Πριν θέσουμε οποιοδήποτε ζήτημα προς συζήτηση, καλό θα ήταν να προσεγγίσουμε λίγο το αινιγματικό πρόσωπο του Σωκράτη. Ο εμβληματικός φιλόσοφος έζησε τον 5ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα του «Χρυσού Αιώνα», από την οποία σχεδόν ποτέ δεν μετακινήθηκε, εκτός εάν εξαιρέσουμε την υπηρεσία του σε μερικές πολεμικές εκστρατείες. Ήταν γιος του Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης, και για τη μητέρα του γνωρίζουμε πως ασκούσε το επάγγελμα της μαίας – χαρακτηριστικό που τον σημάδεψε έντονα στη ζωή του.
Ο παραλληλισμός με τον Χριστό είναι μία τοποθέτηση στην οποία μπορεί να προβεί κανείς αν παραθέσει τη ζωή τους δίπλα δίπλα. Και οι δύο δεν άφησαν τίποτα σε μορφή γραπτού πίσω τους, είχαν έναν κύκλο (νεαρών σε ηλικία) μαθητών, δεν δέχονταν αμοιβή για τη «διδασκαλία» τους (ο Σωκράτης δεν θα δέχονταν ποτέ τον χαρακτηρισμό του δασκάλου), οι ιδέες τους έθεσαν σε αμφισβήτηση τα πρότυπα σκέψης και τις πιο θεμελιώδεις αντιλήψεις της εποχής τους, και, φυσικά, καταδικάστηκαν στον θάνατο από τις κοινωνίες τους για κατηγορίες ανυπόστατες.
Ένα άλλο ιδιαίτερο στοιχείο είναι η θέσπιση του Σωκράτη ως τη πιο θεμελιώδη μεταστροφή και διχοτόμηση στην ιστορία της φιλοσοφίας – όπως ορίζουμε χρονολογικά την ανθρώπινη ιστορία σε χρόνια προ και μετά Χριστού, έτσι μπορούμε να διαχωρίσουμε τη φιλοσοφία, ή μάλλον τους φιλοσόφους, σε προσωκρατικούς και μετασωκρατικούς, σε «φυσικούς» και «ανθρωπιστές». Το βάρος του φαινομένου του Σωκράτη προκάλεσε τη μετατόπιση του πυρήνα του προβληματισμού των στοχαστών – πριν εκείνον, οι φιλόσοφοι ασχολούνταν με τα φυσικά φαινόμενα, τον κόσμο, το σύμπαν, ενώ μετά από αυτόν επίκεντρο γίνεται ο άνθρωπος κι ο συσχετισμός του με την ύπαρξη. Μία αρκετά γνωστή θέση επί του ζητήματος είναι η εξής:
«Ο Σωκράτης κατέβασε τη φιλοσοφία από τα άστρα στη Γη, και την έβαλε στα σπίτια των ανθρώπων»
Τελευταίο στοιχείο που θα παραθέσουμε πριν ξεκινήσουμε είναι να προσδιορίσουμε με ποιον Σωκράτη θα ασχοληθούμε. Ακούγεται οξύμωρο, όμως όχι απλώς δεν είναι, αλλά αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους προβληματισμούς στην ιστορία της φιλοσοφίας, γνωστό κι ως «Σωκρατικό Πρόβλημα». Όπως είναι φυσικό, όταν κάποιος δεν αφήνει γραπτά πίσω του, τα λόγια και τα διδάγματά του διαστρεβλώνονται και αλλοιώνονται από το πρίσμα σκέψης των ανθρώπων ή μαθητών που θα τον καταγράψουν στις σελίδες της ιστορίας. Για χάρη του Σωκράτη, αυτό το «χρέος» τέλεσε ο μαθητής του Πλάτωνας, ο οποίος τον όρισε ως πρωταγωνιστή και κεντρικό ομιλητή όλων των διαλόγων/έργων του.
Κι εδώ τίθεται το ζήτημα. Αν πάρουμε από την αρχή ως το τέλος όλων των Πλατωνικών διαλόγων τον Σωκράτη και τον θεωρήσουμε ως ένα πρόσωπο, προφανώς θα έχουμε να κάνουμε με μία προσωπικότητα ολότελα σχιζοφρενική. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή στους πρώιμους διαλόγους, βρίσκουμε έναν Σωκράτη βυθισμένο μέσα στην ειλικρίνεια της άγνοιάς του, έναν στοχαστή που βυθίζει τους συνομιλητές του στο χάος του «Ἓν οἶδα ὅτι ουδὲν οἶδα», έναν δάσκαλο που αρνείται να διδάξει και που καλεί τους μαθητές του να βρούνε τη προσωπική τους αλήθεια. Στους μεταγενέστερους όμως διαλόγους, αντικρίζουμε έναν εντελώς διαφορετικό άνθρωπο – ο Σωκράτης πλέον χρησιμοποιεί την άγνοια ως τέχνασμα κι όπλο διαλεκτικής, επιβάλει και κυνηγά απόλυτες έννοιες και αιτιολογικούς ορισμούς. Έχουμε συνεπώς τον Σωκράτη της άγνοιας, και τον Σωκράτη των ορισμών και της αντικειμενικής αλήθειας (αυτόν που αφόρισε ο Νίτσε στο Λυκόφως των Ειδώλων).
Γιατί συμβαίνει αυτό; Μία πιθανή εξήγηση είναι πως ο Πλάτωνας στα πρώιμα έργα του δεν είχε προλάβει να θέσει τον δικό του τρόπο σκέψης και το προσωπικό του αξιακό σύστημα, με αποτέλεσμα να παραθέτει και να οδηγείται από τη σκέψη του δασκάλου του, από την οποία ήταν ακόμη έντονα επηρεασμένος. Και, ύστερα, όταν έφτασε στη σύλληψη του κόσμου των ιδεών, όταν όρισε την ιδανική Πολιτεία, τότε απλώς προσάρμοσε το πρόσωπο του Σωκράτη στα πιστεύω του, τον χρησιμοποίησε ως βάση για να στηρίξει τις δικές του πεποιθήσεις.
Δεν θα το αναλύσουμε άλλο, και η αλήθεια είναι πως ήδη το κουράσαμε αρκετά. Όποιος ενδιαφέρεται περισσότερο για το Σωκρατικό Πρόβλημα, εξαιρετικό είναι το βιβλίο του François Roustang με τίτλο: «Το μυστικό του Σωκράτη για την αλλαγή της ζωής», που αναδεικνύει κυρίως τον Σωκράτη της άγνοιας, με τον οποίο και θα ασχοληθούμε στη συνέχεια αυτού του άρθρου.
Η ψυχαναλυτική διαδικασία σήμερα
Η ψυχανάλυση σήμερα, όπως εδραιώθηκε από στοχαστές όπως ο Φρόυντ και ο Γιουνγκ (οι οποίοι φυσικά επηρεάστηκαν από άλλους στοχαστές, όπως τον Ντοστογιέφσκι) ορίζεται ως μία διαδικασία αιτιολογικής ερμηνείας της ανθρώπινης ψυχής, η οποία αποσκοπεί στην εύρεση των βαθύτερων λόγων της σκέψης και της πράξης μας, με στόχο την ουσιαστική κατανόηση του εαυτού και, κατά συνέπεια, τη βελτίωση της ζωής μας μέσα από τη κάθαρση και την ενδογενή αντίληψη που προσφέρει. Με απλά λόγια: μιλάμε, αναλύουμε τις πράξεις μας, αντιλαμβανόμαστε γιατί πράττουμε όπως πράττουμε (και κατ’ επέκταση, γιατί δεν είμαστε ευτυχισμένοι), με στόχο να καταλάβουμε, να συνειδητοποιήσουμε το ά-λογο των κινήσεών μας, και να θέσουμε στη ζωή μας ένα νέο επίπεδο συνειδητότητας στο οποίο είμαστε πιο υγιής και απαλλαγμένοι -όσο το δυνατόν περισσότερο- από τα ψυχολογικά τραύματα και τις «σκιές» του παρελθόντος.
Είναι, συνεπώς, μία διαδικασία στοχασμού πάνω στο «γιατί» – σε ένα «γιατί» προσωπικό και υποκειμενικό. Κατά κάποιο τρόπο φιλοσοφούμε, εκφράζουμε και αναλύουμε το «εγώ» μας, προσπαθώντας να το κατανοήσουμε και να το συνειδητοποιήσουμε. Είναι μία διαδικασία μακροχρόνια, επίπονη και δύσκολη, και όπως έλεγε ο Γιουνγκ:
«Η συνειδητότητα δεν έρχεται δίχως πόνο»
Αυτή τουλάχιστον είναι η θέση της πλειοψηφίας της ψυχανάλυσης σήμερα, η οποία όχι απλώς είναι ο πυρήνας του σύγχρονου δυτικού κόσμου, αλλά όπως έλεγε ο Osho: «Η θρησκεία του σημερινού ανθρώπου». Η πεποίθηση δηλαδή ότι κάτω από το εγώ κρύβεται μία άβυσσος ασυνείδητου, ότι την ανθρώπινη ύπαρξη μπορούμε και οφείλουμε να ερμηνεύσουμε αιτιολογικά. Ρίζες έχει αναμφίβολα στην Αριστοτελική σκέψη και, κυρίως, στο Χριστιανισμό. Κι εδώ θα ξεκινήσουμε τη κριτική της και θα εξηγήσουμε γιατί ο Σωκράτης της άγνοιας, ο -πιθανότατα- αυθεντικός Σωκράτης, θα έριχνε σφαλιάρα στον Φρόυντ και θα αφόριζε κάθετα τη διαδικασία της ψυχανάλυσης στο σύνολό της.
Πρώτο στοιχείο είναι ότι η ψυχαναλυτική διαδικασία θέτει εξορισμού τον άνθρωπο ως ασθενή – οποιοσδήποτε επιθυμεί σήμερα να παρακολουθήσει συνεδρίες ψυχανάλυσης, δεν μπορεί παρά να αποδεχθεί τον εαυτό του ως «ασθενή» και τον ψυχαναλυτή του ως «θεραπευτή», ή τουλάχιστον ως «γνώστη», κάτοχο μίας ανώτερης συνειδητότητας. Το πράγμα όμως δεν φτάνει ως εκεί, μιας και ένα από τα πιο κομβικά σημεία της διαδικασίας είναι η παραδοχή του «ασθενή» ότι όντως είναι άρρωστος, ότι όντως έχει πρόβλημα που πρέπει να λύσει. Ο άνθρωπος συνεπώς, εξαρχής εγκλωβίζεται στον ορισμό του «προβληματικού», εντάσσεται στο πλαίσιο της δυστυχίας ή -τουλάχιστον- της μη ευτυχίας΄ διαφορετικά, η διαδικασία καθίσταται άλογη. Όπως είπε ο Osho, που άθελά μου, έχει από ότι φαίνεται τη τιμητική του σε αυτό το άρθρο:
«Η ψυχανάλυση δεν έχει να πει τίποτα για τον ευτυχισμένο άνθρωπο»
Με ποια άλλη διαδικασία μπορούμε άραγε να συσχετίσουμε τη ψυχανάλυση; Μία εύλογη απάντηση είναι με τη χριστιανική εξομολόγηση. Οι ομοιότητες και οι συσχετισμοί ποικίλουν:
α) Ο ορισμός «αμαρτωλού/ασθενή» ως «αμαρτωλό/δυστυχισμένο».
β) Ο «ιερέας/θεραπευτής», ο οποίος μπορεί να τον βοηθήσει να ερμηνεύσει το «θείο θέλημα/υποσυνείδητο» του.
γ) Η «ευλογία/εξειδίκευση» του «ιερέα/θεραπευτή», που τον καθιστά υπεύθυνο και ικανό να ορίσει τα πλαίσια και την εξέλιξη της διαδικασίας (και, προφανώς, κατά πολλούς τρόπους, «ανώτερο» από τον «αμαρτωλό/ασθενή»).
δ) Η αιτιολογική προσέγγιση του «είναι» του «αμαρτωλού/ασθενή», με τη μορφή του «θείου θελήματος/υποσυνείδητου», η μη-κατανόηση του οποίου και η ανικανότητά του να πράξει με βάση αυτά, τον καθιστά δυστυχισμένο.
ε) Η ρίζα της δυστυχίας του «αμαρτωλού-θεραπευτή» στο παρελθόν του, και συγκεκριμένα στο «προπατορικό αμάρτημα/παιδικά τραύματα», για τα οποία δεν έχει τον παραμικρό λόγο αυτός καθαυτός.
Ενδεχομένως μπορούμε να βρούμε κι άλλα, δεν νομίζω όμως πως υπάρχει λόγος. Ίσως είναι τολμηρός ισχυρισμός, αλλά η συγκεκριμένη μορφή ψυχανάλυσης είναι κατά κάποιο τρόπο μία μεταμφιεσμένη εξομολόγηση χριστιανικού τύπου. Αυτό φυσικά δεν ισχύει για το σύνολο των ψυχαναλυτών, μιας και πάντα υπάρχουν αυτοί που αποκλίνουν από τον παραλογισμό της πλειοψηφίας της εκάστοτε τέχνης/τρόπου σκέψης – όπως και ο στάρετς Ζωσιμάς στο «Αδερφοί Καραμαζόφ» του Ντοστογιέφσκι, που ήταν κάθε άλλο παρά «συνηθισμένος» παπάς, μιας κι έδινε απλόχερα το χαμόγελο στους «αμαρτωλούς» και τους συμπεριφέρονταν σαν φυσιολογικούς ανθρώπους, κι όχι σαν υπανθρώπους που κρέμονται στο χείλος της κόλασης.
Έχουμε λοιπόν αυτή τη μορφή ψυχανάλυσης, που εξορισμού γεννάει την αρρώστια του ανθρώπου για να έχει λόγο ύπαρξης και εφαρμογής – μία διαδικασία που δημιουργεί προβλήματα και «βαθιά ριζωμένα ψυχικά τραύματα» (που δεν είναι τίποτα άλλο από ολότελα επιφανειακές ασυναρτησίες) για να συντηρεί το «γίγνεσθαι» της ροής και της εξέλιξής της. Μία διαδικασία που βυθίζει τον άνθρωπο σε έναν βούρκο αναίτιας πολυπλοκότητας (που φυσικά εξυψώνεται ως «ουσιώδες βάθος») και που εξορκίζει την απλή σκέψη ως «επιφανειακή» και ως απόλυτα άχρηστη στην αναζήτηση της συνειδητότητας και της κατανόησης. Ένα σύστημα σκέψης που παράγει «λογικούς βλάκες», που είναι σε θέση να ξεδιπλώσουν μυριάδες αιτίων για τη δυστυχία τους, αλλά που δεν μπορούν να αφεθούν στην ευτυχία ούτε μία στιγμή.
Ενάντια όμως σε αυτή τη ψυχανάλυση, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον διάλογο του Σωκράτη.
Ο Σωκρατικός διάλογος, ή αλλιώς η ψυχανάλυση της ευτυχίας
«Ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος θεραπευτής»
-François Roustang
Ο Σωκράτης ως «θεραπευτής» (πιθανώς, ούτε αυτόν τον ορισμό θα δέχονταν ο ίδιος) δεν έχει καμία σχέση με το σύγχρονο ψυχαναλυτή. Δεν ισχυρίζεται ότι ξέρει κάτι ή πως είναι ανώτερος από τον συνομιλητή του, σε οποιοδήποτε επίπεδο – κι αυτή είναι μία κατάθεση ειλικρινής και ουσιαστική. Αποδέχεται και τονίζει την άγνοιά του σε κάθε ευκαιρία. Ισχυρίζεται και όντως συζητάει και πράττει με την επίγνωση του ότι όντως δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα, είτε μιλάμε για τη φυσική πραγματικότητα, είτε για την ύπαρξη του ανθρώπου. Ως εκ τούτου, είναι ανίκανος να επενδύσει νοηματικά πάνω σε οποιαδήποτε έννοια, παρά αρέσκεται μονάχα στο να ρωτάει.
Ερωτήσεις, αλλεπάλληλες ερωτήσεις, αυτό έχει μονάχα να δώσει, κι αυτές λειτουργούν ως πολιορκητικοί κριοί στο αξιακό στερέωμα, τα πιστεύω και τα «ξέρω» του συνομιλητή του, κι όχι σαν αφορμές για να βρει αξίες ή να αντιληφθεί κάτι πέρα από την άγνοιά του. Δεν είναι δυνατή ούτε καν η αντιπαράθεση, μιας κι ο Σωκράτης αρνείται να στηριχθεί και να υποστηρίξει οποιαδήποτε θέση – με τη στάση του, το μόνο που πράττει είναι να αναδεικνύει το άλογο των θέσεων του συνομιλητή του. Το να προσπαθήσεις να έχεις αντιπαράθεση μαζί του, είναι σαν να προσπαθήσεις να αναγκάσεις το είδωλό σου στο καθρέφτη να μη σε ακολουθήσει. Ο συνομιλητής φτάνει σταδιακά μέσω του διαλόγου σε μία κατάσταση αληθινής άγνοιας (ή «νάρκωσης», όπως αναφέρει ο Μένων στον ομώνυμο διάλογο, χαρακτηρίζοντας τον Σωκράτη ως θαλάσσια νάρκη), ενώ ο ασθενής της σύγχρονης ψυχανάλυσης, με το πέρας της συνεδρίας, βρίσκεται σε μία κατάσταση ψεύτικης γνώσης. Ο Σωκράτης συντελεί στο να συνειδητοποιήσει ο συνομιλητής αυτά που δεν ξέρει, ενώ ο ψυχαναλυτής στο να νομίζει πως ξέρει κάτι. Η ροή σκέψης του εκκεντρικού αυτού φιλοσόφου είναι σαν το νερό του Ταοϊσμού, είναι ταυτόχρονα μαλακιά και σκληρή, υποδέχεται αλλά ταυτόχρονα εγκλωβίζει και εξουδετερώνει.
«Αυτό το πράγμα ξεκίνησε να μου συμβαίνει από τότε που ήμουν παιδί, μια φωνή που ακούω μέσα μου, η οποία όταν ακούγεται, με αποτρέπει να κάνω κάποιες πράξεις, αλλά δεν μου υποβάλλει ποτέ τι να κάνω.»
Και, μιας και αναφέραμε το γνωστό δαιμόνιο του Σωκράτη, ας μείνουμε σε αυτό, αφού σε αυτό συγκεντρώνεται όλη η ουσία της διδασκαλίας του. Καταρχάς, να θέσουμε τη θεμελιώδη αντίθεσή του ως προς τη φωνή της ενοχικότητας του σύγχρονου ασθενή. Ο σύγχρονος άνθρωπος, ο ασθενής, ακούει συνεχώς μέσα του τι θα «έπρεπε» να κάνει – πώς θα μπορούσε να είναι πιο ικανός, πώς η ζωή του θα μπορούσε να είναι καλύτερη, πώς θα έχαιρε περισσότερης εκτίμησης από τους γύρω του, κα. Η ενδογενής φωνή του σύγχρονου ασθενή δεν κάνει τίποτα άλλο από το να τον πνίγει σε ένα τυφώνα ατελείωτων «θα», που με τη σειρά τους τον υποχρεώνουν να φαντάζεται και να επιθυμεί ιδεατές συνθήκες, και φυσικά, να αρνείται τη χειροπιαστή του πραγματικότητα. «Αν δεν είχε γίνει αυτό το ατύχημα, τώρα θα περπατούσα», «Αν δεν είχα χάσει το λεωφορείο, δεν θα είχα αργήσει», «Αν η μητέρα μου ήταν καλύτερη, θα ήμουν πιο υγιής», «Αν ήμουν πιο ενδιαφέρων, θα μπορούσα να έχω αυτόν/η για σύντροφο», αν, αν, αν. Αυτή είναι η εσωτερική φωνή του ανθρώπου σήμερα, ένας ακατάσχετος μονόλογος αλλεπάλληλων Αν.
Έζησα στην άκρη του γκρεμού
της παράνοιας, θέλοντας να γνωρίζω τα αίτια,
χτυπώντας σε μία πόρτα. Ανοίγει.
Χτυπούσα από μέσα.
-Ρουμί
Το δαιμόνιο του Σωκράτη όμως, είναι ολότελα διαφορετικό. Δεν αξιολογεί τη πραγματικότητα, δεν κρίνει καταστάσεις, δεν αναλύει σκέψεις, δεν κυνηγάει αίτια. Έχει μονάχα δύο λειτουργίες: αποδέχεται και καθοδηγεί.
Αποδέχεται, επειδή δεν κρίνει. Και καθοδηγεί, επειδή «φωνάζει» όταν κάτι στέκεται εμπόδιο στα αληθινά «θέλω» του ανθρώπου. Αυτή η τόσο απλή και ουσιαστική καθοδήγηση είναι η ρίζα της πιο αληθινής ηθικής, της ηθικής που -ασχέτως πώς και γιατί- όλοι έχουμε μέσα μας. Αλλά ως ηθική φυσικά δεν ορίζουμε την «ηθική της ενοχής», τη «χριστιανική ηθική», αλλά την ηθική της χαράς, την ηθική του Ζαρατούστρα – την τάση μας να εναντιωνόμαστε απέναντι σε καθετί δεν αισθανόμαστε αυθεντικό, σε οτιδήποτε συγκρούεται με το «είναι» μας και εντός του οποίου δεν μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας.
Ο σύγχρονος ψυχαναλυτής ακούγοντας αυτά τα λόγια θα χαζογελάσει, θα μας κοιτάξει αφ’ υψηλού και θα πει πως όλα αυτά είναι σαχλαμάρες, ουτοπίες και εξιδανικευμένες αερολογίες. Κι όμως, πρέπει να έχουμε το θάρρος να τον κοιτάξουμε στα μάτια και να υποστηρίξουμε την αλήθεια μας. Επειδή όλοι μας, μα όλοι ανεξαιρέτως, ξέρουμε όταν κάτι απλώς δεν μας αρέσει. Όπως και Ξέρουμε όταν κάτι μας αρέσει, όταν κάτι είναι αυθεντικό για εμάς, όταν κάτι κάνει το «είναι» μας να χαίρεται. Αισθανόμαστε τη χαρά του να κάνουμε πράγματα που ουσιαστικά μας αρέσουν, και νιώθουμε τη δυσφορία να πράττουμε κάτι που απλώς δεν μας εκφράζει ως οντότητες. Κι αυτό το αίσθημα είναι χίλιες φορές πιο χειροπιαστό, αληθινό και ξεκάθαρο από όλες τις εκλογικευμένες «συνειδητοποιήσεις» που μπορούμε να φτάσουμε μέσω της υποτιθέμενης ανάλυσης του «υποσυνείδητου» εαυτού μας.
Ξέρεις τι σου αρέσει, και τι δεν σου αρέσει – το αισθάνεσαι, είναι τόσο απλό. Αυτός είναι ο ψίθυρος του δαίμονα που προσπαθεί να ξυπνήσει μέσα στους συνομιλητές του ο Σωκράτης, ο οποίος πλέον δεν ακούγεται μέσα την ηχορύπανση που έχει δημιουργηθεί εντός του μυαλού τους. Χαμένοι μέσα στη πολυπλοκότητα και τη δυσλειτουργικότητα της σκέψης τους, οι άνθρωποι απλώς μπουρδουκλώνονται σε κάθε τους σκέψη, μπερδεύουν τα αισθήματα με τη λογική, προσπαθούν να δώσουν αξία μέσω λογικών διεργασιών – φτάσανε στο απόγειο της παράνοιας, θέλουν να ξέρουν γιατί (!) είναι χαρούμενοι για να επιτρέπουν στον εαυτό τους να είναι χαρούμενοι.
«Εάν δεν πάρεις αυτό που θες, υποφέρεις. Εάν πάρεις αυτό που δεν θέλεις, υποφέρεις. Ακόμα κι αν πάρεις ακριβώς αυτό που θες, και πάλι υποφέρεις επειδή δεν μπορείς να το κρατήσεις για πάντα. Το μυαλό σου είναι η αιτία της δυσφορίας σου. Θέλει να είναι ελεύθερο από την αλλαγή. Ελεύθερο από τον πόνο, ελεύθερο από τις υποχρεώσεις απέναντι στο θάνατο και τη ζωή. Όμως η αλλαγή είναι ο νόμος και όλη η υποκρισία του κόσμου δεν αρκεί για να παραμορφωθεί αυτή η πραγματικότητα»
Μέσα από αυτά τα λόγια του Σωκράτη, μπορούμε να αντιληφθούμε την ουσία της άγνοιάς του. Ο Σωκράτης δεν ξέρει τίποτα, επειδή ζει σε μία πραγματικότητα του «γίγνεσθαι», επειδή αποδέχεται ολοκληρωτικά το -αιωνίως μεταβαλλόμενο- τώρα, απαλλαγμένος από τα φαντάσματα του παρελθόντος και τα πυροτεχνήματα του μέλλοντος. Μα αφού ξέρεις κάτι αυτή τη στιγμή, πώς γίνεται αυτή η γνώση να ισχύει την επόμενη στιγμή, που η ζωή η ίδια θα έχει αλλάξει; Δεν μπορείς να περάσεις το ίδιο ποτάμι δυο φορές, επειδή ούτε εσύ θα είσαι ο ίδιος, ούτε κι αυτό. Δεν θα βρεις ποτέ την ιδέα, τη κατάσταση ή τη συνειδητοποίηση που θα σου εξασφαλίσει για πάντα τη χαρά – τη χαρά πρέπει να τη κατακτάς και να της επιτρέπεις να μπει μέσα σου κάθε στιγμή. Απλώς «είσαι» και δεν υπάρχει λόγος να ήθελες να «είσαι» αλλιώς, επειδή δεν υπάρχει αυτό το αλλιώς. Κι αυτή δεν είναι η αιτία να κάτσεις στα αυγά σου, να μείνεις στάσιμος, αλλά η μεγαλύτερη αφορμή να «χορέψεις ανάμεσα στα αστέρια». Η ζωή σε βαφτίζει και σε αποκληρώνει σε κάθε σου βήμα, σου επιτρέπει να εξαγνιστείς και να αναγεννηθείς από τις στάχτες σου κάθε δευτερόλεπτο – ποιος ο λόγος να το φοβάσαι αυτό;
Αλλαγή και αποδοχή της αλλαγής – ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο γίγνεσθαι, μία ατελείωτη υπέρβαση δίχως στόχο. Σε αυτή τη διεργασία τελείται η μύηση στη τέχνη την ευτυχίας.
Αυτό είναι το παράδοξο της ζωής και της ευτυχίας, και τη χαρά τη βρίσκεις μόνο στους παράλογους, κι όχι στους λογικούς. Γιατί, όπως είπε ο Καμύ:
«Η προσπάθεια αυτή καθαυτή να φτάσει κανείς τα ύψη είναι αρκετή για να γεμίσει τη καρδιά του ανθρώπου. Θα πρέπει κανείς να φανταστεί τον Σίσυφο πραγματικά χαρούμενο»
http://kammenatetradia.com