Ελληνική γλώσσα – Μύθοι που καταρέουν

 Η επιστήμη που μελετά τη γλώσσα του ανθρώπου,λέγεται Γλωσσολογία. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα δεν αποτελούσε αυτοτελή επιστήμη, αλλά τα γλωσσικά ζητήματα αναφέρονταν μόνο στη φιλολογία.
Η γλωσσολογία μπορεί να χωριστεί σε τρεις μεγάλους κλάδους:
α) Τη γενική γλωσσολογία, η οποία εξετάζει τα φαινόμενα της ζωντανής προφορικής γλώσσας, τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους κάθε φαινόμενο λειτουργεί μέσα στη γλώσσα και τη συνάρτηση που έχουν τα γλωσσικά φαινόμενα με τις ψυχικές λειτουργίες,
β) την ιστορική γραμματική και γλωσσική ιστορία, που εξετάζουν τις αλλοιώσεις τις οποίες υφίστανται τα στοιχεία της γλώσσας με το πέρασμα του χρόνου,
γ) τη συγκριτική γλωσσολογία, η οποία εξετάζει το σύνολο των γλωσσών που υπάρχουν στη Γη, με τη μέθοδο της ταξινόμησης, κατάταξης σε ομάδες και αναγνώρισης των ομοιοτήτων και διαφορών που παρουσιάζουν.

Για τη μελέτη των γλωσσών και των μεταβολών τους κατά τη διάρκεια του χρόνου η γλωσσολογία χρησιμοποιεί διάφορα εργαλεία της φιλολογίας, όπως τη φωνητική, τη γραμματική, τη σημασιολογία κτλ.
Η σημασία της γλωσσολογικής επιστήμης είναι τεράστια. Εκτός από τη σαφή γνώση που προσφέρει, σχετικά με το τι είναι γλώσσα και πώς μεταβάλλεται με το πέρασμα των αιώνων, η γλωσσολογία πέτυχε την ανακάλυψη και την ανάγνωση γλωσσικών μνημείων που χρονολογούνται 5.000 χρόνια π.Χ. Έφερε έτσι στην αντίληψη των ανθρώπων ολόκληρους πολιτισμούς που είχαν ακμάσει σε προϊστορικά χρόνια.
Ιστορία της γλωσσολογίας Ή πρώτη γλωσσολογική έρευνα, που είχε τη μορφή της ετυμολογίας, παρατηρήθηκε ήδη από τον Όμηρο, ο οποίος στα έπη του προσπαθούσε να εξηγήσει με ετυμολογία τα ονόματα διάφορων ηρώων και θεών. Μετά τον Όμηρο και άλλοι συγγραφείς της αρχαιότητας έκαναν την ίδια προσπάθεια στο θέμα αυτό. Ωστόσο, η έρευνά τους δεν είχε επιτυχία, γιατί δεν ήξεραν ακόμα τους φωνητικούς κανόνες, χάρη στους οποίους θα πιστοποιούσαν αν η ετυμολογία ήταν σωστή ή όχι. Οι εξηγήσεις τους όμως ενείχαν τα πρώτα δείγματα της γλωσσολογικής εξέτασης των λέξεων.

Στην κλασική εποχή ο διάλογος του Πλάτωνα «Κρατύλος» εξετάζει ένα βασικό πρόβλημα της γλωσσικής επιστήμης, αν δηλαδή οι διάφορες λέξεις πλάστηκαν «φύσει ή νόμω». Βέβαια οι αρχαίοι Έλληνες δεν έφτασαν ποτέ την τελειότητα και τη βαθύτητα των Ινδών γλωσσολόγων, έγιναν όμως ιδρυτές των κυριότερων γλωσσολογικών όρων, που χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα. Οι Ρωμαίοι άρχισαν να ασχολούνται με τη γλώσσα τους μόλις τον 1ο π.Χ. αιώνα (Ουάρων, Φλάκκος, Κοϊντιλιανός, Πρισκιανός) και σε πλαίσιο τέλειας απομίμησης των ελληνικών παραδειγμάτων.

Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η ανάγνωση και η μελέτη της γραφής των χειρογράφων παλαιότερων εποχών, λέγεται Παλαιογραφία.
Η ύλη πάνω στην οποία βρίσκονται τα κείμενα που εξετάζονται από την παλαιογραφία, είναι κυρίως η περγαμηνή και το χαρτί. Ό,τι είναι γραμμένο σε πάπυρο εξετάζεται από μια ειδική επιστήμη, την παπυρολογία, ενώ οι επιγραφές πάνω σε σκληρή ύλη εξετάζονται από την επιγραφική. Η περγαμηνή είναι από δέρμα ζώου που δέχεται ειδική κατεργασία και χρησιμοποιούνταν από την αρχαιότητα ως το 13ο αιώνα. Το χαρτί εκτόπισε σταδιακά την περγαμηνή από τότε που καθιερώθηκε ως γραφική ύλη κατά το 13ο αι. και επικρατεί μέχρι σήμερα.
Ενώ κάθε γραπτή γλώσσα έχει και τη δική της παλαιογραφία, η ελληνική και η λατινική παλαιογραφία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έχουν μελετηθεί περισσότερο από κάθε άλλη γλώσσα.
Ελληνική παλαιογραφία. Εγκαινιάστηκε με το έργο του Βενεδικτίνου μοναχού Μπερνάρ ντε Μονφοκόν, «Palaeographia Graeca», που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1708. Ακολούθησαν έργα πολλών, κυρίως Γάλλων και Γερμανών, με τα οποία καθιερώθηκαν οι μέθοδοι μελέτης και τα προβλήματά της. Στην Ελλάδα η παλαιογραφία εκπροσωπήθηκε από ειδικούς, όπως οι Σ. Λάμπρος, Σ. Κουγέας, Α. Σιγάλας, Λ. Πολίτης κ.ά.Η ελληνική γραφή παρακολουθείται παλαιογραφικά από τον 4ο αι. π.Χ. Χρονολογικά πλαίσια, από τα οποία ορίζεται, είναι:
α) η εποχή των Πτολεμαίων
β) η ρωμαϊκή εποχή ως το Μ. Κωνσταντίνο
γ) η περίοδος από το Μ. Κωνσταντίνο ως το έτος 800 (καθιέρωση της μικρογράμματης γραφής)
δ) η περίοδος 800-1204
ε) η περίοδος από την εποχή των Παλαιολόγων ως την εφεύρεση της τυπογραφίας
στ) η περίοδος από την εφεύρεση της τυπογραφίας και εξής
Όσον αφορά τα είδη γραφής, διακρίνεται σε :
α) Καλλιγραφική ή των βιβλίων· μ’ αυτήν γράφονταν κυρίως τα βιβλία και είναι ιδιαίτερα επιμελημένη
β) Δημοτική, της καθημερινής χρήσης, με την οποία γράφονταν ιδιωτικά έγγραφα και επιστολές,
γ) Γραφή της επίσημης γραμματείας, δηλαδή των βασιλικών ή ανώτατων διοικητικών αρχών.
Σταθμός στην ιστορία της ελληνικής γραφής είναι ο 9ος αι. μ.Χ., γιατί τότε καθιερώνεται η μικρογράμματη γραφή. Όλα σχεδόν τα σωζόμενα βιβλία λογοτεχνικού περιεχομένου από τον 4ο αι. π. Χ. ως τις αρχές του 9ου αι. μ.Χ. γράφονται στη μεγαλογράμματη γραφή, η οποία προέρχεται από τη γραφή των αρχαίων επιγραφών. Η μικρογράμματη γραφή φαίνεται να προήλθε από τήν ανάγκη τής εκκλησίας νά πάψουν οί χριστιανοί νά χρησιμοποιούν τά Αρχαιοελλήνικά μεγαλοπρεπή γράμματα πού συναντούν στούς Ναούς τών Ελλήνων Θεών. Ή αλλαγή αυτή τών γραμμάτων φαίνεται ότι συστηματοποιήθηκε στα χρόνια αυτά και στη συνέχεια υιοθετήθηκε ως γραφή των βιβλίων. Από ενδείξεις φαίνεται πως το έργο αυτό έγινε στη μονή Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη, που ήταν ισχυρότατο πνευματικό κέντρο της πρωτεύουσας του Βυζαντίου κατά τον 9ο αιώνα. Η υιοθεσία βέβαια της μικρογράμματης γραφής δε σημαίνει κατάργηση της μεγαλογράμματης, η οποία επιζεί είτε στα αρχικά γράμματα είτε μέσα στο κείμενο και επηρεάζει ανάλογα τη μικρογράμματη. Πρέπει να σημειωθεί πως η σημερινή ελληνική γραφή προέρχεται ακριβώς από τη μικρογράμματη του 9ου αι., σε συνδυασμό με τα κεφαλαία της αρχαιότερης μεγαλογράμματης.
Άλλος σταθμός στην ελληνική παλαιογραφία είναι η ανακάλυψη και καθιέρωση της τυπογραφίας. Όταν ο Άλδος Μανούτιος τύπωσε τα πρώτα ελληνικά βιβλία στη Βενετία κατά το τέλος του 15ου αι., παρέλαβε τα σχήματα των γραμμάτων από τα χειρόγραφα της εποχής του, γι’ αυτό και η γραφή των βιβλίων αυτών είναι σχεδόν όμοια με των χειρογράφων. Ωστόσο, με το χέρι εξακολούθησαν να γράφονται πολλά έργα, ως και το 19ο αιώνα.

Κορυφαίοι Ξένοι Έλληνες Επιστήμονες έγραψαν γιά τήν Καταγωγή τού Αλφαβήτου

1. Α. Ζαρντέ στό «La Formation du peuple Grec», Παρίσιοι 1923 σελ 215 υποστηρίζει τήν Ελληνικότητα τού Αλφαβήτου.
2. ό Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ντυσσώ στό «Journal Asiatique» ,1,357,1905 υπεστήριξε πώς οί Φοίνικες έλαβον τό αλφάβητο από τούς Έλληνες : «Οί Βιωτοί ανέτρεψαν τό Α ώστε νά σχηματίζεται κεφαλή βοδιού(Βουγενής = Διόνυσος).
3. Ό Evans στό «scripta minoa Oxford» 1909 υποστηρίζει σαφέστατα ότι οί Κρήτες μετέφεραν τά γράμματα στήν Φοινίκη.
4. Πλούταρχος «Συμποσιακά» εξηγεί τό θέμα τού Αλφα, λέγοντας πώς είναι πρώτοι οί Βοιωτοί τό παρέστησαν καί όχι οί Φοίνικες.
5. Διόδωρος Σικελιώτης στό «Βιβλίον Ε΄74» λέγει : «Ταίς δέ Μούσαις δοθήναι παρά τού πατρός τήν τών γραμμάτων εύρεσιν καί τήν τών Επών σύνθεσιν τήν προσαγορευμένη ποιητικήν» – «τούς Φοίνικες ούκ εξαρχής ευρείν τά γράμματα, αλλά τούς τύπους τών γραμμάτων μεταθείναι μόνον, καί τή τε γραφή ταύτη τούς πλείστους τών ανθρώπων χρήσασθε καί διά τούτο τυχείν τής προειρημένης προσηγορίας».
6. Πολύβιος στά «Ιστορικά ΙΑ,4» λέγει : «Οίδού νόμος, ούκ έθος, ουλόγος ουχ έτερον ουδέν ήν κοινόν έκ φύσεως πρός αλλήλους (Φοινίκων καί Ελλήνων)».
7. Έρμαν Ντίλς Γερμανός Φιλόλογος στό «Προσωκρατικοί καί στό άρθρο Ορφεύς» αναφέρει:«οί Έλληνες όχι μόνο εγνώριζαν γραφή, αλλά έγραφαν τίς παρατηρήσεις καί τά διανοήματά των επί λεπτών σανίδων».
8. Αργοναυτικά «στίχος 44 καί 104» βλέπουμε ότι : «Ό Ορφέας εξελόχευσε τόν ιερό λόγο είς Αίγυπτο καί Λιβύη.
9. Πέρσον καθηγητής Ουψάλας 1951, κατέληξε στό συμπέρασμα ότι ή γραφή είναι Κρητικής Καταγωγής (Γραμμική Α΄).
10. Σούλτεν καθηγητής στό περί Νουμαντίας διαπίστωσε ότι ή γραφή ήταν έν χρήσει στήν Κρήτη από τό 2000πχ.
11. Βεντρις καί Τσάντγουικ (γλωσσολόγοι) αποκάλυψαν τήν Ελληνικότητα τής Γραμμικής Β΄
12. Ό Χουρμουσιάδης αρχαιολόγος τό 1994 έφερε στό φώς ξύλινη πινακίδα με χαραγμένα γράμματα τού 5260 πΧ (Καθημερινή 15\2\94).
13. Ό Καβαδίας (Ακαδημαϊκός) στο έργο του «Προϊστορική Αρχαϊολογία» αναφέρει πώς τό αλφάβητον είναι Ελληνικό.
14. Τό ίδιο λέγει καί ο Αρβανιτόπουλος στό έργο του «Επιγραφική».
15. Ό ΣΠ. Μαρινάτος Καθηγητής Πανεπιστημίου στό έργο του «Αρχαϊος Κρητικός πολιτισμός» λέγει επίσης πώς τό αλφάβητον είναι Ελληνικό.
16. Ό Παπαγιανόπουλος Καθηγητής Επιγραφολογίας 1939 έργο «Ό Μέγας Αλέξανδρος καί ό Παγκόσμιος Ελληνισμός» Ελληνικές εκδ, Δαρέμα σελ 146 υπεστήριξε πώς τό αλφάβητον κακώς πιστεύεται πώς είναι Φοινικικό.
17. Ό Θεόδωρος Μπίρτ Γερμανός καθηγητής Ιστορίας στό έργο του «ό Μέγας Αλέξανδρος» βεβαιώνει γιά τήν Ελληνικότητα τού Αλφαβήτου.
18. Ό «Τσίλμερτ Μάρεϊ» Άγγλος Ιστορικός καί φιλόλογος αναφέρει πώς οί Έλληνες γνώριζαν πρώτοι γραφή.
19. Ο Γερμανός Schneider στό «Der Kretische Ursprung des Phonizichen Alphabets» αναφέρει πώς Κρητικό είναι τό Αλφάβητον.
20. Θεόφιλος Βauger ό σημαντικότερος γλωσσολόγος τής Ευρώπης θεωρεί τούς Έλληνες ώς δημιουργούς τού αλφαβήτου λέγοντας τά εξής : «Άτοπον γάρ τόν θεμέλιον τής Ελληνικής διαλέκτου, βάρβαρων εύρημα λέγειν»-«Γραμματικού Χοιροβοσκού, Προλεγόμενα, p340»
21. Ό Βίκο υποστηρίζει πώς είναι φληναφήματα τά περί τού αρχεγόνου Εβραϊκού αλφαβήτου καί ότι φυσικά τά γράμματα εδόθησαν από τούς Έλληνες στούς Εβραίους καί όχι αντίστροφα (Ουμπέρτο Έκο: «ή αναζήτηση τής Τέλειας Γλώσσας»).
22. Τό Γαλλικό περιοδικό L’ EXPRESS INTERNATIONAL τ,2611, 19/8/2001 λέγει: «Ή ΕΛΛΑΣ τής οφείλουμε τά πάντα, Αλφάβητον, Δίκαιον, Δημοκρατία, Θέατρον, Αθλητισμόν, Φιλοσοφία, Μαθηματικά, Ιατρική, Ηθική, Αστρονομία, Τέχνη…»
23. Όλιβερ Ταπλιν καθ. Οξφόρδης , Οί Έλληνες εδραίωσαν τόν αλφαβητισμόν στήν καρδιά τού δυτικού πολιτισμού, γιαυτό καί ή λέξης έιναι Ελληνική από τά πρώτα δύο Ελληνικά γράμματα.
24. Χένρυ Μίλλερ (εκδ.Πλείας) λέγει : «ή Κνωσός κληροδότησε στόν κόσμο τήν πιό μεγαλοπρεπή κληρονομιά πού γνώρισε ό άνθρωπος τό αλφάβητον. Ή Κνωσσός υπήρξε κοσμική μέ τό αληθές νόημα τής λέξεως. Ό πολιτισμός πού αντιπροσωπεύει διαλύθηκε 1500 χρόνια πρίν έλθη στή γή ό Σωτήρας, αφού κληροδότησε σέ ολόκληρο τόν Δυτικό κόσμο τό Αλφάβητο».
25. New Webster Dictionary of English Language edition Grolier, New York , τό αλφάβητον είναι Ελληνικό
26. Διονύσιος Ζακυθηνός, τό αλφάβητον είναι Ελληνικό
27. Χάρης Λαμπίδης, τό αλφάβητον είναι Ελληνικόν
28. Πώλ Φώρ στό «ή καθημερινή ζωή στήν Κρήτη τήν Μινωϊκή εποχή» Εκδ Ωκεανίς Αθήναι 1976 λέγει : « Τό Αλφάβητον είναι Κρητικής προελεύσεως».
29. Reinach στό «Les Celtes dans les valees du-po-et-du-Danube» λέγει πώς Μυκηναϊκό είναι τό Αλφάβητον.
30. Burrews «The discoveries in Crete» Ό Έλλην ήτο ό Φοίνικας.
31. HUMEZ «Alpa to Omega» ψεύται οί Φοινικισταί
32. LODS « Πρό χριστιανική εποχή, Ελληνικές εκδ, Δίβρις σελ 109» Έλληνες δίδαξαν τό Αλφάνητον στούς Φοίνικες
33. Dussaud « Les Civilisations prehelleniques dans le basin de la mere gee» Οί Έλληνες έδωσαν τό αλφάβητον στούς Φοίνικες.
34. Ουϊλ Ντυράν «Ιστορία τού πολιτισμού» Ελλ.Εκδ Αθήναι 1965 τόμος Α. Τό αλφάβητον λέγει ό Ντυράν είναι Ελληνικόν.
35. Κάρολος Μπαίρλιτς «Μυστήρια από ξεχασμένους κόσμους» Ελλ,Εκδ, Ράπτης, σελ 253. Ελληνικόν τό Αλφάβητον.
36. Ανδρέας Παπαγιαννόπουλος αρχαιολόγος-επιγραφολόγος, τό αλφάβητον λέγει είναι Ελληνικόν.
37. Mario Pei Καθηγητής γλωσσολογίας στό Columbia University USA «Funk and Wagnalis New Encyclopedia» 1972 τόμος 13 σελ 451. Τό αλφάβητον ήτο Ελληνικό.
38. De Saussure «Course in general linguistuics» page 39, Ελληνικόν είναι τό Αλφάβητον.
39. Αρβανιτόπουλος (1874-1938) εκδόσεις Εστία Αθήναι 1937 τόμος 1. Ελληνικόν τό Αλφάβητον.
40. Γεώργιος Σμίθ καί Μαυρίκιος Σμίτ 1872 καί 1876 επίσης συμφωνούν μέ τήν Ελληνική προέλευση τού Αλφαβήτου.
41. Εφημερίς Βραδυνή 27\3\87 γραφή από τό 8000 πχ
42. Εφημερίς Ακρόπολις 17\1\87 ό ΕΟΤ καταστρέφει αρχαιολογικά ευρήματα, εγχάρακτων παραστάσεων.
43. Εφημερίς Μεσημβρινή 25\11\86 περί Ελληνικού Αλφαβήτου.
44. Κωνσταντίνος Τσάτσος Καθηγητής Πανεπιστημίου, Φιλόσοφος, Νομικός, Ποιητής. Τό Αλφάβητον είναι Ελληνικόν.
45. Καθηγητής Στασινόπουλος, τό Αλφάβητον είναι Ελληνικόν.
46. ΙΛΙΑΣ 168 « Βασιλεύς Προίτος απέστειλε είς τόν πενθερόν του επιστολήν (σήματα Κάδμου).
47. Ευριπίδης (Αποσπ.578) Παλαμήδης,Επίχαρμος καί Σιμωνίδης εποίησαν τό Αλφάβητον.
48. Γκεοργήεφ Βούλγαρος Ακαδημαϊκός συμφωνεί μέ τήν Ελληνική καταγωγή τού Αλφαβήτου.
49. Ζακλίν ντε Ρομιγί: Η επιφανέστερη ελληνίστρια, αγωνίζεται για τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών κειμένων και για την ευτυχία που μπορούν να προσφέρουν στην Ευρώπη, όπως η ίδια βεβαιώνει. Μετέχουσα στην εκστρατεία «ένα δένδρο για την Ελλάδα», με στόχο την αναδάσωση των καμένων του Αυγούστου, δηλώνει στον «Ελεύθερο Τύπο» των Αθηνών: «Πρόκειται ακριβώς για αλληλεγγύη! Για όσα ο πολιτισμός χρωστάει στην Ελλάδα. Ο ελληνικός πολιτισμός είναι σημείο αναχώρησης όλων των πολιτισμών του κόσμου»…
50. Ενριέτα Βαλτέρ, Γαλλίδα Γλωσσολόγος « Είς τήν γλώσσα όλοι είμαστε Έλληνες».
51. ό Ηρόδοτος «σύν τώ χρόνω μεταβάλλοντας τήν γλώσσα, μετέβαλλον καί τόν ρυθμό τών γραμμάτων».
52. Ό ιστορικός Δούρις απέδιδε τα γράμματα στόν Φοίνικα, παιδαγωγό τού Αχιλλέως.
53. Ό M.Minoide στήν πραγματεία του «Καλλιόπη» γράφει: «ό Πίνδαρος έχει τήν γνώμη πώς τά γράμματα εφευρέθησαν από έναν Αθηναίο ονόματι Στοίχος.
54. S.G. Rembroke στό έργο τού (The legacy of Greece, oxford university press 1994) λέγει : «Στούς φοίνικες εδίδετο ρόλος ενδιαμέσων πού ξέφευγε από οποιαδήποτε πληροφορία τής Ιστορίας. Ένας ρόλος δηλαδή μεταφορέα τής σοφίας καί τού πολιτισμού τού «περιουσίου λαού πρός τούς απολίτιστους καί δή στούς Έλληνες».
55. Ό Δαμιανός Στρουμπούλης στήν μελέτη τού ( Γέννηση καί ερμηνεία τής Ελληνικής Γραφής, Αθήναι 1987) γράφει χαρακτηριστικά : «από παιδιά διδασκόμαστε ότι οί Έλληνες δανείστηκαν τήν γραφή από τούς Φοίνικες. Πώς όμως οί Έλληνες ένας λαός τόσο εκφραστικός, πρωτότυπος, εικονολάτρης, πολυμήχανος, είναι δυνατός νά αποτύπωσε τόν προφορικό του λόγο μέ δανεικά σχήματα, ξένα πρός τόν δικό του ψυχικό κόσμο, τίς δικές του εκδηλώσεις καί φυσικά εντελώς μηχανικά».
56. Σουίδας στό λήμμα -Σαμίων δήμος- θεωρεί πώς τά γράμματα επινοήθησαν στήν Σάμο καί οί Αθηναίοι τά μετέφεραν στήν ανατολή.
57. «τινές δέ φασί τούς χαρακτήρας τών στοιχείων τούς παρ’ημίν από Ερμού έν φοίνικος φύλλω γεγραμμένους καταπεμφθήναι τοίς ανθρώποις».
58. Ό Αριστείδης ό Ρήτωρ, ό έξ’Ανδριουπόλεως τής Μικράς Ασίας καταγόμενος τόν 2αί.μχ γράφει: «πάσαι γάρ πόλεις καί πάντα τών ανθρώπων τά γένη πρός ημάς καί πρός τήν ημετέραν δίαιταν καί φωνήν απέκλινε…Ηρακλέους στήλαι…Λιβύης…Βοσπόρω…Συρίας.. Κιλικίας, αλλά πάσαν τήν γήν…καί δί’ημών ομοφώνος γέγονε πάσα ή οικουμένη».
59. Ό Γουίλ Ντυράν(1885-1981) φιλόσοφος, ιστορικός καί καθηγητής τού Πανεπιστημίου Κολούμπια, γράφει: «τό αλφάβητον μάς ήλθε στήν δύση διά τής Κύμης». Τί άλλο πρέπει νά βρούμε γιά νά πείσουμε, όχι τούς Αμερικανούς ή Πακιστανούς ότι τό Αλφάβητον είναι δικό των, αλλά τούς Έλληνες πού τό ομιλούν, ότι τό Αλφάβητον είναι δικό των. Τό 480 ό Θεμιστοκλής ενίκησε τούς Φοίνικες στήν Σαλαμίνα, ό Κίμων τούς ενίκησε τό 466 στόν Ευρυμέδοντα καί ό Αναξικράτης τούς ενίκησε τό 449 στήν Κύπρο .

Ο Έλλην είναι ό πρώτος πού ανέπτυξε σύστημα γραφής διά νά επικοινωνεί καί νά εκφράζει τίς σκέψεις του, τίς εικόνες του, τίς ιδέες του κτλ. Ή προβολή υποθετικών, ατεκμηρίωτων, αντιεπιστημονικών θεωριών συνοδεύεται καί ολοκληρώνεται από τήν μονόπλευρη καί απολυταρχικά διατυπωμένη άποψιν περί καταγωγής τού Ελληνικού αλφαβήτου από τά Φοινικικά γράμματα, τό Φοινικικόν αλφάβητον, πού στήν ουσία ήταν συλλαβάριον καί ουδέποτε αλφάβητον. Τό μόνο επιχείρημα τών Φοινικιστών είναι τά λόγια τού Ηροδότου: «οί δέ Φοίνικες εισήγαγον διδασκαλία είς τούς Έλληνας καί δή καί γράμματα ούκ εόντα πρίν Έλλησι, ώς εμοί δοκέει». Μέ τήν τελευταία φράση ό ίδιος ό Ηρόδοτος διατυπώνει μία επιφύλαξι. Τό ρήμα δοκώ σημαίνει νομίζω, υποθέτω. Επίσης ό Ηρόδοτος γράφει εισήγαγον γράμματα καί όχι είσήγαγον τά γράμματα. Εκφράζεται αορίστως καί λέγει γιά τούς Φοίνικες : «σύν τώ χρόνω μεταβάλλοντας τήν γλώσσα, μετέβαλλον καί τόν ρυθμό τών γραμμάτων». Μαθαίνοντας Ελληνικά δηλαδή οί Φοίνικες, μετέβαλλον τήν γλώσσα. Ό Σικελιώτης στό Ε74 ορίζει: «Ταίς δέ Μούσαις δοθήναι παρά τού πατρός τήν εύρεσιν τών γραμμάτων»- καί όχι εύρεσιν γραμμάτων γενικά καί αόριστα. Καί διευκρινίζει ότι ακόμα καί τά λεγόμενα Φοινικικά γράμματα δέν ήταν εφεύρεσις τών Φοινίκων, αλλά διασκευή τών Ελληνικών γραμμάτων: «Φασί τούς Φοίνικας ούκ έξ αρχής ευρείν, αλλά τούς τύπους τών γραμμάτων μεταθείναι μόνον». Ιδρυτής τής Φοινίκης υπήρξε ό Αγήνωρ πατήρ τού Φοίνικος ,τού Κάδνου καί τής Ευρώπης. Ή λέξη Φοίνιξ είναι Ελληνικότατη καί σημαίνει πορφυρός, ερυθρός, μέ ρίζα έκ τού φόνου-φοίνιος-φονικός.
Οί Πελεσέθ (οί Κρήτες πού ονομάσθησαν κατόπιν Φιλισταίοι) όταν εγκαταστάθησαν είς τά παράλια τής νύν Παλαιστίνης, έφεραν μαζί των καί τήν γραφή, τήν οποία εγνώρισαν καί εμιμήθησαν οί μάζες νομάδων, οί οποίοι αφού εγκαταστάθησαν εκεί, εσφετερίσθησαν τό όνομα διά ιστορική καταξίωση. Όπως άλλωστε επέτυχαν οί Σκοπιανοί μέ τό όνομα Μακεδονία. Άλλωστε τό όνομα Φοίνικας είναι γνωστό είς τούς Έλληνες. Ό Δάρης ιερέας τού Ηφαίστου έν Τρωάδι, έγραψε επί φύλλων φοίνικος Ιλιάδα αρχαιοτέρα τής τού Ομήρου, τήν οποία ό Αιλιανός λέγει ότι είδε. Ό ιστορικός Δούρις απέδιδε τά γράμματα στόν Φοίνικα, παιδαγωγό τού Αχιλλέως. Οί Φοίνικες πού μάς λέγουν ότι βρήκαν τά γράμματα, στήν πραγματικότητα αυτό πού είχαν ήταν συλλαβάριο. Δέν είχαν φωνήεντα, δέν εχάραξαν ξύλινες πλάκες ή πήλινες πινακίδες, ούτε βότσαλα, ούτε μάρμαρα. Παραμένει αδιευκρίνηστο τί ακριβώς έγραψαν οί Φοίνικες. Ένα όμως είναι βέβαιο μέχρι σήμερα: δέν έγραψαν τίποτε. Ό M.Minoide στήν πραγματεία του «Καλλιόπη» γράφει: «ό Πίνδαρος έχει τήν γνώμη πώς τά γράμματα εφευρέθησαν από έναν Αθηναίο ονόματι Στοίχος. Ό Ιώσηπος προσπάθησε νάγνώμη πώς τά γράμματα εφευρέθησαν από έναν Αθηναίο ονόματι Στοίχος. Ό Ιώσηπος προσπάθησε νά αποδείξη πώς οί Φοίνικες καί οί Ιουδαίοι ήσαν ίδιας καταγωγής (μήπως επειδή ήταν καί αυτός Ιουδαίος), αλλά δέν έπεισε, διότι μεγαλοποίησε υπερβολικά τά εβραϊκά συμβάντα μέ σκοπό νά παρουσιάση αυτόν τόν λαό ώς τόν αρχαιότερο πολιτισμένο. Ή Ουγκαρίτ, αρχαία πόλη, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται κοντά στην πόλη της Λατάκιας (βόρεια Συρία) και ανακαλύφθηκαν το 1928. Η ακμή της πόλης τοποθετείται στο διάστημα από το 15ο μέχρι το 12ο αι. π.Χ. Σήμερα η περιοχή λέγεται Ρας Σάμρα. Η γνώση της ιστορίας της πόλης βασίζεται στα αρχαιολογικά ευρήματα των ανασκαφών που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή, από το Γάλλο αρχαιολόγο του πανεπιστημίου του Στρασβούργου Κλοντ Σέφερ. Σε πινακίδες από άργιλο καταγράφονται σημαντικά γεγονότα της ιστορίας της πόλης. Φαίνεται πως η Ουγκαρίτ ήταν φόρου υποτελής στην Αίγυπτο αρχικά, και κατόπιν στους Χεταίους, ενώ οι εμπορικές συναλλαγές της με τους Έλληνες της Κύπρου και της Κρήτης ήταν σημαντικές, όπως αποδεικνύεται από την πλούσια αγγειοπλαστική που βρέθηκε στις ανασκαφές. Οί Γραμμένες σε σφηνοειδή γραφή πινακίδες πού εβρέθησαν χρησιμοποιούν τέσσερις γλώσσες, απόδειξη ότι η πόλη ήταν κοσμοπολίτικο κέντρο, στο οποίο συνέρρεαν Ακκάδιοι, Χεταίοι, Έλληνες από Κρήτη, Μυκήνες. Θεσσαλία και Κύπρο.Εκτός από τις τέσσερις γλώσσες στην Ουγκαρίτ χρησιμοποιούνταν εφτά διαφορετικά είδη γραφής. Αυτό λοιπόν τό παραμύθι τόν φοινίκον μάς δίδουν νά φάμε σήμερα. Ένα εμπορικό κέντρο όπου μαζεύονταν όλοι οί πολιτισμένοι λαοί, πάει νά γίνει τό δημιούργημα όλου τού πολιτισμένου λαού. Δέν εφυήρε ή Ελβετία τό χρήμα επειδή σήμερα όλο τό χρήμα πηγαίνει εκεί, αλλά ούτε ή φοινίκη εφυήρε κανένα αλφάβητον επειδή εκεί επήγαινον Έλληνες, Αιγύπτιοι καί Ασιάτες. Οί Φοίνικες εκεί χρησιμοποίησαν μία σφηνοειδούς τύπου γραφή μέ 30 σημεία, πού ήτο κοινά σέ κάποιες γλώσσες ώστε νά επικοινωνούν μέ όλους σχεδόν τούς επισκέπτες. Οί Εκεί κάτοικοι επίστευαν στόν Βαάλ καί Νταγκόν, αλλά επειδή κάποια γεγονότα στήν περιοχή μοιάζουν νά επιβεβαιώνουν τά συμφέροντα ώς πρός τήν παλαιά διαθήκη (Περί Απατεώνα Ηλία κ.α.), ή θεωρία τών Φοινίκων βόλεψε τούς Εβραίους πού τήν προώθησαν καί δέν αφήνουν κανέναν σοβαρό επιστήμονα νά τήν αγγίξει.Η δεύτερη ουγκαριτική γραφή είχε 22 συμφωνογράμματα με τα οποία αποδίδονταν μόνο τα 22 σύμφωνα της γλώσσας κι έτσι η δεύτερη γραφή μπορεί να θεωρηθεί συμφωνητάριο. Αλλά πού είναι τό Αλφάβητον ;

Ή μικρόζωη αυτή θεωρία περί Φοινίκων, καθιερώθηκε στήν Ευρώπη σέ μία εποχή πού όπως γράφει ό Άγγλος κλασσικός S.G. Rembroke στό έργο τού (The legacy of Greece, oxford university press 1994) λέγει : «Στούς φοίνικες εδίδετο ρόλος ενδιαμέσων πού ξέφευγε από οποιαδήποτε πληροφορία τής Ιστορίας. Ένας ρόλος δηλαδή μεταφορέα τής σοφίας καί τού πολιτισμού τού «περιουσίου λαού πρός τούς απολίτιστους καί δή στούς Έλληνες». Περί τά τέλη τού Μεσαίωνα, οπότε θρησκευτικός φανατισμός καί ό σκοταδισμός είχαν φθάσει σέ τέτοιο σημείο, ώστε νά θέλουν τήν κόρη τού Αγαμέμνονος Ιφιγένεια ώς κόρη τού Ιέφθα, τόν Δευκαλίωνα ώς Νώε, τόν Ορφέα ώς Μωησή ή σέ διαστροφές τούς Τειρεσία, τόν Φαέθωνα ώς Σατανά κτλ. Από το 1599 όμως με την επίσκεψη Άγγλων ιεραποστόλων στις Ινδίες, όπου σημειώθηκε μια μετακίνηση του γλωσσικού ενδιαφέροντος, από την εθνική γραμματική προς τη συγκριτική εξέταση των γλωσσών. Η ανάγκη που παρουσιάστηκε στους ιεραποστόλους να αποδείξουν ότι ή Ευρωπαϊκή γλώσσα (δηλαδή ή Ελληνική) πρέπει ντέ καί καλά νά προήλθε από κάποια Ασιατική, ώστε νά μάς οδηγήσουν στήν παλαιά διαθήκη καί νά ευχαριστούμε τούς καλούς εβραίους πού μάς έδωσαν γλώσσα νά μιλάμε καί έναν καλό εβραίο θεούλη νά πιστεύουμε.Οι ανακοινώσεις για τις ομοιότητες τών γλωσσών δημιούργησαν ένα κλίμα ενδιαφέροντος σε πολλούς Ευρωπαίους σοφούς, που, με τα ταξίδια, τις μελέτες τους, καί τά λεφτά πού έρχονταν από πλούσιους εβραίους, διαπίστωσαν ότι υπάρχουν πολλές αντιστοιχίες ανάμεσα σε λέξεις ευρωπαϊκών γλωσσών και της ινδικής. Πού κατόπιν θά γίνει Φοινικική Το 1798 εκδόθηκε στην Πάδοβα το σύγγραμμα του Ιταλού ιεραποστόλου Paulinus a Sauto Bartolomeo «Για την αρχαιότητα και τη συγγένεια των γλωσσών ζενδικής (δηλαδή αρχαίας περσικής), σανσκριτικής (δηλαδή αρχαίας ινδικής) και γερμανικής», το οποίο προκάλεσε τεράστια εντύπωση. Τό ότι ένας καλόγερος θά κρίνει τόν Όμηρο αυτό δέν προκαλεί καμία εντύπωση. Από τότε η συγκριτική έρευνα συνεχίστηκε από πολλούς. Ιδρυτής της γλωσσολογίας θεωρείται ο Φραντς Μποπ, ο οποίος το 1816 εφυήρε την κοινή καταγωγή των κυριότερων ευρωπαϊκών γλωσσών και της ινδικής, αρμενικής, περσικής κτλ. Ποιά είναι όμως ή κοινή καταγωγή ;
Ή Πόλις τής Βηρυτού ή Βηρυττού, πήρε τό όνομά της από τήν Βερόη κόρη τού Αδώνιδος καί τής Αφροδίτης. Ή Δαμασκός ή σημερινή πρωτεύουσα τής Συρίας πήρε τό ονμά της από τόν Δαμασκό υιό τού Ερμού καί τής Αλιμήδης, από τήν Αρκαδία (Στ.Βυζάντιος). Πανάρχαια Ελληνική αποικία υπήρξε ή Σιδών. Στούς δέ Τρωικούς χρόνους ό ίδιος ό Μενέλαος τήν είχε επισκεφτει καί ό Βασιλέας αυτής Φαίδιμος τού εδώρησε πολύτιμον κρατήρα. Αυτό τό ομολογεί ό ίδιος ό Μενέλαος στόν Τηλέμαχο στόν οποίον εχάρισε τόν κρατήρα αυτόν (δ,615-619). Ό Τεύκρος αδελφός τού Αίαντος ήλθε είς τήν Σιδώνα καί αφού έλαβε βοήθεια από τόν Βασιλέα Βήλο, εκυρίευσε τήν Κύπρο καί έκτισε τήν Σαλαμίνα. Επίσης ό Βασιλέας τής Σιδώνας Φάλις συμβουλεύει τόν Σαρπηδόνα νά μήν συμμαχήση μέ τούς Τρώες αλλά μέ τούς Αχαιούς. Ό Ευσέβιος ό Καισαρείας αποδίδει τήν ίδρυση τής πόλεως στόν Ίλο, αρχηγό τών Ελοίμ (τών Θεών), τόν αντίστοιχο Κρόνο τών Ελλήνων. Ή Γάζα έχει τό όνομά της απο τόν Άζονα υιό Ηρακλέους. Μεταξύ 1150-1050 οί Κρήτες εγκαθίστανται στήν Παλαιστίνη. Ό Μπρατσιώτης φρονεί ότι ό Θεός Δαγών ήταν κράμα Χαναναίων καί Κρητικής Θεότητος. Παρά τήν Βηθλεέμ ευρέθη ή Μητρόπολις τών Φιλισταίων. Τά έν τοίς τάφοις Φιλισταίων ευρεθέντα χαλκά, αργυρά καί πήλινα αντικείμενα, καταδεικνύουν τήν Μυκηναϊκή τέχνη. Ή ύπαρξη Κρητών στήν Παλαιστίνη μνημονεύεται καί από τήν Παλαιά διαθήκη : Σοφονίας Β΄4-6 – Ιωήλ κεφ Γ, 6 – Ησαϊας κεφ θ΄, 12 – Ιεζεκιήλ κεφ ΚΕ΄, 16. Ακόμα χειρότερα γιά τούς εβραίους, στήν Γένεσι κεφ ΚΓ΄3-4 δηλώνεται πώς ό Αβραάμ πού έχει έρθει επικεφαλής τών εβραίων, δηλοί ότι είναι ξένος στήν Παλαιστίνη1100πχ. Ό Καθηγητής Κούμαρης στό έργο «Λαοί τής Ανατολής» αναφέρει πώς οί Χετταίοι ήσαν παλαιός Ασιατικός λαός, προελεύσεως Αιγαιατικής. Οί Χετταίοι δέν ανήκουν σέ σημιτικούς λαούς. Ενθυμίζουν Ευρωπαϊκή μορφολογίαν καί κυριως Μεσογειακή. Ό Ιωάννης Πασάς τούς εμφανίζει στήν Μ Ασία κατά τό 2000 π.Χ προερχόμενοι από τήν Θράκη. Ώς πρός τού Φοίνικες, τό όνομα Φοίνιξ κατήγετο από τήν γενεά τού Ινάχου, πανάρχαιου Βασιλέα τού Άργους. Τελικά όχι μόνο δέν βρήκαν κάποιο Αλφάβητο οί Φοίνικες, αλλά ακόμα καί ή πόλιν των ιδρύθηκε από Έλληνες.
Συγγραφείς θεωρούν τήν ονομασία φοινίκεια γράμματα, έκ τού κόκκινου χρώματος μέ τό οποίο έγραφαν τότε. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι ή ονομασία προέρχεται από τά φύλλα φοίνικος όπου έγραφαν. Μετά πάντως τόν κατακλυσμό τού Δευκαλίωνος, ουδείς εφύλαξε τά γράμματα είς τήν μνήμην, πλήν τών Πελασγών, τών άφ’Ελλάδος είς βαρβάρους πλανηθέντων. Άλλοι γραμματικοί τά γράμματα τά ονομάζουν ευκρινώς Πελασγικά. Άλλοι λένε πώς είναι Κρητικά τά γράμματα, άλλοι πώς είναι έκ τού παιδαγωγού τού Αχιλλέως, Φοίνικα, αλλά υπάρχουν καί άλλοι πού λέγουν πώς τά γράμματα τά έφερε ό Ερμής, χαραγμένα σέ φύλλα φοίνικος «τινές δέ φασί τούς χαρακτήρας τών στοιχείων τούς παρ’ημίν από Ερμού έν φοίνικος φύλλω γεγραμμένους καταπεμφθήναι τοίς ανθρώποις». Άλλοι πάλι συγγραφείς λέγουν πώς ό Σίσυφος βρήκε τά γράμματα. Ό Ευριπίδης καί ό Στησίχορος επιμένουν στόν Παλαμήδη, ενώ ό Σουίδας στό λήμμα -Σαμίων δήμος- θεωρεί πώς τά γράμματα επινοήθησαν στήν Σάμο καί οί Αθηναίοι τά μετέφεραν στήν ανατολή. Ή επιγραφή τής Πάφου σέ μία κρήνη, ή επιγραφή σέ αγγείο τών Δελφών «Αμφιτρύων μ’ανέθηκε λαβών από τηλεβοάων», ή μαρτυρία τού Ομήρου όταν αναφέρεται στόν Βελλερεφόντη «γράψας έν πίνακι πτυκτώ θυμοφθόρα πολλά», τά έργα τού Ορφέως, ή μαρτυρία τού Διονυσίου, μαθητή τού Αριστάρχου καί πολλά άλλα συνηγορούν στό ότι οί Έλληνες έγραφαν πολύ πρίν τόν Τρωικό πόλεμο, καί πολύ πρίν φυσικά εμφανισθούν στόν κόσμο οί Φοίνικες. Στήν αρχή οί Έλληνες είχαν 16γράμματα: Α,Β,Γ,Δ,Ε,Ι,Κ,Λ,Μ,Ν,Ο,Π,Ρ,Σ,Τ,Υ. Ό Σιμωνίδης πρόσθεσε τά Η,Ω,Ξ,Ψ καί ό Παλαμήδης πρίν από αυτόν είχε επινοήσει τά Θ,Φ,Χ,Ζ. Άν αυτό τελικά ήταν αλήθεια, ό Όμηρος τά εγνώριζε. Μερικοί αποδίδουν τήν εύρεση τών Θ,Φ,Χ,Ζ στόν Επίχαρμο τών Συρακουσών, πού υπήρξε σύγχρονος τού Κάδμου. «Φοινίκεια τά γράμματα ελέγοντο, ώς φήσιν..Ετεωνεύς καί Μένανδρος, ό ιστορικός, επειδή έν πετάλοις φοινικικοίς εγράφοντο, ή όπερ κρείττον εστίν ειπείν, ότι φοινίσσεται υπ’αυτών ό νούς, ήτοι λαμπρύνεται» (Bekker Anecd). Ή Ελληνική γλώσσα άλλωστε παρουσιάζει κανονική εξέλιξη :
1. Πρώιμο στάδιο Εικογραφικό
2. Ιερογλυφικό
3. Συλλαβογραφικό
4. Φθογγογραφικό.

Η σφηνοειδής γραφή στο Μπεχιστούν της δυτικής Ινδίας δέν οδήγησαν ποτέ στό μεγαλείο τών Ελληνικών γραφών καί τούς Ομήρου.
Τό Κυπριακό καί ή Γραμμική γραφή Β έχουν ήδη αποκρυπτογραφηθή καί εκφράζουν ολοκάθαρα τήν Ελληνική αδιάσπαστη γλώσσα. Ή Γραμμική Β αποτελεί εξέλιξη τής Γραμμικής Α(Τσικριτσής Γραμμική Β εκδ.Βικελαίας, ακόμα καί τό National Geographic συμφωνεί μέ τήν εξέλιξι αυτή εκδ.Ελλ.τ.6,1999) καί αποκρυπτογραφήθηκε από τούς Βέντρις καί Τσάντγουϊκ τό 1952. Τίς σχετικές πινακίδες βρήκε ό Evans τό 1900 στήν Κρήτη, αλλά καί αλλού όπως Κυκλάδες Επτάννησα, Στερεά Ελλάδα καί Πελοπόννησο.

Τό σημαντικώτερο Ελληνικό ιερογλυφικό είναι ό δίσκος τής Φαιστού, ό οποίος δέν είναι χαραγμένος αλλά παρουσιάζει αποτυπώματα από μικρές σφραγίδες καί θεωρείται τό πρώτο βήμα στήν τυπογραφία.

Πλάκες χαραγμένες έχουν βρεθή είς τό Αρκαλοχώρι τής Κρήτης. Ό Evans έξ’αρχής υποστηρίζει : «πώς ή Γραμμική Β καί τά συλλαβογράμματα εκφράζουν τήν Ελληνική γλώσσα. Λέγει πώς οί Φοίνικες παρέλαβαν τήν γραφή από τούς Κρήτες, οί οποίοι κατά τόν 13ον πχ αιώνα αποίκησαν τίς ακτές τής Παλαιστίνης ώς Φιλισταίοι». Περίπου τήν ίδια εποχή ό Ρενέ Ντυσσώ διατύπωσε τήν άποψι: «οί Φοίνικες είχον παραλάβει πρωιμώτατα τό αλφάβητον, παρά τών Ελλήνων, οίτινες είχον διαμορφώσει τούτο έκ τής Κρητομυκηναϊκής γραφής». Στήν ουσία οί Φοίνικες παρέλαβαν συλλαβάριο καί γιαυτόν τόν λόγο ποτέ δέν ανέπτυξαν αλφάβητο. Όπως τό πήραν έτσι καί παρέμεινε. Δηλαδή μέ τήν λέξη ΔΔΜΣ οί Φοίνικες καταλάβαιναν Διδυμαίος, Δαβίδ κ.ο.κ. Αντιθέτως ή Ελληνική φυσιολογική εξέλιξις κατέληξε στό σημερινό σύστημα γραφής, τό πρώτο καί μοναδικό δηλαδή αλφαβητάριο στήν παγκόσμια Ιστορία. Σπουδαίο στοιχείο πού έφερε ό Βέντρις ήταν τά δωρικά στοιχεία πού είχε Γραμμική Β, τοποθετώντας χρονικά τούς Δωριείς μετά τούς Μυκηναίους, δίδοντας άλλο ένα «χαστούκι» στίς ινδοευρωπαϊκές θεωρίες καί στίς καθόδους τών Δωριέων, ή τών Απάτσι, ή τών Ζουλού καί άλλων «Ελλήνων»πού μπορεί νά ήρθαν περί τό 1200 π.Χ.
Ανέκαθεν λοιπόν οί Δωριείς ήσαν στήν Πελοπόννησο καί γιαυτό κανένας ιστορικός δέν γράφει γιαυτούς. Ή μόνη κάθοδος πού γράφουν οί αρχαίοι συγγραφείς, είναι ή κάθοδος τών Ηρακλειδών καί εξιστορούν μέ αυτό, τήν επάνοδο τών εκδιωχθέντων έκ τής Πελοποννήσου απογόνων τού Ηρακλέους, είς τήν προγονικήν καί δωρικήν έκπαλαι Πελοπόννησον (Αριστοτέλης, Στράβων, Έφορος, Διόδωρος). Κάθοδος σημαίνει επιστροφή στήν πατρίδα, όπως επάνοδος. Κάθοδος τών Μυρίων σημαίνει επάνοδος, επιστροφή, επαναπατρισμός, υπό τόν Ξενοφώντα. Γιαυτό ακριβώς καί λέμε άνοδος καί πτώσις τής θερμοκρασίας καί όχι άνοδος καί κάθοδος τής θερμοκρασίας. Τό τελευταίο πάτημα τών Φοινικιστών ήταν άν τό αλφάβητο είναι Ελληνικό, τά ονόματα τών γραμμάτων θά έπρεπε νά ήσαν κλιτά. Όμως τά ονόματα τών στοιχείων «άκλιτα εισίν, οίον τό άλφα τού άλφα τώ άλφα, τό βήτα τού βήτα τώ βήτα κ.ο.κ. διότι εισίν αρχαί, αί δέ αρχαί καί ρίζαι τών πραγμάτων απλαί θέλουσι είναι καί αποίκιλοι, οίον ή λευκότητις απλή εστίν καί αποίκιλος…ίνα μή ευθεώς είς δυσχέρειαν αυτά περιβάλλωμεν καί συγχέωμεν αυτά είς ποικιλίαν περιβάλλοντες»(Comm.είς Διον.Θράκα Σχόλια Vaticana).

Οί Έλληνες έγραφαν τεκμηριωμένα από τήν 6ην χιλιετία. Στό Δισπηλιό τής Καστοριάς ό καθηγητής τού Αριστοτελείου πανεπιστημίου Κ.Γ Χουρμουζιάδης, βρήκε πινακίδα τού 5260 π.Χ, ή οποία χρονολογήθηκε μέ τίς πιό σύγχρονες μεθόδους καί βρίσκεται στό αρχαιολογικό μουσείο Αθηνών. Αυτή ή πινακίδα εχαρακτηρίσθη ή πρώτη επιγραφή σέ όλο τόν κόσμο. Τρία χρόνια αργότερα ό έφορος τών προιστορικών καί κλασσικών αρχαιοτήτων «Α.Σαμψων» στό σπήλαιο τού Κύκλωπα στά Γιούρα τών βορείων Σποράδων ανακάλυψε θραύσματα αγγείων μέ γράμματα ίδια μέ τού σημερινού αλφαβήτου. Τά αγγεία αυτά χρονολογήθηκαν στό 4500 π.Χ. Ό ίδιος αρχαιολόγος τό 1995 στήν Μήλο ανεκάλυψε πρωτοκυκλαδικά αγγεία τού μέσου τής 3ης χιλιετίας, πού είχαν χαραγμένα τά γράμματα Μ,Χ,Ν,Κ,Ξ,Π,Ο,Ε. Πρώτος ό Evans διατύπωσε τήν άποψι πώς ή γραφή καί τό αλφάβητο είναι καταγωγής Ελληνικής. Ό «Πόλ Φόρ» στό αμερικανικό περιοδικό «Αρχαιολογία» παραθέτει πινακίδες πού εβρέθησαν στό Κυκλώπειο τείχος τής Ιθάκης, Γραμμικής Α τού 2700πχ. Γιά παράδειγμα : Οί παλαιότερες Κινεζικές επιγραφές είναι τού 1450πχ, ενώ τά παλαιότερα Εβραϊκά γραπτά είναι τού 700πχ. Τά αρχαιότερα κείμενα τών Άγγλων ανάγονται στόν 8ον μχ αιώνα, τών Γερμανών τόν 4ον μχ αιώνα(τού επισκόπου Ουλφίλα), τών Γάλλων ανήκουν στόν 9ον μχ αιώνα (Les Serments de Strasbourg), τών Ιταλών τού 1150μχ (καντιλένα), τών Ισπανών τά παλαιότερα κείμενα ανάγονται στόν 10ον μχ αιώνα καί τών Πορτογάλων ανάγονται στόν 12ον αιώνα.
Η Γόρτυνα υπήρξε πόλη πολύ παλαιά πόλις τής Κρήτης. Το όνομά της το έχει πάρει από τον ήρωα Γόρτυνα, γιο του Ραδάμανθυ (παλαιότερα λεγόταν Ελλωτίς και Λάρισσα). Δεν υπάρχουν στοιχεία για το αν υπήρχε κατά τη Μινωϊκή εποχή. Πολλοί είναι πάντως εκείνοι που τη θεωρούν σαν έδρα των πολύ παλαιών κατοίκων της Κρήτης (Hdeck). Το βέβαιο είναι ότι υπήρχε και φαίνεται ότι άκμαζε κιόλας κατά τους ηρωϊκούς χρόνους. Ο Όμηρος (Ιλ. Β, 646 και Οδ. Γ, 204) την ονομάζει “τειχιόεσσαν” και την αναφέρει μεταξύ των πόλεων της Κρήτης που είχαν φτάσει σε ιδιαίτερη άνθηση. Την αναφέρει επίσης ο Πλάτων στους “Νόμους” του (IV, 708) σαν εύπορη και ευνομούμενη πόλη. Αλλά και αρκετοί άλλοι. Η ακμή της κράτησε, με ορισμένες διακυμάνσεις φυσικά, ως το 863 μ.α.χ.χ. που καταλήθφηκε και καταστράφηκε από του Σαρακηνούς.
Την εποχή της Ρωμαιοκρατίας η Γόρτυνα υπήρξε έδρα του Ρωμαίου διοικητή.
Ο χώρος όπου βρισκόταν η παλαιά πόλη της Γόρτυνας βρίσκεται ακριβώς ανάμεσα στα σημερινά χωριά Άγιοι Δέκα και Μητρόπολη, δεξιά και αριστερά στον ποταμό Μητροπολιανό (τον παλαιό Ληθαίο) που προχωρεί και χύνεται στο Λιβυκό πέλαγος 90 στάδια, 16 δηλ. περίπου χιλιόμετρα νοτιότερα. 3. Στο χώρο αυτό μεταξύ των άλλων ευρημάτων βρέθηκε και η δωδεκάστηλη εκείνη “Μεγάλη επιγραφή” που αναφέραμε στην αρχή και που είναι περισσότερο γνωστή ως “Κώδιξ της Γόρτυνος”.
Η ανακάλυψη του βασικού τμήματός της οφείλεται στον ιταλό αρχαιολόγο Federico Halbherr που τη βρήκε με την καθοδήγηση (εξ αποστάσεως) ενός άλλου μεγάλου ιταλού αρχαιοδίφη, του Domenico Comparetti και τη σημαντική επί τόπου βοήθεια του γερμανού Ern. Fabricius. Η επιγραφή δεν βρέθηκε όλη μαζί. Ένα μικρό της κομμάτι που περιλάμβανε τους 15 πρώτους στίχους της 11ης στήλης το βρήκαν, στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, δύο Γάλλοι περιηγητές, ο Γ. Περρό και ο L. Thenon εντοιχισμένο σ’ ένα νερόμυλο του χωριού Άγιοι Δέκα. Το τμήμα αυτό της επιγραφής αποτέλεσε για τον επιστημονικό κόσμο της εποχής την πρώτη νύξη για την ύπαρξη της επιγραφής.
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Γάλλος επίσης B. Haussoulier, βρήκε εντοιχισμένο σ’ ένα σπίτι του ίδιου και πάλι χωριού, νέο τμήμα της επιγραφής: εκείνο που περιλαμβάνει τους 15 πρώτους στίχους (αλλά μόνο τα αριστερά μισά μέρη τους της 7ης στήλης και μερικά γράμματα των στίχων 10 – 15 της 10ης στήλης). Η ουσιαστική όμως ανακαλύψη της επιγραφής οφείλεται στον F. Halbherr που αναφέραμε πιο πάνω. Αυτός ανέσκαψε συστηματικά την περιοχή και βρήκε, το 1884, τις τέσσερις πρώτες στήλες του Κώδικα της Γόρτυνος. Κατόπιν με τις οδηγίες του -γιατί ο ίδιος δεν μπόρεσε να συνεχίσει ως το τέλος τις ανασκαφές- ο Ern. Fabricius ανακάλυψε και τα υπόλοιπα τμήματα της σημαντικότητης αυτής επιγραφής που όταν ανακαλύφθηκε θεωρήθηκε σαν η μεγαλύτερη αρχαιολογική ανακάλυψη του περασμένου αιώνα. Η ερμηνεία της, έλεγαν τότε, πως θα απασχολούσε ψυχολόγους και νομικούς για μια ολόκληρη γενιά (Caillemer). Και αν όμως η σημασία της δεν είναι όμως τόση όση την φαντάστηκαν την εποχή της ανακάλυψης της, πάντως είναι πολύ μεγάλη: είναι η επιγραφή της Γόρτυνος μία από τις εκτενέστερες μέχρι σήμερα ανευρεθείσες ελληνικές επιγραφές, με κείμενο συνεχές και διατηρημένο σε άριστη κατάσταση. Αποτελείται από δώδεκα στήλες, κάθε μια από τις οποίες περιλαμβάνει 55 στίχους (πλην της δωδεκάτης που έχει μόνο 35). Αρχικά η επιγραφή στο σύνολό της θα περιλάμβανε γύρω στους 630 – 640 στίχους. Από τα κενά, που παρόλη την πληρότητά της παρουσίαζε όταν βρέθηκε, το ένα κατορθώθηκε να συμπληρωθεί χάρη στο τμήμα εκείνο που ο Thenon βρήκε και παρέδωσε το 1862 στο Λούβρο και τα άλλα χάρη στο τμήμα που ανακάλυψε, όπως πιο πάνω είπαμε, ο Haussoulier το 1879. Έτσι σήμερα φαίνεται ότι μόνο περίπου 30 στίχοι μας λείπουν: 15 από τη στήλη 10η και 15 από την 12η. Μη πλήρεις είναι επίσης και οι δέκα πρώτοι στίχοι της 9ης στήλης. Η επιγραφή είχε αρχικά τοποθετηθεί στο εσωτερικό του κυκλοτερούς τοίχου του δικαστηρίου της πόλης (Paoli). Αργότερα, επί Ρωμαϊκής εποχής, όταν οι νόμοι που περιέχονταν στην επιγραφή είχαν περιέλθει σε αχρηστία, οι λίθοι, πάνω στους οποίους ήταν χαραγμένο με κόκκινα γράμματα το κείμενο του Κώδικα, χρησιμοποιήθηκαν, με την ίδια όμως διάταξη που αρχικά είχαν, σαν οικοδομικό υλικό, για κάποιο άλλο οικοδόμημα, στα ερείπια του οποίου και τη βρίσκουμε σήμερα.
Οι στήλες της επιγραφής έχουν ύψος 1,75 του μέτρου και πλάτος 0,69 (μερικές 0,67). Τα γράμματά τους είναι σκαλισμένα ωραία, ευδιάκριτα, ισόμετρα Γι’ αυτό και η ανάγνωσή της θα ήταν εύκολη αν δεν υπήρχαν οι ιδιωματισμοί της Δωρικής διαλέκτου στην οποία είναι γραμμένες και οι καταστροφές που οπωσδήποτε παρουσιάζει σε ορισμένα μέρη.Το αλφάβητο που χρησιμοποιείται σε αυτή περιλαμβάνει 19 μόνο γράμματα. Λείπουν δηλ. Τα γράμματα Η, Ξ, Φ, Χ, Ψ και Ω που τα αντικαθιστούν τα Ε, ΚΣ, Π, ΠΣ και Ο. Περιλαμβάνει επίσης και το δίγαμμα: F.
Η ερμηνεία της προκάλεσε πολλές συζητήσεις, προτάθηκαν δε σχετικώς αρκετές αναγνώσεις. Επρόκειτο περί παλαιάς επιγραφής. Σ’ αυτό συνετέλεσε και το ότι οι λέξεις είχαν χαραχθεί βουστροφηδόν, δηλ. από δεξιά προς τα αριστερά και ύστερα από τα αριστερά προς τα δεξιά κ.ο.κ. (σημειωτέον ότι και οι κολόνες επίσης της επιγραφής διαβάζονται αρχίζοντας από τη δεξιά κολόνα και προχωρώντας προς τα αριστερά) καθώς και η αρχαϊκή μορφή (σχήμα) πολλών γραμμάτων. Έτσι στην αρχή ανήγαγαν την επιγραφή πρό 3000 ετών τουλάχιστον. O Comparetti όμως καί Caillemer έπεσαν νά τήν βγάλουν σχεδόν στόν αιώνα τού Περικλέους, γιά νά μήν χαλάσει ή μόδα πού θέλει τούς Έλληνες νά ξύπνησαν ένα πρωί κάπου στόν 5ον αιώνα πχ καί νά τά ανακάλυψαν όλα, χωρίς παρελθόν καί αιώνες δουλειάς. Οι δυσκολίες που παρουσιάζει η χρονολόγηση του Κώδικα της Γόρτυνος οφείλονται στο ότι συμπλέκονται σε αυτή στοιχεία και σχήματα από τη μια μεριά αρχαϊκά και από την άλλη δικαιϊκοί θεσμοί εξαιρετικά εξελιγμένοι (Caillemer). Επιχείρημα υπέρ εκείνων που δέχονται την αρχαιότητα του Κώδικα της Γόρτυνος θα μπορούσε να αποτελέσει και το γεγονός ότι δεν γίνεται πουθενά λόγος στην επιγραφή περί εγγράφων. Βέβαια όταν χαράχτηκε ο Κώδικας της Γόρτυνος, η γραφή είχε βρεθεί (αφού ο Κώδικας είναι γραμμένος).
Γιά νά φθάσουν οί Έλληνες στήν δημιουργία αλφαβήτου, χρειάστηκαν νά ξεκινήσουν από πρωτόγονες γραφές, μέχρι νά καταλήξουν στήν τελειότητα πού γνωρίζουμε σήμερα. Οί Μινωίτες αρχικώς χρησιμοποιούσαν ένα είδος γραφής ιερογλυφικής. Κατόπιν χρησιμοποίησαν τήν Γραμμική (Α) καί μέ τήν επικράτηση τών Αχαιών καθιερώθηκε ή Γραμμική (Β). Ή αποκρυπτογράφηση τής Γραμμικής Β έγινε από τόν Άγγλο ασυρματιστή Ventris, επιβεβαιώνοντας ότι στήν εποχή αυτή, μιλούσαν στήν Κνωσσό τήν ίδια γλώσσα μέ αυτή πού μιλούσαν οί Αχαιοί. Τά ιερογλυφικά άρχισαν νά δημιουργούνται στήν Κρήτη από τούς Έλληνες, διότι μόνον Ελληνόφωνοι εδημιούργησαν πολιτισμό στό νησί. Τά Ελληνικά ιερογλυφικά είναι αυτόνομη εφεύρεση καί έχουν εικονογραφικό καί φωνητικό χαρακτήρα. Κάθε Ελληνικό ιερογλυφικό παριστάνει ένα αντικείμενο μέ φωνητική αξία. Ή διαφορά τών Ελληνικών διαλέκτων δημιούργησε καί τήν διαφορά τών Γραμμικών Α καί Β, οί οποίες εμφανίζονται πρός τό παρόν νά αντιπροσωπεύουν τίς κυριότερες διαλέκτους στόν προιστορικό Ελληνικό χώρο. Δέν είναι παράξενο πού στήν Θεσσαλία έχουμε ιερογλυφικά ή απλά γραμμικά μέ άλλη φωνητική αξία, ή οποία αναφέρεται στήν ονομασία τού ιδίου αντικειμένου στό τοπικό γλωσσικό ιδίωμα. Τήν γραμμική τήν δημιούργησαν γιά νά έχουν τήν γραμμική παράσταση αντικειμένου καί όχι τήν εικόνα, διότι ή δεύτερη ήθελε γιά νά γραφή καλλιτεχνικό χέρι καί επομένος είναι χρονοβόρα. Ή στασιμότητα στήν έρευνα τών γραμμικών γραφών οφείλεται στό ότι κανένας εκούσια ή ακούσια δέν αντιλήφθη ότι οί φωνητικές αξίες ακολουθούν τά γλωσσικά ιδιώματα καί ότι κάθε μετάφραση λέξεων πρέπει νά ακολουθή πάλι τό τοπικό ιδίωμα, τό οποίο ομιλείται ακόμα καί σήμερα στό κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα τού Ελληνικού κόσμου μέ τίς έννοιες πού είχε κάθε λέξη στήν Μινωϊκή καί Μυκηναϊκή εποχή. Μέ αφορμή τήν ανάγνωση καί μετάφραση τής ιερογλυφικής γραφής στόν θησαυρό τών Αηδονίων, τίς φωτογραφίες τών οποίων δημοσίευσε ή Κυριακάτικη 28/01/96 αντιληφθήκαμε τόν τρόπο μέ τόν οποίο γράφονται τά Ελληνικά ιερογλυφικά καί οί γραμμικές. Στήν παράσταση τής σφενδόλης στό ιερογλυφικό, είχαμε τήν λέξη sare ή λέξη προέρχεται από τήν σαρίρ.
Κατά τόν Ησύχιο λέξη Λακώνων καί σημαίνει κλάδος φοίνικος. Πράγματι στήν επιγραφή έχουμε γυναίκα νά κρατά κλαδί φοίνικα. Έχουμε λοιπόν χρήση τής πρώτης συλλαβής τής λέξεως μέ τήν οποία ονόμαζαν τόν φοίνικα καί μέ τήν εικόνα του νά περιστάνεται σ’αυτήν τήν περίπτωση μέ τό συλλαβόγραμμα sa. Γνωρίζοντας ότι όλες οί γραφές αποτυπώνουν τήν αρχαία Ελληνική στίς κατά τόπους διαλέκτους, αρχίζουμε νά εξετάζουμε τά ιερογλυφικά καί κατεπέκταση τά συλλαβογράμματα τής Α καί Β. Ή προσπάθεια αποτυπώσεως όσων ό Έλληνας έβλεπε μέ τό μάτι, μάς κάνει νά συμπεραίνουμε πώς τά ιερογλυφικά ήταν χιλιάδες. Σέ σχέση πάλι μέ τίς διαλέκτους τά συλλαβογράμματα αυξάνονται, καθότι μέ τήν ίδια εικόνα αποδίδονται πολλές φωνητικές αξίες.
Ένα συλλαβόγραμμα παριστάνεται μέ αρκετές εικόνες λόγω πληθώρας ονομάτων καί αντικειμένων πού αρχίζουν μέ τό ίδιο συλλαβόγραμμα. Έχοντας τήν πλουσιοτέρα σέ λέξεις γλώσσα, μπορούμε νά υπολογίσουμε πόσα θά ήταν τά ιερογλυφικά καί τά συλλαβογράμματα.

Παραδείγματα :

• ΜΟ (γραμ.Β) κεφάλι μόσχου = ΜΟ – σχος
• ΚΟ (γραμ.Β ) καρπός κολιάνδρου = ΚΟ – λίανδρος
• ΚΙ (γραμ. Β) σχέδιο κανάτας = Κύ – λΙξ
• ΝΙ ( γραμ. Β ) σχέδιο σύκου = ΝΙ – κύλεα (είδος σύκου στήν Κρήτη)
• Ι ( ιερογλ.) σχέδιον καρφιού = Η – λάρΙον
• ΚΥ (γραμ. Α,Β) σχέδιον πουλιού πετάμενου = ΚΥ – κνίας είναι είδος αετού
• Υ (γραμ. Α,Β ) σχέδιο πηδαλίου πλοίου = Υ – αξ (πηδάλιο)
• ΝΑΥ (ιερογλ.) σχέδιο πλοίου = ΝΑΥ – ς
• ΤΙ ( ιερογλ. καί γραμ. Α,Β) σχέδιο τρίποδα = ΤΙ – βην (τρίποδας)

Γραμμική γραφή.Κάθε γραφή της οποίας τα σημεία είναι γραμμικά σχήματα.
Το αρχαιότερο είδος γραφής, που βρίσκουμε σε ελληνική περιοχή, είναι το κρητικό. Στην Κρήτη ανακαλύφτηκαν τρία συστήματα γραφής, η ιερογλυφική, η γραμμική Α και η γραμμική Β. Τα συστήματα αυτά γραφής χρησιμοποιήθηκαν στην Κρήτη καί σέ όλη τήν Ελλάδα, καί οδήγησαν στό αλφάβητο.
Ο Άγγλος αρχαιολόγος Άρθουρ Έβανς (1851-1941) έστρεψε την προσοχή του στη Μεγαλόνησο και το 1900 άρχισε ανασκαφές στο λόφο «Κεφάλα» της Κνωσού. Από τις ανασκαφές αυτές ήρθε στο φως ένας μεγάλος αριθμός πήλινων πινακίδων με σύμβολα γραμμικής γραφής. Στη γραμμική μινωική αυτή γραφή ο Έβανς διέκρινε δύο φάσεις: τη γραμμική Α, που προηγείται χρονικά, και τη γραμμική Β. Η πρώτη φάση της γραμμικής μινωικής γραφής τοποθετείται χρονικά μεταξύ του 1750 και του 1450 π.Χ., περίπου, ενώ η δεύτερη φάση παρουσιάζεται στην Κρήτη γύρω στα 1400 π.Χ. Αξίζει να σημειωθεί ότι πινακίδες με τη γραμμική γραφή Α βρέθηκαν σ’ ολόκληρη την Κρήτη, ενώ πινακίδες με τη γραμμική γραφή Β προέρχονται μόνο από την Κνωσό.
Η μεγάλη συλλογή κειμένων σε γραμμική γραφή Α αποτελείται από 150 περίπου πήλινες πινακίδες, που βρέθηκαν στη νότια Κρήτη, στη σημερινή Αγία Τριάδα. Οι πινακίδες αυτές, πολλές από τις οποίες είναι κομματιασμένες, φαίνεται ότι είναι κυρίως κατάλογοι γεωργικών προϊόντων. Άλλες πινακίδες σε γραμμική γραφή Α βρέθηκαν στη Φαιστό, στην Κνωσό, στο Παλαιόκαστρο, στις Αρχάνες και σ’ άλλες τοποθεσίες της Κρήτης.
Τα σύμβολα της γραμμικής γραφής Α μπορεί να διαιρεθούν σε τέσσερις κατηγορίες:
α) Αριθμητικά και μετρικά.
β) Φωνητικά.
γ) Σύνθετα.
δ) Ιδεογράμματα.
Η διαφορά και η διάκριση των φωνητικών συμβόλων και των ιδεογραμμάτων δεν είναι πάντοτε σαφής.
Για τη γραμμική γραφή Β ο Έβανς είχε εκφέρει τη γνώμη ότι ήταν σε χρήση μόνο στην Κνωσό και ότι εξαφανίστηκε μετά την καταστροφή του ανακτόρου της κατά τις αρχές του 14ου αιώνα π.Χ. Ο Έβανς έκανε την υπόθεση ότι η γραμμική γραφή Β είναι ένα είδος «βασιλικής ορθογραφίας», που αναπτύχθηκε από τους γραφείς του ανακτόρου και χρησιμοποιήθηκε μόνο στην Κνωσό. Η θεωρία όμως αυτή αμφισβητείται, καθώς βρέθηκαν πινακίδες σε γραμμική γραφή Β και στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Η σχέση του συστήματος της γραμμικής Α και της γραμμικής Β δεν είναι δυνατό να καθοριστεί με ακρίβεια, όπως δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί επακριβώς και ο χρόνος που άρχισαν και σταμάτησαν τα δύο συστήματα γραφής στην Κρήτη. Πιθανόν και τα δύο αυτά συστήματα γραφής να χρησιμοποιούνταν παράλληλα για κάποιο χρονικό διάστημα. Στην ηπειρωτική Ελλάδα, και συγκεκριμένα στη Θήβα, Μυκήνες, Ορχομενό, Τίρυνθα, Ελευσίνα και άλλες περιοχές, βρέθηκαν σύμβολα πάνω σε πιθάρια, όμοια με τα σύμβολα της γραμμικής γραφής Β. Πήλινες όμως πινακίδες σε γραμμική γραφή Β βρέθηκαν στο μυκηναϊκό ανάκτορο κοντά στην Πύλο κατά τις συστηματικές ανασκαφές που έγιναν από τον Carl Blegen το 1939. Τις πινακίδες αυτές της Πύλου εξέτασε και δημοσίευσε το 1955 ο Emmet Bennet. Όπως είναι ευνόητο, η ανακάλυψη των ενεπίγραφων πινακίδων, τόσο στην Κρήτη, όσο και στην ηπειρωτική Ελλάδα, προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον. Πολλοί επιστήμονες προσπάθησαν να αποκρυπτογραφήσουν τα κείμενα των πινακίδων αυτών, χωρίς ικανοποιητικά και θετικά αποτελέσματα. Αυτός όμως στον οποίο ανήκει η δόξα της αποκρυπτογράφησης των πινακίδων σε γραμμική γραφή Β είναι ο Άγγλος αρχιτέκτονας Μ. Βέντρις. Στο Βέντρις είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση οι εργασίες του Έβανς και εργάστηκε επίμονα και με μεγάλο ζήλο, για να αποκρυπτογραφήσει τη γραμμική Β. Η μεγάλη του προσπάθεια αμείφτηκε. Το 1952 δημοσίευσε τα συμπεράσματά του, με τα οποία αποδείχνει ότι η γραμμική γραφή Β είναι ελληνική γραφή. Η γραφή αυτή ονομάζεται πλέον «μυκηναϊκή». Οι πινακίδες όμως που διαβάστηκαν δε μας δίνουν ένα ιστορικό κείμενο, αλλά είναι όλες κατάλογοι των αντικειμένων και των περιουσιακών στοιχείων που είχαν οι άρχοντες και οι μεγαλέμποροι της εποχής εκείνης. Συνεπώς οι πινακίδες δε μας δίνουν πραγματικές ιστορικές πληροφορίες.
Τα σημεία της γραμμικής γραφής Β, που παρουσιάζει μεγάλη συγγένεια με την κυπριακή, μπορεί τώρα να διαιρεθούν σε δύο βασικά είδη:
α) ιδεογράμματα
β) συλλαβογράμματα.

Η γραμμική γραφή Β είναι βασικά συλλαβική γραφή. Διάφοροι επιστήμονες έχουν εκφράσει ορισμένες αμφιβολίες για τις φωνητικές αξίες, που απέδιδε ο Βέντρις στα γραφικά σύμβολα και για τους κανόνες ανάγνωσης των κειμένων που πρότεινε. Γενικά όμως σήμερα δεχόμαστε την αποκρυπτογράφηση του Βέντρις.
Είναι γνωστό ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο αξία αυτή καθαυτή αλλά και φορέας αξιών. Η αποκρυπτογράφηση της γραμμικής γραφής Β από το Βέντρις έριξε φως στην ιστορία του αρχαιότατου ελληνικού πολιτισμού, που υπήρχε στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Κρήτη πολλούς αιώνες πριν από την ομηρική εποχή. Παρά το ότι οι πινακίδες σε γραμμική γραφή δεν περιέχουν πραγματικές ιστορικές πληροφορίες, βεβαιώνουν ότι η γλώσσα αυτή είναι η ελληνική και διαφωτίζουν πολλά σημεία του ιδιωτικού και κοινωνικού βίου των Ελλήνων κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ.
Τό σημερινό αλφάβητο είναι τό επικρατήσας Ιωνικόν-Αττικόν. Κάθε Ελληνική πόλις-κράτος διέθετε ιδικόν της αλφάβητον. Οί πολύ μικρές παραλαγές τού κάθε αλφαβήτου τό έκαναν νά διαφέρει κάπως από τά υπόλοιπα. Τό Ιωνικόν είχε αρχικώς 27 γράμματα, τό Κορινθιακόν διέθετε 24 γράμματα, τό Κρητικόν 21, τής Μιλήτου 24, τό Χαλκιδικόν 25. Αυτό ακριβώς έλαβαν οί Λατίνοι καί πού τώρα τό χρησιμοποιεί όλος ό κόσμος. Από Ελληνικό αλφάβητο κατάγονται επίσης τό Ετρουσκικόν, τό Κυριλλικόν, τό αρχαίο Φρυγικόν, τής Λυκίας, τό Λυδικόν, τό Αρμενικόν, τό Κοπτικόν, τό Γοτθικόν, τό Ρουμανικόν(παρόμοιο τού Λατινικού).

Τό κάθε γράμμα τού Ελληνικού αλφαβήτου περιέχει μία σταθερή κωδική σημασία τήν οποία εισάγει κυριολεκτικώς ή μεταφορικώς ώς επιμέρους έννοια κάθε λέξεως στήν οποία ανήκει. Σοβαρή γλωσσολογική καί ετυμολογική προσέγγιση έχουν κάνει οι Δωρικός καί Χατζηγιάννης. Περιληπτικώς μαθαίνουμε ότι :

Τό γράμμα Α(άλφα) ώς αρχή, ανάπτυξη καί δημιουργία (αλδαίνειν, κάνω κάτι νά αυξηθή. Ή έννοια τής αύξησης αναδεικνύεται στά παράγωγα τής ρίζας αλ.). Τό σχήμα τού γράμματος εικονίζει κλίμακα ανόδου, έναρξη, αρχή ανάπτυξης (τό δωρικό άν γίνεται τό αγγλικό on). Τό στοιχείον παρά τό άλφω, τό ευρίσκω.ευρέθη πρώτον γάρ τών άλλων στοιχείων : αλφάνω = ευρίσκω, κτώμαι καί αλφή = κτήσις. Τά στοιχεία τούς σύμπαντος: αήρ, αέλιος, αιθήρ, άρουρα, αία, άλς, αρχή καί άνθρωπος. Από τήν λέξη τού Ομήρου άλφεσίβοιαι, οί Σημίται επήραν τό αλφή, άλεφ = βούς τό οποίο μάλιστα είχε φωνητική αξία σίγμα.

Τό γράμμα Β(βήτα) ανάγεται στό ρήμα βώ, βοώ, βοή ό ήχος τού δυνατού ανέμου (Βάγχος υπό τήν έννοια τής μανίας μέ φωνές καί κινήσεις). Τό βήτα μπορεί νά εξηγηθή ώς τό επιβαίνον- τό αναβαίνον- τό βαίνον επί (μετά) από τό πρώτο γράμμα. Τό σχήμα δέ τού γράμματός παριστά διαδοχικούς βουνούς μέ προεξοχές καί βυθίσεις. Θυμίζει ιστόν μέ αναπεπταμένα ιστία(φουσκωμένα πανιά).

Τό γράμμα Γ (γάμμα) έχει σχέση μέ τήν γή (ό ήχος τών εργαλείων χτυπώντας τήν γή). Από τήν ετυμολογική υπεροικογένεια γα-γεννώ-Γαία- γάμος- γενεά, ή σαρκική καί νοητική γέννηση, ανάπτυξη ή ανατροφή ή καλλιέργεια ή κατεργασία τής γής ή φυσικών αντικειμένων. Ή γωνία είναι ακριβώς δύο συνατώμεναι ευθείαι, γόνυ-(α)γκών καί (ερ)γαλείον τό οποίο συρόμενον επί τής γής προκαλεί τόν ήχον Γ..γ..

Τό γράμμα Δ(δέλτα) μέ σχήμα τίς εκβολές τών ποταμών καί τής μετόπης τών ναών. Έχει σχέση μέ τήν έννοια τού τεχνήματος, τής μορφοποιήσεως, τής απεικονίσεως τού θαυμαστού, τού πνευματικού, τού νοητού, τής κατανίκησης τών δυσκολιών (διδασκαλία-δημιουργώ-δάω = μαθαίνω).
Τό γράμμα Δ(Δέλτα) έρχεται από τήν γραμμική Β απ’ευθείας, όπως καί άλλα. Ό παραγόμενος ήχος πιθανον νά προέρχεται καί από τόν δούπον, τόν ήχον δηλαδή έκ τού δελτοειδούς πελέκεως. Ό Πλάτων στόν Κρατύλον ομιλεί διά τήν δύναμιν «τής τού δέλτα συμπιέσεως).

Τό γράμμα Ε(έψιλον) παρουσιάζεται στίς προθέσεις έν, έκ, έξ, ές καί επομενός δηλώνει τό μέσον, τό πέριξ τινός ή τήν επέκταση, απόσταση από κάποιο σημείο εκκινήσεως ή αναφοράς (ειμί = είμαι, υπάρχω σέ ορισμένη θέση καί τί είμι = έρχομαι πηγαίνω). Τό ανοικτό τού σχήματος τού Ε ζωγραφίζει τίς έννοιες πού εκπροσωπεί.

Τό γράμμα Ζ(ζήτα) δηλώνει τήν έννοια τού βράζω, κοχλάζω, θερμαίνω ζάω/ζέω. Ή έννοια τού αναβρασμού καί τής άτακτης περιστροφικής κινήσεως στήν ζάλην καί στό ζωρός ό φλογερός, δυνατός. Τέλος στό Ομηρικό ζώω, φανερώνει ενέργεια δράση καί ορμή. Τό γράμμα Ζ αναλύεται σέ Σ καί Δ, όθεν σ-υριγμός καί δ-ούπος. Διά τού σχήματός του συμβολίζει τήν γεφύρωσι δύο άκρων, ζεύγνυμι.

Τό γράμμα Η (ήτα) προκύπτει από συναίρεση ή αντέκταση. Τό (η) στίς διαλέκτους τής αρχαιοελληνικής αντιστοιχεί στό δωρικό (α), τό μηκυναϊκό (εjε), τό αττικό (ει). Ή αντιστοίχιση τού δωρικού καί ιωνικού (α,η) δίδει τό εμφατικό καί ερωτηματικό (ή). Τό ήτα έκ τού Η καί ΤΑ, μακροφωνία τού άλφα. Τό σχήμα του είναι μεταλλαγή τού σχήματος Α καί αρχικώς καθώριζε τήν δασείαν πνοήν.

Τό γράμμα Θ (θήτα) εκπροσωπεί τήν θέσιν, τόν ρόλο, τήν τοποθέτηση εντός μίας περιοχής. Εκπροσωπεί καί τήν αίθουσα, τήν εστία, τήν οικία, τήν θαλπωρή (θρόνος, θρανίο, θώραξ, θέω = τρέχω στήν έννοια τής θέσεως είναι καί ή προσέγγιση.

Τό γράμμα Ι (γιώτα) δείχνει τήν κατεύθυνση τού ορθού, τής ευθείας, τής κατευθύνσεως, τής πορείας πρός τό σημείο ή τόν στόχο (ιάλλω = πέμπω, ρίχνω καί ίεμαι = σπεύδω καί ιθύς = ευθύς). Ιώτα τό στοιχείον, παρά τόν ιόν τών ιοβόλων ζώων. Ώς πώς γάρ ό ιός είς ορθόν βαδίζει ώ καί πέπρωται, ούτω καί ή τούτου γραφή ορθή ούσα, ιώτα καλείν ηνίξατο ή από τών ιών τών βελών.

Τό γράμμα Κ (κάππα) δηλώνει τό περιεχόμενο,τό περιλαμβανόμενο (κάπτειν = αρπάζω, κάρα = περίβλημα, κιβώτιον ). Ή ετυμολογική υπερκατηγορία κα- καί οί ετυμολογικές τής οικογένειας, ώς τό ρήμα κάπτω, καλύπτουν τό περιεχόμενο τού γράμματος κ , γιά τήν ονομασία τού οποίου προτείνεται τό καπ-fa ή κάππη (αφομοίωση χειλικών π,f). Τό σχήμα τού γράμματος εικονίζει παλάμη τεταμένη πού κλείνει τρεπόμενη σέ λαβή. Τό Κ γεμάτο κάμψεις καί γωνίες, αποτυπώνει τήν έννοια τού κόπτω καί κάμψεως, πιθανόν ηχοποίητον.

Τό γράμμα Λ (λάμδα) εκπροσωπεί σημασιολογικώς τήν ετυμολογική υπερκατηγορία λάβ- πού καλύπτει τήν λείανση ή απόξεση ώς απόληξη υλικού καί τό αποτέλεσμα ή προιόν τής λειάνσεως, τήν στίλβωση ή λάμψη οπότε καθίστανται συγγενείς οί λέξεις : λά = λίθος, λάχος = μερίδιο, λάζομαι = αρπάζω κτλ. Τό σχήμα τού γράμματος είναι τό σχήμα λειαντικού αιχμηρού εργαλείου. Καί στό Λ ό Πλάτων λέγει: η γλώττα ολισθαίνει έν τώ λάμδα, ωνόμασε τά τέ λεία καί αυτό τό ολισθάνειν καί τό λιπαρόν καί τό κολλώδες..Ως πρός τό σχήμα του ενθυμίζει λαβίδα, λαμβάνω, λεία, λαύω.
Κατά Ηρόδοτο Θ 117 απεικονίζει τόν φωτισμόν πρός πάσαν κατεύθυνσιν

Τό γράμμα Μ (μί/μύ) περιλαμβάνει τήν υπερκατηγορία (μά- εκ-μαίευση )πού έχει τίς σημασίες γεννέσεως, μητρότητος, τήν χρήση τεχνασμάτων ή μηχανευμάτων (στήν μάχη). Ή μαιευτική μέθοδος χρησιμοποιείται στή απόσπαση αλήθειας καί εκμαθήσεως. Ή ονομασία τού Μ(μύ/μί) αναφέρεται στήν εκφώνησή του μέ μυγμό (μέ ήχο μύ) μέ τήν συμπίεση τών χειλεών. Τό σχήμα τού γράμματος είναι ώς τών μαστών τής γυναίκας καί προφέρεται διά κλειστών χειλέων. Έχει παρομοιασθή καί μέ δύο κλειστά χείλη: τό Μυ τό στοιχείον, ότι μυγμός τινα έχει ή τούτου εκφώνησις, μυγμός δέ έστιν ό τού μύ ήχος διά τού μυκτήρος εξερχόμενος.

Τό γράμμα Ν(νύ/νί) παίρνει τήν ονομασία από τόν νυγμό πού έχει ή εκφώνηση, αλλά καί ή παράστασή του ώς κωνικό μυτερό άκρο, αιχμή πού κεντά, τρυπά. Τό (ν) είναι ό χαρακτηριστικός φθόγγος τών λέξεων γνάθος-κάναδος-σιαγών, πού έχουν σχέση μέ μυτερούς όδοντες μέ τό κακαμμένο γωνιώδες σφηνοειδές κωνικό σχήμα τού γράμματος Ν. Έχει έννοια συνεχούς κάμψεως ώς φθάνει σέ γεωμετρικό όριο τήν καμπύλη, τήν δημιουργία περικαλύμματος, περιτυλίγματος ή περιστροφής τού περιβλήματος γύρω από τό σημείο αναφοράς. ( ή κάλυψη αυτή δίδει τήν κατασκευή καλιάς-καλύβης, οικίας, κναfος-ναός ). Ή νύξις οδηγεί στήν εκροή, οπότε έχουμε τά ομόρριζα νερό. Τό νύ είναι σχετικό μέ τήν αναπνοή, ανάσα, ρίνες. Ό Πλάτων λέγει: Τού δ’αύ νύ τό είσω αισθόμενος τής φωνής, τό ένδον καί τό εντός ωνόμασεν.

Τό γράμμα Ξ (ξί-ξύ) ετυμολογείται έκ τού ξύω, στιλβώνω, τρίβω. Παράγωγα ξαίνω, ξύνω, ξύλω (τό εξεσμένον). Ή έννοια τού ξηρός, στεγνός δίδει τήν σημασία τού διαυγούς, οπότε έχουμε τόν Ξανθό. Τό σχήμα τού γράμματος είναι τής επαλληλίας ξέστρων ή κτενών. Τό στοιχείο παρά τό ξέεσθαι έν τώ γράφεσθαι τών άλλων πλέον. Αρχικώς εγράφετο ώς ΚΣ, ΓΣ, ΧΣ.

Τό γράμμα Ο(όμικρον) σημασιολογείται από τό σχήμα. Παραδείγματα πού δείχνουν τήν σημασία τού όμικρον ώς κλειστού περιφραγμένου στεγασμένου κυκλικού χώρου, αλλά καί κατά τήν έννοια τού ολοκληρωμένου, τού περατωθέντος, τού έτοιμου (νόμος, δόμος = οίκος, βόθρος, δόλος υπό τήν έννοια τής φάκας, λοβός, οχετός δηλαδή σωλήνας κτλ.). Τό σχήμα του είναι κύκλος παρόμοιος πρός τό στρογγύλεμα τών χειλών όταν ό φθόγγος εκβάλλεται.

Τό γράμμα Π (πύ/πί) ονομάζεται από τήν λέξη πύ-λη. Έχει τήν έννοια τής προσβάσεως, προσπελάσεως. Τό πί προφέρεται κατόπιν πιέσεως τών χειλέων. Πρόμοιον καί τό σχήμα αυτού, δύο στήλοι επί τών οποίων τοποθετείται πλάξ ώς σύμβολον πιέσως.

Τό γράμμα Ρ (ρό/ρώ) ονομάζεται από τό ρήμα ρέω-ρώ, δωρικόν ρόα πού καί στόν Όμηρο απαντάται μέ τό ρ καί όχι μέ σρ πού πάντοτε οδηγεί σέ δωρική αφομοίωση σρ = ρρ. Τό σχήμα τού γράμματος παρουσιάζει ροή από κεφαλή ή κρίνη. Ό φθόγγος τού Ρ μιμείται κυρίως ήχον ρέοντος υγρού. Τό στοιχείον παρά τό ρέω, υγρόν γάρ εστί καί ευμάλακτον καί ώσει έλαιον ρεί.

Τό γράμμα Σ (σίγμα) συγκροτείται από δύο αιχμές, αναφέρεται στό σίγυνο = ακόντιο, δόρυ. Ή ρίψη βολής παράγει στόν αέρα χαρακτηριστικό συριστικό ήχο, οπότε καί ή ρίζα συριγμός, σύριξ (μουσικός αυλός)σίδηρος καθ’ότι τά δόρατα ή ακροδοράτια ήταν σιδηρά. Τό σχήμα προέρχεται από τήν συστοιχία δύο αιχμών δοράτων V+V.

Τό γράμμα Τ (τάφ) αντιστοιχεί σέ συμβολισμό ορθίου άνδρα ώς πρός τό ύψος καί τόν κορμό (Ταύς = Μέγας, Τευταμίδης ισχυρός). Ό Πλάτων τό χαρακτηρίζει ώς χρήσιμον φαίνεται τής στάσεως. Ό φθόγγος ταύ μιμείται τόν κρότον εργαλείου, ενώ τό σχήμα του θυμίζει εκτός άλλων καί σφυρίον.

Τό γράμμα Υ (ύψιλον) παριστά υποδοχείς γιά υγρά ή κοιλότητες καί κυρτότητες. Ενδεικτικά κύπελο, λύχνος, αμφορεύς, έγκυος, κύμα, κρύπτη κτλ. Τό Μυκηναϊκόν ιδεόγραμμα είναι ίδιο μέ τό Υ καί εσήμαινε υγρόν. Καί τό ύδωρ όμως επίσης μέ Υ. Είναι φανερό ότι εκφράζει κοίλο ή κυρτό.

Τό γράμμα Φ (φί/φύ) ώς έκ τού σχήματος τού Φιμού (σφιγμού) χαλινάρι, φίμωτρο. Ό Φιμός αποτελεί θήκη ώς καί ή φαρέτρα ή βελοθήκη, τό περίβλημα ώς τό Φάρος = ένδυμα, φασκώλιον, φιάλη τό πλεκτό αγγείο. Τό Φ μιμείται κάθε φύσημα καί τό σύμβολό του είναι δύο χείλη πού φυσάνε ή δύο φουσκωμένα μάγουλα(φ-υσάω, φ-ώς, φ-ύσις, φ-λόξ κτλ).

Τό γράμμα Χ (χί/χύ) από τήν λέξη χιτών, έκ τού ότι τό εφόρουν διπλούμενον χιαστί, ώς καί τό πέπλο. Αί αποδιδόμεναι διά τού Χ έννοιαι είναι κυρίως υγρού ή στερεού πού χύνονται, σχετικόν μέ τό σχήμα τής Κλεψύδρας ή οποία μετρά τήν ροήν τής άμμου πού χύνεται. Επίσης είναι ό χ-ρόνος πού μετρά ή κλεψύδρα, χ-ωρίζει τό παρελθόν από τό μέλλον μέ τούς δύο χώρους όπου είναι ή άμμος. Ή άμμος πρίν, αυτή πού πέρασε καί ή άμμος αυτή πού έρχεται (τό παρόν στήν ουσία δέν υφίσταται).

Τό γράμμα Ψ (ψί/ψύ) εκπροσωπεί τόν οπλισμόν τών ψιλών καί γυμνών ή ελαφρών οπλισμένων πολεμιστών. Οί ψιλοί μάχονταν μέ τόξα γιαυτό τό ψ απεικονίζει τό οπλικό αυτό σύστημα (ή βάση πρός τά αριστερά). Τό Ψ είναι μεταγενέστερο καί επινοήθη διά νά εκφράση τά ΠΣ, ΒΣ, ΦΣ. Άπαντα μέ χαρακτηριστικούς ήχους : «συριγμόν έχει αυτού ή εκφώνησις καί ότι ό συριγμός ού έστι τί ή μόνον Ψι, άλλοι δέ, ότι ενός ψαύει χρόνου, διπλούν όν

». Τό γράμμα Ω (ωμέγα) ώς επανάληψη τού όμικρον, δεικνύει τήν σημασία τού τελευταίου μέ έμφαση στόν υπερθετικό βαθμό. Ό ω-κεανός = ό κείμενος πέριξ, ολόγυρα τής ξηράς. Τό σχήμα τού γράμματος είναι ευρέως ανοικτού όμικρον μέ κλειστό στόμιο, περιβάλλον πλήρως καί οριοθετών τό περίβλημα (Ω). Καί τό Ωμέγα ανήκει στά μεταγενέστερα καί εδημιουργήθη από τόν Σιμωνίδη ό οποίος ένωσε τά δύο όμικρον καί εδημιούργησε τό ω. Τά υπόλοιπα τρία γράμματα τού αλφαβήτου, τό δίγαμμα, τό κόππα καί τό σαμπί, αφηρέθησαν τό 403πΧ επί άρχοντος Ευκλείδου.

ΑΛΦΑ-ΒΗΤΑ-ΓΑΜΑ-ΔΕΛΤΑ-ΕΨΙΛΟΝ-ΣΤΙΓΜΑ-ΖΗΤΑ-ΗΤΑ-ΘΗΤΑ-ΙΩΤΑ-ΚΑΠΠΑ-ΛΑΜΔΑ-ΜΙ-ΝΙ-ΞΙ-ΟΜΙΚΡΟΝ-ΠΙ-ΡΟ-ΣΙΓΜΑ-ΤΑΥ-ΥΨΙΛΟΝ-ΦΙ-ΧΙ- ΨΙ-ΩΜΕΓΑ.

ΑΛ ΦΑ, ΒΗ ΤΑ ΓΑ, (Α)ΜΑ ΔΕ (Ε)Λ ΤΑ ΕΨ ΙΛΩΝ, ΣΤ(Η) ΙΓΜΑ, ΖΗ ΤΑ, Η ΤΑ, ΘΗ ΤΑ ΙΩΤΑ ΚΑ ΠΑΛΑΜ, ΔΑ, ΜΗ ΝΥΞ Η, Ο ΜΙΚΡΟΝ, ΠΥΡΟΣ ΙΓΜΑ ΤΑΦΥ(Ε)Ψ ΙΛΩΝ, ΦΥ ΨΥΧΗ Ο ΜΕΓΑ.

Αλ = Ο νοητός ήλιος
Φα-ος = Το φως
Βη = προστακτική του ρήματος βαίνω
(βαδίζω, έρχομαι)
Τα = Δοτική άρθρου δωρικού τύπου τη,
εις την
Γα = Γη (δωρικός τύπος)
Αμα = (επιρρ.) συγχρόνως
Έλ = ο ορατός Ήλιος, ο Ερχόμενος
Έψ = ρήμα έψομαι, εψ-ημένος, ψημένος
Ιλών = Ιλύς (ουσιαστικό), λάσπη, πηλός
Στη = προστακτική ρήματος ίστημι
Ίγμα = καταστάλαγμα, απόσταγμα
Ζή = προστακτική ρήματος ζω
Η = υποτακτική ρήματος ειμί, είμαι
Θη = προστακτική ρήματος θέτω
Ιώτα = τα ίωγα, τα Εγώ
Παλάν = Ρήμα πάλλω (δονούμαι, περιστρέφομαι)
επίθετο παλλάς- πάλλουσι,περιστρεφόμενη (πρβλ: Παλλας Αθηνά)
Δά = άλλος τύπος της Γα, Γης (πρβλ:
Δαμήτηρ, Δημήτηρ, Δήμητρα=Μητέρα γη)
Νύξ = νύκτα
Ο = το οποί ο, που
Φυ(οι) = ευκτική ρήματος φύω (φυτρώνω,
αναπτύσσομαι)

ΑΛ, ΕΣΥ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΦΩΣ, ΕΛΑ ΣΤΗ ΓΗ! ΚΑΙ ΕΣΥ ΕΛ ΡΙΞΕ ΤΙΣ ΑΚΤΙΝΕΣ ΣΟΥΣΤΗΝ ΙΛΥ ΠΟΥ ΨΗΝΕΤΑΙ.ΑΣ ΓΙΝΕΙ ΕΝΑ ΚΑΤΑΣΤΑΛΑΓΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΝ ΤΑ ΕΓΩ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ, ΝΑ ΥΠΑΡΞΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΣΤΑΘΟΥΝ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ. ΑΣ ΜΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ Η ΝΥΚΤΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΙΚΡΟΝ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΕΨΕΙ ΝΑ ΤΑΦΗ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΑΛΑΓΜΑ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΒΡΑΖΟΥΣΑ ΙΛΥ, ΚΑΙ ΑΣ ΑΝΑΠΤΥΧΘΕΙ Η ΨΥΧΗ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ, ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟ ΟΛΩΝ!

Ή ανάλυση τών σχημάτων καί τής μορφής τών γραμμάτων τού Ελληνικού αλφαβήτου πού μέ παραστατικότητα καί εικονιστική ακρίβεια περιγράφουν ώς προφορά καί συμβολισμοί τήν Ελληνική ρίζα καί τίς λέξεις ή αντικείμενα ή έννοιες πού εκπροσωπούν, οδηγεί στήν συσχέτιση τών συμβόλων μέ τά Ελληνικά γλωσσικά στοιχεία. Τό γεγονός αυτό εντάσσει αφ’εαυτό τά γράμματα τής Ελληνικής στό γλωσσικό σύστημα τής Ελληνικής καί αποδεικνύει ότι τά γράμματα μόνον τήν Ελληνική γλώσσα καί τίς σημασίες της εκφράζουν. Ή μεγαλοφυής αυτή ανακάλυψη τήν οποία δυστυχώς ή επιστήμη αγνοή, μολονότι αποτελεί συνέχεια καί ολοκλήρωση τής λησμονημένης Πλατωνικής προσεγγίσεως τού προβλήματος τής γλώσσης (Κρατύλος). Διαλύει οριστικά τήν θεωρία ότι ή Ελληνική γλώσσα προήλθε από άλλη, δεδομένου ότι αποδεικνύεται ώς ή μόνη μή συμβατική γλώσσα, ή μόνη δηλαδή πού παρουσιάζει αιτιώδη σχέση μεταξύ τού σημαίνοντος και τού σημαινομένου.
Στήν «φοινικική» τό Ελληνικό Α σημαίνει βόδι καί λεγόταν άλεφ μέ φωνητική αξία σίγμα. Τό Β σημαίνει καλύβα καί λεγόταν μπέθ, τό Γ σημαίνει καμήλα καί λεγόταν γκιμέλ. Καμία σχέση λοιπόν μέ ήχο, εικόνα καί σχήμα μεταξύ τού συμαίνοντος καί συμαινομένου.

Ό Δαμιανός Στρουμπούλης, στήν μελέτη τού ( Γέννηση καί ερμηνεία τής Ελληνικής Γραφής, Αθήναι 1987) γράφει χαρακτηριστικά : «από παιδιά διδασκόμαστε ότι οί Έλληνες δανείστηκαν τήν γραφή από τούς Φοίνικες. Πώς όμως οί Έλληνες ένας λαός τόσο εκφραστικός, πρωτότυπος, εικονολάτρης, πολυμήχανος, είναι δυνατός νά αποτύπωσε τόν προφορικό του λόγο μέ δανεικά σχήματα, ξένα πρός τόν δικό του ψυχικό κόσμο, τίς δικές του εκδηλώσεις καί φυσικά εντελώς μηχανικά». Ελληνικές διάλεκτοι :
α) την ιωνική – αττική
β) την αρκαδοκυπριακή
γ) την αιολική
δ) τη δωρική
Η ιωνική – αττική διάλεκτος χωρίστηκε αργότερα στην καθαρά ιωνική και στην καθαρά αττική διάλεκτο.Της τελευταίας αυτής εξέλιξη είναι η «κοινή», που μιλήθηκε σε όλο τον ελληνιστικό κόσμο.
Νεοελληνικές :
α) η ποντιακή
β) η καππαδοκική
γ) η τσακώνικη
δ) η κατωιταλική.

Εκτός από τις διαλέκτους αυτές, ολόκληρη η Ελλάδα περιλαμβάνει πάμπολλες τοπικές παραλλαγές της κοινής νεοελληνικής γλώσσας, τα ιδιώματα ή γλωσσήματα. Αυτά δεν έχουν τόσο μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, ώστε να γίνεται πολύ δύσκολη η συνεννόηση, όπως συμβαίνει με τις διαλέκτους. Τα ιδιώματα αυτά χωρίζονται σε βόρεια και νότια, με μια νοητή διαχωριστική γραμμή που συμπίπτει με τον 38ο παράλληλο και περνάει από τον Κορινθιακό κόλπο, από τα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας, από τη μέση της Εύβοιας, συνεχίζεται στο Αιγαίο και καταλήγει στα βόρεια της Σμύρνης στη Μ. Ασία, σύμφωνα με το χωρισμό του γλωσσολόγου Γ. Χατζηδάκη.Τα βόρεια διαφέρουν από τα νότια ιδιώματα σε μερικά χαρακτηριστικά φωνητικά γνωρίσματα. Γενικά, τα βόρεια διακρίνονται για τους φωνητικούς νεωτερισμούς τους, ενώ τα νότια είναι πιο συντηρητικά και περιλαμβάνουν επίσης πολλές αρχαίες λέξεις. Όπως όμως στις διαλέκτους έτσι και στα ιδιώματα ο διαχωρισμός δεν είναι πάντοτε σταθερός, εξαιτίας διάφορων κοινωνικών αλλαγών. Στη σύγχρονη εποχή συνηθίζεται να χρησιμοποιείται για τα περισσότερα ιδιώματα ο όρος «διάλεκτος». Έτσι, ακούμε να γίνεται λόγος για την κυπριακή διάλεκτο, για την κρητική ή τη μακεδονική διάλεκτο.Όλες οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα της νεοελληνικής γλώσσας προέρχονται από την κοινή των ελληνιστικών χρόνων. Εξαίρεση αποτελεί μόνο η τσακώνικη, που κατάγεται από την αρχαία δωρική διάλεκτο.
Ο χωρισμός του γραπτού λόγου σε μέρη με την τοποθέτηση ορισμένων συμβόλων.Τα σύμβολα αυτά λέγονται σημεία της στίξης και είναι τα εξής :
α) Η τελεία (.). Χρησιμεύει για να σημειώσουμε το τέλος μιας περιόδου, που περικλείει ένα τέλειο νόημα και ανταποκρίνεται σε σταμάτημα της φωνής. Η τελεία δεν μπαίνει σε τίτλους βιβλίων, σε επιγραφές και σε επικεφαλίδες.
β) Η άνω τελεία (·). Χρησιμεύει για να σημειώσουμε μικρότερη διακοπή από ό,τι με την τελεία και μεγαλύτερη απ’ ό,τι με το κόμμα.
γ) Το κόμμα (,). Χρησιμεύει για να κάνουμε ένα μικρό σταμάτημα στο εσωτερικό μιας περιόδου ή για να δώσουμε την ευκαιρία αναπνοής σε μια μεγάλη φράση. Χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό λόγο.
δ) Το ερωτηματικό (;). Σημειώνεται στο τέλος μιας ερωτηματικής φράσης ή μέσα σε παρένθεση με μια πρόταση για να δηλώσει ειρωνεία ή αμφιβολία. Δε βάζουμε ερωτηματικό στο τέλος της πλάγιας ερωτηματικής πρότασης.
ε) Το θαυμαστικό (!). Σημειώνεται έπειτα από φράσεις που δηλώνουν θαυμασμό, χαρά, λύπη, ελπίδα, φόβο κτλ. Όταν η επιφωνηματική φράση αρχίζει με το επιφώνημα, τότε μετά το επιφώνημα μπαίνει κόμμα και το θαυμαστικό στο τέλος της φράσης. Όταν το θαυμαστικό βρίσκεται μέσα σε παρένθεση, δηλώνει απορία ή αμφιβολία.
στ) Η διπλή τελεία (:). Χρησιμεύει για να δείξει σχέση ανάμεσα στα επόμενα και στα προηγούμενα. Σημειώνεται εμπρός από λόγια που αναφέρονται κατά λέξη και κλείνονται σε εισαγωγικά, εμπρός από μια επεξήγηση και έπειτα από πρόταση που αναφέρει γνωμικό ή παροιμία.
ζ) Η παρένθεση (()). Χρησιμεύει για να κλείσει λέξη ή φράση που επεξηγεί ή συμπληρώνει τα λεγόμενα.
η) Τα αποσιωπητικά (…). Σημειώνονται για να δείξουν ότι αποσιωπάται κάτι από δισταγμό ή φόβο ή γιατί κρίνεται περιττό να μπει και κάποτε όχι για να αποσιωπηθεί κάτι, αλλά για να τονιστεί περισσότερο εκείνο που ακολουθεί.
θ) Η παύλα (–). Είναι μεγαλύτερη από το ενωτικό και σημειώνεται σε αντικατάσταση παρένθεσης ή κομμάτων ή για να δείξει την αλλαγή του προσώπου που μιλά.
ι) Τα εισαγωγικά («»). Χρησιμοποιούνται για να κλείσουμε τα λόγια ενός προσώπου, αν τα παραθέτουμε έτσι ακριβώς όπως τα είπε, για να ξεχωρίσουμε διάφορες φράσεις που δεν είναι συνηθισμένες στην κοινή γλώσσα ή ακόμα για να χωρίσουν τα λόγια των προσώπων σε ένα διάλογο, οπότε αντικαθιστούν την παύλα. Εισαγωγικά σημειώνουμε επίσης για να κλείσουμε τίτλους βιβλίων, εφημερίδων, πλοίων κ.ά., εκτός αν οι τίτλοι αυτοί τυπώνονται με διαφορετικά στοιχεία από αυτά του υπόλοιπου κειμένου.
Η τελεία, το κόμμα και η άνω τελεία σημειώνονται έξω από τα εισαγωγικά, ενώ το θαυμαστικό και το ερωτηματικό μέσα σε αυτά, αλλά μόνο όταν ανήκουν στο κείμενο που βρίσκεται μέσα στα εισαγωγικά.
Ή επιστήμη εσφυρηλατήθηκε διά τών Ελληνικών καί ή γραμματική μας είναι Ελληνική εφεύρεση. Τά λογοτεχνικά μας έργα είναι Ελληνικά… καί όλες σχεδόν οί λέξεις είναι Ελληνικές». Ή Αγγλική γλώσσα μέ διάταγμα τού Ερρίκου Ε΄1422, περιέχει μόνο 27000αμιγείς Ελληνικές λέξεις καί 234000 πού έχουν πρώτο ή δεύτερο συνθετικό Ελληνική λέξη. Βάση τής Nomenclator Zoologicus ή ονοματολογία στήν ζωολογία έως τό 1994, είχε ανακαλύψει 337.789 γένη ζώων, έκ τών οποίων τά 196000 ονόματα ήταν αμιγώς Ελληνικά. Στήν ιατρική βάσει τού λεξικού Dorland1994 τό 68%, στήν βοτανολογία τό 60% βάσει τού λεξικού Δ.Καβαδία καί στήν επιστημονική καί τεχνική ορολογία τό 45% βάσει Mc Graw-Hill λεξικού, είναι λέξεις αμιγώς Ελληνικές.

Ποία Αγγλική « Γλώσσα » ;
• An – έν, ένας
• Master – magister μάστρος καί μέγιστος
• Art – Άρτιος
• Scope – σκοπιά, σκοπεύω
• Any – Ένιος
• Hand – Χανδάνω, περιέχω
• Data – δοτός, δεδομένος έκ τού δόω
• Glossary – gloss, glossa, γλώσσα
• Absolute – ab(s)lute Απόλυτο
• Reality – Res (λατ) ρέζω, πράττω
• Existence, Exist – Εξ+ίστημ, εξίστημι
• Shake – Σείω
• Plan – Πλάνος
• Professor, Profess – Πρό + Φημί
• Mode – Τρόπος, μήδος = σχέδιον
• Mix – Μίσγω, ανακατεύω
• Option – Οπτεύω
• Complex – Συμπλέκω
• Differ – Διαφέρω
• Dance – Δίνησις, δυνεύω
• Arms – Άρμενον, όπλο, εξοπλισμός
• Imitate – Μιμήτωρ, μίμος
• Memory – Μέρμηρα, μερμηρίζω = φροντίζω
• Dictate – Δείκνυμι
• Absent – Άπειμι, απέχω
• Mortal – Μόρος = Θάνατος
• Confess – ΣυνΦάσκω = Μαρτυρώ
• Genesis – Γένεσις
• Melancholy – Μελαγχολία
• Opportunity, Ob + Porto – Επι + πόρω, Περνάω, διαπερνώ δηάδή Πειραιάς καί Πειρατής = Pirate.
Ό Πειραιάς στήν αρχαία Αθηναϊκή γή, τό Αλίπεδον ήταν νησίδα. Ό Διάπλους προκειμένου νά φθάσει κάποιος στό νησί όνομάσθη Πέραμα, Πέρασμα. Ακόμα καί σήμερα υπάρχει ή περιοχή Πέραμα γιά νά πάς στήν Σαλαμίνα. Στά Λατινικά κατέληξε Portus από όπου καί οί λέξεις Port = μεταφέρω καί Puerto = Λιμάνι. Έτσι ό Πειραιάς έγινε ό Νονός όλων τών λιμένων τού κόσμου
(Στράβων Γεωγραφικά Α΄,C59- «Έλλην Λόγος»Άννα Τζιροπούλου Ευσταθείου)

ΑΓΓΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ : Ενά γλωσσικό μόρφωμα, δέν έχει γένη, δέν έχει καταλήξεις, κλίσεις καί πτώσεις. Διακατέχεται από εμπειρισμόν : Τό Α γράφεται Α λέγεται Έϊ καί προφέρεται Α, ΈΪ , Όου

«..εάν οί Θεοί συνωμίλουν θά εχρησιμοποιούσαν τήν Ελληνικήν γλώσσαν..»
ΚΙΚΕΡΩΝ (περί Ρήτορος)

Σήμερα ή Ελληνική γλώσσα υπονομεύεται από δημοτικιστές, αλλά ακόμα καί ό δημοτικιστής Ψυχάρης γράφει:

«γλώσσα καί πατρίδα είναι τό ίδιο. Νά πολεμά κανείς γιά τήν πατρίδα ή γιά τήν εθνική του γλώσσα, ένας είναι ό αγώνας». Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε από τη διαφορά ανάμεσα στη γραπτή γλώσσα των λογίων και τη γλώσσα του λαού, η οποία άρχισε να διαμορφώνεται κατά την ελληνιστική εποχή και κληροδοτήθηκε στη βυζαντινή και στη νέα ελληνική.
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ήταν αναγκαίο να γράφονται συγγράμματα στη γλώσσα του λαού, ώστε να γίνονται κατανοητά από τους ολιγογράμματους υπόδουλους Έλληνες. Έτσι, λόγιοι όπως οι Ν. Σοφιανός (15ος αι.), Μάξιμος Καλλιπολίτης (16ος-17ος αι.), Φραγκίσκος Σκούφος (17ος αι.), Ηλίας Μηνιάτης (18ος αι.), Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (18ος αι.) και πάρα πολλοί άλλοι έγραφαν στη δημοτική, χωρίς να λείπουν φυσικά και αυτοί που έγραφαν σε αρχαΐζουσα γλώσσα.
Στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου αιώνα οι λόγιοι ήταν διχασμένοι στο γλωσσικό ζήτημα· πολλοί έγραφαν στην αρχαΐζουσα (Α. Γαζής, Ν. Δούκας, Ν. Θεοτόκης, Π. Κοδρικάς), ενώ άλλοι στη δημοτική ή πολύ κοντά σ’ αυτήν (Ρήγας, Γ. Κωνσταντάς, Δ. Φιλιππίδης, Δ. Καταρτζής, Ι. Βηλαράς, Α. Χριστόπουλος, Δ. Σολωμός). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Α. Κοραή, ο οποίος πρότεινε μια μέση λύση ανάμεσα στη λόγια και τη δημοτική γλώσσα: η δημοτική να κρατά τους τύπους των λέξεών της αλλά να προσθέτει λόγιες καταλήξεις. Να λέει δηλαδή αντί ψάρι οψάριον, αντί πουλί πουλίον, αντί νοικοκύρης οικοκύριος κ.ο.κ.
Η κατάσταση του γλωσσικού ζητήματος παρέμεινε η ίδια και στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Το 1853 ο Π. Σούτσος κήρυξε την επιστροφή στην αρχαία ελληνική γλώσσα προτείνοντας τη χρήση της αρχαίας γραμματικής, του αρχαίου λεξιλογίου και του αρχαίου συντακτικού. Το 1888 ο Γ. Ψυχάρης, που δίδασκε στο Παρίσι, κυκλοφόρησε το βιβλίο «Το ταξίδι μου», που υπήρξε σταθμός στην πορεία του γλωσσικού ζητήματος. Ο Ψυχάρης κήρυττε ότι η δημοτική έπρεπε να καθιερωθεί ως γραπτή γλώσσα του έθνους. Το κήρυγμα αυτό, παρά τις επιφυλάξεις που μπορεί να είχε κανείς για τις λύσεις που πρότεινε, πολύ σύντομα άρχισε να καρποφορεί· οι λογοτέχνες άρχισαν σιγά σιγά να γράφουν στη δημώδη γλώσσα, έγιναν προσπάθειες να καθιερωθεί η δημοτική στην εκπαίδευση και σε άλλους τομείς της πνευματικής ζωής.
Το 1917 η κυβέρνηση Βενιζέλου καθιέρωσε τη δημοτική στα δημοτικά σχολεία και περιόρισε την καθαρεύουσα στις δύο τελευταίες τάξεις. Το 1941 εκδόθηκε από το κράτος η «Νεοελληνική γραμματική της δημοτικής», την οποία σύνταξε επιτροπή ειδικών με πρόεδρο και εισηγητή το Μ. Τριανταφυλλίδη. Η επιτροπή καθιέρωσε τα γραμματικά στοιχεία και το λεξιλογικό θησαυρό της προφορικής παράδοσης και προσάρμοσε τις λέξεις στη δημοτική.
Μετά από παλινδρομήσεις που σχετίζονται άμεσα με τις κάθε φορά πολιτικές εξελίξεις, η δημοτική έγινε η επίσημη γλώσσα του κράτους το 1975 και από το 1976 άρχισε η σταδιακή μεταγλώττιση των σχολικών βιβλίων.

Τη χαριστική βολή στήν Ελληνική γλώσα έδωσε ό Ράλης, όπου μέ διάταγμα κατήργησαν τήν Ελληνική γλώσσα, αναγκάζοντας μας νά αποστηθίσουμε άχρηστους γραμματικούς κανόνες καί νά ομιλούμε μία βάρβαρη γλώσσα.
Δεχθήκαμε τό είμαστε καί όχι τό είμεθα, τό εύηχο καί εξακολουθητικό -θ- αντικαταστάθηκε από τό στιγμιαίο -τ- καί ό Πλάτων έγινε Πλάτωνας, τού Σοφοκλέους έγινε τού Σοφοκλή κ.ο.κ.
Τό επιχείρημα ότι πρέπει νά μιλάμε τήν γλώσσα τού λαού είναι ή μεγαλύτερη απάτη. Αφού πρώτα ό λαός διά τής «βίας» έμεινε αγράμματος, αναλφάβητος καί απαίδευτος, πώς τώρα τού λέμε νά διαλέξη τήν γλώσσα του.
Οί χριστιανοί βαπτίζουν τά παιδιά χωρίς νά τά ερωτήσουν, διότι εκείνα λόγω τής ηλικίας, δέν μπορούν νά καταλάβουν τό καλό των. Οί γιατροί εμβολιάζουν τά παιδιά χωρίς νά τά ρωτήσουν, διότι πάλι αυτά δέν καταλαβαίνουν πόσο καλό τούς κάνει τό εμβόλιο. Οί Έλληνες όμως πώς νά επιλέξουν τήν γλώσσα πού θά ομιλήσουν όταν δέν έχουν γνωρίσει άλλη. Καί πώς είναι δυνατόν νά ομιλούν άλλη γλώσσα μετά από τόσους πολέμους, πείνα, καί εξαθλίωση πού γνώρισαν τόν τελευταίο αιώνα. Ανάγκαστηκαν λοιπόν νά μείνουν αγράμματοι καί απαίδευτοι επειδή δέν είχαν επιλογή. Αυτήν τήν γλώσσα τήν έμαθαν λόγο ανωτέρας βίας καί αυτήν έδωσαν στά παιδιά των. Αντί όμως οί πολιτικοί νά επαναφέρουν τήν σωστή γλώσσα, καί νά επιμείνουν νά τήν μάθη ό λαός, σάν τό βάπτισμα καί τό εμβόλιο, υιοθέτησαν αυτήν τήν κατανάγκη γλώσσα πού χρησιμοποιούσε ένα μέρος τού λαού. Νομιμοποιούν δηλαδή ένα προϊόν πού προήλθε από έγκλημα. Οί Ισπανοί απείλησαν μέ αποχώρηση από τήν Ε.Ε. άν γιά λόγους απλοποιήσεως καταργηθή ή περισπωμένη από τήν λέξι ΕSPANIA καί ενίκησαν. Ή Ισπανική όμως γλώσσα έχει ιστορία μερικούς αιώνες, καί όχι 9000 χρόνια τουλάχιστον.

Ή γλώσσα έγινε μονοτονική καί μαζί της ή παιδεία καί ή πνευματική πρόοδος. Όποιος υπονομεύει τήν γλώσσα, υπονομεύει καί τά πνευματικά θεμέλεια τής Ελλάδος. Ό μεγάλος Γκαίτε είπε: «Άκουσα τό ευαγγέλιο στόν άγιο Πέτρο σέ όλες τίς γλώσσες. Ή Ελληνική αντήχισε σάν άστρο πού εμφανίζεται μέσα στήν νύχτα». Πώς όμως ομιλούσαν οί πρόγονοί μας : ή Ελληνική γλώσσα είναι γλώσσα μουσική. Ή φωνή ανεβοκατέβαινε κυριολεκτικά τήν μουσική κλίμακα. Όταν οί Ρωμαίοι πολίτες πρωτο άκουσαν στήν Ρώμη τά Ελληνικά αρθρώμενα από Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν νά αποθαυμάσουν τούς ανθρώπους πού ελάλουν ώς αηδόνες. Ή Ελληνική γλώσσα υπερείχε ώς πρός τήν αρμονία καί μελωδία επειδή ακριβώς είχε τά φωνήεντα καί τά σύμφωνά της αρμονικά διαρρυθμισμένα είς μελίφθογγον κράσιν ώστε νά δίδουν πάντοτε εύηχο μουσικό σύνολο. Τά τραχέα μετά τών λείων, τά σκληρά μετά τών μαλακών, τά κακόφωνα μετά τών ευφώνων, τά δυσέκφορα μετά τών ευπροφόρων. Κατά τόν Διονύσιο Αλικαρνασσέα : «διότι καί μέλος έχουσιν αί λέξεις καί ρυθμόν καί μεταβολήν..ώστε ή ακοή νά τέρπεται.». Οί Έλληνες λαός ερασίμολπος συνέθεσε τήν γλώσσα του όπως ακριβώς καί τά απείρου κάλλους άσματά του, αποσκοπώντας είς τό λογώδες μέλος, δηλαδή τήν μουσική τού λόγου. Ό Πλάτων απαιτούσε τόν ρυθμό καί τήν μελωδίαν «..ώσπερ όψον επί τόν λόγον, τόν δέ λόγον μουσική γραμμάτων…»( Πολιτεία 549-Β). Ό Δημόκρητος είχε αφιερώσει ολόκληρη πραγματεία «περί ευφώνων καί δυσφώνων γραμμάτων», ενώ ό Αριστοφάνης ομιλεί διά τής αρμονίας «ήν οί πατέρες παρέδωκαν». Ό Πτολεμαίος στό έργο του μουσικά γράφει: «τρία τά ρυθμιζόμενα : μέλος, κίνησις σωματική καί λέξις». Ό Πυθαγόρας προτιμούσε τήν Δωρικήν διάλεκτον διά τόν ιδιάζοντα αρμονικόν της ήχο καί αυτό τό απέδιδε στήν αρχαιότητά της. Τόσον ό Αρχίλοχος όσο καί ό Βακχυλίδης καί ό Αριστόξενος συνοψίζουν: «οί Έλληνες διά τού λόγου τραγουδούσαν καί διά τού τραγουδιού μιλούσαν». Τό ίδιο καί ό αυστηρός Κικέρων παρατηρεί στό βιβλίο του Περί Ρήτορος: «οί Έλληνες λίγο έλειπε νά κάνουν στίχους καί τόν πεζό λόγο, τόσο πολύ τούς άρεσε ό αρμονικός ήχος». Ό Επτανήσιος ευπατρίδης Διον. Ρώμας κατελήγοντας σέ ένα μελαγχολικό συμπέρασμα λέγει: «τέτοια γλώσσα καμωμένη νά ομιλιέται από Θεούς εκακόπαθε στό στόμα τών ανθρώπων». Αυτόν λοιπόν τόν φυσικό καί γνήσιο κυματισμό εφιλοδόξησε νά αποκαταστήση μέ λίγο πολύ γνωστές επινοήσεις ό Ολλανδός φιλόλογος Έρασμος, ό οποίος εγεννήθη στό Ρόττερνταμ τό 1466 καί πέθανε στήν Ελβετία 70 χρόνια μετά. Τό ήτα τό προφέρει ώς έψιλον μακρό, τά β,γ,δ, τά θέλει σκληρά καί κοφτά όπως τά λατινικά b,d,g, τό ζ ώς zd καί τό θήτα τό ορίζει ώς ταύ δασύ. Επίσης τό φ τό δασύνει μέ τήν προσθήκη τού (η) κάνοντάς τό κάτι σάν πφ, ενώ τό (χ) τό μεταφράζει ώς ασθενές κάππα. Ή δασεία μας πού προφέρεται ώς παχεία πνοή, θυμίζει τό (χ) καί ακούγεται ακόμα καί στά σύνθετα. Έχοντας διαλύσει τό ου σέ ο-ου, αφήνει τήν γλώσσα μας χωρίς ου καί μεταχειρίζεται τό ύψιλον ώς ου. Ή κακοποίηση αυτή τού Έρασμου δέν είναι τυχαία. Άν κάποιος διαβάσει ένα αρχαίο κείμενο μέ τήν ερασμιακή καί κατόπιν μέ τήν νεοελληνική, φαίνεται ωσάν νά μήν υπάρχει καμμία συγγένεια μεταξύ τής αρχαίας καί τής νεοελληνικής. Αυτό δέν είναι τυχαίο, αλλά δικαιολογεί διώξεις, αρπαγές καί αδικίες πρός τόν ελληνισμό πού ξεκινούν από τήν εποχή τών σταυροφόρων έως σήμερα. Καμία συμπάθεια πρός τού Νεοέλληνες, αφού πρέπει νά μήν είναι απόγονοι τών αρχαίων Ελλήνων. Σήμερα έχουν καταφέρει οί Έλληνες νά ομιλούν τήν Ελληνική κατα τρόπο εγκληματικό. Τόσο πού ό Ισαάκ Βόσσιους στό De viribus rhytmi γράφει πώς οί τόνοι στά Ελληνικά δέν έχουν καμμία σχέσι μέ τήν πραγματική εκφώνησι. Συνεπώς οί Νεοέλληνες πρός τόν τονισμό δέν έχουν σχέσι μέ τά αρχαία Ελληνικά, πού πλέον μόνο οί Ευρωπαίοι γνωρίζουν. Γιαυτό ακριβώς τόν λόγο μετά τόν Έρασμο, ήρθαν άλλοι Ολλανδοί, πού θέλησαν νά διορθώσουν καί τούς τόνους μας. Πράγμα όχι πάλι ευρύτερα γνωστό. Ό Ισαάκ Βόσσιους ισχυρίζεται πώς τά Ελληνικά πρέπει νά τονίζονται όπως τά λατινικά. Αυτός ό νέος σοφός φαίνεται πώς ξέχασε τόν Διονύσιο Θράκα καί τήν εργασία του «Τέχνη Γραμματική» πού εχάρισε στόν κόσμο μαζι μέ τό όνομά του καί τήν επιστήμη τής γραμματικής: «τόνος εστίν απήχησις φωνής εναρμονίου ή κατά ανάτασιν έν τή οξεία ή κατά ομαλισμόν έν τή βαρεία ή κατά περίκλασιν έν τή περισπωμένη». Ό Πορφύριος επίσης λέγει: «τόνος εστίν επίτασις ή ένεσις ή μεσότης συλλαβών ευφωνίαν έχουσα». Ό Ισσαάκ αγνόησε καί τόν Ηρωδιανό στό έργο: «Καθολική Προσωδία»,καθώς καί όλους τούς Αλεξανδρινούς λογίους, οί οποίοι γνωρίζοντες καί κατέχοντες τόν αληθινό κυματισμό τής Ελληνικής, ώρισαν τούς κανόνες τονισμού. Καί όμως,οί ανεκδιήγητες θεωρίες περί λατινικού τονισμού τής Ελληνικής γλώσσης υιοθετήθηκαν γύρω στό 1700 μέ συνέπεια τόσο στήν Ολλανδία όσο καί στήν Αγγλία νά αρχίσουν νά τυπώνωνται τά Ελληνικά κείμενα χωρίς τόνους. Οί τόνοι επανήλθαν 100 χρόνια αργότερα όταν ό Άγγλος Πάρσον απέδειξε ότι ό λατινίζων τονισμός δέν ταιριάζει στήν Ελληνική γλώσσα.

Γενικότερα οί Ελληνικές λέξεις προφερόμενες ερασμιακά παρουσιάζουν ακατανόητα σχήματα ώστε ένας αληθινός γνώστης τής Ελληνικής, εύκολα αντιλαμβάνεται τού λόγου τό αληθές: τό ευδοκιμείν γίνεται ε-ου-ντο-κι-μέ-ιν, τό έποικοι μεταφράζεται σέ έ-πο-ι-κο-ι, τό καιροί σέ κα-ι-ρό-ι κ.ο.κ. ό Γιόχαν Ρόϋχλιν, ό μεγαλύτερος Γερμανός φιλόλογος τής Αναγεννήσεως εργάσθηκε απηλλαγμένος από προκαταλήψεις καί φανατισμούς γιά νά καταλήξη στό συμπέρασμα ότι: ορθή προφορά είναι μόνον αυτή πού διατηρήθηκε στά χείλη τών Ελλήνων καί όχι εκείνη πού κατασκευάσθηκε βάσει υποθέσεων. Ό Άγγλος Επίσκοπος Στέφανος Βιντονιένσις απηγόρευσε τήν ερασμιακή απειλώντας μέ αφορισμό όποιον θά τήν δίδασκε. Τήν Ερασμιακή τήν απεκήρυξαν Ό Γάλλος Ελληνιστής Ντ’Αρτώ, ή Ιταλική εγκυκλοπαίδεια ΤREKANI, ή Γαλλική καί Ουγγρική Ακαδημία, καθώς καί άλλοι Ελληνιστές, ακόμα καί οί Ρώσοι, αλλά μόλις τόν 19ον αιώνα. Τό 1892 ό Ολλανδός Mueller σέ ομιλία του, λέγει πώς ό Ερασμιακή προφορά είναι γελοία. Γιά τήν αντικατάστασι μάλιστα αυτής τής προφοράς ίδρυσε στήν Ολλανδία φιλελληνικό συλλόγο κατά τής Ερασμιακής.
Ό Ζάκ Λακαρριέρ λέγει: Ξέρω ότι σ’αυτόν τόν τομέα, τά λύκεια καί πανεπιστήμια επιμένουν νά διδάσκουν αυτήν τήν γελοία προφορά πού λέγεται ερασμιακή, πού κακομεταχειρίζεται, παραμορφώνει, κολοβώνει καί σχίζει τούς γλυκούς σάν τού αυλού ήχους τής αρχαίας Ελληνικής.
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ : τό Αλφάβητον είναι Ελληνικό καί ημείς πού κατοικούμε είς τήν χώρα αυτήν, ανέκαθεν εσμέν Έλληνες από τότε πού εμφανίσθη ό άνθρωπος επί τής γής. Πρέπει δέ νά υπερασπιζόμεθα τήν Ελληνική θεία γλώσσα, όπως καί τήν πατρίδα.
Όλο τό πολιτιστικό οικοδόμημα τής Ευρώπης είναι κατά βάσι παιδί τού Ελληνικού κόσμου. Οί αέναοι Έλληνες ταξιδευτές Πελασγοί, Αιολείς, Αχαιοί, Μινωίτες, Μινύες, διέσχιζαν τήν Γηραιά Ήπειρο αξιοποιώντας κάθε θαλάσσια οδό. Εκείνοι όμως πού δέν βλέπουν τά στοιχεία καί τήν αλήθεια, επιμένουν στίς ινδοευρωπαϊκές θεωρίες εξυπηρετώντας πολιτικές καί οικονομικές σκοπιμότητες. Αυτή ή προσπάθεια ασυνέχειας τής Ελληνικής ιστορίας, δέν είναι τυχαία. Δυστυχώς αυτή ή ασυνέχεια σήμερα γίνεται προϊόν εκμεταλλεύσεως από τά όμορα κράτη τής Ελλάδος (καί τά κρατίδια, Σκόπια). Καταρχάς όποιος Έλληνας υιοθετεί αυτές τίς θεωρίες περί Φοινίκων, ινδοευρωπαίων κτλ, μειώνει τά Ελληνικά ιστορικά δικαιώματα σέ αυτήν τήν Γή. Οί θερμοί θιασώτες αυτών τών θεωριών, πού βρίσκουν σύμφωνους καί διαφόρους επιφανείς Έλληνες επιστήμονες, είναι οί βόρειοι καί ανατολικοί γείτονές μας. Αυτές οί θεωρίες προκάλεσαν τούς υπανθρώπους (Σκοπιανικά συνονθυλεύματα) νά θεωρούνται Μακεδόνες, τούς άλλους υπανθρώπους (Αλβανοί) νά θεωρούνται Ιλλυριοί, καί τούς άλλους υπανθρώπους (Βούλγαροι) νά θεωρούνται Θράκες. Άν δηλαδή καί οί ανατολικοί υπάνθρωποι αναπτύξουν τίς ίδιες δημόσιες σχέσεις μέ τούς προηγούμενους, τότε δέν αποκλείεται νά γίνουν καί αυτοί απόγονοι τών Τρωών. Βέβαια αυτό δέν πρόκειται νά αργήση, αφού εδώ καί χρόνια μιλούν στήν Τουρκία γιά «προτούρκους», ενώ ή αναισχυντία των έχει φθάσει στό σημείο νά θεωρούν τούς Χετταίους προγόνους των, κατοχυρώνοντας έτσι τά ιστορικά των δικαιώματα στήν γή τής Μικράς Ασίας. Οί θεωρίες λοιπόν αυτές τών Ινδοευρωπαίων καί Φοινίκων, καθίστανται επικίνδυνες γιά τόν Ελληνισμό καί τήν χώρα αυτή. Ή μάχη πού διαδραματίζεται τους τελευταίους 2 αιώνες, πέρα από τούς υλικούς πολέμους, είναι πολιτιστική

master-lista.blogspot.gr

Αφήστε μια απάντηση