Ο Μέγας Αλέξανδρος ενώ βρισκόταν στον Μαλλό, έμαθε ότι ο Δαρείος στρατοπεδεύει με όλο του το στράτευμα στους Σώχους. Η περιοχή αυτή ανήκει στην Ασσυρία και απέχει από τις ασσυριακές πύλες περίπου δύο σταθμούς. Συγκέντρωσε λοιπόν τους εταίρους και τους ανακοίνωσε τα νέα για το Δαρείο και τη στρατιά του. Αυτοί πάλι τον προέτρεψαν να ξεκινήσει χωρίς καθυστέρηση. Τους επαίνεσε και διέλυσε τη σύσκεψη. Την επόμενη μέρα, ξεκίνησε να συναντήσει τον Δαρείο και τους Πέρσες. Μέσα σε δύο μέρες από τη στιγμή που πέρασε τις πύλες, στρατοπέδευσε κοντά στην πόλη Μυρίανδρο. Μέσα στη νύχτα ξέσπασε καταιγίδα με βροχή και δυνατό άνεμο και ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να μείνει στο στρατόπεδο.
Από την άλλη, ο Δαρείος με τη στρατιά του κέρδιζε χρόνο. Είχε επιλέξει μία ανοιχτή ασσυριακή πεδιάδα, που χωρούσε τη μεγάλη στρατιά του και ήταν κατάλληλη για ελιγμούς του ιππικού. Ο Αμύντας, ο γιος του Αντιόχου, που είχε αυτομολήσει από τον Αλέξανδρο του συνέστησε να μην εγκαταλείψει την περιοχή, που ήταν τόσο ευρύχωρη για το στράτευμα και τα εφόδια των Περσών. Έμεινε λοιπόν εκεί ο Δαρείος. Εν τω μεταξύ καθώς ο Αλέξανδρος καθυστέρησε πολύ στην Ταρσό, λόγω ασθένειας και στους Σόλους, όπου θυσίαζε κι έκανε παρελάσεις χάνοντας πολύτιμο χρόνο πολεμώντας τους ορεσίβιους Κίλικες, ο Δαρείος άλλαξε γνώμη. Εξάλλου, ήταν έτοιμος να πιστέψει ότι του ήταν πιο ευχάριστο. Του ξεσήκωσαν και τα μυαλά οι αυλοκόλακες και πίστεψε ότι ο Αλέξανδρος δε θέλει πλέον να προχωρήσει, αλλά δίστασε μόλις έμαθε ότι αυτός πλησιάζει. Τον ξεσήκωναν όλοι από όλες τις πλευρές λέγοντάς του ότι θα καταπατήσει με το ιππικό την μακεδονική στρατιά. Ωστόσο ο Αμύντας επέμενε ότι ο Αλέξανδρος θα φτάσει οπουδήποτε μάθει ότι βρίσκεται ο Δαρείος και τον προέτρεπε να περιμένει εκεί. Πείστηκε όμως από τις χειρότερες εκτιμήσεις, επειδή εκείνη τη στιγμή του ήταν πιο ευχάριστες. Ίσως κάποια θεϊκή δύναμη τον οδήγησε σ’ εκείνη την πεδιάδα, διότι ούτε το ιππικό τον ωφέλησε ιδιαίτερα, ούτε το πλήθος των στρατιωτών του, και ο Αλέξανδρος και η στρατιά του νίκησαν εύκολα. Εξάλλου, ήταν μοιραίο να χάσουν οι Πέρσες την ηγεμονία της Ασίας από τους Μακεδόνες, όπως οι Μήδοι την είχαν χάσει από τους Πέρσες κι πιο πριν οι Ασσύριοι από τους Μήδους. O Δαρείος πέρασε το βουνό που βρίσκεται κοντά στις λεγόμενες Αμανικές πύλες, προχώρησε προς την Ισσό και χωρίς να γίνει αντιληπτός, βρέθηκε στα νώτα του Αλέξανδρου. Μπήκε στην Ισσό, όπου σκότωσε με φρικτά βασανιστήρια τους άρρωστους Μακεδόνες που είχαν παραμείνει εκεί. Την επόμενη μέρα, προχώρησε προς τον ποταμό Πίναρο. Όταν ο Αλέξανδρος άκουσε ότι ο Δαρείος βρίσκεται πίσω του, δε θεώρησε αξιόπιστη την είδηση.
Έβαλε λοιπόν σε τριακόντορο (πλοίο με τριάντα κουπιά) μερικούς συντρόφους και τους έστειλε στην Ισσό, για να ελέγξουν επί τόπου αν η είδηση είναι αληθινή. Αυτοί έμαθαν πολύ εύκολα ότι οι Πέρσες βρίσκονται εκεί όπου η θάλασσα σχημάτιζε κόλπο. Έστειλαν μήνυμα στον Αλέξανδρο ότι κρατά στο χέρι τον Δαρείο. Αυτός πάλι κάλεσε σε σύσκεψη τους στρατηγούς, τους ίλαρχους και τους διοικητές των συμμάχων και τους παρότρυνε να έχουν θάρρος, καθώς ήδη οι προηγούμενες μάχες είχαν καλό αποτέλεσμα και οι Μακεδόνες θα πολεμούσαν ως νικητές εναντίον ηττημένων. Ακόμη τους είπε ότι η θεϊκή δύναμη είναι ο καλύτερος στρατηγός τους, αφού έβαλε στο μυαλό του Δαρείου να πάρει τα στρατεύματά του από την ανοιχτή πεδιάδα και να τα στριμώξει στο στενό πέρασμα που ήταν ότι έπρεπε για την ανάπτυξη της φάλαγγας και ο αριθμός των Περσών δε θα τους βοηθούσε στη μάχη, διότι η φυσική τους κατάσταση και το ηθικό τους σθένος δεν ήταν ανάλογα με αυτόν. Ο Αλέξανδρος πρόσθεσε ακόμα, ότι οι Μακεδόνες που από παλιά ασκούνταν στις πολεμικές τέχνες με πολλούς κινδύνους και ήταν άνθρωποι ελεύθεροι, θα πολεμήσουν εναντίον των Περσών και των Μήδων που από παλιά ζούσαν ιδιαίτερα τρυφηλή ζωή και ήταν δούλοι. Και όσοι Έλληνες θα πολεμήσουν εναντίον Ελλήνων, δε θα το κάνουν για τους ίδιους λόγους· αυτοί που θα πολεμήσουν στο πλευρό του Δαρείου, θα διακινδυνεύσουν τη ζωή τους μόνο για τα χρήματα, ενώ αυτοί που θα πολεμήσουν με τους Μακεδόνες θα υπερασπιστούν εθελοντικά την Ελλάδα. Όσον αφορά στους βαρβάρους, οι Θράκες, οι Παίονες, οι Ιλλυριοί και οι Αγριάνες, τα πιο γερά και αξιόμαχα έθνη της Ευρώπης, θα αντιταχθούν στους λιγότερο εξασκημένους και πιο μαλθακούς λαούς της Ασίας.
Τέλος, ο ίδιος ο Αλέξανδρος θα ήταν επικεφαλής απέναντι στον Δαρείο. Τους εξηγούσε ότι αυτά ήταν τα πλεονεκτήματά τους στη μάχη και τους έλεγε ότι τα έπαθλα τους σ’ αυτόν τον αγώνα θα είναι μεγάλα. Διότι δεν επρόκειτο να νικήσουν τους σατράπες του Δαρείου, το ιππικό που παρατάχθηκε στον Γρανικό και τους είκοσι χιλιάδες ξένους μισθοφόρους αλλά το άνθος των Περσών, των Μήδων και όλων των άλλων εθνών που υπόδουλα στους Μήδους και τους Πέρσες κατοικούν την Ασία και τον ίδιο τον μεγάλο βασιλιά παρόντα. Και μετά από αυτή τη μάχη, το μόνο πράγμα που θα τους έμενε, θα ήταν η κυριαρχία ολόκληρης της Ασίας και το τέλος των περισσότερων κόπων τους. Εκτός από αυτά, τους θύμιζε την αίγλη των κοινών κατορθωμάτων τους κι ακόμα, αν υπήρχε κάποιο σπουδαίο προσωπικό κατόρθωμα, το θύμιζε κι αυτό, μαζί μ’ αυτόν που το έκανε. Περιέγραψε με μετριοφροσύνη τι είχε κάνει ο ίδιος στις μάχες. Λένε ακόμη ότι τους θύμισε τον Ξενοφώντα και τους Μυρίους του, αν και δεν υπήρχαν ομοιότητες ούτε στον αριθμό, ούτε στις άλλες προετοιμασίες· οι Μύριοι δεν είχαν ιππικό, ούτε θεσσαλικό, ούτε βοιωτικό, ούτε μακεδονικό, ούτε πελοποννησιακό ή θρακικό, ούτε τοξότες ή σφενδονιστές, εκτός από λίγους Ροδίτες και Κρητικούς που κι αυτούς τους οργάνωσε πρόχειρα ο Ξενοφώντας μέσα στον κίνδυνο. Κι όμως γλίτωσαν από το μεγάλο βασιλιά κι όλο του τον στρατό στη Βαβυλώνα, νίκησαν όλους τους λαούς που τους έφραζαν το δρόμο κι έφτασαν στον Εύξεινο Πόντο. Τους είπε ακόμη κι όσα άλλα ταιριάζει να λέει ένας γενναίος ηγεμόνας σε γενναίους άνδρες για να τους δώσει θάρρος πριν από τη μάχη. Αυτοί τον περικύκλωσαν, του έσφιξαν το χέρι και τον παρότρυναν να ξεκινήσει αμέσως.
O Αλέξανδρος παράγγειλε στους στρατιώτες να δειπνήσουν· κατόπιν έστειλε προπομπούς στις πύλες λίγους ιππείς και τοξότες για να ελέγξουν από πριν τον δρόμο που οδηγούσε πίσω στις πύλες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας επιτέθηκε αμέσως στις πύλες με όλο του το στρατό. Γύρω στα μεσάνυχτα κατείχε όλα τα περάσματα. Την υπόλοιπη νύχτα ξεκούρασε τη στρατιά του εκεί, πάνω στις πέτρες, τοποθετώντας προσεχτικά εξωτερικές φρουρές. Με το χάραμα, κατηφόρισε από τις πύλες στον δρόμο. Όπου ο δρόμος ήταν στενός, τους οδηγούσε παραταγμένους σε στενή γραμμή, όπου όμως άνοιγε παρέτασσε το στράτευμα σε φάλαγγα, τοποθετώντας τα τάγματα των οπλιτών το ένα μετά το άλλο, μέχρι να συναντήσουν στα δεξιά το βουνό και στ’ αριστερά τη θάλασσα. Το ιππικό είχε από πριν τοποθετηθεί μετά το πεζικό. Μόλις έφτασαν σε ανοιχτό χώρο, παρέταξαν τη στρατιά για μάχη. Στη δεξιά πτέρυγα κοντά στο βουνό παρέταξε το άγημα του πεζικού και τους υπασπιστές, με αρχηγό τον Νικάνορα, το γιο του Παρμενίωνα, δίπλα τους το τάγμα του Κοίνου και μετά το τάγμα του Περδίκκα. Αριστερά, τοποθέτησε πρώτα το τάγμα του Αμύντα, κατόπιν του Πτολεμαίου και μετά του Μελέαγρου. Ο Κρατερός ορίστηκε αρχηγός του πεζικού της αριστερής πλευράς και ο Παρμενίων ολόκληρου του κέρατος. Πήρε μάλιστα την εντολή να μην απομακρυνθεί από τη θάλασσα, για να μην περικυκλωθούν από τους βαρβάρους, που θα τους υπερφαλάγγιζαν έτσι με το μεγάλο αριθμό τους. αρχή.
Μόλις ο Δαρείος έμαθε ότι ο Αλέξανδρος πλησιάζει και είναι έτοιμος να δώσει μάχη, πέρασε τριάντα χιλιάδες περίπου ιππείς και είκοσι χιλιάδες περίπου ψιλούς στην απέναντι όχθη του ποταμού Πίναρου, για να παρατάξει με ηρεμία τον υπόλοιπο στρατό του. Τοποθέτησε μπροστά από τους οπλίτες τους τριάντα χιλιάδες περίπου Έλληνες μισθοφόρους, απέναντι από τη μακεδονική φάλαγγα. Δίπλα τους σε κάθε πλευρά, τριάντα χιλιάδες περίπου από τους επονομαζόμενους Κάρδακκες, που ήταν επίσης οπλίτες. Τόσους χωρούσε η περιοχή, αν παρατάσσονταν σε φάλαγγα. Στην αριστερή του πλευρά, κοντά στο βουνό, απέναντι από τη δεξιά πλευρά του Αλέξανδρου, τοποθέτησε γύρω στους είκοσι χιλιάδες. Μερικοί απ’ αυτούς, κινήθηκαν προς τα νώτα της στρατιάς του Αλέξανδρου. Το βουνό στο οποίο παρατάχτηκαν σχημάτιζε σ’ ένα σημείο κοιλότητα, σαν θαλάσσιο κόλπο· έπειτα, σχημάτιζε μία καμπύλη, που έσπρωχνε τους παραταγμένους στους πρόποδες, πίσω από τη δεξιά παράταξη του Αλέξανδρου. Οι υπόλοιποι ψιλοί και οπλίτες παρατάχτηκαν κατά έθνη, πίσω από τους Έλληνες μισθοφόρους και τους παραταγμένους κατά φάλαγγα βαρβάρους, σε τέτοιο βάθος, ώστε να είναι άχρηστοι. Λέγεται ότι όλη η στρατιά του Δαρείου αποτελούνταν από εξακόσιες χιλιάδες μάχιμους άνδρες.
Ο Αλέξανδρος βλέποντας ότι λίγο πιο μπροστά η περιοχή πλάταινε τοποθέτησε σε σειρά το ιππικό των επονομαζόμενων εταίρων Θεσσαλών και των Μακεδόνων. Αυτούς τους κράτησε κοντά του στη δεξιά παράταξη, ενώ έστειλε τους Πελοποννήσιους και του υπόλοιπους συμμάχους αριστερά στον Παρμενίωνα.
Όταν ο Δαρείος παρέταξε τη φάλαγγά του, έδωσε το σύνθημα να γυρίσουν πίσω οι ιππείς που είχαν τοποθετηθεί μπροστά στο ποτάμι, για να καλύψει τους ελιγμούς της στρατιάς του. Τους περισσότερους απ’ αυτούς, τους τοποθέτησε στο δεξιό κέρας, κοντά στη θάλασσα, όπου η περιοχή ήταν καταλληλότερη για το ιππικό. Ένα άλλο μέρος τους το οδήγησε αριστερά, κοντά στο βουνό. Εκεί όμως, φάνηκε ότι θα ήταν άχρηστοι, εξαιτίας της στενότητας του χώρου. Διέταξε λοιπόν πολλούς απ’ αυτούς να έρθουν με τα άλογά τους στη δεξιά παράταξη. Ο ίδιος ο Δαρείος βρισκόταν στη μέση της παράταξης, όπως προστάζει ο νόμος για τους Πέρσες βασιλείς. Ο Ξενοφών, ο γιος του Γρύλλου, είχε αναφέρει το λόγο αυτής της τοποθέτησης.
Εν τω μεταξύ, ο Αλέξανδρος παρατήρησε ότι σχεδόν όλο το περσικό ιππικό μετακινούνταν προς τα αριστερά του, κοντά στη θάλασσα. Εκεί όμως είχε παρατάξει μόνο τους Πελοποννήσιους και το υπόλοιπο συμμαχικό ιππικό. Έστειλε λοιπόν γρήγορα στ’ αριστερά τους Θεσσαλούς ιππείς, διατάζοντάς τους να μην περάσουν μπροστά από την παράταξη, για να μη φανερωθεί η μετακίνησή τους στους εχθρούς, αλλά να κινηθούν κρυφά πίσω από τη φάλαγγα. Τοποθέτησε μπροστά στους ιππείς στα δεξιά τους προδρόμους, με αρχηγό τον Πρωτόμαχο και τους Παίονες, με αρχηγό τον Αρίστωνα. Μπροστά από τους πεζούς, έβαλε τους τοξότες, με αρχηγό τον Αντίοχο. Παρέταξε ακόμη τους Αγριάνες με αρχηγό τον Άτταλο και μερικούς ιππείς σε γωνία, κοντά στο βουνό που βρισκόταν πίσω του. Έτσι, στο δεξιό τμήμα της η φάλαγγα χωριζόταν σε δύο τμήματα, το ένα από τα οποία έβλεπε προς το Δαρείο και το κύριο σώμα των Περσών, πέρα από το ποτάμι και το άλλο προς τους παραταγμένους στο βουνό, απέναντι από τα νώτα τους. Στ’ αριστερά, μπροστά από το πεζικό, τοποθετήθηκαν οι Κρητικοί και οι Θράκες τοξότες με αρχηγό το Σιτάλκη και μπροστά του το αριστερό τμήμα του ιππικού. Οι ξένοι μισθοφόροι τοποθετήθηκαν πίσω απ’ όλους. Επειδή όμως ο Αλέξανδρος έκρινε ότι η φάλαγγα στα δεξιά ήταν αραιή και οι Πέρσες έδειχναν κατά πολύ να την ξεπερνούν, διέταξε δύο ίλες των εταίρων να φύγουν από το μέσο και να κινηθούν κρυφά προς τα δεξιά. Αυτές ήταν η Ανθεμουσία με ίλαρχο τον Περοίδα, το γιο του Μενεσθέα και η επονομαζόμενη Λευγαία, με ίλαρχο τον Παντόρδανο, το γιο του Κλέανδρου. Τους τοξότες, μερικούς Αγριάνες και Έλληνες μισθοφόρους τους οδήγησε μπροστά από το δεξιό τμήμα και προεξέτεινε τη φάλαγγα μέχρι το κέρας των Περσών. Οι Πέρσες που είχαν τοποθετηθεί στο βουνό δεν επιχείρησαν κάθοδο· ο Αλέξανδρος διέταξε τους Αγριάνες και λίγους τοξότες να κάνουν έφοδο εναντίον τους. Τους ανάγκασαν εύκολα να εγκαταλείψουν τους πρόποδες και να καταφύγουν στο βουνό. Ο Αλέξανδρος έκρινε λοιπόν ότι έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τους εκεί τοποθετημένους για να συμπληρώσει τη φάλαγγα. Σ’ αυτό το σημείο, έκρινε ότι του αρκούν τριακόσιοι ιππείς.
Αφού τους τοποθέτησε έτσι, ο Αλέξανδρος διέταξε τη φάλαγγα να προχωρά για κάποιο χρονικό διάστημα με μικρές στάσεις· η πορεία τους έμοιαζε πολύ με περίπατο. Μόλις οι βάρβαροι ταχτοποιήθηκαν στις αρχικές τους θέσεις, ο Δαρείος δεν προχώρησε περισσότερο. Παρέμεινε στις όχθες του ποταμού, που ήταν σε πολλά σημεία απόκρημνες, χτίζοντας χαράκωμα στα σημεία που φαίνονταν πιο ευπρόσβλητα σε έφοδο. Το γεγονός αυτό έδειξε στον Αλέξανδρο και την ακολουθία του ότι ο Δαρείος είχε την ψυχολογία ηττημένου. Όταν τα δυο στρατόπεδα είχαν ήδη πλησιάσει, ο Αλέξανδρος έφιππος περιέτρεχε την παράταξη, παρακινώντας τους άνδρες του να φανούν γενναίοι. Καλούσε με εγκώμια ανάλογα όχι μόνο τους αρχηγούς αλλά και τους λοχαγούς και τους ίλαρχους αλλά και όσους ξένους μισθοφόρους ήταν γνωστότεροι εξαιτίας κάποιου αξιώματος ή κάποιου ανδραγαθήματος. Από παντού, του κραύγαζαν να μην καθυστερεί, αλλά να επιτεθεί στους εχθρούς. Αυτός εξακολουθούσε να τους οδηγεί σε παράταξη, κατ’ αρχήν βαδίζοντας, αν και έβλεπε ήδη το στρατό του Δαρείου. Αυτό, για να μη διασαλευτεί η τάξη στη φάλαγγα και οδηγηθεί σε διάλυση, περπατώντας γρηγορότερα. Μόλις έφτασαν σε απόσταση βολής, πρώτα η δεξιά παράταξη με επικεφαλής τον ίδιο τον Αλέξανδρο μπήκε γρήγορα στο ποτάμι. Σκοπός ήταν να αιφνιδιαστούν οι Πέρσες με την ταχύτητα της επίθεσης να περιοριστούν οι απώλειες από τα περσικά βέλη και να επιταχυνθεί η μάχη σώμα με σώμα. Τα πράγματα έγιναν όπως τα φαντάστηκε ο Αλέξανδρος. Μόλις άρχισε η μάχη σώμα με σώμα, το αριστερό τμήμα του περσικού στρατεύματος τράπηκε σε φυγή. Σ’ αυτό το σημείο, πέτυχαν λαμπρή νίκη ο Αλέξανδρος και η ακολουθία του. Οι Έλληνες μισθοφόροι όμως που πολεμούσαν με τον Δαρείο, επιτέθηκαν στη Μακεδονική φάλαγγα, της οποίας η δεξιά παράταξη είχε αρχίσει να σκορπίζει. Διότι ο Αλέξανδρος με τη βιασύνη του να μπει στο ποτάμι και να ξεκινήσει τη μάχη εκ του συστάδην, έσπρωχνε ήδη τους Πέρσες που ήταν παραταγμένοι σ’ αυτό το σημείο. Το μέσο της παράταξής του όμως δεν μπορούσε να προχωρήσει τόσο γρήγορα· σε πολλά σημεία μάλιστα έπεφτε στις απόκρημνες όχθες και δεν είχε τη δυνατότητα να κρατήσει την αρχική τάξη. Οι Έλληνες μισθοφόροι λοιπόν χτύπησαν τη φάλαγγα στο σημείο που είδαν ότι έχει χάσει περισσότερο τη συνοχή της. Εκεί παίζονταν πολλά πράγματα· οι μισθοφόροι προσπαθούσαν να ξανασπρώξουν τους Μακεδόνες στο ποτάμι και να κρατήσουν τη νίκη, που ήδη πετούσε μακριά τους· οι Μακεδόνες πάλι δεν ήθελαν να προδώσουν τη διαφαινόμενη επιτυχία του Αλέξανδρου και να καταστρέψουν τη φήμη της φάλαγγας, που μέχρι τότε φημολογούνταν ως ανίκητη. Κατόπιν ξύπνησε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους Μακεδόνες και τους νότιους Έλληνες. Τότε σκοτώθηκε ο Πτολεμαίος, ο γιος του Σέλευκου, πολεμώντας γενναία και περίπου εκατόν ογδόντα επιφανείς Μακεδόνες.
Εν τω μεταξύ τα τάγματα της δεξιάς παράταξης είδαν ότι οι Πέρσες, που βρίσκονταν απέναντί τους, τρέπονταν ήδη σε φυγή. Στράφηκαν λοιπόν εναντίον των ξένων μισθοφόρων του Δαρείου, εκεί όπου το τμήμα της φάλαγγας δεχόταν ισχυρή πίεση· τους απώθησαν από το ποτάμι και, υπερφαλαγγίζοντας τα τμήματα του περσικού στρατεύματος που είχε διασπαστεί, επιτέθηκαν από τα πλάγια και κατάσφαξαν τους μισθοφόρους. Οι Πέρσες ιππείς που βρίσκονταν απέναντι από τους Θεσσαλούς δεν κράτησαν τις θέσεις τους πέρα από το ποτάμι, αλλά το πέρασαν και επιτέθηκαν με παλικαριά στους Θεσσαλούς. Εκεί, έγινε πολύ σκληρή ιππομαχία· οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή, μόνο όταν κατάλαβαν ότι ο Δαρείος έφευγε και οι μισοί είχαν διασκορπιστεί εντελώς και κατασφαγεί από τη φάλαγγα. Τότε πια, έγινε φανερό ότι όλοι τράπηκαν σε φυγή. Κατά την υποχώρηση τα άλογα των Περσών υπέφεραν από τους βαριά οπλισμένους αναβάτες τους· και οι ίδιοι οι ιππείς όμως, καθώς ήταν πολλοί και υποχωρούσαν άτακτα και φοβισμένα μέσα από στενά περάσματα, καταπατούνταν μεταξύ τους και πάθαιναν έτσι μεγαλύτερη ζημιά από αυτή που τους προκαλούσαν οι εχθροί. Οι Θεσσαλοί τους κατεδίωκαν με γενναιότητα· έτσι, κατά την υποχώρηση σκοτώθηκαν τόσοι ιππείς όσοι και πεζοί.
Ο Δαρείος μόλις είδε ότι η αριστερή παράταξη πανικοβλήθηκε με την εμφάνιση του Αλέξανδρου και αποκόπηκε από την υπόλοιπη παράταξη, έφυγε με τους πρώτους, έτσι όπως ήταν πάνω στο άρμα. Όσο διέτρεχε ομαλό έδαφος κατά τη φυγή του, ήταν ασφαλής πάνω στο άρμα· μόλις όμως έφτασε σε φαράγγι και σε δύσβατη περιοχή, πέταξε τον κάνδυ (μανδύα) και την ασπίδα του, παράτησε το τόξο μέσα στο άρμα, το εγκατέλειψε εκεί και συνέχισε έφιππος τη φυγή του. Το ότι δεν πιάστηκε αιχμάλωτος από τον Αλέξανδρο, οφείλεται στο ότι έπεσε γρήγορα η νύχτα. Ο Αλέξανδρος όσο κρατούσε το φως, τον κυνηγούσε με όλες του τις δυνάμεις· όταν όμως σκοτείνιασε και δεν μπορούσε να δει μπροστά του, γύρισε πάλι στο στρατόπεδο. Όμως πήρε το άρμα του Δαρείου και, μαζί μ’ αυτό, την ασπίδα, τον κάνδυ και το τόξο. Από την άλλη, καθυστέρησε την καταδίωξη, διότι μόλις είδε το πρώτο ρήγμα στη φάλαγγα, γύρισε πίσω και δεν ξεκίνησε παρά αφού είδε ότι οι ξένοι μισθοφόροι και το ιππικό διώχνονταν από το ποτάμι. Από τους Πέρσες, σκοτώθηκαν ο Αρσάμης, ο Ρεομίθρης και ο Ατιζύης, αρχηγοί του ιππικού στο Γρανικό· ακόμη, ο Σαυάκης, σατράπης της Αιγύπτου και ο Βουβάκης, Πέρσης αξιωματούχος. Από τους υπόλοιπους σκοτώθηκαν εκατό χιλιάδες περίπου πεζοί και περισσότεροι από δέκα χιλιάδες ιππείς. Λέει μάλιστα ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, που ακολουθούσε τότε τον Αλέξανδρο, ότι οι διώκτες του Δαρείου συνάντησαν ένα φαράγγι και το πέρασαν πατώντας πάνω στα πτώματα. Το στρατόπεδο του Δαρείου καταλήφθηκε αμέσως με έφοδο και αιχμαλωτίστηκαν η μητέρα του, η γυναίκα του, που ήταν και αδελφή του, ο μικρός γιος του, δύο κόρες του και λίγες ευγενείς Περσίδες της ακολουθίας. Διότι οι άλλοι Πέρσες είχαν στείλει τις γυναίκες τους και τα υπάρχοντά τους στη Δαμασκό. Και ο Δαρείος όμως είχε στείλει στη Δαμασκό τα περισσότερα χρήματα του και ότι άλλο παίρνει μαζί του ένας βασιλιάς, για να ζει πλουσιοπάροχα στις εκστρατείες του. Έτσι στο στρατόπεδο δε βρέθηκαν παραπάνω από τρεις χιλιάδες τάλαντα. Τα χρήματα που βρίσκονταν στη Δαμασκό τα πήρε λίγο μετά ο Παρμενίων, που πήγε εκεί γι’ αυτόν τον σκοπό. Έτσι τέλειωσε αυτή η μάχη, τον μήνα Μαιμακτηριώνα, όταν στην Αθήνα ήταν επώνυμος άρχων ο Νικοκράτης.
Η επόμενη μέρα
Την επόμενη μέρα, ο Αλέξανδρος παρά τον τραυματισμό του στο μηρό από ξίφος, επισκέφτηκε τους πληγωμένους και αφού συγκέντρωσε κήδεψε μεγαλόπρεπα τους νεκρούς, παρατάσσοντας όλη τη φάλαγγα με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο που την οδηγούσε στον πόλεμο. Αυτούς που διαπίστωσε προσωπικά ότι διέπρεψαν στη μάχη, η που υπήρχε ομοφωνία για τα κατορθώματα τους, τους τίμησε με τα λόγια του και με δωρεές ανάλογες με την αξία τους. Όρισε σατράπη της Κιλικίας τον Βάλακρο, τον γιο του Νικάνορα, έναν από τους βασιλικούς σωματοφύλακες. Στη θέση του, στους σωματοφύλακες, τοποθέτησε το Μένητα, το γιο του Διονύσιου. Αρχηγό του τάγματος του Πτολεμαίου, του γιου του Σέλευκου, που σκοτώθηκε στη μάχη, όρισε τον Πολυπέρχοντα, το γιο του Σιμμία. Στους κατοίκους των Σόλων, από τον φόρο που είχε επιβάλει, χάρισε τα πενήντα τάλαντα που δεν του είχαν δώσει ακόμα και επέστρεψε τους ομήρους.
Φρόντισε ακόμη τη μητέρα, τη γυναίκα και τα παιδιά του Δαρείου. Μερικοί από αυτούς που έγραψαν την ιστορία του Αλέξανδρου λένε ότι την ίδια τη νύχτα που γύρισε από την καταδίωξη του Δαρείου, κατευθύνθηκε προς τη σκηνή του Δαρείου, που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει ο ίδιος. Εκεί κοντά λοιπόν άκουσε γυναικεία κλάματα και ανάλογο θόρυβο· ρώτησε να μάθει ποιες είναι αυτές οι γυναίκες και για ποιο λόγο είχαν καταλύσει τόσο κοντά. Κάποιος του απάντησε: «Βασιλιά, είναι η μάνα, η γυναίκα και τα παιδιά του Δαρείου. Έμαθαν ότι έχεις το τόξο του και τον βασιλικό κάνδυ κι ότι έρχεται πίσω η ασπίδα του και θρηνούν, επειδή νομίζουν πως ο Δαρείος πέθανε». Όταν άκουσε αυτά ο Αλέξανδρος, έστειλε έναν εταίρο, τον Λεοννάτο, με την εντολή να τους πει ότι ο Δαρείος ζει και ότι στη φυγή του παράτησε τα όπλα και τον κάνδυ πάνω στο άρμα κι ότι μόνο αυτά τα αντικείμενα κατέχει ο Αλέξανδρος. Ο Λεοννάτος πήγε στη σκηνή, είπε τι συνέβη με το Δαρείο και ακόμη ότι ο Αλέξανδρος θα τους αποδώσει όλες τις βασιλικές τιμές και θα τις προσφωνεί βασίλισσες· αυτό διότι δεν πολεμά προσωπικά κατά του Δαρείου, αλλά σύμφωνα με τους νόμους για την κυριαρχία της Ασίας. Αυτά λένε ο Πτολεμαίος και ο Αριστόβουλος. Λέγεται ακόμη και κάτι άλλο· την επόμενη μέρα, ο ίδιος ο Αλέξανδρος μπήκε στη σκηνή, έχοντας μόνη συντροφιά τον εταίρο Ηφαιστίωνα. Η μάνα του Δαρείου δεν κατάλαβε ποιος από τους δύο είναι ο βασιλιάς, διότι ήταν ντυμένοι με τον ίδιο τρόπο. Προχώρησε λοιπόν και προσκύνησε τον Ηφαιστίωνα, που της φάνηκε πιο μεγαλοπρεπής. Ο Ηφαιστίωνας όμως έκανε πίσω και κάποιος από το περιβάλλον της έδειξε τον Αλέξανδρο λέγοντάς της ποιος είναι. Αυτή ντράπηκε για το λάθος της και υποχώρησε. Τότε ο Αλέξανδρος της είπε ότι δεν κάνει λάθος, διότι κι εκείνος είναι Αλέξανδρος. Εγώ αναφέρω απλά το γεγονός, ούτε ως αληθινό ούτε όμως και ως εντελώς ψεύτικο. Αλλά αν έγιναν έτσι τα πράγματα, επαινώ τον Αλέξανδρο που λυπήθηκε τις γυναίκες και έδειξε τέτοια εμπιστοσύνη και εκτίμηση στο φίλο του. Μπορεί όμως απλά οι συγγραφείς να έκριναν ότι ο Αλέξανδρος μπορούσε να μιλήσει και να συμπεριφερθεί έτσι. Ακόμη κι αν είναι έτσι τα πράγματα και πάλι τον επαινώ.
O Δαρείος ξέφυγε μέσα στη νύχτα, με λίγους από την ακολουθία του. Ξόδεψε την ημέρα στο να συγκεντρώσει τους Πέρσες και τους ξένους μισθοφόρους που σώθηκαν από τη μάχη. Μάζεψε γύρω στους τέσσερις χιλιάδες και μ’ αυτούς κινήθηκε γρήγορα προς την πόλη Θάψακο και τον ποταμό Ευφράτη. Βιαζόταν να βάλει το ποτάμι ανάμεσα στον εαυτό του και στον Αλέξανδρο. Ο Αμύντας, ο γιος του Αντιόχου, ο Θυμώνδας, ο γιος του Μέντορα, ο Αριστομήδης από τις Φερές, ο Βιάνορας από την Ακαρνανία, όλοι αυτόμολοι, μαζί με τους στρατιώτες τους (οκτώ χιλιάδες άνθρωποι περίπου έτσι όπως ήταν παρατεταγμένοι, κατέβηκαν από τα βουνά και έφτασαν στην Τρίπολη της Φοινίκης. Εκεί από τα πλοία με τα οποία έφτασαν από τη Λέσβο και είχαν τώρα τραβηχτεί στη στεριά, άρπαξαν όσα πίστευαν ότι αρκούσαν για τη μεταφορά τους. Τα έριξαν στο νερό, έκαψαν τα υπόλοιπα στους ναύσταθμους, για να μη διευκολύνουν την καταδίωξή τους και κατέφυγαν στην Κύπρο και, από κει, στην Αίγυπτο. Εκεί λίγο αργότερα, κάτι σκάρωσε ο Αμύντας και τον σκότωσαν οι ντόπιοι. Ο Φαρνάβαζος και ο Αυτοφραδάτης περίμεναν από πριν στη Χίο. Τοποθέτησαν φρουρά στο νησί, έστειλαν μερικά πλοία στην Κω και στην Αλικαρνασσό και οι ίδιοι με τα εκατό πιο καλοτάξιδα πήγαν στη Σίφνο. Εκεί, πήγε και τους βρήκε ο βασιλιάς της Σπάρτης, ο Άγης, πάνω σε μία τριήρη. Του ζήτησε χρήματα για να κάνει πόλεμο και απαίτησε να του στείλουν στην Πελοπόννησο όσο περισσότερο στρατό και ναυτικό μπορούσαν. Εκείνη τη στιγμή, τους ήρθε η είδηση για τη μάχη στην Ισσό. Έμειναν έκπληκτοι από την αναγγελία. Ο Φαρνάβαζος με δώδεκα τριήρεις και χίλιους πεντακόσιους ξένους μισθοφόρους πήγε στη Χίο, διότι φοβόταν μήπως με την αναγγελία της ήττας επαναστατήσουν οι Χιώτες. Ο Άγης πήρε από τον Αυτοφραδάτη τριάντα ασημένια τάλαντα και δέκα τριήρεις. Ανέθεσε στον Ιππία να τις οδηγήσει στον αδελφό του, τον Αγησίλαο, στο Ταίναρο. Τον διέταξε να πει στον Αγησίλαο να δώσει στους ναύτες ολόκληρο τον μισθό τους και να πάει το συντομότερο δυνατό στην Κρήτη, για να διευθετήσει τα πράγματα εκεί. Αυτός παρέμεινε κατ’ αρχήν στα νησιά και αργότερα πήγε στον Αυτοφραδάτη στην Αλικαρνασσό. Ο Αλέξανδρος όρισε σατράπη της κοίλης Συρίας τον Μένωνα, τον γιο του Κερδίμμα και του έδωσε για φρουρά της χώρας το συμμαχικό ιππικό. Ο ίδιος πήγε στη Φοινίκη. Στο δρόμο τον συνάντησε ο Στράτωνας, ο γιος του Γηροστράτου, του βασιλιά των Αραδίων και της γειτονικής τους περιοχής. Ο Γηρόστρατος ακολουθούσε τον πλου του Αυτοφραδάτη, όπως και οι άλλοι βασιλείς των Κυπρίων και των Φοινίκων. Ο Στράτωνας όμως, όταν συνάντησε τον Αλέξανδρο, τον στεφάνωσε με χρυσό στεφάνι και του παρέδωσε το νησί της Αράδου, την πλούσια και ευτυχισμένη πόλη Μάραθο, χτισμένη στη στεριά απέναντι από την Άραδο, τη Σιγώνα, την πόλη Μαριάμμη και τις υπόλοιπες περιοχές που διοικούσε.
Πηγές
2. Αρριανός «Αλεξάνδρου Ανάβασις βιβλίο Β’» απόδοση στα νεοελληνικά από το βιβλίο “Οι Έλληνες” των εκδόσεων Οδυσσέα Χατζόπουλου.