Οι Αλεξανδρινοί και οι Ρωμαίοι παρουσιάζουν τον Διόνυσο σαν εύθυμο Βάκχο, θεό του κρασιού και της διασκέδασης. Όμως ο Διόνυσος είναι κάτι περισσότερο από όλα αυτά και οι διάφοροι λατρευτικοί του τίτλοι, όπως Δενδρίτης, Άνθιος, Κάρπις, Φλεύς κ.α., το επιβεβαιώνουν. Όσον αφορά τα Διονυσιακά όργια, δεν είχαν την σημερινή έννοια των οργίων, αλλά ήταν πράξεις ευλάβειας και λατρείας, ενώ οι πράξεις των μαινάδων του ανήκαν σε χειμωνιάτικες τελετές και φαίνεται πως δεν είχαν σχέση με τις γιορτές του κρασιού.
Τον 5ο αι. Έλληνες ταξιδιώτες ήρθαν σε πρώτη επαφή με την διονυσιακή λατρεία, πάνω στα όρη Παγγαίον και Ροδόπη. Ο Όμηρος συσχετίζει τον Διόνυσο με τον Θρακιώτη Λυκούργο. Ο Ευριπίδης στις Βάκχες του μας λέει ότι ήρθε από την Φρυγία και η λατρεία του διαδόθηκε στην Θράκη, την Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Σε πολλούς τόπους της Μακεδονίας και Θράκης βρέθηκαν ευρήματα σχετικά με τον θεό Διόνυσο, όπως στην Πέλλα, Βεργίνα, Δερβένι, Όλυνθο, Μένδη, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Καβάλα, Λιμένα Θάσου, Άβδηρα, πολλές μαρτυρίες έχουμε ακόμη από αγγειογραφίες που φυλάγονται σε ξένα μουσεία. Αυτές παριστάνουν κυρίως τον Πενθέα σε διάφορες φάσεις της δράσεως του, για την οποία μας δίνει πληροφορίες ο Ευριπίδης στο έργο του Βάκχες.
Ο διθύραμβος τραγουδιόταν συνήθως πρός τιμή του Διόνυσου, αλλά κάποτε και στις γιορτές του Απόλλωνα ή άλλων θεών. Ο Αρχίλοχος τον αναφέρει σαν ωραίο τραγούδι, όταν το κρασί τον χτυπά, όπως ο κεραυνός. Ο Ηρόδοτος λέγει ότι ο Αρίων τον έγραψε και τον δίδαξε πρώτος. Ο Αριστοτέλης γράφει στην Ποιητική του, ότι οι ρίζες της τραγωδίας βρίσκονται στους “έξάρχοντες” του διθυράμβου. Λέει ακόμη ότι το ήθος της αρμονίας του διθυράμβου ήταν το φρυγικό, εξαιτίας της φρυγικής καταγωγής της διονυσιακής λατρείας.
Ο διθύραμβος ήταν ενθουσιαστικού χαρακτήρος λυρικό τραγούδι, που πρωτοεμφανίστηκε εκεί, όπου καλλιεργούνταν η άμπελος. Αρχικά ήταν αυτοσχέδιος, ο Αρίων ήταν αυτός που τον ρύθμισε σε στροφές και αντιστροφές, χορωδίες και μονωδίες. Η αρχική του σημασία ήταν θρησκευτική και ψάλλονταν από συμπότες, γύρω από ένα βωμό όπου υπήρχε σφαχτό για την προσφερόμενη θυσία. Μετά τις τροποποιήσεις του Αρίωνα, ο διθύραμβος εξελίχτηκε σε χορικό άσμα και σχετίστηκε με την τραγωδία, την κωμωδία και το σατυρικό δράμα. Από το 420 π.Χ. και μετά αναπτύχθηκε σαν ξεχωριστό είδος ποιήσεως.
Στην αρχαία Μακεδονία υπήρχαν πολλά θέατρα (Δίον, Φίλιπποι, Θάσος, Θεσσαλονίκη κ.α.), στα οποία πολύ συχνά παίζονταν δράματα σχετικά με τον Διόνυσο.
Στο τέλος της πορείας του, ο διθύραμβος έπαυσε να είναι αποκλειστικά θρησκευτικός. Βγήκε απ’ τον στενό κύκλο των διονυσιακών ύμνων και άρχισε να αφηγείται και άλλους μύθους, σε διάφορες μουσικές εκτελέσεις σαν υπόδειγμα “απολελυμένου μέλους”. Στις μεγάλες πόλεις της αρχαίας Μακεδονίας, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους, πραγματοποιούνταν μεγαλοπρεπείς χοροί με διθυράμβους. Ο Διόνυσος αποτέλεσε ανεξάντλητη πηγή ένπνευσης για καλλιτέχνες και λογοτέχνες. Από τους άρρενες θεούς, μόνο ο Απόλλων και ο Ερμής μπορούν να συναγωνιστούν τον Διόνυσο στο πλήθος και την ποικιλία των παραστάσεων. Γλύπτες, ζωγράφοι, λογοτέχνες, συνθέτες και μουσικοί δημιούργησαν λαμπρά έργα γι’ αυτόν. Οι μουσικοί της εποχής τραγουδούσαν πολλούς διθυράμβους και λυρικά άσματα, τα οποία είχαν σαν βασικό θέμα τις διάφορες περιπέτειες του Διονύσου. Ο διθύραμβος υπήρξε πάντα το παραδοσιακό λατρευτικό τραγούδι για τους Μακεδόνες.
Η λατρεία του θεού λέγεται, ότι διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα, ξεκινώντας από την Μακεδονία. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Διόνυσος με την ακολουθία του κατέβηκε από τον βορρά στο νότο, στην περιοχή της Αττικής όπου και εστάθμευσε. Εκεί υπάρχει σήμερα το ομώνυμο χωριό. Στην Αττική, ο Διόνυσος δίδαξε την καλλιέργεια της αμπέλλου και φιλοξενήθηκε από τον βασιλιά Ικάριο. Αυτός, όταν έγινε το κρασί, που ήταν άγνωστο μέχρι τότε, το τοποθέτησε σε ασκούς και έτρεξε να το μοιράσει στους πολίτες της χώρας του. Αλλά οι κάτοικοι στη μέθη τους απ’ το κρασί, που είχαν ήδη δοκιμάσει, νόμισαν, ότι ο βασιλιάς τους ήθελε να τους δηλητηριάσει γι’ αυτό στράφηκαν εναντίον του και τον σκότωσαν κατασχίζοντάς τον. Αργότερα, όταν ξεμέθυσαν απ’ το κρασί τους, τον ενταφίασαν και η κόρη του βασιλιά Ηριγόνη, όταν βρήκε το πτώμα του πατέρα της, πάνω στην απελπισία της κρεμάστηκε από ένα δένδρο. Από τον μύθο αυτό προέρχεται και η θεσπισθείσα εορτή “Αιώρα”, που τελούνταν πρός τιμήν της Ηριγόνης στα Μικρά Διονύσια. Στην γιορτή αυτή , κρεμούσαν μικρά προσωπεία και αγαλματίδια πάνω στα δένδρα και ψάλλονταν από τους πανηγυριστές λαϊκά άσματα σχετικά με τον μύθο. Ακόμη προσφέρονταν θυσίες και χορευόνταν ο ασκωλιασμός. Στον χορό αυτό οι χορευτές ήσαν ντυμένοι με δέρματα τράγου, γιατί πρώτος ο Ικάριος, όταν μέθυσε, χόρευσε αυτόν τον χορό φορώντας δέρμα τράγου, που σκότωσε, επειδή έτρωγε τους βλαστούς της αμπέλου του.
Οι γνωστές Μαινάδες φέρονται ως τροφοί του Διονύσου, κρατούν δάδες και τύμπανα και τον ακολουθούν σ’ όλες τις περιπλανήσεις του. Σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο (Ζ, 132) οι Μαινάδες ήσαν νύμφες καλλίκομοι, οι οποίες επιμελούνταν τον Διόνυσο, συνοργιάζοντας με αυτόν. Ντύνονταν με δέρματα των θηρίων, χόρευαν χτυπώντας τύμπανα και σηκώνοντας τους θυρσούς και λάβαιναν πρωτεύοντα ρόλο στις ιεροτελεστίες του θεού. Ανάλογα με την έκσταση τους έφεραν και τα ονόματα: Ευθυμία, Ευδαιμονία, Ευδία, Μακαρία και πολλά άλλα.
Η μουσική λοιπόν, η όρχηση, τα τραγούδια, το κρασί και οι διασκεδάσεις ήσαν τυπικά στις γιορτές του Διόνυσου και προκαλούσαν ευχαρίστηση και χαρά στους μετέχοντες σ’ αυτές. Λόγω της ευρείας διάδοσης της θρησκείας του Διόνυσου, πολλές περιοχές διεκδίκησαν τον τόπο γεννήσεως του. Στην Μακεδονία, σαν πιθανοί τόποι γέννησης του θεού, θεωρούνται το Λείβηθρον και η Πίμπλεια του Ολύμπου, γιατί εκεί από αρχαιοτάτων χρόνων λατρεύονταν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες ο Διόνυσος και ο Ορφέας.
Από τα τόσα πλούσια ευρήματα, που βρέθηκαν στην Μακεδονία σχετικά με τον θεό Διόνυσο, συμπεραίνουμε, ότι η μουσική, ο χορός και το τραγούδι ήσαν στενά συνδεδεμένα με την λατρεία του. Ο αυλός, η βάρβιτος και τα τύμπανα ήταν τα κύρια μουσικά όργανα στις τελετές του. Το κατ’ εξοχήν τραγούδι, που συνδέεται με την λατρεία του είναι ο διθύραμβος, που ψαλλόταν γύρω από τους βωμούς από ορχούμενους Σατύρους. Αργότερα, ο διθύραμβος συνδέθηκε με το δράμα και αναπτύχθηκε σαν χορικό άσμα. Διθύραμβος ήταν και ένα από τα επίθετα του Διόνυσου στον ελληνικό χώρο, απ’ τον οποίο προήλθε και το όνομα του μηνός Διθυράμβου.
Ο Διόνυσος, όπως γράφει ο Πάικος Νικ. Ασιλάνης στα Διονυσιακά, εμπνέει το διθύραμβο, ζωογονεί τις λαμπρές αγροτικές και αστικές γιορτές από τις οποίες γεννήθηκε το σατυρικό δράμα, η κωμωδία, η τραγωδία και γενικά το θέατρο, που στην αρχή μάλιστα ασχολούνταν με την εξήγηση και την ιστόρηση των θαυμαστών περιπετειών του θεού. Παρέχει νέα ζωή στην μουσική και τον χορό, διευρύνει τους ορίζοντες της γλυπτικής και της ζωγραφικής και σε όλες τις εκδηλώσεις των αρχαίων Ελλήνων προσδίδει ζωηρότητα και πάθος στοιχεία άγνωστα στην στατική και ήρεμη τέχνη των προηγουμένων αιώνων.