Οι πρόγονοί μας, γράφει ο Μ. Α. Τιβέριος, σπάνια έπιναν «άκρατον τον οίνον». Η μείξη του με νερό τους εξασφάλιζε, εκτός από την πνευματική διαύγεια και την ψύξη του ποτού
Συχνά, και ιδιαίτερα τώρα το καλοκαίρι, γίνομαι αποδέκτης ερωτημάτων σχετικών με το αν οι αρχαίοι Ελληνες είχαν υποκατάστατα των σημερινών ψυγείων και ακόμη αν είχαν τη δυνατότητα να ψύχουν τα διάφορα ποτά τους. Και στα δύο αυτά ερωτήματα η απάντηση είναι θετική. Ωστόσο ακόμη και η πιο σύντομη ανάπτυξή τους απαιτεί έκταση που ξεπερνά τον περιορισμένο χώρο μιας επιφυλλίδας.
Ετσι θα περιοριστώ στο δεύτερο ερώτημα, επιφυλασσόμενος σε μια άλλη, ελπίζω επίσης καλοκαιριάτικη, επιφυλλίδα να ασχοληθώ και με το πρώτο. Οπως είναι γνωστό, το κατ’ εξοχήν ποτό των αρχαίων Ελλήνων ήταν ο «θείος οίνος». Ανδρες, γυναίκες και παιδιά γεύονταν το ένθεο αυτό ποτό και ιδιαίτερα οι πρώτοι, που συνομιλούσαν και φλυαρούσαν ατέλειωτες ώρες κάθε μέρα στους ανδρώνες πίνοντας κρασί. Οι συμμετέχοντες στις κρασοκατανύξεις αυτές συνήθως δεν έχαναν τη διαύγεια του νου τους επειδή το κρασί που κατανάλωναν ήταν νερωμένο. Σπάνια, και για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς, οι αρχαίοι Ελληνες έπιναν ανέρωτο κρασί, «άκρατον οίνον».
Το νερό που χρησιμοποιούσαν για το αραίωμα του κρασιού φρόντιζαν να προέρχεται από «σκιαράν παγάν» (πηγή), από «κρήνην αέναον και απόρρυτον» ή από «ψυχρόν φρέαρ». Ετσι μαζί με τη μείξη του κρασιού τους οι αρχαίοι πετύχαιναν συγχρόνως και την ψύξη του. Πολύ διαδεδομένη ήταν και η πρακτική να χρησιμοποιούν και νερό που προερχόταν από λιώσιμο χιονιού, το οποίο, ως γνωστόν, το συντηρούσαν ακόμη και το καλοκαίρι και το εμπορεύονταν. Ωστόσο είχαν εφεύρει και ιδιαίτερους τρόπους ψύξης του κρασιού. Γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. επινόησαν ένα αγγείο ειδικής κατασκευής που επέτρεπε την ψύξη του οίνου και τη διατήρησή του σε ψυχρή κατάσταση όσο αυτός βρισκόταν αποθηκευμένος σε μεγάλα στενόστομα αγγεία, στους αμφορείς, προτού μεταφερθεί στους κρατήρες. Πιο συγκεκριμένα κατασκεύασαν έναν ειδικό τύπο αμφορέα με κύριο γνώρισμα τα διπλά του τοιχώματα. Με τη βοήθεια των εσωτερικών τοιχωμάτων δημιουργούνταν ο κατ’ εξοχήν χώρος του αγγείου, μέσα στον οποίο έχυναν, από το στόμιό του, το κρασί. Ο χώρος που σχηματιζόταν από τα εξωτερικά τοιχώματα και περιέβαλλε τον εσωτερικό γέμιζε με τη βοήθεια μιας προχοής που βρισκόταν στο πάνω μέρος με ψυχρό νερό ή χιόνι. Ετσι πετύχαιναν τη μόνιμη ψύξη του κρασιού, αφού εύκολα μπορούσαν να ανανεώνουν το ψυκτικό μέσο, όταν αυτό έλιωνε και ζεσταινόταν, με φρέσκο. Διά μέσου μιας οπής που βρισκόταν στο κάτω μέρος του αγγείου απομάκρυναν το ζεστό νερό και στη συνέχεια, σφραγίζοντάς την, έριχναν στον εξωτερικό χώρο του φρέσκο χιόνι ή κρύο νερό. Τέτοια αγγεία, γνωστά στους αρχαιολόγους ως αμφορείς – ψυκτήρες, κατασκευάζονταν στο δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. στην Αθήνα, αλλά και σε ένα άλλο μέρος του αρχαίου ελληνικού κόσμου, πιθανόν στο Ρήγιο της Μεγάλης Ελλάδας, στη Ν. Ιταλία. Ανάλογες κατασκευαστικές λεπτομέρειες που πετύχαιναν την ψύξη του κρασιού και γενικότερα υγρών συναντούμε σποραδικά και σε άλλα οινοφόρα αγγεία των αρχαίων Ελλήνων, όπως π.χ. σε οινοχόες.
Μέσα στο τρίτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. αθηναίοι κεραμείς βρήκαν έναν άλλο τρόπο ψύξης κρασιού που εξυπηρετούσε καλύτερα τις ανάγκες των συμποσιαστών. Ο προηγούμενος, που μόλις περιγράψαμε, απαιτούσε τη γρήγορη κατανάλωση του κρασιού από τη στιγμή που αυτό περνούσε από τον αμφορέα – ψυκτήρα στον κρατήρα. Αν όμως ο ρυθμός κατανάλωσης ήταν αργός, τότε το κρασί μέσα στον κρατήρα θα έχανε τη δροσιά του. Ετσι δημιουργήθηκε η ανάγκη να εφευρεθεί ένας άλλος τρόπος που θα εξασφάλιζε μόνιμη ψύξη του κρασιού. Δηλαδή, όταν αυτό θα γέμιζε τα κρασοπότηρα των αρχαίων γλεντζέδων, γνωστά κυρίως ως κύλικες, θα έπρεπε να είναι ακόμη κρύο ή δροσερό. Επινοήθηκε έτσι ένα χαρακτηριστικό μανιταρόσχημο αγγείο, το οποίο, αφού το γέμιζαν με κρασί, το τοποθετούσαν μέσα στον κρατήρα που ήταν γεμάτος με κρύο νερό ή χιόνι. Πετύχαιναν δηλαδή έναν τρόπο ψύξης που θυμίζει αυτόν με τον οποίο σήμερα διατηρούμε κρύο ένα μπουκάλι σαμπάνιας ή κρασιού καθώς το τοποθετούμε μέσα σε δοχείο που περιέχει παγάκια. Το κρασί το αντλούσαν από το στενόστομο μανιταρόσχημο αγγείο, τον ψυκτήρα, όπως ονομαζόταν στην αρχαιότητα, με τη βοήθεια μιας κουτάλας που είχε μακριά λαβή. Το σκεύος αυτό οι αρχαίοι το ονόμαζαν αρύταινα ή κύαθο. Είναι πολύ πιθανό ότι το κρασί στους ψυκτήρες αυτούς ήταν ανέρωτο, οπότε το αραίωμά του γινόταν εκ των υστέρων, μέσα στα ίδια τα κρασοπότηρα, με κρύο νερό που έφερναν με ένα κανάτι, την αρχαία οινοχόη. Ετσι, εκτός από τη μείξη του κρασιού, πετύχαιναν συγχρόνως και την καλύτερη ψύξη του.
Οτι οι μανιταρόσχημοι ψυκτήρες, οι οποίοι με το ψηλό πόδι και το φουσκωτό σώμα τους «επέπλεαν» μέσα στο κρύο νερό (ή στο χιόνι) του κρατήρα, περιείχαν κρασί είναι σήμερα βέβαιο. Εκτός από ορισμένες σχετικές παραστάσεις, το μαρτυρούν και τρία ιδιόμορφα αγγεία που έγιναν σχετικά πρόσφατα γνωστά στην έρευνα. Πρόκειται ουσιαστικά για τρεις κρατήρες που στο εσωτερικό τους έχουν ενσωματωμένο έναν ψυκτήρα. Δηλαδή, κρατήρας και ψυκτήρας αποτελούν στις περιπτώσεις αυτές ένα ενιαίο κατασκευαστικά σύνολο και γι’ αυτό τα αγγεία αυτά τα αποκαλούμε κρατήρες – ψυκτήρες. Στο κάτω μέρος τους φέρουν προχοή, η παρουσία της οποίας δικαιολογείται μόνο αν δεχθούμε ότι διά μέσου αυτής απομακρυνόταν το ζεστό πια νερό του αγγείου, όταν ανανέωναν το ψυκτικό υλικό του. Επομένως το κρασί υποχρεωτικά πρέπει να βρισκόταν στον ψυκτήρα των αγγείων αυτών. Αλλωστε, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα αγγεία αυτά είχαν λειτουργία ανάλογη με αυτήν των αμφορέων – ψυκτήρων που είδαμε παραπάνω. Ο τρόπος ψύξης που μόλις περιγράψαμε ήταν σε χρήση για 80 περίπου χρόνια και πιο συγκεκριμένα από το 530 ως το 460/50 π.Χ.
Οπωσδήποτε οι κρατήρες – ψυκτήρες δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα συχνοί στην αρχαιότητα. Σποραδικά απαντώνται και σε άλλες εποχές, όπως π.χ. ένας που βρέθηκε στη μυκηναϊκή Τίρυνθα και χρονολογείται στον 13ο αι. π.Χ. Η σπανιότητά τους πρέπει να οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρχαίοι προτιμούσαν λίγο περισσότερο το κόκκινο κρασί που δεν απαιτεί ιδιαίτερη ψύξη. Κυρίως όμως στο ότι, όπως ήδη είπαμε παραπάνω, το νερό με το οποίο αραίωναν το κρασί φρόντιζαν να είναι «παγωμένο» έτσι ώστε δεν απαιτούνταν καμία φροντίδα για περαιτέρω ψύξη του θείου αυτού ποτού.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.