Μιλούν τα αγάλματα;

l_14845-

Τρομαγμένες Καρυάτιδες

Εκείνη η αέναη, νεκρική σιωπή που ανέκαθεν υπήρχε μέσα σε τούτο τον τάφο, έσπασε. Το πηχτό, παγωμένο χώμα που είχε γίνει ένα με τα μάτια και τα στήθη μας, άρχισε ξάφνου να πέφτει παραδίπλα από τα μάγουλά μας. Φάνηκαν τα πρόσωπά μας, τα λεπτομερώς ενδεδυμένα σώματα, μέχρι και των ποδιών αποκαλυφθήκανε τα δάχτυλά μας. Το μόνιμο σκότος, που ολοένα έπεφτε τριγύρω, έκανε να γίνει φως και χρώμα για πρώτη φορά, μετά από τόσο, ποιος ξέρει, καιρό. Ποιος ξέρει άραγε για πόσο βρισκόμαστε σε αυτήν την ίδια στάση και κατάσταση, είναι λες και δεν ξυπνήσαμε ποτέ μας, είναι λες και κοιμηθήκαμε σε ύπνο βαθύ, αιώνιο, από την ίδια ώρα που μας έβαλαν εδώ, για να στηρίζουμε με τις κεφαλές μας το βάρος των νεκρών. Και το ακόμα πιο περίεργο είναι ότι κάπως έτσι κι εμείς ξεμείναμε ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς, αφού ουδέποτε υπήρξαμε ούτε το ένα ούτε το άλλο, ουδέποτε ζήσαμε ακριβώς μα ούτε και ξέρουμε πότε θα πεθάνουμε με ακρίβεια. Είναι λες και τα κορμιά μας δεν κουνήθηκαν ποτέ τους, τα χέρια μας ποτέ δεν απλώθηκαν ως πέρα, τα βλέφαρά μας μείνανε για πάντα έτσι, ακίνητα και καταπλακωμένα, θαρρείς ότι εξ αρχής μαρμάρωσε η ύπαρξή μας όλη και ότι υπάρχουμε διαρκώς έτσι, εγκλωβισμένες μέσα σε μια διαρκή αγκύλωση που ξεκίνησε στο τότε και φτάνει μέχρι το ποτέ. Ακόμα κι έτσι όμως, ακόμα κι αν μας σκέπασε απ’ άκρη σ’ άκρη η απέραντη γη αμέτρητους αιώνες, ήδη διακρίνονται πάνω μας σημάδια φθοράς, μέτωπα ραγισμένα, χείλη κομμένα στα δυο, ίσως προσπαθήσαμε κάποτε να μετακινηθούμε πάλι, αλλά δεν τα καταφέραμε και μείναμε για πάντα να στέκουμε έτσι, ανθρώπινα αγάλματα ή, ποιος ξέρει, άνθρωποι αγαλματένιοι.

Πάνος Μουχτερός

Μιλούν τα αγάλματα;

Τα σχόλια είναι κλειστά.