Στις 7/3/2015, στο ΑΠΘ έγινε στα πλαίσια της Αρχαιολογικής Συνάντησης η παρουσίαση από την κα Χρυσανθάκη για τα Νομίσματα της Αρχαίας Αμφίπολης.
Η κ. Χρυσανθάκη, αναφέρθηκε στο πρόγραμμα ψηφιακής δημοσίευσης ανασκαφικών νομισμάτων από τη Αρχαία Μακεδονία, με τη ένταξη ενός συνόλου νομισμάτων από την πόλη της Αρχαίας Αμφίπολης.
Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας πραγματοποιήθηκε συντήρηση, καταγραφή και μελέτη 500 νομισμάτων που βρέθηκαν κατά την περίοδο των ανασκαφών που διενεργήθηκε από την Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών υπό την διεύθυνση του Δ.Λαζαρίδη και την Εφορία αρχαιοτήτων Καβάλας.
Η συντήρηση των νομισμάτων του προγράμματος πραγματοποιήθηκε από τη Συντηρήτρια και έργων τέχνης Ελένη Κωτούλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αμφίπολης από το Μάρτιο ως τον Αύγουστο του 2013.
Η ανακοίνωση της κας Χρυσανθάκη είχε σαν στόχο να εμπλουτίσει τη γνώση μας σχετικά με τη νομισματική κυκλοφορία της σημαντικής αυτής πόλης και να απαντήσει σε ερωτήματα που σχετίζονται με την ιστορία, την τοπογραφία και την οικιστική οργάνωση της Αμφίπολης από την ίδρυση της αθηναϊκής αποικίας ως το τέλος της αρχαιότητας.
Τα νομίσματα που επιλέχθηκαν να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα προέρχονται από διάφορους ανασκαφικούς τομείς της πόλης, από την ανασκαφή του Δ. Λαζαρίδη, νομίσματα που βρέθηκαν στην ισχυρή εξωτερική οχύρωση, και πιο συγκεκριμένα από το βόρειο τείχος και ιδιαίτερα από τα τμήματα του τοίχους από τις στήλες Α, Β και Γ, από το ανατολικό τείχος και κοντά στην πύλη Ε και νότια από αυτήν, και από το νότιο τείχος από την πύλη Δ.
Μελετήθηκαν επίσης και νομίσματαπου βρέθηκαν σε κτίρια προγενέστερα, σύγχρονα, και μεταγενέστερα του βορείου τείχους.
Επίσης νομίσματα από την Ακρόπολη, από το υπαίθριο του ιερού της Κυβέλης στην περιοχή Κούκλες και μια σειρά ρωμαϊκών τάφων που βρέθηκαν ανατολικά και δυτικά του ανατολικού τείχους νότια της εσωτερικής οχύρωσης της Ακρόπολης. Και τέλος από τις ανασκαφές της πρώην ΙΗ Εφορίας νομίσματα από τα οικοδομικά συγκροτήματα στην περιοχή της πύλης ΣΤ του ανατολικού τείχους και στην θέση όπου έχει προταθεί η τοποθέτηση του Ηρώου του Βρασίδα.
Τα νομίσματα που έχουν βρεθεί στους τομείς του βορείου τείχους της Αμφίπολης των οποίων η στρωματογραφία ήτανε συχνά διαταραγμένη λόγω της κατοίκησης μέσα και έξω του βόρειου τείχους δε μπορούν προς το παρόν να επιβεβαιώσουν ή να αναιρέσουν την προταθείσα χρονολόγηση των δύο αρχικών φάσεων της κατασκευής του βορείου τείχους.
Στις πρώτες φάσεις που σχετίζεται με τον Αθηναίο στρατηγό Άγνωνα και το μακρό τείχος που αναφέρει ο Θουκυδίδης, μετά την ίδρυση της αθηναϊκής αποκίας και της δεύτερης που σχετίζεται με την παρουσία του Βρασίδα στην Αμφίπολη και την ολοκλήρωση της βόρειας οχύρωσης από τον Σπαρτιάτη στρατηγό με την ενσωμάτωση της ξύλινης γέφυρας στην πύλη Γ ανάμεσα στο 424-422 . Τα νομίσματα του βορείου τείχους μαρτυρούν περισσότερο τις διάφορες επεμβάσεις και επιδιορθώσεις στο τείχος τους ύστερους κλασσικούς και ελληνιστικούς χρόνους και τη λειτουργία κτιρίων όπως η οικοδομή 12 που έχει κτιστεί σε στρώματα επιχώσεων που έχουν επικαλυψει την αρχική αφετηρία της πύλης Α και αντιστοιχούν στο επίπεδο της παρακείμενης στην πύλη Α νεώτερης ελληνιστικής πύλης.
Τα κτίρια τα οποία έχουν ανασκαφτεί στο εσωτερικό της πύλης Α όπως η οικοδομή 12 ανήκουν στη νεώτερη αυτή φάση για τη χρονολόγηση της οποίας η συμβολή της μαρτυρίας των νομισμάτων της οικοδομής 12 είναι σημαντική. Πρόκειται για χάλκινα νομίσματα Αμφίπολης 4ου αιώνα, Φιλίππων 4ου αιώνα, Φιλίππου Β και Αλεξάνδου Γ των οποίων η χρονολόγηση στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα συμπίπτει με τη χρονολογία της συνεπίγραφης μαρμάρινης στήλης που βρέθηκε στο εσωτερικό του παρακέιμενου κτιρίου 9 -10 το οποίο έχει χτιστεί με το ίδιο στρώμα επίχωσης της οικίας 12. Πρόκειται για το γνωστό συμβόλαιο αγοροπωλησίας οικίας που πραγματοποιείτε ακόμη σε τοπικό νόμισμα της Αμφίπολης και δημοσίευσε ο Μιλτιαδης Χατζόπουλος.
Προβληματική επίσης παραμένει η χρονολόγηση προγενέστερη του βορείου τείχους κτιρίων όπως πχ. του μικρού ιερού της γυναικείας θεότητας που άρχισε να λειτουργεί πριν το 437 και ταυτίστηκε από το Δ. Λαζαρίδη με ιερό Νυμφών ή με Θεσμοφόρειο. Αναζητήθηκαν αλλά δυστυχώς δε βρέθηκαν ως τώρα νομίσματα από το στρώμα καταστροφής του κτιρίου στον οποίο ανήκει ο σημαντικός αποθέτης με τα υστεροαρχαϊκά ειδώλεια και αυστηρού ρυθμού, τα τοπικού εργαστηρίου αγγεία, και την ερυθρόμορφη υδρία.
Τα νομίσματα που μελετήθηκαν προς το παρόν από το γυναικείο ιερό προέρχονται από την επίχωση του κτιρίου, χρονολογούνται στον 4ο και αρχές 3ου αι. π.Χ. και σχετίζονται με τη χρήση του χώρου έξω από το τείχος.
Το μικρό υπαίθριο ιερό δεν πρέπει να λειτουργούσε στον 4ο αιώνα αφού φαίνεται να έπαψε να λειτουργεί με την ανέγερση του τείχους.
Συνοπτικά το νομισματικό υλικό που μελετήθηκε ως τώρα από την ανασκαφή του βορείου τείχους της οχύρωσης της Αμφίπολης δε μπορεί να βοηθήσει στην αποκατάσταση των πρώτων φάσεων της ιστοριάς της αθηναϊκής κυριαρχίας και δεν επιτρέπει ακόμα να κατανοήσουμε την τπογραφική σχέση της οχυρωμένης Αμφίπολης της εποχής του Άγνωνα και του Βρασίδα με το προάστιο των πηγών ή ακόμα και με τις 9 οδούς τη πρώτη αποικία των Αθηναίων που ο Θουκυδίδης τοποθετεί στη θέση της σημερινής Αμφίπολης.
Η πλειονότητα των νομισμάτων του ανατολικού τείχους, του τομέα των πολεοδωμικών συγκροτημάτων κοντά στην πύλη ΣΤ η οποία έχει ταυτιστεί με τις Θράκειες Πύλες χρονολογείται στο 2ο μισό του 4ου αι.και σχετίζεται με την περίοδο της 2ης οικοδομικής φάσης αυτού του τμήματος της πόλης στα χρόνια που ακολούθησαν κατά την κατάληψη της πόλης από τον Φίλιππο Β μετά την καταστροφή του ηρώου του Βρασίδα και το νέο σχεδιασμό του πολεοδομικού ιστού της πόλης με το ιπποδάμειο σύστημα.
Τα νομίσματα από την Ακρόπολη.
Και από την περιοχή Κούκλες από το ιερό της Κυβέλης και Άτη μαρτυρούν τη συστηματική χρήση του χώρου από τους ύστερους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους.
Τέλος η μελέτη 5 ταφικών θησαυρών που βρέθηκανσε ρωμαϊκούς τάφους που βρέθηκαν ανατολικά και δυτικά του ανατολικού τείχους όπως και μέσα σε πύργο του ανατολικού τείχους και χρονολογούνται στα τέλη του 1ου και κυρίως στο 2ου μ.Χ αιώνα μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για την οικιστική οργάνωση της πόλης κατά τον 2ο μ.Χ αιώνα.
Μέχρι τα χρόνια του Αυγούστου τα όρια της Αμφίπολης φαίνεται να είναι αυτά της κλασικής και ελληνιστικής φάσης της πόλης. Η βασικότερη Πύλη και η είσοδος της πόλης ήταν η νότια πύλη Δ όπου οι κάτοικοι της Αμφίπολης θα στήσουνε 2 βάθρα για τα αγάλματα του Αυγούστου και του Λουκίου.
Η ανέυρεση όμως των ρωμαϊκών τάφων μέσα και έξω από το ανατολικό τείχος της πόλης κατά τον 2ο μ.Χ αιώνα, μπορεί να θεωρηθεί σαν μία αλλαγή στον οικιστικό ιστό της πόλης με τη συρρίκνωσή της πιθανόν στο εσωτερικό της Ακρόπολης των κλασικών χρόνων ήδη από τον 2ο μ.Χ αιώνα την εγκατάσταση νεκροταφείου έξω από τα όρια του νέου άστεως και την εγκατάλειψη της ανατολικής οχύρωσης.
Τα νομίσματα που έχουν ήδη μελετηθεί, συμβάλλουν στην αποκατάσταση κυρίως της νομισματικής κυκλοφορίας της πόλης κατά τους ύστερους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Β μισού του 4ου αι. και του Α μισού του 3ου αι. π.Χ.
Τα αρχαιότερα νομισματα που βρέθηκαν στο σύνολο των επιλεγμένων τομέων χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα, νομίσματα Μηδατρίκη, Παυσανία και Χαλκιδικής Συμμαχίας.
Η νομισματική μαρτυρία συμπληρώνοντας τα επιγραφικά και αρχαιολογικά δεδομένα φανερώνει ότι η Αμφίπολη είναι ένα επιτυχημένο παράδειγμα ενσωμάτωσης μιας σημαντικής πόλης-κράτους στο μακεδονικό Βασίλειο και της σταδιακής μετατροπής της σε μακεδονική πόλη με τη υιοθέτηση των μακεδονικών θεσμών, τη λειτουργία βασιλικού νομισματοκοπείου, και τη χρήση του βασιλικού μακεδονικού νομίσματος μετά την κατάληψή της από τον Φίλιππο Β. Σε αντίθεση με την περιορισμένη παρουσία των μακεδονικών βασιλικών νομισμάτων στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα και προς το παρόν απουσιάς στην πόλη νομισμάτων του Πέρδικα Γ παρά την εγκατάσταση μακεδονικής φρουράς, οι χάλκινες μακεδονικές βασιλικές κοπές θα κυριαρχήσουν στην νομισματική κυκλοφορία της πόλης μετά το 357 και ως το τέλος του μακεδονικού βασιλείου. Τα περισσοτερα νομισματα είναι χάλκινες εκδόσεις Φιλίππου Β και Αλεξάνδρου Γ συγχρονες και μεταθανάτιες. Ακολουθούν τα νομίσματα του Κασσάνδου, του Δ. Πολιορκητού και βασιλικές κοπές τύπου μακεδονική ασπίδα και κράνος όπου λόγω κακής διατήρησης των νομισμάτων δεν εχουν προς το παρόν ταυτιστεί.
Η περιορισμένη παρουσία νομισμάτων του Αντίγονου Γονατά, του Φιλίππου Ε και του Περσέως οφείλεται στην επιλογή των ανασκαφικών τομέων που έχει προς το παρόν μελετηθεί.
Ενδιαφέρουσα είναι η σημαντική παρουσία χάλκινων νομισμάτων της πόλης των Φιλίππων του 4ου αι. π.Χ. που κυκλοφορούν μαζί με τις εκδόσεις τις χάλκινες εκδόσεις του Φιλίππου Β και Αλεξάνδρου Γ.
Όσον αφορά στα νομισματοκοπεία της Αμφίπολης η απουσία αρχαιότερων του 4ου αι. νομισμάτων στα ανασκαφικά στρώματα που μελετήθηκαν δε μας επιτρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα της έναρξης της νομισματικής παραγωγής της πόλης και πιο συγκεκριμένα της κοπής ή μη αργυρών υποδιαιρέσεων ημίδραχμων και οβολών στο τελευταίο 4ο του 5ου αι. όπως είχε προταθεί από το Β.Πούλιο πριν από τη συστηματική κοπή αργυρών εκδόσεων από το 370 και μετά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εμφάνιση των χάλκινων υποδιαιρέσεων της Αμφίπολης στα στρώματα του 2ου μισού του 4ου αι. και στο 1ο μισό του 3ου αι. π.Χ.
Από τις 3 χάλκινες υποδιαιρέσεις η μεγαλύτερη που φέρει κεφαλή Απόλλωνος σε γραμμικό τετράγωνο με το εθνικό ΑΜΦΙ απουσιάζει από το σύνολο που μελετάμε ενώ η μεσαία με κεφαλή γενειοφόρου νέου με γραμμικό τετράγωνο με το εθνικό ΑΜΦΙ εμφανίζεται σποραδικά. Η μικρή υποδιαίρεση που φέρει κεφαλή γενειοφόρου νέου όμοια με την κεφαλή των αργυρών οβολών χωρίς γραμμικό τετράγωνο με το εθνικό ΑΜΦΙ εξακολουθεί να κυκλοφορεί μαζί με τα νομίσματα του Φιλίππου Β και του Αλεξάνδρου Γ.
Απουσιάζουν οι χάλκινες κοπές της Αμφίπολης που φέρουν κεφαλή Ηρακλή στον εμπροσθότυπο και Λέοντα στον οπισθότυπο με το εθνικό ΑΜΦΙΠΟΛΙΤΩΝ το οποίο θέμα της χρονολόγησης παραμένει ανοιχτό. Η απουσία αυτών προς το παρόν στα στρώματα του 2ου μισού του 4ου αιώνα της πόλης είναι πραγματικά προβληματική.
Η εικόνα που σχηματίζεται προς το παρόν από το νομισματικό υλικό της Αμφίπολης συμφωνεί με αυτή του υστεροκλασικού και ελληνικού νεκροταφείου όπου από τα μέσα του 4ου επικρατούν οι μακεδονικές βασιλικές κοπές. Από τα μέσα του 4ου αιώνα η Αμφίπολη με τη ισχυρή στρατηγική θέση της θα γίνει μια νέα μακεδονική πόλη που θα ξαναοργανωθεί με νέο πολεοδομικό σύστημα, θα υποδεχτεί νέο πληθυσμό, θα αποκτήσει νέους θεσμούς και με ένα νέο νόμισμα που θα αντικαταστήσει σταδιακά την αυτόνομη νομισματοκοπία. Η άλλοτε σημαντική αθηναϊκή αποικία θα γίνει πρότυπο για τις νέες πόλεις.
Του Γιώργου Παπαδόπουλου
empedotimos.blogspot.gr/2015/03/blog-post_12.html