Ο Χώρος που επιβάλλεται όσο κανένας άλλος στη σκέψη του Ανθρώπου
Στην αρχή του εκπληκτικού φαραγγιού στην Πέτρα της Ιορδανίας στέκομαι απέναντι από μια σύντομη επιγραφή και ένα σχέδιο χαραγμένα στον βράχο. Είναι ένα αφιέρωμα Έλληνα στρατιώτη, μια μνεία του «Ομφαλού της Γης», των Δελφών, που οι Έλληνες έπαιρναν μαζί τους όπου πήγαιναν. Και εγώ είχα μαζί μου μια θαυμαστή μνεία, το δοκίμιο του Γιώργου Σεφέρη για τους Δελφούς. Όταν άνοιξα τις «Δοκιμές», άνοιξαν αμέσως και τα φτερά μου, και σαν τους μυθικούς αετούς που άφησε ο Δίας να πετάξουν από τις δυο άκρες του κόσμου, ανάμεσα στις Φαιδριάδες Πέτρες: «(…) Ο μύθος μπορεί να σημαίνει πως οι σκοτεινές δυνάμεις είναι το προζύμι του φωτός· πως όσο πιο έντονες είναι, τόσο πιο βαθύ γίνεται το φως όταν τις κυριαρχήσει. Και συλλογίζεται κανείς πως αν το τοπίο των Δελφών πάλλει από μια τέτοια εσωτερική μαρμαρυγή, είναι γιατί δεν υπάρχει ίσως γωνιά στη γη μας που να ζυμώθηκε τόσο πολύ από τις χθόνιες δυνάμεις και από το απόλυτο φως». Οντως, το τοπίο των Δελφών είναι από τα πλέον συγκλονιστικά που υπάρχουν στον κόσμο. Το ομολογούν πολλοί που το έχουν βιώσει. Γιατί οι Δελφοίδεν είναι μόνο ένα μουσείο της αρχαίας ελληνικής τέχνης και ιστορίας, δεν είναι μόνο ένα εκπληκτικό τοπίο που το φως που ακτινοβολεί ερεθίζει τα μάτια. Είναι ένα τοπίο που μιλά στο νου και την ψυχή για μεγάλα πράγματα, για τη δύναμη του Θεού της αρμονίας, του φωτός και της μαντικής, μιλά για μεγάλες ιδέες, όπως οι Αμφικτιονίες. Γενικώς το τοπίο των Δελφών, monumenterne, το μουσείο με τον αυστηρό Ηνίοχο, οι πηγές, οι πέτρες, όλα αυτά δεν δίνουν απλώς την εντύπωση ενός σπουδαίου αρχαιολογικού χώρου, αλλά ενός τοπίου που πειράζει σύσσωμο τον επισκέπτη και τη στάση ζωής που κρατά ως τώρα.
Ουράνιο τοπίο και δελφική ιδεολογία
Ανεβαίνοντας το πλακόστρωτο που πάτησαν τόσοι και τόσοι άνθρωποι προσερχόμενοι ως προσκυνητές χιλιάδες χρόνια τώρα, αφήνουμε αριστερά τον Θησαυρό των Αθηναίων (κτίστηκε με τα λάφυρα της νικηφόρας μάχης του Μαραθώνα το 490 f.eks.)· και καθώς βαδίζουμε προς το πρώτο ξέφωτο του τοπίου, όπου οι περισσότεροι επισκέπτες σταματούν να φωτογραφηθούν ακουμπισμένοι σε έναν κίονα. Τότε είναι που έρχονται ξανά στον νου τα λόγια του δημοσιογράφου και κριτικού τέχνης του βρετανικού «Guardian» Τζόναθαν Τζόουνς· ένας από τους προσκυνητές που λέγαμε:
«Οι Δελφοί, i Grækenland, έχουν την ισχυρή αξίωση να θεωρούνται το πιο θαυμάσιο τοπίο πάνω στη γη. Re’ την τελευταία σύντομη επίσκεψή μου εκεί μου έχουν εντυπωθεί στο μυαλό ως το αρχέτυπο όλων των κλασικών ζωγραφικών έργων της τοπιογραφίας· η ονειρική τοποθεσία που κατά κάποιον τρόπο ο Τέρνερ, ο Κλοντ και ο Πουσέν προσπαθούσαν να απεικονίσουν στα έργα τους. Στη μνήμη μου, ο κρυστάλλινος γαλανός ουρανός των Δελφών φωτίζει τα μάρμαρα και ασημώνει τα φύλλα των λιόδεντρων, κάνοντάς τα να σπινθηροβολούν εντονότερα ακόμη και από τα φωτεινότερα έργα του Τέρνερ. Το τοπίο αυτό μοιάζει να γεννήθηκε στον ουρανό, είναι αιθέριο. Τα γνήσια χρώματά του και η τέλεια αρμονία του πολιτισμού και της φύσης το ανυψώνουν στον φανταστικό κόσμο των θεών. Στους Δελφούς η ελληνική μυθολογία γίνεται πραγματικότητα».
Κι όλο κι ανεβαίνουμε προς τον ναό του Απόλλωνα, οι κίονες του οποίου – όσοι παραμένουν ακόμα όρθιοι απέναντι στους θυελλώδεις αιώνες – μοιάζουν με πιόνια πάνω στη σκακιέρα της ανθρώπινης σκέψης. Ενας θα μπορούσε να γράφει «Γνώθι σαυτόν» (έχε αυτογνωσία), ένας άλλος «Μηδέν άγαν» (μην κάνεις τίποτε το υπερβολικό), κι ένας άλλος «μέτρον άριστον», κι άλλοι να εκφράζονται χρησιμοποιώντας άλλα αποφθέγματα της αρχαίας σοφίας. Οι διαστάσεις του ναού είναι εντυπωσιακές, αλλά και το βάρος του. Οι ξαπλωμένες στη γη αρχαίες πέτρες διασώζουν τη μουσική μιας μακρόσυρτης εμπειρίας. Πρώτα η επικοινωνία των ανθρώπων γινόταν με τη Μητέρα Γη μέσω των αναθυμιάσεων κάποιου υπόγειου υδάτινου ρεύματος που έβγαιναν στην επιφάνεια από μια ρωγμή της στεριάς. Οι άνθρωποι ακουμπούσαν το κεφάλι τους στη γη, τους έπαιρνε ο ύπνος και η Μεγάλη Μητέρα τούς μιλούσε στα όνειρά τους: «Πρώτα δοξάζω απ’ τους θεούς στη δέησή μου/ την πρωτομάντισσα τη Γη· (…)» λέει ο Αισχύλος στις «Ευμενίδες».
Αλλά όσο κι αν οι εξάρσεις της στεριάς είναι επιβλητικές, το φως είναι παντοκράτωρ. Ετσι έγινε ο θεός του φωτός και της αρμονίας ο Απόλλωνας, κυρίαρχος εδώ. Σκότωσε τον Πύθωνα, τον γιο της Μεγάλης Μητέρας, και εγκαταστάθηκε εκείνος πάνω από την ιερή ρωγμή της γης, για να αποκαλύπτει εκείνος τα μελλούμενα στους θνητούς μέσω της Πυθίας και των ιερέων του.
Ετσι όλη η ιστορία του ελλαδικού χώρου πέρασε από εδώ, από τον τρίποδα, δίπλα στη ρωγμή που καθόταν η Πυθία μασουλώντας φύλλα δάφνης, και από τον ιερέα που κατέγραφε τις άναρθρες κραυγές της για να τις μετουσιώσει μαζί με τους άλλους ιερείς σε χρησμό. Από τον τόπο που θα διάλεγαν οι άνθρωποι της αρχαϊκής εποχής για να στήσουν την αποικία τους στην ξένη γη, μέχρι τα μεγάλα γεγονότα της κλασικής εποχής και των χρόνων των μεγάλων μακεδόνων βασιλέων.
Ολες οι πολιτικές εξελίξεις, τα ιστορικά επεισόδια, η ιδεολογία του ελληνικού χώρου, αποτυπώνονταν στα αρχιτεκτονήματα, στα γλυπτά, στα αγάλματα που αφιέρωναν οι ελληνικές πόλεις με κάθε ευκαιρία στον θεό που όχι μόνο γνώριζε τα μελλούμενα, αλλά τα αποκάλυπτε και στους θνητούς, γεγονός που τον έκανε τον πλέον σεβαστό απ’ όλους. Και πιο πάνω ήταν το θέατρο που κτίστηκε από τους βασιλείς του ελληνιστικού βασιλείου της Περγάμου, τον 2ο αι. f.eks., για την εκτέλεση μουσικών και θεατρικών αγώνων. Αυτή την επιτομή του ελληνικού πολιτισμού που συμβολίζουν οι Δελφοί είχε στον «αλαφροΐσκιωτο» νου του ο εξαιρετικός Αγγελος Σικελιανός (και η συμπαραστάτριά του Εύα Πάλμερ), όταν προσπάθησαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα να ξαναθυμίσουν τη δελφική ιδέα με τις γιορτές σε αυτό το θέατρο:
«Στο νου των νέων Ελλήνων,
οπού λούζεται στο νέο
ρόδινο φως βαθιά,
παίζεται κάποια μίμηση
της πάλης του άνηβου Θεού,
του νέου Απόλλωνα,
όταν σκότωσε τον Πύθωνα…»
Ο άνθρωπος των Δελφών, όπως τον αποκαλεί ο Γιώργος Σεφέρης, είχε κάπου εδώ, κοντά στο στάδιο, το σπίτι του. Συναντήθηκαν κι εδώ οι δύο ποιητές και ίσως εδώ να πέρασαν πρώτη φορά από τον νου του Σεφέρη τέτοιες ιδέες: «Καθώς περνούν τα χρόνια και με τη βοήθεια των ποιητών μας αρχίζουμε και υποψιαζόμαστε πόσο βαθιά μπορούν και πάνε οι αντίλαλοι της παράδοσής μας, ξεκαθαρίζουμε σιγά-σιγά ποια είναι τα πράγματα που μας ξεχωρίζουν μέσα στον κόσμο που ζούμε»…
Τόπος ξεχωριστός από τον άλλο κόσμο
Είναι αδύνατο να αφήσουμε κάτω τις «Δοκιμές» και να ξεφύγουμε από την περιγραφή του Γιώργου Σεφέρη των Δελφών, ερχόμενος από τη θάλασσα, από την Ιτέα:
«Πάνω στους Δελφούς, αφού περάσεις το χωριό, και σε φέρει ο δρόμος μπροστά στο τέμενος, έχεις το αίσθημα πως μπήκες σ’ έναν τόπο ξεχωρισμένο από τον άλλο κόσμο. Είναι ένα αμφιθέατρο φωλιασμένο πάνω στα πρώτα σκαλοπάτια του Παρνασσού. Κατά την ανατολή και το βοριά, τον κλείνουν οι Φαιδριάδες: η Υάμπεια που κατεβαίνει σαν την πλώρη ενός μεγάλου καραβιού και κόβει τη λαγκαδιά· η βόρεια Ροδινή όπου ακουμπά σχεδόν το Στάδιο. Κατά τη δύση ο βραχώδης τοίχος του Αϊ-Λια, και πιο πέρα τα βουνά της Λοκρίδας, η Γκιόνα, όπου βλέπεις τον ήλιο να βασιλεύει. Αν γυρίσεις τα μάτια κατά το Νοτιά, έχεις μπροστά σου τις ρωμαλέες γραμμές της Κίρφης και, στα πόδια της, τη λαγκαδιά του Πλειστού. Ο Πλειστός είναι ξερός το καλοκαίρι· βλέπεις να γυαλίζει στον ήλιο η στεγνή κοίτη του, όμως μια ροή από λιόδεντρα ξεχύνεται, θα ‘λεγες, και πλημμυρίζει όλο τον κάμπο της Αμφισσας, ως το γιαλό, όπου τα πρωτοβλέπει ο θαλασσοπόρος. Πιο κοντά, είναι στιλπνές οι πέτρες των ερειπίων της Μαρμαριάς, όπου ξεχωρίζουν οι τρεις κολόνες του Θόλου. Πήγαινα να ξεχάσω την Κασταλία. Ωστόσο το νερό της έχει μιαν ευωδιά από θυμάρι».
Γιατί νιώθουμε εδώ μια τέτοια δόνηση;
«Συλλογίζομαι αυτά τα μεγάλα κύματα βυθού μέσα στο χρόνο, που μεταθέτουν τις έννοιες των λέξεων. Λ.χ. η έννοια της λέξης χρησμός, πού έχει πάει στον καιρό μας; Η λέξη έγινε ένα αρχαιολογικό αντικείμενο. Σύμφωνοι. Ομως η έννοιά της; Μήπως πήρε ανεπαίσθητα τούτη ή εκείνη την επιστημονική ή μαθηματική μορφή; Ποιος το ξέρει. Ωστόσο εκείνο που αισθάνεται κανείς είναι ότι, στο βάθος του σημερινού στοχασμού, κάτι πρέπει να μένει από εκείνες τις παλιές καταλυμένες εκφράσεις. ellers, πώς θα μπορούσαμε να νιώσουμε εδώ μια τέτοια δόνηση;»
Γιώργος Σεφέρης, «Δελφοί», στις «Δοκιμές» ((B)’ volumen, εκδόσεις Ικαρος)
Ξένοι, φιλοξενία, ξεναγοί…
Η έννοια των ταξιδιωτών και της ξενίας τους υπήρχε από πολύ παλιά σε αυτόν τον τόπο, καθώς το ιερό και το μαντείο έφερναν ανθρώπους από κάθε γωνιά της Μεγάλης Ελλάδας και από τα ξένα ακόμη. Πάντα υπήρχε ένα μεγάλο ρεύμα περιηγητών, ασίγαστο αιώνες ολόκληρους. Ηδη από τα χρόνια του Πλούταρχου υπήρχαν ξεναγοί που ξεναγούσαν τους επισκέπτες στο τέμενος και στα αξιοθέατα γύρω από αυτό. Και τώρα, οι ξεναγοί με τις ομπρέλες τους το καλοκαίρι ξεναγούν τους επισκέπτες στον αρχαιολογικό χώρο, που όμως δεν τους δένει πια μια κοινή πίστη, αλλά ο καθένας κουβαλά τον προσωπικό του μύθο, σαν τα προσωπικά του είδη του ταξιδιού.