Τούτος εδώ ο τόπος, κρύβει ένα μεγάλο μυστικό. Συνέβη σε χρόνους του απώτατου παρελθόντος, τότε που και οι θεοί ακόμα ήταν παιδιά και έπαιζαν.
Σε ένα λιβάδι που όμοιό του σε ομορφιά δεν μπορεί να δει σήμερα ανθρώπινο μάτι, έπαιζαν νύμφες και θεές. Το ονόμαζαν Νύσιο πεδίο, σαν “ποθητό” θα μας το περιγράψει ο ίδιος ο παππούς Όμηρος και θα μας πει και τα ονόματα των μικρών κοριτσιών που έπαιζαν αμέριμνα εκεί. Ήταν η Ηλέκτρα, η Λευκίππη και η Φαινώ και η Ρόδεια, η Ιάνθη, η Καλλιρόη, η Ιάχη και η Τύχη, η Ιάνειρα, η Μελίτη, η Χρυσηίς, η Ακάστη και η Μηλόβασις, η Άδμητη και η ροδόχροη Ωκυρόη, η Πλουτώ, η Στυξ και η Ροδόπη, η θελκτική η Καλυψώ, η Ουρανία και η Γαλαξαύρα η ευπρόσδεκτη και η Παλλάς η εγερσιμάχα και η τοξότρια Άρτεμις!
Ο άνεμος χάιδευε τα πλούσια μαλλιά τους, ο ήλιος τα έκανε να λάμπουν, οι ευωδιές του λιβαδιού ανακατεύονταν με τις φωνές και τα γέλια των μικρών κοριτσιών. Ως που ανάμεσα στα όμορφα και ευωδιαστά λουλούδια που μάζευαν οι κοπέλες, ξεχώρισε ένα που σαν κι αυτό δεν έφτιαξε η γης ποτέ. Νάρκισσο το είπαν αργότερα. Από τη ρίζα του ξεφύτρωναν μίσχοι εκατό, και ευωδίαζε τόσο, που αγαλλίαζαν οι θεοί, οι άνθρωποι, μέχρι και η βαθιά θεοσκότεινη θάλασσα.
Πρώτη “η κόρη”, η μόνη που δεν σας την ονόμασα πριν και την ελένε Περσεφόνη, έσκυψε να το πάρει και να το βάλει στο καλάθι της. Μα ξάφνου άρχισε μια βοή ανατριχιαστική, όλο το λιβάδι άρχισε να τρέμει, η πλατύστερνη γη άνοιξε και ξεπρόβαλε ένα άρμα με τρομερό θόρυβο. Ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς του κάτω κόσμου. Άδης το όνομά του και σημαίνει αυτός που δεν φαίνεται. Άρπαξε την κόρη και την πήγε στο βασίλιό του, για να την κάνει γυναίκα του. Η κόρη έβγαλε μεγάλη φωνή και κλάματα, μα κανείς δεν την άκουσε.
Είναι ο μύθος της Περσεφόνης. Ο Μπουρκέρτ, ο Νιλσσον και ο Κερένυι, από τους μεγαλύτερους ερευνητές της ελληνικής θρησκείας και μυθολογίας θα μας το γράψουν απερίφραστα, πως τούτος δω ο μύθος είναι εκ των αρχαιότερων που έχουμε από την ανθρώπινη σκέψη. Πιθανόν ανάγεται στην νεολιθική εποχή. Ο Μπουρκέρτ στο βιβλίο του “Αρχαία Ελληνική Θρησκεία”, θα μας γράψει πως οι Mannhardt και Frazer συγκέντρωσαν έναν τεράστιο όγκο από την παγκόσμια μυθολογία, όσων αφορά τις περιπτώσεις του αέναου κύκλου. Πουθενά δεν μπόρεσαν να βρουν κάτι που να το συνδέουν με την σχέση μητέρας και κόρης.
Γιατί τα γράφω όλα τούτα; Μα γιατί αυτός ο όμορφος κόσμος που έγινε ξαφνικά και τρομακτικός, είναι κάπου μέσα στον κάμπο των Σερρών. Το Νυσίο πεδίο, όπου έγινε η αρπαγή της κόρης είναι κάπου βόρεια από το Παγγαίο όπως θα μας γράψει ο Αππιανός. Σε αυτό τον τόπο οι Έλληνες είχαν τον αρχαιότερο ίσως μύθο τους. Γιατί άραγε; Μήπως και είναι εκείνος ο πανάρχαιος Πελασγός βασιλιάς του Άργους, που μας περιέγραψε ο Αισχύλος και που γράψαμε σε άρθρο με θέμα την προϊστορία του τόπου μας;
Μα δεν είναι ο μόνος μύθος που συνδέει την μυθική σκέψη, του αρχαίου κόσμου με την πεδιάδα του Στρυμόνα. Ο θεός Στρυμόνας όπως θα μας γράψει στην θεογονία ο Ησίοδος, ο αγνός Στρυμόνας όπως θα μας γράψει ο Αισχύλος, που ρέει πλάι στις κιθάρες του Παγγαίου, στο ηγάθεον Νυσήιον, στο Νύσιο πεδίο, το Συλέως Πεδίον… ο θεός Στρυμόνας που είναι ο πατέρας της μιας από τις νύμφες που έπαιζαν μαζί με την Περσεφόνη εκείνη την τρομερή μέρα. Είναι πατέρας της Ροδόπης. Μα και όλος ο “κάτω Στρυμόνας” αποκαλείται “χορός των Νυμφών”. Την Ροδόπη την απέκτησε σμίγοντας με την μούσα Ευτέρπη, με την μούσα της μουσικής. Η Ροδόπη θα έχει και δύο αδέρφια. Δυο βασιλόπουλα της Θράκης. Τον Όλυνθο και τον Ρήσο. Και αν δεν ξέρουμε τον Ρήσο, είναι γιατί δεν κατέχουμε επαρκώς την ελληνική θρησκευτική παράδοση. Η θρησκευτική παράδοση του έθνους μας, είχε τον Ήρωα σε ένα επίπεδο ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους. Η κάθε πόλη είχε τον Ήρωα προστάτη της, η κάθε συντεχνία επίσης, αλλά και οι γειτονιές, οι οικογένειες, υπήρχε ο τειχοφύλακας Ήρωας που προστάτευε τα τείχη της πόλης, ο χωροφύλακας που προστάτευε τα όρια κλπ… Οι ήρωες των Ελλήνων είχαν επηρεάσει τόσο πολύ τους βαρβάρους, που οι Πέρσες καθώς ερχόταν προς την Ελλάδα, έκαναν σπονδές στους ήρωες της Τροίας. Υπήρξε όμως ένας μοναδικός ήρωας ο οποίος ήταν ήρωας όλων των Ελλήνων. Δεν υπήρχε τάφος. Τον επικαλούνταν παντού. Τον λάτρευαν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Ιερά και ναοί του βρίσκονται διάσπαρτοι, όπου κι αν πάτησε το πόδι του Έλληνα. Η λατρεία του ξεπέρασε και την Ελλάδα. Ρωμαίοι, Ετρούσκοι, αλλά και στην ανατολή ακόμα, το όνομά του και λατρεία του ταξίδεψε πέρα και από αυτή την αυτοκρατορία ακόμα του Μ. Αλέξανδρου. Οι Έλληνες τον ύψωσαν στον Όλυμπο. Έκαναν δύο σπονδές για αυτόν, μία σαν θεό και μία σαν ήρωα! Αυτός ήταν ο Ηρακλής.
Τέτοιος ήρωας υπήρξε και ο Ρήσος για τους Θράκες. Ο σοφιστής Φιλόστρατος ο νεότερος, που πέρασε από τη Θράκη, τον τρίτο ή τέταρτο αιώνα, απόρησε με τις τιμές που ετύχαινε από τους Θράκες ο αφηρωισμένος πια Ρήσος, και τιμώνταν σαν γιατρός, θεός του κυνηγιού, των αλόγων, των στρατιωτών και σαν αλεξίκακος γενικότερα. Αλλά και οι Αθηναίοι και μετά οι Σπαρτιάτες στην Αμφίπολη είχαν τον Ρήσο για προστάτη Ήρωα. Τον μυθικό Ρήσο, μέσα από την ελληνική ποίηση τον συναντάμε πρώτη φορά στην Ιλιάδα. Από την πεδιάδα των Σερρών ταξιδεύει στην Τροία για να πολεμήσει στο πλευρό των Τρώων μα δεν προλαβαίνει. Φτάνει βράδυ και πέφτει να κοιμηθεί. Στο στρατόπεδο των Τρώων, περνάνε κρυφά ο Οδυσσέας με τον Διομήδη και ο δεύτερος τον σκοτώνει την ώρα που κοιμάται. Περισσότερα θα μάθουμε από την σωμένη τραγωδία η οποία αποδίδεται στον Ευριπίδη και η οποία έχει το όνομα Ρήσος.
Πρώτα από όλα ξεκαθαρίζεται η καταγωγή του:
“Απ’ τους ανέμους δερνόμενος
τους παγερούς της Θράκης και της Παιονίας”
“Τριγύρω από το Παγγαίο
και τους Παιόνιους κάμπους”
Αλλά μέσα από την τραγωδία η οποία μας μεταφέρει τον μύθο του Ήρωα, μαθαίνουμε ενδιαφέροντες πτυχές τόσο του μύθου, όσο και της λατρείας που τύγχανε στον τόπο του. Μιλάει η μούσα μητέρα του και λέει:
“Μετά, όταν σε γέννησα ντρεπόμουν τις αδερφές μου που ήμουν χωρίς άντρα και σε πήρα και σε άφησα στα στροβιλιζόμενα ύδατα του πατέρα σου. Και ο Στρυμόνας δεν σε έδωσε σε ανθρώπινα χέρια να μεγαλώσεις αλλά σε ανάθρεψαν οι κόρες των πηγών. Και έγινες βασιλιάς της Θράκης, πρώτος ανάμεσα σε όλους τους άνδρες, παιδί μου.”
Υπογραμμίζω πως ο Στρυμόνας έδωσε τον Ρήσο στις Νύμφες για να τον αναθρέψουν και επανέρχομαι στον κάτω Στρυμόνα που είναι χορός Νυμφών, στις Νύμφες που παίζουν μαζί με την Περσεφόνη στο Νύσιο πεδίο (που Νυσίο ονομάζεται εκ των Νυσηίδων, οι οποίες είναι οι νύμφες που ανέθρεψαν τον Διόνυσο). Γεμάτη με Νύμφες (με πολλές ονομασίες όπως για παράδειγμα στα Δαρνακοχώρια τις ονομάζουν καλότκες) είναι και η σύγχρονη λαϊκή παράδοση στον τόπο αυτό.
Ο Διομήδης εξοντώνει τον Ρήσο στον ύπνο του. |
Αλλά μετά η τραγωδία, μας δίνει και ορισμένες παράξενες θρησκευτικές λεπτομέρειες για την λατρεία του Ρήσου. Οι συμπολεμιστές του τον φέρνουν στην πατρίδα του για να τον θάψουν, αλλά η μητέρα του θα ζητήσει χάρη από την Περσεφόνη για τον γιο της:
“Αυτός δεν θα μπει στης γης το ολόμαυρο χώμα,
αυτή την παράκληση θα κάνω στην νύμφη του κάτου κόσμου,
στη θυγατέρα της θεάς Δήμητρας που δίνει όλους τους καρπούς,
να μου αφήσει την ψυχή αυτού εδώ…”
Και παρακάτω θα μας πει, ποια θα είναι η θέση του Ρήσου μέσα στην αιωνιότητα:
“Κρυμμένος μέσα στα σπλάχνα της ασημόφλεβης γης
σαν ανθρωποδαίμων θα κείτεται και θα είναι ζωντανός, σαν
προφήτης του Βάκχου θα μένει στους βράχους του Παγγαίου,
θεός καλοδιάθετος για όσους ανθρώπους θα τον ξέρουν καλά.”
Η μετάφραση του κειμένου είναι από τις εκδόσεις Ζήτρος και το ανθρωποδαίμων το μεταφράζει ως “ανθρωποθεός”. Μα ο έλληνας τραγικός στο άγο πρωτότυπο μας το διδάσκει ξεκάθαρα:
“…κρυπτὸς δ’ εν άντροις της υπαργύρου χθονὸς
ανθρωποδαίμων κείσεται βλέπων φάος,
Βάκχου προφήτης ώστε Παγγαίου πέτραν…”
Ως ανθρωποδαίμων λοιπόν λατρεύεται ο Ρήσος στον τόπο του και απέναντι από το ιερό του, υπάρχει ιερό της μητέρας του μούσας, που κατά μία άλλη εκδοχή είναι η Κλειώ. Υπάρχουν άλλες τρεις εκδοχές για την μητέρα του Ρήσου. Τρεις Μούσες. Η Καλλιόπη (εκ του: καλή + ωψ = αυτή με τα όμορφα μάτια), η Μούσα της Επικής ποιήσεως, η Ευτέρπη (εκ του: ευ + τέρπω, καλώς τέρπω, ευχαριστώ), η Μούσα της Μουσικής και της Λυρικής ποιήσεως, και η Τερψιχόρη (εκ του: τέρπω + χορός, η τέρπουσα δια του χορού), η Μούσα του χορού και της Ορχήσεως. Το ιερό της Κλειούς το οποίο έχει βρεθεί στην Αμφίπολη, όπως έχει βρεθεί έξω από τα τείχη, κοντά στον Στρυμόνα, ένα ιερό των Νυμφών, με ένα πιθάρι στο κέντρο, από το οποίο έχει αφαιρεθεί ο πάτος και το οποίο έχει βυθιστεί έως το χείλος του, μέσα στην ιερή Γη. Και στο Παγγαίο ξέρουμε πως υπήρχε μαντείο του Βάκχου.
Γυρνάμε πάλι στην αρχή του μύθου που αρχίσαμε, στην χάρη που κάνει η Περσεφόνη στον Ήρωα της γης από την οποία απήχθη. Αλλά η κοιλάδα του Στρυμόνα έχει εμπνεύσει τον μυθικό άνθρωπο, και γύρω από τον Μαίανδρο που σχηματίζει, έχουμε να διηγηθούμε πολλές υπέροχες, παράξενες και μερικές φορές αλλόκοτες ιστορίες, για τις οποίες θα σας γράψω σύντομα.
Μόνο που πριν κλείσω τούτο το κείμενο, θα ήθελα να σας γράψω και κάτι που δεν το έχουν προσέξει πολλοί ερευνητές, μα σίγουρα το ήξεραν πολύ καλά οι Έλληνες και προς τούτο ίσως και το μεγάλο ενδιαφέρον και η λατρεία στον Ρήσο. Ο Ρήσος που λέτε, σύμφωνα με τον Όμηρο σαν ανθρώπινη και όχι θεϊκή καταγωγή (θεϊκή καταγωγή από τον πατέρα του Στρυμόνα), ήταν γιος του Ηιονέα, ο οποίος ήταν γιος του Μάγνητα. Και εδώ είναι το μυστικό μας. Ο Μάγνης είναι ένα από τα έξι παιδιά του Αιόλου και της Εναρέτης. Όχι του Αιόλου, του θεού των ανέμων, μα του Αίολου του Θεσσαλού, του γιου του Έλληνα! Ο παππούς του Ρήσου, ήταν εγγονός του ίδιου του Έλληνα! Ο Ρήσος είναι τρισέγγονο του Έλληνα, του γενάρχη των Ελλήνων!
Το ιερό “της Νύμφης” το οποίο βρίσκεται έξω από το βόρειο τείχος της Αμφίπολης, λίγα μέτρα από την βόρεια πύλη. Στο κέντρο διακρίνουμε το βυθισμένο πιθάρι. |
“… γεννάτε δε και εν τω Παγγαίω όρει βοτάνη, κιθάρα καλούμενη, διά ταύτην την αιτίαν: Διασπαράξασαι τον Ορφέα, τα μέλη του προειρημένου εις ποταμόν έβαλον Έβρον, και η μεν κεφαλήν του θνητού, κατά πρόνοιαν θεών, εις δράκοντα μετέβαλε την μορφήν του σώματος, η δε λύρα κατεστηρίσθη, κατά προαίρεσιν Απόλλωνος, εκ δε ρευστάντος αίματος ενεφάνη βοτάνη, κιθάρα καλούμενη, των δε Διονυσίων τελουμένων, αύτη κιθάρας αναδίδωσιν ήχον, οι δ’ εγχώριοι νεβρίδας περιβεβλημένοι θύρσους κτρατούντες, ύμνον άδουσιν, και τότε φρονήσεις, όταν έση φρονών, καθώς ιστορεί Κλειτώνυμος εν τω γ’ των τραγικών”.
Πλούταρχος “Περί Ποταμών”
Πάνω στο Παγγαίο μας λέει ο Πλούταρχος φυτρώνει ένα βοτάνι που ονομάζεται κιθάρα. Είναι αποτέλεσμα του ραντίσματος του βουνού από το αίμα του Ορφέα, όταν αυτόν τον διαμέλισαν οι Μαινάδες. Αυτό το βοτάνι βγάζει ήχους κιθάρας, όταν τελούνται τα Διονύσια μυστήρια και τότε οι ντόπιοι φοράνε τομάρια, και κρατώντας θύρσους ψάλλουν ύμνους.
Ιέρεια του Βάκχου σε ζωγραφιά του 19ου αιώνα, ντυμένη με τομάρι και κρατώντας θύρσο. |
Είναι η γέννηση μετά τον θάνατο, είναι ο αιώνιος κύκλος της ζωής, όπως τον αντιλαμβανόταν η Ελληνική εθνική μας παράδοση. Η κιθάρα και η μουσική, φτιαγμένη από το αίμα του νεκρού Ορφέα.
Μα και το ίδιο το Παγγαίο ονομάζεται έτσι από έναν μυθικό ήρωα που μοιάζει στον Οιδίποδα. Είναι ένας ακόμα πανάρχαιος μύθος. Και θα τον εξηγήσουμε, αφού πρώτα τον εξιστορήσουμε.
Ο Παγγαίος ήταν γιος του θεού Άρη και της Κριτοβούλης, και άθελά του έγινε τραγικός αιμομίκτης, όχι με την μητέρα του όπως ο Οιδίποδας, αλλά με την θυγατέρα του. Στην τιμωρία του εαυτού του, αντί για την εθελούσια τύφλωση επέλεξε τον θάνατο. Αυτοκτόνησε μπήγοντας το σπαθί στα σωθικά του, πάνω στο όρος που μέχρι τότε ονομαζόταν Καρμάνιο και από εκεί και μετά πήρε το όνομά του.
“Τη θυγατρί κατ’ αγνοιαν συγγενόμενος έδραμεν εις Καρμάνιον όρος και δια λύπης υπερβολήν σπασάμενος το ξίφος εαυτόν ανείλεν…”
Πλούταρχος “Περί Ποταμών”
Τούτος ο μύθος είναι πανάρχαιος, διότι είναι μύθος πρωτοσυνείδησης. Είναι ο άνθρωπος που κατανοεί την συγγένεια. Ενώ τα ζώα, από όπου προέρχεται και το είδος μας, ζευγαρώνουν μόλις ενηλικιωθούν μεταξύ τους. έτσι λοιπόν ο Παγγαίος, δεν σκότωσε τον εαυτό του, μα σκότωσε το ζώο μέσα του, όταν αναγνώρισε την πατρική σχέση του με την θυγατέρα.
Τούτο το όρος λοιπόν, το Παγγαίο, που τόσο υμνήθηκε, γνωρίζουμε πως είχε και ένα μαντείο του Διόνυσου. Αυτό λειτουργούσε και κατά τους ιστορικούς χρόνους. Ήταν μάλιστα υπό την εποπτεία του θρακικού φύλλου με το όνομα “Σάτρες”, ενώ σύμφωνα με τον Ηρόδοτο Σάτρες ήταν και οι περίφημοι Βησσοί, φύλο ιερατικό του θεού Διόνυσου. Η σχέση του Διόνυσου με τον τόπο μας ξέρουμε ότι ήταν ιδιαίτερη. Γνωρίζουμε ότι οι θεοί που λατρευόταν ιδιαίτερα στην περιοχή μας ήταν τέσσερις. Ο Άρης, ο Διόνυσος, η Άρτεμης και από τους βασιλικούς οίκους ο Ερμής. Για τον Διόνυσο τώρα τον μάντη και τον τόπο μας, διαβάζουμε μια ιστορία του Όμηρου από την Ζ’ ραψωδία της Ιλιάδας:
“…τι μήτε κι ο Λυκούργος μπόρεσε, του Δρύαντα ο γιος ο γαύρος,
χρόνια πολλά να ζήσει, ως τα ‘βαλε με τους θεούς στα ουράνια.
Στο άγιο βουνό της Νύσας κάποτε του Διόνυσου τις βάγιες,
του βακχευτη θεού, κυνήγησε᾿ κι ευτύς ετούτες όλες
πετούσαν καταγής τους θύρσους τους᾿ κι ο αντροφονιάς Λυκούργος
με τη βουκέντρα του τις κέντριζε, κι ο Διόνυσος φοβήθη
και στο γιαλό βουτάει᾿ κι η Θέτιδα τον δέχτη στην αγκάλη
σκιαγμένο᾿ τι οι φωνές τον τρόμαξαν περίσσια του Λυκούργου.
Με τούτον όμως οι τρισεύτυχοι θεοί θύμωσαν τότε,
κι ο γιος του Κρόνου τον ετύφλωσε᾿ χρόνια πολλά και πάλι.
Όμως δεν έζησε, τι οι αθάνατοι τον οχτρεύτηκαν όλοι.”
Φυσικά το όρος Νύσα, (Ηγάθεον Νυσήιον, Νύσιο πεδίο) γνωρίζουμε ότι είναι στον νομό μας, μα ο ίδιος μύθος σωμένος από τον Απολλόδωρο δεν θα μας αφήσει καμία αμφιβολία:
“Λυκούργος δε παις Δρύαντος, Ηδωνών βασιλεύς, οι Στρυμόνα ποταμόν παροικούσι, πρώτος υβρίσας εξέλαβεν αυτόν. Και Διόνυσος μεν εις θάλασσα προς Θέτιν…”
Ο μύθος ο οποίος μας σώζεται από πολλές πηγές, είναι ένας κλασικός μύθος ασέβειας προς τους θεούς, ο οποίος καταλήγει φυσικά σε συντριβή του θνητού, σε τραγωδία. Άλλωστε ο συγκεκριμένος μύθος ενέπνευσε τον μεγάλο τραγωδό Αισχύλο για να γράψει μία τριλογία με τις τραγωδίες Ηδωνοί – Βασσαρίδες – Νεανίσκοι κι ένα σατυρικό δράμα με την ονομασία Λυκούργος.
Ο Λυκούργος λοιπόν, Θράκας βασιλιάς της περιοχής μας, έδειξε ασέβεια προσπαθώντας να διώξει την λατρεία του θεού από το βασίλειό του (κατά ορισμένες εκδοχές του μύθου, μεταφορικά να τον σκοτώσει). Ο θεός έφυγε προς στιγμήν από τον τόπο του τρομαγμένος και βρήκε προστασία από την Θέτιδα. Αλλά ο Λυκούργος με την πράξη του αυτή ξεσήκωσε την οργή των θεών οι οποίοι τον εχθρεύθηκαν. Στην κατάληξη ο Λυκούργος τυφλώνεται, ενώ σε πιο τραγικές διηγήσεις, τρελαίνεται από τον θεό και σαν ένας άλλος Αίαντας, νομίζοντας πως κόβει κληματσίδες, σκοτώνει τους συγγενείς του, το ίδιο του το παιδί, και ήρθε στα λογικά του όταν άρχισε να χτυπά με το τσεκούρι και τα ίδια του τα πόδια. Όταν είδε τι έκανε τότε τυφλώθηκε. Μία τρίτη παραλλαγή θέλει τον θεό να ξεραίνει τη γης και αυτή να μην δίνει καρπούς. Μήνυσε δε μέσω του μαντείου του, πως δεν θα ξαναγινόταν γόνιμη η γη, εάν δεν τιμωρηθεί με θάνατο ο Λυκούργος. Τότε οι Ηδωνοί πήραν τον βασιλιά του και τον επέβαλαν σε φριχτό θάνατο στο Παγγαίο, όπου “κατασπαράχτηκε από άλογα”.
Μα αν στους αρχαιότερους μύθους έχουμε τον αέναο κύκλο της φύσης, την συνείδηση, στους μύθους των θνητών, η μοίρα στέκεται εκεί και παραμονεύει με την τραγωδία. Κανένας δεν μπορεί να είναι ήσυχος και μόνο για ένα θα πρέπει να είναι σίγουρος, πως κάθε χαρά στη ζωή, είναι υποχρεωμένος να την πληρώνει με ισόποση λύπη. Και όσο πιο μεγάλη η χαρά, τόσο και μεγαλύτερη και η λύπη. Τέτοια ιστορία θα σας διηγηθώ στην επόμενη ανάρτηση. Μία τραγωδία που συνέβη σε τούτα τα χώματα που πατάμε και δεν γνωρίζουμε, εάν ενέπνευσε κάποιον μεγάλο ή μικρότερο τραγωδό, για να διδαχτεί στο θέατρο της Αμφίπολης.
Η αττική τραγωδία είναι το ευγενικότερο προϊόν
που έσωσε να δημιουργήσει ο άνθρωπος στον πλανήτη,
σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του…
Δ. Λιαντίνης
Η αττική τραγωδία δημιουργήθηκε μέσα από μύθους, σαν αυτόν που συντελέστηκαν στη γη του αγνού Στρυμόνα. Έναν μύθο που σας τον διηγηθώ αμέσως τώρα.
“Λόγος μέν ἐστ᾽ ἀρχαῖος ἀνθρώπων φανείς,
ὡς οὐκ ἂν αἰῶν᾽ ἐκμάθοις βροτῶν, πρὶν ἂν
θάνῃ τις, οὔτ᾽ εἰ χρηστὸς οὔτ᾽ εἴ τῳ κακός·”
Έτσι ξεκινά ο Σοφοκλής της τραγωδία του Τραχίνιαι, που πάει να πει στην νέα απόδοση, πως “υπάρχει ένας λόγος αρχαίος των Ελλήνων,
πως των ανθρώπων τη ζωή, προτού κανείς πεθάνει,
καλή αν ήταν η κακή, να γνωρίσεις δεν μπορείς.”
Και η ιστορία μας ξεκινά μέσα στην κοιλιά του Τρωικού αλόγου. Εκεί μαζί με τον Διομήδη, τον Οδυσσέα και τον Μενέλαο, ήταν στριμωγμένα και τα πιο γενναία παλικάρια των Αχαιών. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δημοφών από την Αθήνα, γιος του ίδιου του ήρωα Θησέα και της Φαίδρας. Το όνομά του Δημοφών σημαίνει Δημοφόων = δήμος (τόπος, λαός) + φόως (φως, λάμψη), “το φως του λαού, αυτός που φωτίζει το λαό του”. Ο Δημοφών είχε στο πλάι του τον αδερφό του τον Ακάμα. Στην Τροία τους οδήγησε ένα κοινό μυστικό. Όταν το βράδυ άνοιξε η καταπακτή και βγήκαν οι αντρόκαρδοι Αχαιοί από το ξύλινο άλογο, έτρεξαν στην πύλη του Ιλίου, την άνοιξαν και μέσα ξεχύθηκε ο στρατός του Αγαμέμνονα. Κραυγές και φωτιές και λεηλασία, μα τα δυο αδέρφια δεν έπαιρναν τίποτε, δεν ήθελαν κάτι να τους βαραίνει τα χέρια, είχαν τα μάτια καρφωμένα στις γυναίκες, ώσπου μέσα στις φωτιές και στο πλήθος, αναγνώρισαν το πρόσωπο που λαχταρούσαν. Ήταν η Αίθρα, η γιαγιά τους. Την είχε απαγάγει ο Πάρης, όταν κλέφτηκε με την Ελένη. Την Αίθρα την είχαν πάει στο παλάτι της Ελένης οι Διόσκουροι. Τα δυο παλικάρια δεν πήραν κανένα άλλο λάφυρο από την Τροία. Μόνο την γιαγιά τους. Τέτοια συμφωνία έκαμαν.
Τα αδέρφια Δημοφών και Ακάμας ελευθερώνουν την γιαγιά τους Αίθρα. |
Έτσι ο Δημοφών πήρε τον δρόμο του γυρισμού για την Αθήνα. Στον δρόμο της επιστροφής πέρασε από την χώρα των Οδομαντών, οι οποίοι εξουσίαζαν την πεδιάδα ανατολικά του Στρυμόνα. Εκεί τον φιλοξένησε η εικοσάχρονη Φυλλίδα, κόρη του βασιλιά τους του Σίθωνα. Ήταν κεραυνοβόλος ο έρωτας των βασιλόπουλων. Λένε πως έκαναν δυο παιδιά μαζί και πως μέσα στην εύφορη πεδιάδα, βασίλευαν από τους πρόποδες του Παγγαίου, μέχρι εκείνους του Μενοίκιου όρους.
Ως που μια μέρα ήρθε μια είδηση για τον Δημοφώντα, πως ο θρόνος στην Αθήνα άδειασε και πως θα έπρεπε να βασιλέψει. Κρύος ιδρώτας έλουσε την όμορφη Φυλλίδα, ως που ο Δημοφών της έδωσε όρκο, πως θα γυρίσει σε ένα μήνα ότι και αν του τύχει. Θα φροντίσει να δοθεί με ασφάλεια για την πατρίδα του ο θρόνος αλλού και αυτός θα γυρίσει για να βασιλέψει μαζί με την όμορφη γυναίκα του, σε τούτον τον τόπο. Η Φυλλίδα του έδωσε να έχει μαζί του ένα κουτί, που το ζήτησε όμως να το ανοίξει μόνο εάν αποφάσιζε να μην γυρίσει πίσω. Ήταν της ίδιας της Ρέας το παράξενο τούτο το δώρο.
Μα στο δρόμο έπιασε φουρτούνα, από εκείνες που ο θυμωμένος Ποσειδώνας μετά τα Τρωικά έστελνε σε όλους τους Αχαιούς, με πρώτο τον Οδυσσέα. Έτσι το καράβι του Δημοφώντα έφτασε στην Κύπρο. Οι μέρες περνούσαν και ο ήλιος έδυσε 29 φορές στο όρος Δύσωρον, που σχηματίζει εκείνες τις τραχιές μα και μεγαλοπρεπείς δύσεις του ήλιου. Τέτοιες που κάνουν το άλγος του νόστου, να γίνεται βαρύτερο στο στήθος των ερωτευμένων. Την τριακοστή μέρα που ήταν και η τελευταία από την διορία που έδωσε ο ίδιος ο Δημοφών στον εαυτό του, η βασιλοπούλα, πήρε παράλληλα τον Στρυμόνα και έφτασε μέχρι την θάλασσα. Μάταια περίμενε ως που την έπιασε η νυχτιά. Κανένα πλοίο δεν φάνηκε στον κόλπο του Στρυμόνα. Πήρε τον δρόμο του γυρισμού, διανυκτερεύοντας στην πρώτη πόλη του βασιλείου της μετά την θάλασσα. Εννέα οδούς την ονόμαζαν την πόλη και η Φυλλίδα έδωσε εννέα κατάρες στους Αθηναίους, μέσα στην απέραντη θλίψη. Δεν άντεξε όμως η ερωτευμένη νέα να γυρίσει στο παλάτι της. Την βρήκαν το πρωί, να είναι μία ξεραμένη αμυγδαλιά. Άλλοι είπαν πως πέθανε από θλίψη, άλλη πως κρεμάστηκε στην ίδια την αμυγδαλιά αυτή. Οι θεοί όμως την μεταμόρφωσαν και την ίδια σε αμυγδαλιά. Από την κορφή των εννέα οδών, να αγναντεύει από τη μια την θάλασσα, μήπως και γυρίσει ο αγαπημένος της, από την άλλη να θωρεί το βασίλειο που άφησε.
Ο Δημοφών όμως δεν ξέχασε ποτέ την υπόσχεση για την αγαπημένη του. Έτσι αν και άργησε επέστρεψε στο βασίλειό τους. Στις Εννέα οδούς όμως τον μήνυσαν τα κακά μαντάτα. Έτρεξε τότε και αγκάλιασε με τέτοια ορμή την ξερή αμυγδαλιά που εκείνη έβγαλε ξανά φύλλα. Μέσα στην θλίψη του ο Δημοφών θέλησε να δει τι είχε το κουτί που του έδωσε η αγαπημένη, μόλο που εκείνη του είπε να το ανοίξει, μόνο αν αποφάσιζε να μην γυρίσει πίσω. Μόλις άνοιξε το κουτί, ενώ ήταν καβάλα πάνω στο περήφανο Θρακιώτικο άλογό του, εκείνο αφιονίστηκε και τον έριξε πάνω στο ίδιο του το σπαθί.
Οι Οδόμαντες προς τιμήν της βασίλισσάς τους, ονόμασαν όλον εκείνον τον τόπο ανατολικά του νομού τους, Φυλλίς, και ακόμα και σήμερα εκείνη την επαρχία το κράτος την ονομάζει επαρχία Φυλλίδος.
Λένε πως η πρώτη από τις εννέα κατάρες της Φυλλίδας ήταν η αυτοκτονία της Αίθρας, μόλις έμαθε για τον θάνατο του εγγονού της. Μα οι ιστορικοί στο μέλλον, το είδαν καθαρά. Εκείνον τον τόπο που τον έλεγαν Εννέα οδούς, οι Αθηναίοι τον εποίκησαν μετά από αιώνες και τον ονόμασαν Αμφίπολη. Εννέα φορές ηττήθηκαν εκεί οι Αθηναίοι σε πόλεμο. Από του πελταστές του Δράβησκου με τους δέκα χιλιάδες νεκρούς, μέχρι την συντριβή και τον θάνατο του Κλέωνα και ως που η Αμφίπολη χάρισε την νίκη του Πελοποννησιακού πολέμου στην Σπάρτη, οδηγώντας την μεγάλη Αθήνα σε παρακμή.
Ο Δημοφών έδωσε όρκο στους θεούς, για κάτι που δεν ήξερε ότι θα μπορέσει να εκτελέσει, αντί να δώσει μία φρόνιμη απάντηση και να ζητήσει από την όμορφη γυναίκα του υπομονή και πίστη, στα μέτρα των θνητών. Έτσι όπως κλείνει ο Σοφοκλής την τραγωδία Αντιγόνη, θα κλείσω και εγώ τούτο τον μύθο που σας διηγήθηκα:
Η φρόνηση στην ευτυχία είναι το πιο σημαντικό.
Πρέπει στους θεούς ασέβεια να μην δείχνουμε.
Πάντα τα μεγάλα λόγια των θνητών
με μεγάλες συμφορές θα πληρώνονται,
έτσι που στο πέρασμα του χρόνου
θα διδάσκουν την φρόνηση.
Ο μύθος έχει πολλές παραλλαγές. Για παράδειγμα η αυτοκτονία του παλικαριού, γίνεται με τον αδερφό του Δημοφώντα, τον Αδάμαντα και μάλιστα στην Κύπρο. Επιλογή δικιά μου είναι να τον διηγηθώ έτσι με αποσπάσματα των εκδοχών, αντί για ακαδημαϊκές στεγνές παρουσιάσεις των εκδοχών αυτών. Άλλωστε ο μύθος είναι κυρίως αυτό: Διήγηση.
Ιδιαιτέρως ευχαριστούμε το blog http://emmanouilpapas.blogspot.gr