Amphipolis.gr | Τα Άλογα του Ρήσου

 
Τα Λευκά Άλογα του Ρήσου

Ο πιο αρχαίος και πιο αγαπητός από τους ημίθεους των Θρακών του Παγγαίου ήταν ο βασιλιάς τους, ο Ρήσος, για τον οποίο μίλησε πρώτος ο Όμηρος, που τον θεωρούσε γιο του Ηιονέα και βασιλιά των Θρακών που έτρεξαν σε βοήθεια των Τρώων στον τρωικό Πόλεμο. Και ναι μεν, ο Όμηρος δεν μας λέει σε ποιο μέρος της Θράκης βασίλευε ο Ρήσος, όμως αν σκεφθούμε ότι το όνομα του πατέρα του, του Ηιονέα, έχει σχέση με το όνομα της αρχαίας πόλεως Ηιόνος, που βρισκόταν στις εκβολές του Στρυμόνα, καταλαβαίνουμε εύκολα ότι αυτός θεωρούνταν από τους Έλληνες ότι βασίλευε στο Παγγαίο και την γύρω περιοχή. 

Ας δούμε, όμως, τον ίδιο τον Όμηρο, στην δέκατη ραψωδία της Ιλιάδος, (στίχ. 434 επόμ.), πώς περιγράφει την άφιξη του Ρήσου με τους Θράκες του στην Τροία: «Θρήϊκες οίδ’ απάνευθε νεήλυδες, έσχατοι άλλων, εν δε σφιν Ρήσος βασιλεύς, πάϊς Ηιονήος. Του δη καλλίστους ίππους ίδον ηδέ μεγίστους. Λευκότεροι χιόνος, θείειν δ’ ανέμοισιν ομοίοι. Άρμα δε οι χρυσώ και αργύρω εύ ήσκηται. Τεύχεα δε χρύσεια πελώρια, θαύμα ιδέσθαι, ήλυθ’ έχων. Τα μεν ου τι καταθνητοίσιν έοικεν άνδρεσσιν φορέειν, αλλ’ αθανάτοισι θεοίσιν», (δηλαδή, νάτοι κι οι Θράκες απόμερα, καινουργιοφερμένοι, τελευταίοι από τους άλλους κι ανάμεσά τους ο βασιλιάς ο Ρήσος, ο γιός του Ηιονέα, που τ’ άλογά του είναι τα πιο όμορφα και τα πιο μεγάλα από όσα είδα, πιο άσπρα από το χιόνι και στο τρέξιμο όμοια με τους ανέμους. Το άρμα του είναι ωραία δουλεμένο με χρυσάφι κι ασήμι κι έχει έρθει έχοντας όπλα χρυσά, πελώρια, θαύμα να τα βλέπει κανείς. Αυτά δεν ταιριάζει να τα φορούν θνητοί άνθρωποι, μόνο θεοί αθάνατοι). Αργότερα οι παραδόσεις των Ελλήνων της κλασσικής περιόδου, που τις διέσωσε ο καταγόμενος από τους Φιλίππους ιστορικός Μαρσύας, στις «Μακεδονικές Ιστορίες του», έκαναν τον Ρήσο γιο του ποταμού Στρυμόνα και της Κλειούς, μιας από τις εννέα μούσες. (Ο Απολλόδωρος, όμως, στη Μυθολογική Βιβλιοθήκη του, (1ο βιβλίο, στίχ. 18), αναφέρει ότι κάποιοι τον θεωρούσαν γιο της μούσας Ευτέρπης και άλλοι της μούσας Καλλιόπης).

 Γι’ αυτή την μυθολογική εκδοχή, αξεπέραστο είναι το κομμάτι εκείνο της τραγωδίας του Ευρυπίδη «ΡΗΣΟΣ», στο οποίο ο χορός, (στους στίχους 347 κι επόμενους), αναφερόμενος στον ερχομό του Ρήσου στην Τροία, μαζί με τους Θράκες του Παγγαίου, για να βοηθήσει τους Τρώες στον τρωικό πόλεμο, απευθύνει στον μυθικό βασιλιά του Παγγαίου τον λόγο, λέγοντάς του τα εξής: Ήκεις, ω ποταμού παι, ήκεις, επλάθης Φρυγίαν προς αυλάνάσπαστος, επεί σε χρόνω Πιερίς μάτηρ ό τε καλλιγέφυ- ρος ποταμός πορεύει Στρυμών, ός ποτε τας μελωδού Μούσας δι’ ακηράτων δινηθείς υδροειδής κόλπων, σαν εφύτευσεν ήβαν». (Και σ’ ελεύθερη μετάφραση: Ήρθες του ποταμού εσύ γιε, στη φρυγική σκηνή μας τώρα, καλόδεχτος, και σ” οδηγούν εδώ η μάνα σου η Πιερίδα κι ο ποταμός με τα όμορφα γεφύρια, ο Στρυμόνας, που κυλάει τα νερά του μέχρι τον κόρφο της πανώριας Μούσας που τραγουδάει και που έφερε στον κόσμο εσένα). Αλλά και σ’ άλλο σημείο της τραγωδίας, η Εκάβη, η βασίλισσα της Τροίας, απευθυνόμενη στον Ρήσο, τον προσφωνεί «παι της μελωδού μητέρος μουσών μιας, Θρηκός τε ποταμού Στρυμόνος», (δηλαδή παιδί μιας μελωδού μητέρας Μούσας και του θρακιώτη ποταμού Στρυμόνα). 

Ο Ρήσος λοιπόν, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, κατά το τελευταίο έτος του τρωικού πολέμου προσέτρεξε σε βοήθεια των Τρώων, φέρνοντας μαζί του τα κάτασπρα σαν χιόνι άλογά του, το κατασκευασμένο από χρυσό κι ασήμι άρμα του και τα από τα ίδια υλικά φτιαγμένα υπέροχα όπλα του. Υπήρχε, μάλιστα, χρησμός, πως αν τα άλογα του Ρήσου έτρωγαν χόρτο τρωικό κι έπιναν νερό από τον Ξάνθο ποταμό, η Τροία θα σωζόταν, όμως ο χρησμός δεν πρόλαβε να εκπληρωθεί, αφού την ίδια νύχτα της άφιξης του Ρήσου, τον σκότωσε ο ήρωας Διομήδης, ενώ ο Οδυσσέας άρπαξε τ” άλογά του, όπως για όλα αυτά μας πληροφορεί ο Όμηρος στην δέκατη ραψωδία της Ιλιάδος. Οι Τρώες τον έθαψαν κάτω από ένα τύμβο, που κατασκεύασαν με την φροντίδα του Έκτορα κι εκεί το σώμα του αναπαύθηκε επί αιώνες. (Εδώ αξίζει ν’ αναφέρω ότι το όνομα του Ρήσου το έφερε κι ένας ποταμός της Τρωάδος, που κατά την κοσμογονία του Ησιόδου ήταν κι αυτός γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, πηγάζει από το όρος Ίδη και χύνεται δίπλα από τη δεξιά όχθη του Γρανικού ποταμού, σήμερα δε ονομάζεται «Καρατζή – τσάϊ»). Όταν οι Αθηναίοι θέλησαν να βάλουν το πόδι τους στην πλούσια μεταλλοφόρο περιοχή του Παγγαίου κι αποφάσισαν, το 437 π.Χ., να στείλουν μια ομάδα αποίκων στην πόλη των Εννέα Οδών του Στρυμόνα, με οικιστή τον Αγνωνα, έπρεπε να νομιμοποιήσουν την εκεί παρουσία τους.

 Έτσι, εφαρμόζοντας ένα χρησμό που τους έδωσαν οι έμπειροι διπλωμάτες ιερείς του Μαντείου των Δελφών, έστειλαν ανθρώπους στην Τροία, οι οποίοι άνοιξαν νύχτα τον τύμβο, όπου βρισκόταν το φημισμένο στους Τρώες κι άγιο για τους Θράκες λείψανο του Ρήσου, και αφού το τοποθέτησαν σε «χλαμύδα πορφυράν», το μετέφεραν κρυφά στην Αθήνα, από όπου το παρέλαβαν οι άποικοι και το μετέφεραν στην χώρα, στην οποία ο ήρωας είχε βασιλέψει όπου, στη θέση της Θρακικής πόλης των Εννέα Οδών ίδρυσαν την Αμφίπολη και στην κορυφή ενός λόφου της, που τον έβρεχε ο Στρυμόνας, έθαψαν τα λείψανα του γιου του Στρυμόνα, του Ρήσου, ενώ ακριβώς απέναντι από το μνημείο που ανήγειραν για τον ήρωα, έφτιαξαν έναν βωμό, που τον αφιέρωσαν στην μητέρα του, την Μούσα Κλειώ, (Μαρσύας ο νεώτερος ή ο εκ Φιλίππων της Μακεδονίας, στο έργο του «Μακεδονικά»). Μ” αυτή λοιπόν την ευφυέστατη και, θα έλεγα, διεθνή, διπλωματική τακτική, που τους υπέδειξε το Μαντείο των Δελφών, οι Αθηναίοι «νομιμοποίησαν» τις επεκτατικές βλέψεις τους στην περιοχή. Και για μεν τους Έλληνες, ανέφερα ήδη ότι ο Ρήσος ήταν βασιλιάς των Θρακών του Παγγαίου. Για τους τελευταίους, όμως, στην πραγματικότητα αυτός ήταν ένας θεός, του οποίου η λατρεία δεν μας είναι γνωστή μόνο στην Αμφίπολη, αλλά και σ” άλλα μέρη της αρχαίας Θράκης.

 Εν πάση όμως περιπτώσει, γνωρίζουμε ότι ακόμη και μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο Ρήσος λατρευόταν από το θρακικό φύλο των Βησσών της Ροδόπης σαν θεός, με πιο γνωστές ιδιότητες αυτές του κυνηγού και του θεραπευτή, με τις οποίες θυμίζει έντονα έναν άλλο θεό των Θρακών όλης της αρχαίας Θράκης, τον Κύριο Ήρωα ή Θράκα Ιππέα, επίσης θεό θεραπευτή και κυνηγό και γι” αυτό πολλοί συγγραφείς θεωρούν ότι κάτω από τα δύο ονόματα κρύβεται η ίδια μεγάλη θεότητα των Θρακών, η ιδιαίτερα αγαπητή σ” αυτούς, αυτή του Διονύσου Σαβαζίου ή Βάκχου, τις σχέσεις του οποίου με τον ήρωά μας τις επιβεβαιώνει ο επίλογος της τραγωδίας «ΡΗΣΟΣ» του Ευρυπίδη, σύμφωνα με τον οποίο,o Ρήσος, γενόμενος ανθρωποδαίμων της διονυσιακής πομπής, δηλαδή γενόμενος από άνθρωπος ημίθεος, θα είναι για πάντα προφήτης του Βάκχου, κρυμμένος στα σπήλαια του Παγγαίου που η γη του κρύβει ασήμι, όπου, όχι μόνο θα προλέγει τα μελλούμενα, αλλά θα στέλνει ο ίδιος τη θεία φώτιση στους προφήτες του, για τους οποίους θα είναι σεβαστός θεός. (Στίχοι 967 επόμ. «..ου γαρ ες ταυτόν ποτε, έτ’ εισιν ουδέ μητρός όψεται δέμας, κρυπτός δ’ εν άντροις της υπαργύρου χθονός, ανθρωποδαίμων κείσεται βλέπων φάος, Βάκχου προφήτης ώστε Παγγαίου πέτραν ώκησε σεμνός τοίσιν ειδόσιν θεός»). Ας δούμε, όμως, ποιοι ήταν αυτοί οι προφήτες του Ρήσου στο Παγγαίο όρος. Είναι γνωστό ότι πάνω στο Παγγαίο κατοικούσε η πολεμική φυλή των Σατρών, ένα θρακικό φύλο, συγγενικό με τους μαχαιροφόρους Βησσούς της Ροδόπης. 

Η πολεμική αυτή φυλή, που κατείχε το καλύτερο μέρος των μεταλλείων του όρους, είχε επίσης στην επίβλεψη και φροντίδα της και το φημισμένο ιερό του Διονύσου Σαβαζίου, που βρισκόταν σε μια από τις υψηλότερες κορυφές του όρους. Ασφαλισμένοι στα βουνά τους οι Σάτρες, όταν ο Ηρόδοτος επισκέφθηκε τους ίδιους και το ιερό του Βάκχου, όπως ο ίδιος μας λέει, καυχιόνταν ότι δεν είχαν δώσει γη και ύδωρ ούτε στον Δαρείο, ούτε στον Ξέρξη και ότι δεν έγιναν ποτέ υπήκοοι οποιουδήποτε ανθρώπου πάνω στη γη. Βέβαια το ιερό τους δεν ήταν κάποιος ναός σαν τους ελληνικούς, αλλά, πιθανότατα ένα βαρβαρικό ιερό, χωρίς κτίσματα και χωρίς απεικονίσεις, ή καλύτερα κάποιο σπήλαιο, σαν εκείνο στο οποίο ο Σοφοκλής, στην Αντιγόνη του, έλεγε ότι είχε κλείσει ο Διόνυσος τον βασιλιά των Ηδωνών Θρακών Λυκούργο. Ο Βάκχος των Σατρών, όπως κι ο Απόλλων των Δελφών, στο ιερό του στο Παγγαίο είχε μια γυναίκα ως «προμάντιδα», δηλαδή σαν Πυθία. Όπως στους Δελφούς έτσι κι εδώ ειδικευμένοι ιερείς, οι «προφήται», έδιναν σχήμα και μετέφεραν στους πιστούς τους ακατανόητους χρησμούς που ο θεός ενέπνεε σ” αυτή τη γυναίκα, όταν αυτή έπεφτε σ’ έκσταση. Όπως στους Δελφούς, αυτοί οι χρησμοί, ακόμη και μετά τη σύνταξή τους δεν ήταν απόλυτα σαφείς, όπως για όλα αυτά μας λέγει ο ίδιος ο Ηρόδοτος, ο οποίος ανέβηκε σαν προσκυνητής στο μεγάλο και φημισμένο αυτό ιερό του Παγγαίου, με ταυτόχρονο σκοπό να συλλέξει και τις αναγκαίες για την ιστορία του πληροφορίες και να συγκρίνει το Μαντείο του Παγγαίου μ” εκείνο του Απόλλωνα στους Δελφούς. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι αυτοί οι ιερείς, οι προφήτες που έδιναν σχήμα στις άναρθρες κραυγές της προμάντιδος, δεν ήταν Σάτρες.

 Ο Ηρόδοτος επισήμανε με ιδιαίτερη προσοχή αυτό το σημαντικό γεγονός. Ήταν Βησσοί, δηλαδή ανήκαν στη μεγάλη, θρακική φυλή που ζούσε στο κέντρο της Θράκης, από τις κορυφές της Ροδόπης μέχρι τις όχθες του Έβρου, οι οποίοι θεωρούνταν, ανάμεσα σ” όλους τους Θράκες, σαν οι πιο έμπειροι στη γνώση των διονυσιακών τελετουργιών, μια και, εξ αιτίας της γεωγραφικής τους θέσης, ήταν φύλακες και ιερείς του κεντρικού, του «εθνικού» ιερού του Διονύσου, που βρισκόταν βέβαια στη Ροδόπη, δηλαδή στην καρδιά της Θράκης, όπως οι Δελφοί στην καρδιά της Ελλάδος, κι ήταν, ασφαλώς, πιο σημαντικό και πιο παλιό απ” αυτό του Παγγαίου, το οποίο, μολονότι κατά τον Ηρόδοτο και κατά την τραγωδία του Ευρυπίδη «ΡΗΣΟΣ», ήταν πολύ σημαντικό κατά τον 5ο αι. π.Χ., εν τούτοις πρέπει να ήταν κάτι σαν παράρτημα του Ιερού της Ροδόπης. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι Σάτρες κάλεσαν Βησσούς ιερείς από το κεντρικό ιερό του Διονύσου στη Ροδόπη, για να εκτελέσουν καθήκοντα προφητών στο δικό τους ιερό, στο Παγγαίο.

 Θα ολοκληρώσω την γοητευτική ιστορία του μυθικού βασιλιά του Παγγαίου, εκφράζοντας τον προβληματισμό που ξεκίνησα στον πρόλογο αυτού του μικρού, ερασιτεχνικού πονήματος. Σύμφωνα με τον ιστορικό Μαρσύα από τους Φιλίππους, «έστιν ιερόν της Κλειούς εν Αμφιπόλει, ιδρυθέν απέναντι του Ρήσου μνημείου, επί λόφου τινός». Μήπως αυτό το ιερό του Ρήσου, που βρισκόταν «απέναντι» από το ιερό της μούσας Κλειούς, (το οποίο ο αείμνηστος Δημ. Λαζαρίδης εντόπισε σε μικρό λόφο, νότια του σημερινού χωριού «Αμφίπολη» ή «Νεοχώρι»), ήταν εκεί όπου αργότερα κατασκευάστηκε ο μεγάλος τύμβος του λόφου Καστά; Η αρχαιολογική σκαπάνη θ’ απαντήσει σύντομα σ’ αυτόν τον προβληματισμό μου! 
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ

 

Αφήστε μια απάντηση