αχώριστα•
σάρκα και ψυχή!»
Μα η πομπή με τ’ άγια λείψανα,
δίχως πια ν’ αποκριθεί,
πάει, την πήραν τα καράβια
κι έγινε άφαντη η πομπή.
Κι απ΄τις ίδιες πόρτες διάπλατες
πριν το στοχαστείς,
ο Σουλτάνος καβαλάρης
μπήκε, ο χαλαστής!