Oops! It appears that you have disabled your Javascript. In order for you to see this page as it is meant to appear, we ask that you please re-enable your Javascript!

Τουλάχιστον 350 οι τύμβοι στην Θράκη

Ο ΕΠΙΤΙΜΟΣ ΕΦΟΡΟΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ
Μέχρι το 1980 είχαν ανακαλυφθεί 269 τύμβοι στη Θράκη, από τους οποίους 70 στη Ροδόπη. Ο σημαντικότερος είναι αυτός της Μικρής Δοξιπάρας στον Έβρο, ενώ μέχρι σήμερα μόλις 35 έχουν εξερευνηθεί ως ένα βαθμό Στην περιοχή της Ροδόπης και συγκεκριμένα του Μητρικού, υπήρχαν κρούσματα λαθροανασκαφών και γι’ αυτό ξεκίνησε από το 1992 η ανασκαφή ορισμένων τύμβων Συνέντευξη Δήμος Μπακιρτζάκης / Αφιέρωμα: Αρχαιολογικά / Τύμβος περιοχής Μητρικού Τα μνημεία μιλούν μόνα τους και αποκαλύπτουν στιγμές της ιστορίας.
Έτσι θα γίνει και με τον τύμβο της Αμφίπολης. Έτσι θα γίνονταν εάν αποφασίζονταν η ανασκαφή στους περίπου 350 τύμβους της Θράκης που κρατούν θαμμένα μυστικά. Τους περισσότερους τους έχουν επισκεφθεί οι αρχαιοκάπηλοι, πολύ πριν τους αρχαιολόγους, έχουν επιφέρει μεγάλες καταστροφές και έχουν αφαιρέσει ενδιαφέροντα στοιχεία. Οι επιδρομές τους είναι γεγονός που το επιβεβαιώνει, ο επίτιμος έφορος αρχαιοτήτων Διαμαντής Τριαντάφυλλος. Ο άνθρωπος που έφερε στην επιφάνεια, ένα μοναδικό αρχαιολογικό εύρημα. Πέντε ρωμαϊκές άμαξες και σημαντικά κτερίσματα που βρέθηκαν μέσα σε τύμβο ύψους 6-7 μ. με διάμετρο 55-60 μ. ήταν τα εντυπωσιακότερα από τα ευρήματα που αποκαλύφθηκαν στη Μικρή Δοξιπάρα – Ζώνη του Έβρου. H ανασκαφή και ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 2002 και έφερε στο φως αξιόλογα ευρήματα που ακόμη περιμένουν τον ειδικό χώρο ανάδειξης και στέγασής τους Ο κ. Τριαντάφυλλος μίλησε στο «Χ» για τους τύμβους της Θράκης κατά την διάρκεια μιας πολύ εμπεριστατωμένης συνέντευξης. Αποκάλυψε μάλιστα ότι μέχρι το 1980 είχαν ανακαλυφθεί 269 τύμβοι στη Θράκη. Συνολικά 70 στη Ροδόπη, 54 στην Ξάνθη και άλλοι 145 στον Έβρο. Ο σημαντικότερος είναι αυτός της Μικρής Δοξιπάρας, ενώ μέχρι σήμερα μόλις 35 έχουν εξερευνηθεί ως ένα βαθμό. Οι ανασκαφές στην Αμφίπολη έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον και για τους τύμβους της Ροδόπης και της Θράκης ευρύτερα. Υπάρχουν στοιχεία για την περιοχή μας; -Μπορούμε να πούμε ότι έχουμε δύο κατηγορίες ταφικών τύμβων: αυτούς που βρίσκονται στα περίχωρα των αρχαίων ελληνικών πόλεων, όπως είναι τα Άβδηρα και η αρχαία Στρύμη στη χερσόνησο της Μολυβωτής. Και υπάρχει και μια δεύτερη κατηγορία τύμβων, είναι τύμβοι ελεύθεροι στο χώρο, δηλαδή δεν έχουν άμεση σχέση με κάποιον οικισμό, είναι σε μεγαλύτερες αποστάσεις, και τέτοιους έχουμε πολλούς κυρίως στον Βόρειο Έβρο. Γιατί η συγκεκριμένη περιοχή έχει περισσότερους τύμβους; -Γιατί υπήρχαν την εποχή της ρωμαιοκρατίας –οι περισσότεροι χρονολογούνται στον 1ο και 2ο αι. μ.Χ.. Υπήρχαν πολλοί γαιοκτήμονες, οι οποίοι σε μία περίοδο είχαν αποκτήσει πλούτο από τη γεωργία, από την κτηνοτροφία και είχαν τη δυνατότητα να κατασκευάζουν τέτοιους τύμβους, οι οποίοι χρειάζονταν μια μεγάλη δαπάνη. Δεν ήταν δηλαδή για τους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι σε όλες τις εποχές ενταφιάζονταν μέσα σε απλούς λάκκους, στα κοιμητήρια. Υπάρχουν 350 τύμβοι μόνο στη Θράκη; -Ναι, και παραπάνω.
Περίπου 150 ήταν αυτοί που είχαμε καταμετρήσει στο νομό Έβρο μόνο. Υπάρχουν και στο νομό Ροδόπης στην περιοχή του Μητρικού στη Στρύμη και στην Ξάνθη κοντά στα Άβδηρα. Η αρχαιολογική σκαπάνη με αυτούς τους τύμβους, τι έχει κάνει όλο αυτό το χρονικό διάστημα; -Να ξεκινήσω από τον Έβρο. Υπήρχε ένα πρόγραμμα ανασκαφής τύμβων, γιατί είχαμε πολλά κρούσματα λαθροανασκαφών. Πήγαιναν με σκαπτικά μηχανήματα και προσπαθούσαν να εντοπίσουν τους τάφους. Άλλοι τους εντόπιζαν με τρυπάνια. Είχαμε βρει τέτοια κατάλοιπα σε τύμβους. Έτσι, όμως, εντοπίζονται μόνο οι κιβωτιόσχημοι, αυτοί δηλαδή που είναι κατασκευασμένοι με λίθινες πλάκες ή οι σαρκοφάγοι, όταν χτυπάει η αρίδα πάνω στην πέτρα. Αν είναι μία καύση νεκρού, είναι δύσκολο να εντοπιστεί. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, ένα πρόγραμμα στον Έβρο, κάθε χρόνο να γίνεται ανασκαφή σε ένα ή δύο τύμβους, ανάλογα με τον χρόνο που διαρκούσε η ανασκαφή. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι αυτοκρατορικών ρωμαϊκών χρόνων, βρέθηκαν όμως και πολύ λίγοι του 4ου και του 5ου αι. π.Χ. Δυστυχώς οι περισσότεροι βρέθηκαν συλημένοι, περισυλλέξαμε όμως ενδιαφέρουσα κεραμική και πολλές καύσεις βρέθηκαν απείρακτες. Έτσι, έχουμε πολλά κτερίσματα, αγγεία, γυάλινα, πήλινα, σιδερένια, χάλκινα αντικείμενα. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και ο τύμβος της Μικρής Δοξιπάρας Ζώνης, όπου βρέθηκαν βέβαια τα πλούσια αυτά ευρήματα, οι άμαξες, τα άλογα κ.λπ. Στην περιοχή της Ροδόπης, στην περιοχή του Μητρικού, είχαμε κρούσματα λαθροανασκαφών και γι’ αυτό είχαμε ξεκινήσει από το 1992 την ανασκαφή ορισμένων τύμβων. Βρέθηκαν και λίθινες σαρκοφάγοι και κιβωτιόσχημοι τάφοι με πλάκες που δένονταν μεταξύ τους με συνδέσμους σιδερένιους, αλλά βέβαια και αυτή ήταν συλημένοι. Περισυλλέξαμε, όμως, ενδιαφέροντα κομμάτια από κεραμική και συγκολλήσαμε αγγεία, όπως οι μοναδικές λευκές λήκυθοι, που είναι στο μουσείο της Κομοτηνής, οι σκύφοι του Αγ. Βαλεντίνου και άλλα ενδιαφέροντα ευρήματα που δεν ενδιέφεραν τους κυνηγούς θησαυρών ή τους αρχαιοκάπηλους. Δηλαδή οι αρχαιοκάπηλοι ενδιαφέρονται για ό, τι υπάρχει σε χρυσό; -Περισσότερο ενδιαφέρονται για χρυσό και για αντικείμενα πάλι από μέταλλο, αλλά ακέραια. Ο τρόπος, όμως, που επεμβαίνουν, συνήθως προκαλεί καταστροφή στα ευαίσθητα αυτά, έστω και από μέταλλα, αντικείμενα. Το μόνο που δεν έχει ανάγκη, βέβαια, είναι ο χρυσός και προς τα εκεί στρέφεται το ενδιαφέρον τους. Στην αρχαία Στρύμη είχατε κάνει την ανασκαφή. Από εκεί βρέθηκαν και τα ευρήματα στο αρχαιολογικό Μουσείο Κομοτηνής; -Ναι προέρχονται από τους τύμβους όπου είχα κάνει τις ανασκαφές.
Στην αρχαία πόλη συνέχισε η Δ. Τερζοπούλου και τώρα συνεχίζει το ανασκαφικό πρόγραμμα σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο του Princeton. Υλοποιήθηκε φέτος για δεύτερη χρονιά και θα συνεχιστεί και για τρίτη και βέβαια μπορεί να ανανεωθεί και η άδεια και για περισσότερα χρόνια. Είναι ευτύχημα που ξεκίνησε αυτή η ανασκαφή με δαπάνες κυρίως των Αμερικανών και είναι μεγάλο το θέμα της ταύτισης της πόλης εκεί, γιατί υπάρχουν πολλές απόψεις. Εμείς εξακολουθούμε να πιστεύουμε την άποψη ότι πρόκειται για την αρχαία Στρύμη, αλλά βέβαια πρέπει να αποδειχτεί και με στοιχεία και με ευρήματα, κυρίως με επιγραφές που μπορεί να μας δώσουν τέτοια στοιχεία. Υπάρχουν ακόμη τύμβοι όπου δεν έχει μπει καθόλου αρχαιολογική σκαπάνη; -Ναι βέβαια, οι περισσότεροι. Γιατί γίνεται αυτό, είναι τόσο μεγάλο το κόστος; -Είναι μεγάλο το κόστος, διότι μία ανασκαφή τέτοια μπορεί να κρατήσει σε ένα κοινό τύμβο, όχι πολύ μεγάλο, και δύο και τρεις μήνες, και ανάλογα βέβαια με τα ευρήματα μπορεί να κρατήσει και παραπάνω, όπως κράτησε η ανασκαφή της Δοξιπάρας. Χρειάζονται και χρήματα και άνθρωποι, για να πει κανείς ότι θα συνεχίσει ένα τέτοιο πρόγραμμα ανασκαφής τύμβων. Είναι η δαπάνη αρκετά μεγάλη και βέβαια τώρα στις ημέρες αυτές που περνάμε πρέπει να είναι πολύ εντυπωσιακό το εύρημα, για να υπάρξει και ανάλογο ενδιαφέρον της πολιτείας. Ο τύμβος της Παραδημής παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον; -Διαφέρει από τους ταφικούς τύμβους. Εκεί είναι ο όρος, καλύτερα να λέμε τούμπα, είναι προϊστορικός οικισμός, που με την συνεχή κατοίκιση -μετά την καταστροφή δηλαδή κι αυτό συνέβαινε συχνά με πυρκαγιά ενός οικισμού- γιατί γινόταν πάλι εγκατάσταση στο ίδιο μέρος, κι έτσι με την πάροδο των αιώνων δημιουργήθηκε αυτός ο τεχνητός Γήλοφος. Αυτές είναι οι τούμπες οι προϊστορικές, δεν έχουν σχέση με τους ταφικούς τύμβους.

Πηγή: http://www.xronos.gr/detail.php?ID=94411

Μακεδονία και Προέλληνες

 

ΟΙ ΠΡΟΕΛΛΗΝΕΣ
(ΔΙΑΛΕΞΙΣ ΓΕΝΟΜΕΝΗ ΕΝ ΤΗ ΑΙΘΟΥΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ)

 

379223_526111607423677_481530022_n

Eιν ολ’ αυτά τα πράγματα πολύ παλιά, οι Προέλληνες και o πολιτισμός τους και η γλώσσα τους, όχι όμως και στερημένα γι’ αυτό από ενδιαφέρον.
Στην επιστήμη το παλιό και το νέο είναι ισοδύναμα και ισότιμα.
Γιατί το παλιό είναι το θεμέλιο του νέου, και το νέο στηρίζεται στο παλιό και προσδιορίζεται από αυτό ανέκκλητα και παντοτινά.
Να γιατί δε φοβάμαι, μιλώντας για τους Προέλληνες μπροστά σε καλλιεργημένο κοινό, να πω πράγματα ξένα προς το ενδιαφέρον του.

Οι Ινδοευρωπαίοι, που τμήμα τους είναι η ελληνική φυλή, ήταν ως την 5η χιλιετηρίδα π. Χ. μια από τις πολλές γλωσσικές φυλές που κατοικούσαν στην Ευρώπη.

Η φυλή όμως αυτή φαίνεται πως ήταν προικισμένη με μια κατακτητική και αφομοιωτική ικανότητα, που από τα αποτελέσματα της θα μπορούσε να χαρακτηριστή εκπληκτική.

Όταν μετά την 5η χιλιετηρίδα π. Χ. άρχισε να διασπάται και να σχηματίζη τους επί μέρους Ινδοευρωπαικούς λαούς, δηλ. τους Έλληνες, Ίνδοιρανούς, Θρακοιλλυριούς, Ίταλοκέλτες, Τεύτονες, Βαλτοσλάβους κ. α., και να απλώνεται προς όλες τις γεωγραφικές κατευθύνσεις, οι άλλες γλωσσικές φυλές της Ευρώπης και της Ασίας που βρέθηκαν στα βήματα της, άλλες αργά και άλλες γρήγορα, δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την υποταγή και τη γλωσσική αφομοίωση τους από τους Ίνδοευρωπαίους.

Τυρσηνοί, Τυρρηνοί Tomba dei Leopardi, Tarquinia

Έτσι στην Ασία οι Ινδοί αφομοίωσαν τους μογγολικούς λαούς που κατοικούσαν την απέραντη χώρα του Ινδικού πενταποτάμου.

Οι Χεττίτες, τους παλαιοτέρους λαούς της Μ. Ασίας. Στην Ευρώπη οι Τεύτονες αφομοίωσαν παλαιοτέρους λαούς της βόρειας Ευρώπης, οι Κέλτες τους Λίγυες της Γαλατίας και τους Pritu, δηλ. τους παλαιούς Βρεττανούς της Αγγλίας,
οι Ιταλοί τους Έτρούσκους κ.ο.κ.

Οι Έλληνες, αφού πέρασαν την πρωτοελληνική, όπως τη λέμε, περίοδο στους κάμπους της Ουγγαρίας και της Σερβίας, και πληθύνοντας αριθμητικά απλώθηκαν γεωγραφικά σε βαθμό ώστε ν° αρχίση η γλώσσα τους να διαφοροποιείται σε διαλέκτους, εμφανίστηκαν γύρω από τον 20° αιώνα π. Χ. στα σημερινά βόρεια σύνορα της χώρας που έμελλε να ονομαστή απ’ αυτούς Ελλάδα και να γίνη η οριστική ιστορική τους κοιτίδα επί 4 000 χρόνια αδιάκοπα, από τότε ως σήμερα.
Η είσοδο τους στην Ελλάδα δεν έγινε μεμιάς, αλλά σε τρία κύματα, με τρεις διαδοχικές κατακτήσεις.

Πρώτα κατέβηκαν οι Ίωνες 1 κατόπι, γύρω στον 17° αιώνα π. Χ., οι Αχαιοί, και τελευταίοι, γύρω στον 12° αιώνα π. Χ., οι Δωριείς.

Τη νέα και τελική τους πατρίδα δεν τη βρήκαν οι Έλληνες ακατοίκητη.

Οι χώρες που περιβάλλουν τη Μεσόγειο είναι, όπως όλοι ξέρουμε, κατοικίες αρχαιότατων λαών και κοιτίδες πανάρχαιων πολιτισμών.

Και φυσικά δεν μπορούσε να συμβή διαφορετικά με τη χώρα την πιο επίκεντρη και πιο ευνοημένη από τη φύση και τους κλιματολογικούς όρους, την Ελλάδα.

Αρχαιότατοι μεσογειακοί λαοί μελαχροινοί 2 με δέρμα ψημένο επί χιλιετηρίδες από τον καυτόν ήλιο και την αρμύρα των κυμάτων, φυλετικά και γλωσσικά άσχετοι με τους ξανθογάλανους Ινδοευρωπαίους, ασκώντας τέχνες, ναυτικό εμπόριο και πειρατεία στις θάλασσες που συνδέουν τις τρεις παλιές ηπείρους, κοσμογυρισμένοι θαλασσοκράτορες, ήταν εγκαταστημένοι ήδη από την 47π χιλιετηρίδα π. Χ. στις ακτές και στα νησιά που περιβρέχονται από το Αιγαίο, το Λιβυκό και το Ιόνιο πέλαγο, δηλ. στα δυτικά της Μ. Ασίας, στην Ελλάδα και στην Ιταλία.

Ήταν οι φορείς του πολιτισμού που στην αρχαιολογία λέγεται μινωικός η αιγαίος. Τού πολιτισμού με τα πελώρια και πλούσια βασιλικά παλάτια, τα ζωγραφισμένα με τους κρίνους και τα λείρια των κήπων και με τους κρόκους των βουνών, με τους ψηλόλιγνους νέους και τις υπέρκομψες κυρίες.

Της αγγειογραφίας με τα θαλάσσια φυτά, ζώα και κοχύλια, που αναδίνουν ακόμα τη θαμπή δροσιά των βυθών4.

Όταν οι αιώνες έσβησαν από τη μνήμη των Ελλήνων κάθε θύμηση της καθόδου των από το βορρά, o απλός ελληνικός λαός νόμιζε πιά πως ήταν ανέκαθεν ιθαγενής στη χώρα αυτή, κι έπλασε η ιδιοποιήθηκε από τους εξελληνισμένους τώρα προκατόχους του, ντόπιους κοσμογονικούς μύθους, που τον παρουσίαζαν φυσικό γέννημα και θρέμμα της γης του.

Γιά το λαό οι Προέλληνες είναι απλώς οι πανάρχαιοι πρόγονοι, και η αντίληψη του αυτή βρίσκει κάποτε θέση και στην ποίηση εκείνη που απηχεί λαικές δοξασίες, όπως λ. χ. στον Ησίοδο και στις Ικέτιδες του Αισχύλου, καθώς και στην απλοϊκή Ιστοριογραφία του Ηροδότου (1,56), που ταυτίζει τους Ίωνες με τους Πελασγούς, δηλ. με τους Προέλληνες 5.

Άλλα οι Έλληνες συγγραφείς, και ιδίως οι ιστορικοί, δεν ήταν απ’ εκείνους που θα μπορούσε να διαφυγή την προσοχή τους ένα τόσο σημαντικό γεγονός, κι ας είχαν περάσει πια τόσοι αιώνες από την εποχή της πρώτης καθόδου. Ούτε ήταν δυνατό να μην τους κάνη εντύπωση το ότι ως την εποχή τους σώζονταν εδώ κι εκεί ανάμεσα τους υπολείμματα αλλόγλωσσων Προελλήνων. Ήδη ο ποιητής της ‘Οδύσσειας έλεγε για την Κρήτη :

Κατοίκους έχει αρίθμητους και χώρες ενενήντα.
Κάβε λαός κι η γλώσσα του.
Ζουν Άχαιοι στον τόπο, ζοϋνε νησιώτες Κρητικοί, παλληκαριάς ξεφτέρια, και Κύδωνες και Δωρικοί, και Πελασγοί λεβέντες 6.

Ο Ηρόδοτος λέγει ότι το ελληνικό έθνος αρχικά ήταν ολιγάριθμο ύστερα όμως μεγάλωσε, γιατί συγχωνεύτηκαν μαζί του οι Πελασγοί και πολλά άλλα βάρβαρα φύλα7. Ο ίδιος λέγει για την Αττική πως παλαιότερα ήταν η πελασγική, ότι η γλώσσα της ήταν βάρβαρη8, ότι κατόπιν εξελληνίστηκε κι άλλαξε γλώσσα9, ότι η Ίμβρος και η Λήμνος κατοικούνταν παλαιότερα από Πελασγούς 10, και ότι ολόκληρη η Ελλάδα παλαιότερα λεγόταν Πελασγία 11.

Ο Θουκυδίδης μαρτυρεί ότι στη χερσόνησο του Άθωνα στα χρόνια του, εκτός από τους Έλληνες αποίκους από την “Ανδρο και τη Χαλκίδα, ήταν και άλλες πόλεις που κατοικούνταν από ανάμεικτο πληθυσμό δίγλωσσων βαρβάρων, που ήταν κατά μέγα μέρος πελασγικός και κατάγονταν από τους ίδιους εκείνους Τυρσηνούς που κατοικούσαν παλαιότερα και τη Λήμνο και τας Αθήνας 12.

Ο Στράβων γράφει ότι ο παλαιότερος του Εκαταίος ο Μιλήσιος αναφέρει ότι στην Πελοπόννησο πριν από τους Έλληνες κατοικούσαν βάρβαροι, και προσθέτει o Στράβων ότι ολόκληρη η Ελλάδα έναν καιρό ήταν κατοικία βαρβάρων 13.
Ο σχολιαστής του Απολλώνιου του Ροδίου (I 608) λέγει ότι οι παλαιότεροι κάτοικοι της Λήμνου ήταν πειρατές Τυρσηνοί, δηλ. Προέλληνες14 πράγμα που συμφωνεί με το ότι ο Όμηρος ονομάζει τους κατοίκους της Σιντίας αγριοφώνους 15.

Kαι των άλλων νησιών του Αιγαίου τους παλαιούς κατοίκους οι Έλληνες τους ξεχώριζαν από τη δική τους εθνότητα.
Και οι κάτοικοι των νησιών, γράφει ο Θουκυδίδης, ήταν πειρατές, Κάρες και Φοίνικες γιατί αυτοί κατοικούσαν τα περισσότερα νησιά16.
Και ο Στράβων προσθέτει:

«Άπό όσα έχουν ειπωθή για τους Κάρες, εκείνο που δέχονται οι περισσότεροι είναι ότι οι Κάρες….λέγονταν τότε Λέλεγες και κατοικούσαν τα νησιά» 17.

Ξεχωρίζουν λοιπόν οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς τους Προέλληνες από τους πραγματικούς Έλληνες, άλλοτε με το όνομα Πελασγοί 18, και Τυρσηνοί η Τυρρηνοί, άλλοτε με τα ονόματα Κάρες και Λέλεγες και άλλοτε με τοπικά εθνικά ονόματα, σύνθετα με το επίθετο ετεός (=άληθινός, ντόπιος): Έτεόκρητες, Έτεοκαρπάθιοι.

Αλλά και ό,τι θεωρούνταν πολύ παλιό στην Ελλάδα το χαρακτήριζαν πελασγικό. Τα πανάρχαια τείχη, τα χτισμένα με ογκολίθους, τα θεωρούσαν πελασγικά.
Τη Λάρισα της Θεσσαλίας την ονόμαζαν Πελασγικόν Άργος. Τα πολύ παλιά ιερά, όπως του Δία στη Δωδώνη της Ηπείρου και της Ήρας στη Θεσσαλία, τα ανάγουν στην εποχή των Πελασγών :

Ω Δία της Δωδώνης, Πελασγικέ, που κατοικείς μακριά μας! 19

Πρόσθετο τεκμήριο για την εθνολογική διάκριση Ελλήνων και Προελλήνων, που ήταν ως την εποχή που συντάχτηκαν τα ομηρικά έπη ακόμα αισθητή, είναι ότι σ’ αυτά οι Πελασγοί, όσοι ακόμα σε ακραία σημεία σωζονταν τότε άναφομοίωτοι, παρουσιάζονται ως σύμμαχοι των Τρώων, μαζί με άλλους ασφαλώς μη ελληνικούς λαούς της Μ. Ασίας και της Θράκης.

Αυτά τα ανάφερα απλώς για να φανή :

1) Πως οι Έλληνες συγγραφείς ήταν βέβαιοι γι’ αυτό που η επιστήμη σήμερα με δικά της αρχαιολογικά και γλωσσικά τεκμήρια πιστοποίησε, ότι δηλ. πριν απ’ αυτούς κατοικούσε στην Ελλάδα μια άλλη, ξένη προς αυτούς, και αλλόγλωσση φυλή, και

2) Πως η εθνολογική και γλωσσική απορρόφηση των Προελλήνων από τους Έλληνες άργησε πολύ να συμπληρωθή σε όλες τις περιοχές της χώρας, αφού ως την εποχή του Ηροδότου και του Θουκυδίδη, δηλ. ως τον 5° π. Χ. αιώνα, υπήρχαν υπολείμματα Προελλήνων που δεν είχαν ακόμα αφομοιωθή, κι ας είχαν περάσει δεκαπέντε αιώνες από την εποχή της πρώτης καθόδου των Ελλήνων.

Ο πολιτισμός που έφερε η πρώτη ελληνική φυλή στην Ελλάδα ήταν ασύγκριτα κατώτερος από τον πολιτισμό των Προελλήνων.
Και όπως συμβαίνει συνήθως όταν ένας λαός απολίτιστος κατάκτηση ένα πολιτισμένο λαό, οι Έλληνες κατάστρεψαν τον προελληνικό πολιτισμό.

Ένας πολιτισμός όμως δε χάνεται ολότελα με τη λεηλασία και την πυρπόληση των ανακτόρων και των ιερών.

Το σημαντικώτερο τμήμα του, το έμψυχο υλικό, που ήταν o ζωντανός φορέας των πολιτιστικών αγαθών, δεν κάηκε, αλλά έμεινε με όλη του την πνευματική καλλιέργεια, διασταυρώθηκε φυλετικά, θρησκευτικά, ακόμα και γλωσσικά με τον κατακτητή, και από τη διασταύρωση αυτή, που εκ των υστέρων φαίνεται πως στάθηκε μια από τις βιολογικά πιο ευνοϊκές ενώσεις λαών, βγήκαν δυο θαυμάσια αποτελέσματα :

Το πρώτο ήταν μια καινούργια, βιολογικά ανανεωμένη, γερή και όμορφη φυλή, προικισμένη με έξοχα πνευματικά χαρίσματα, που συνδύαζε τη σωματική αλκή και φρεσκάδα των κατακτητών με την αισθητική και πνευματική φινέτσα ενός λαού εξαντλημένου βιολογικά από μια μακρόχρονη προηγμένη μορφή ζωής.

Το δεύτερο ήταν η αρχή ενός νέου πολιτισμού, που δεν αρχίζει από το μηδέν, άλλα με νέα δύναμη συνεχίζει, μετουσιώνει και εποικοδομεί ένα έτοιμο, τελειωμένο πολιτισμό θρησκείας, θρύλων, παραδόσεων και τέχνης, και του δίνει τη ρωμαλέα μορφή, με την όποια μας παρουσιάζεται στην πλήρη άνθηση του o πρώτος ελληνικός πολιτισμός στα οικοδομήματα και στα έργα τέχνης των μυκηναικών και υστερομινωικών χρόνων και στα ομηρικά έπη.
Την πνευματική αυτή διασταύρωση τη συμβολίζει καλύτερα απ’δλα το ελληνικό πάνθεο, όπου οι άρρενες θεοί των ινδοευρωπαίων Ελλήνων παρουσιάζονται ζευγαρωμένοι με τις θηλυκές θεότητες, που όλες σχεδόν είναι προελληνικές.

Υπάρχουν στην ιστορία των εθνών πολλά παραδείγματα κατακτητών που αφομοιώθηκαν εθνολογικά και γλωσσικά από το έθνος που υποδούλωσαν, ιδίως όταν, όπως συνήθως συμβαίνει, οι κατακτητές είναι αριθμητικά και πολιτιστικά κατώτεροι από τους κατακτημένους.

Έτσι λ.χ. έγινε με τους σκανδιναβικής καταγωγής Ρώσ(ους), που εκσλαβίστηκαν από τους Σλαβους υποτελείς των.

Το ίδιο έγινε με τους γερμανικής καταγωγής Φράγκους (Frangais), που όταν κυρίεψαν τη λατινόφωνη Γαλατία έκγαλλίστηκαν.

Το ίδιο έγινε με τους μογγολικής φυλής και τουρκοταταρικής γλώσσας Πρωτοβουλγάρους, που έκσλαβίστηκαν από τους ανάμεσα στον Αίμο και τον Δούναβη Σλάβους υποτελείς των.

Το ίδιο έγινε με τους σκανδιναβικής καταγωγης Νορμανδούς, που όταν κατάκτησαν τη Β. Γαλλία έκγαλλίστηκαν, και όταν απ’εκεί κατάκτησαν την Αγγλία έξαγγλίστηκαν.
Το ίδιο τέλος έγινε με τους Ρωμαίους κατακτητές της Ελληνικής Ανατολής, δηλ. του Βυζαντίου.

Δε θάταν λοιπόν διόλου παράξενο αν και οι Έλληνες αφομοιώνονταν από τους αριθμητικά και πολιτιστικά ανώτερους των Προέλληνες, και μάλιστα αφού δεν κατέβηκαν στην Ελλάδα όλοι μαζί, αλλά κατά τρία κύματα που τα χώριζαν αιώνες. Και όμως αυτό δεν έγινε.

Η πρώτη ελληνική φυλή που βρέθηκε ανάμεσα στους Προέλληνες, οι Ίωνες, δεν αφομοιώθηκαν, αλλά αφομοίωσαν ένα μεγάλο μέρος των Προελλήνων, έτσι που, όταν μετά τρεις αιώνες, κατέβηκαν οι Αχαιοί, βρήκαν μια χώρα κατά μέγα μέρος ελληνόφωνη, και ακόμα περισσότερο, όταν μετά άλλους πέντε αιώνες κατέβηκαν οι Δωριείς 20.

Έπλήρωσαν όμως με άλλο τρόπο οι Ίωνες την πρωτοποριακή τους δόξα για τον εξελληνισμό της χώρας:

Όχι μόνον αναλώθηκε η κατακτητική τους αλκή από την άνιση ανάμειξη τους με τους Προέλληνες, ώστε όταν κατέβηκαν οι Αχαιοί ήταν πια εξοφλημένοι οι Ίωνες ως φυλή κατακτητών, και γι’ αυτό εύκολα άλλου υποτάχθηκαν και άλλου απωθήθηκαν από τους Αχαιούς στα ανατολικά παράλια και στα νησιά του Αιγαίου, αλλά και η γλώσσα τους δέχτηκε την ισχυρότερη και βαθύτερη επίδραση της Προελληνικής”, ενώ η γλώσσα των Αχαιών και των Δωριέων έμεινε καθαρώτερα ελληνική.

Όταν τον 17° αιώνα π. Χ. κατέβηκε στην Ελλάδα το δεύτερο ελληνικό κύμα, οι Αχαιοί, η πολιτική ηγεσία της χώρας πέρασε αμέσως στα χέρια τους.

Οι Ίωνες έγιναν, όπως οι Προέλληνες, άμαχοι έμποροι, τεχνίτες και επαγγελματίες, περιορίστηκαν δηλ. σε έργα ολότελα άσημα για μια ηρωική εποχή, γι’ αυτό και στα ομηρικά έπη, όπου κυριαρχεί η δόξα των Αχαιών, οι Ίωνες ούτε μνημονεύονται καν ως συντελεστές του τρωικού πολέμου η, αν τύχη να γίνη γι’ αυτούς λόγος, χαρακτηρίζονται με επίθετα αντιηρωικά.

Όχι ευκνήμιδες, χαλκοκνήμιδες, χαλκοχίτωνες, αρηίφιλοι, φιλοπτόλεμοι, μεγάθυμοι, όπως οι Αχαιοί, αλλά ελκεχίτωνες, δηλ. άνθρωποι με μακριά φορέματα, που συχνάζουν στα πανηγύρια, ως έμποροι φυσικά και τεχνίτες, ασχολίες που θα τους δώσουν πάλι αργότερα, στους ιστορικούς χρόνους, μαζί με την οικονομική και αποικιακή υπεροχή,
και την πνευματική ηγεσία των Ελλήνων, αλλά που πάντως τους κρατούν στο περιθώριο της επικής ιστορίας.

Η επίδραση που δέχτηκαν οι Έλληνες από τους Προέλληνες εκτείνεται σε όλες τις μορφές της ζωής και είναι ποσοτικά ανυπολόγιστη.

Και τούτο γιατί, όταν η συγχώνευση των δυό λαών είχε προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό, Έλληνες δεν ήταν πιά μόνο οι γνήσιοι, ούτε μόνο οι μιγάδες, αλλά και οι καθαροί Προέλληνες, που εξελληνισμένοι πιά ως προς τη γλώσσα, δεν διακρίνονταν εθνολογικά από τους γνήσιους, και ενσωματώθηκαν στον Ελληνισμό διατηρώντας το χαρακτήρα τους, τον ιδιαίτερο τρόπο της ζωής τους, τους παλιούς θρύλους και παραδόσεις τους, καθώς και πολλά στοιχεία της παλιάς τους θρησκείας, δλα αυτά ενσωματωμένα πιά σε μια ελληνική ζωή, γλώσσα και τέχνη.

Καί επειδή καθρέφτης της ζωής του παρελθόντος είναι πάντα η γλώσσα και η τέχνη, σ’αυτές καταφεύγουμε σήμερα για να πληροφορηθούμε τι απ’ εκείνα που αποτελούν για μας σήμερα τον άρχαίο Ελληνισμό είναι γνήσιο ελληνικό και τι προέρχεται από τους Προέλληνες.

Η Αρχαιολογία είναι σήμερα σε θέση να μας πληροφόρηση σε γενικές γραμμές ποιά στοιχεία της κατοικίας, των εργαλείων και σκευών και της διακοσμητικής τους στην αρχαία Ελλάδα είναι φερμένα από το βορρά με την κάθοδο των Ελλήνων κατακτητών, και ποιά είναι συνέχεια των στοιχείων του προελληνικού πολιτισμού.

Θα μου επιτροπή, ως μη ειδικός, να μη μιλήσω γι’αυτά και να περιοριστώ στα στοιχεία εκείνα που η Γλωσσολογία αναγνωρίζει μέσα στην αρχαία ελληνική γλώσσα ως στοιχεία προελληνικά.

Όσο κι αν η Αρχαιολογία και η Γλωσσολογία συνεργάζονται στον τομέα αυτόν της έρευνας και πολύ συχνά τα πορίσματα τους συμπίπτουν, η Γλωσσολογία, όπως θα δήτε, είναι εκείνη που φωτίζει με ζαιηρότερο φως τις πτυχες της αρχαίας ζωής, όπου οι δυό εθνότητες συναντήθηκαν.

Θα σας πω λοιπόν μερικά πράγματα για τα προελληνικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
Πόσο αυτά βοηθούν ωστε να διακρίνετε μέσα από τις λέξεις και τα πολιτιστικά στοιχεία που είναι προελληνικά, θα το διαπιστώσετε μόνοι σας.

Πριν όμως μπούμε στα καθέκαστα θα σας γεννηθή το ερώτημα, είναι άραγε σε θέση η επιστήμη να ξεχωρίση σήμερα
τι από την αρχαία ελληνική γλώσσα είναι καθαρά ελληνικό και τι προελληνικό ;
Και με ποια μέθοδο έρευνας μπορεί να το πετύχη ;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ανεπιφύλαχτα καταφατική.
Καί η μέθοδο της έρευνας είναι η εξής :
Σήμερα, χάρη στην τεράστια εργασία που έχει γίνει από τους γλωσσολόγους όλου του κόσμου στην περιοχή της συγκριτικής γλωσσολογίας, είναι γνωστό σε γενικές γραμμές ποιες λέξεις κάθε ινδοευρωπαϊκή γλώσσα τις κρατά από την εποχή που οι Ίνδοευρωπαίοι ήταν
ακόμα ένας λαός και ποιες δανείστηκε αργότερα από άλλες μη Ινδοευρωπαικες γλώσσες, αφ’ ότου κάθε λαός ξεχώρισε από τον κορμό των Ίνδοευρωπαίων και έζησε σε άλλο γεωγραφικό περιβάλλον.

Έτσι και ειδικά για την αρχαία ελληνική γλώσσα, οι γλωσσολόγοι έκαναν το διαχωρισμό του υλικού με την εξής μέθοδο.

Όποια λέξη της και όποιο γραμματικό στοιχείο της βρίσκεται και σε όλες τις άλλες Ινδοευρω­παϊκές γλώσσες ή στις περισσότερες ή σε πολλές από αυτές, το θεωρεί άλ­λοτε αδίσταχτα και άλλοτε με μεγάλο βαθμό πιθανότητας ως γνήσια ελλη­νικό, φερμένο στήν Ελλάδα από τήν Ινδοευρωπαϊκή κοιτίδα.

Όποια όμως λέξη η όποιο γραμματικό στοιχείο δεν έχει αντίστοιχο της στις άλλες αδελφές γλώσσες, αυτό, αν μπόρεση να το έξηγήση ως νεώτερο πλάσμα ελληνικό, πάει καλά. “Αν όμως δεν μπόρεση, τότε αναζητεί να βρη την προέλευση του σε μια από τις μη Ινδοευρωπαικές γλώσσες λαών με τους οποίους οι Έλληνες ήρθαν σε επιμειξία η σε εμπορική και γενικά ιστορική επαφή.

Ως εδώ η μέθοδο είναι αρνητική.

Δεν είναι ινδοευρωπαϊκό, θα είναι άρα από άλλη γλώσσα. Η θετική όμως επαλήθευση του από ποιά γλώσσα προέρχεται είναι εκείνη που πρέπει να ολοκλήρωση το τεκμήριο και να το όπλιση με πειθανάγκη και εδώ μπορούν να συμβούν δυό πράγματα :

“Η θα βρεθή η προέλευση της κάθε μη ελληνικής λέξης σε μια από τις γειτονικές γλώσσες που έχουν γραπτή παράδοση παλαιότερη της ελληνικής, όπως είναι οι σημιτικές γλώσσες της δυτικής Ασίας (Ασσυροβαβυλωνιακή, Εβραική) και οι χαμιτικές της βόρειας Αφρικής (αρχαία Αιγυπτιακή) και τότε πιά το πρόβλημα λύθηκε,

η δε θα βρεθή τίποτε το αντίστοιχο στις γλώσσες αυτές, και τότε θα πρέπει να γίνη ο εξής συλλογισμος :

Ελληνικό δεν είναι, σημιτικό δεν είναι, χαμιτικό δεν είναι, θα πρέπει λοιπόν να είναι από τη γλώσσα των Προελλήνων.

Κι εδώ όμως έχουμε στο χέρι μόνο το αρνητικό τεκμήριο της προελληνικής καταγωγής. Το θετικό, που θα ήταν να βρούμε τη λέξη που εξετάζουμε γραμμένη σε προελληνικά κείμενα, αυτό δεν υπάρχει, γιατί οι προελληνικές επιγραφές, εκτός από ελάχιστες, είναι γραμμένες σε αλφάβητο άγνωστο ως τώρα και, με όλες .τις προσπάθειες που έγιναν και γίνονται, δε βρεθηκε τρόπος να διαβαστούν.

Μας μένει λοιπόν για τις προελληνικές λέξεις της Ελληνικής μόνο το αρνητικό τεκμήριο, που δεν είναι ολότελα χωρίς αξία, κοντά σ’αυτό όμως και μερικά άλλα βοηθητικά τεκμήρια που μας τα δίνει η λογική προπάντων, αλλά και η Γεωγραφία και η Ίστορία.
Ας δούμε μερικά :

Να είναι άραγε εντελώς τυχαίο το ότι οι λέξεις της αρχαίας Έλληνικής, που δεν είναι ινδοευρωπαικές, εκφράζουν πράγματα και έννοιες που ασφαλώς δεν ήταν γνωστά στην κοιτίδα των Ίνδοευρωπαίων, και που πρέπει άρα οι Έλληνες να τα γνώρισαν για πρώτη φορά εδώ στην Ελλάδα ;

Όλα τα φυτά που δε φυτρώνουν μόνα τους βορειότερα από την Ελλάδα, δεν έχουν στην ελληνική γλώσσα ονόματαινδοευρωπαικά.

Λογική συνέπεια επιβάλλει να δεχτούμε ότι τα πρωτοείδαν οι Έλληνες εδώ και ρώτησαν τους Προέλληνες πως λέγονται αυτά τα φυτά.
Οι Προέλληνες τους είπαν το όνομα που είχαν στη δική τους γλώσσα, και οι Έλληνες μαζί με το νέο πράγμα πήραν στη γλώσσα τους και τη νέα λέξη.

Όλα τα ονόματα των ψαριών, πουλιών και άλλων ζώων, που δεν είναι Ινδοευρωπαικά, είναι εκείνα που ζούν μόνο γύρω στη Μεσόγειο και στη νότια Ευρώπη.

Πολύ φυσικό λοιπόν ήταν να μην έχουν οι Έλληνες, όταν ήρθαν εδώ, λέξεις για τέτοια ψάρια, πουλιά και άλλα ζώα, και γνωρίζοντας τα για πρώτη φορά εδώ. να τα μάθουν με τα ονόματα που τους είχαν δώσει οι Προέλληνες.
Γιατί θα ήταν αλήθεια αλλόκοτη η σκέψη ότι ούτε δικό τους ελληνικό όνο μα είχαν να δώσουν στα ζώα αυτά, ούτε το προελληνικό όνο μα καταδέχτηκαν να πάρουν, αλλά περίμεναν να περάσουν αιώνες, για να γνωρίσουν τους αρχαίους Αιγυπτίους η τους Φοίνικες και να τους ρωτήσουν πως θα ονομάσουν τα ζώα αυτά.

Λέξεις της αρχαίας Ελληνικής που εκφράζουν αντικείμενα και έννοιες κάπως προχωρημένου για την εποχή εκείνη πολιτισμού δεν είναι ινδοευρωπαικές. Λίγες από αυτές είναι φοινικικές22 η αιγυπτιακές23, και μπήκαν στην Ελληνική όταν άρχισε η εμπορική επικοινωνία με τους Φοίνικες και τους Αίγυπτίους.

Οι άλλες όμως από που προέρχονται; Λογικό είναι να δεχτούμε κι εδώ ότι μας ήρθαν από τη γλώσσα των Προελλήνων, άφού τα αρχαιολογικά ευρήματα πιστοποιούν ότι ο πολιτισμός των τελευταίων ήταν πολύ πιο εξελιγμένος από τον ελληνικό. Μπορεί να είναι τάχα ολότελα τυχαίο το ότι οι Έλληνες, λαός που διακρίθηκε πάντοτε για το υπερβολικά ανεπτυγμένο αίσθημα της μορφής, ποτέ όμως για το μουσικό του αίσθημα, είχε μουσικούς όρους που δεν είναι Ινδοευρωπαικοί;

Οι αρχαίοι Έλληνες έθαύμαζαν τους καρικούς ύμνους και τα λυδικά μέλη, δηλ. μουσική προελληνική. Δεν είναι λοιπόν διόλου παράξενο οι μουσικοί δροι της αρχαίας Ελληνικής να είναι προελληνικοί.

Τα τοπωνύμια της αρχαίας Ελλάδας, δηλ. τα ονόματα πόλεων, νησιών, βουνών, ποταμών κλπ., είναι κατά τα 9/10 ανεξήγητα με τη βοήθεια του ελληνικού λεξιλογίου 24.

Δεν έχουν δηλ. καμμιά σημασία στην ελληνική γλώσσα. Πολλά μάλιστα από αυτά είναι τα παλαιότερα, και ακριβώς εκείνα που οι αρχαίοι Έλληνες τα χαρακτήριζαν πελασγικά. Τι το λογικώτερο λοιπόν από το να δεχτούμε ότι τα τοπωνύμια αυτά τα βρήκαν οι Έλληνες έτοιμα στη γλώσσα των Προελλήνων και δεν αισθάνθηκαν καμμιάν ανάγκη να τα αλλάξουν.
Η διατήρηση των τοπωνυμίων του προκάτοχου λαού από τον κατακτητή είναι φαινόμενο γενικό στις εθνολογικές μεταβολές όλων των λαών.
Καί οι Ιταλοί λ. χ. διατήρησαν τα προιταλικά, τα ετρουσκικά τοπωνύμια της χώρας τους, και οι Τούρκοι τα ελληνικά τοπωνύμια της Μ. Ασίας, με μικρές γραμματικές προσαρμογές των στη γλώσσα τους:
Το εις την Πόλη το έκαναν Istanbul, το εις Άμισόν, Samsun, το εις την Κω, Istanköy, το Σμύρνη, Izmir, το Άδριανού(πολις), Edirne, το Ίκόνιον, Konia, το Προϋσα, Bursa, το Σεβάστεια, Sivas, το “Αγκυρα, Ankara, το Τραπεζοϋς, Trabzon, το Κεράσους, Giresun κ.ο.κ. Έτσι γίνεται πάντοτε.
Τι το παράξενο λοιπόν αν και οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν τα ίδιο για τα προελληνικά τοπωνύμια ;

Η προελληνική προέλευση των τοπωνυμίων αυτών γίνεται φυσικά βεβαιότερη, όταν βρίσκουμε τα ίδια τοπωνυμία και στην προελληνική ενδότερη Μ. ‘Ασία σε εποχή που δεν είχαν ακόμα έγκατασταθή εκεί Έλληνες.
Λάρισα εδώ, Λάρισα και έκεί.
Πήδααος εδώ, Πήδααος και εκεί.
Παρνασσός έδώ, Παρνασσός και έκεί.
Πίνδος εδώ, Πίνδασος και έκεί.
Μυκαλλησός εδώ, Μυκαλησαός, Μυκάλη και έκεί.
Δέκα Όλυμποι έδώ, άλλοι τόσοι Όλυμποι και έκεί.

Το ίδιο συμβαίνει, όταν συναντούμε και στην Ελλάδα και στην προελληνική Μ. ‘Ασία τοπωνύμια έτυμολογικώς ανεξήγητα και με μορφολογία όχι ελληνική, σε -σσος, -σσα, -νθος, -ρνα, -μνα, όπως Παρνασσός, Κνωσσος έδώ, Αλικαρνασσός, Τελμησσός έκεί, Λάρια(σ)α έδώ, Μύλασσα, Βάργαοαα έκεί, Κόρινθος, Τίρυνς νϋος, Ζάκυνϋος έδώ, Λαυρανδός, Λνκανδός, Σοανδός έκεί, “Αρνα, Άλάσαρνα, Φαλάσαρνα έδώ, “Υπαρνα, “Αβαρνος, Άιάρνη, Πασάρνη στη Μ. ‘Ασία, Ρεθυμνα στην Κρήτη, Μηθυμνα, Κάλυμνα στα νησιά της Μ. ‘Ασίας.

Ούτε βέβαια είναι χωρίς σημασία για την προέλευση τέτοιων τοπωνυμίων η παρατήρηση ότι τις καταλήξεις τους -σ(σ)ος και -νθος τις συναντούμε και σε προσηγορικές λέξεις σίγουρα προελληνικές,
όπως κυπάρισσος, νάρκισσος, άσάμινθος, αψινθος, ερέβινθος, λέβινθος, όλυνθος, ύάκινθος.

Μυκηναίοι, οι πρώτοι Έλληνες στην Ιταλία

Θετικό τεκμήριο για την προελληνική καταγωγή ελληνικών λέξεων έχουμε όταν λέξεις της αρχαίας Ελληνικής, που δεν εξηγούνται ως Ινδοευρωπαικές, τις συναντούμε και στη γλώσσα των προινδοευρωπαικών κατοίκων της ιταλικής χερσονήσου, δηλ. των Έτρούσκων, που ήταν γλωσσικά συγγενείς των Προελλήνων25.

Της Ετρουσκικής έχουμε περίπου 7.000 επιγραφές και ένα βιβλίο, γραμμένα σε μια παραλλαγή του ελληνικού αλφαβήτου, δηλ. υλικό όχι μόνο ποσοτικά ασύγκριτα πλουσιώτερο από το προελληνικό, αλλά και ευκολοδιάβαστο, ώστε να είναι ικανό να μας βοηθήση στη μελέτη της Προελληνικής26.

Έτσι λ.χ. για το ελληνικό πρύτανις βρίσκουμε αντίστοιχο ετρουσκικό epuruni, για το τύραννος, το έτρουσκ. turan, για το όπυίω -(νυμφεύομαι), το έτρουσκ. puia (=γυναίκα), για το ίερός (‘ιαρός (Ισαρός), το έτρουσκ. aiseras, για το Τυνδαρίδαι (=οι γιοι του Τυνδάρεω), οι Διόσκουροι, τα ετρουσκικά Tina (=Ζεύς) και tur (=γιός), για το τρυτάνη (=ζυγαριά), το έτρουσκ. trutnut κ.ο.κ.
Επίσης η μαρτυρία των αρχαίων ότι το παλιό προελληνικό όνο μα της αττικής Τετράπολης ήταν Ύττηνία, δηλ. με την αρχαία προφορά Huttenia, βρίσκει θαυμάσια εξήγηση στο γεγονός ότι ο αριθμός τέσσερα στην Ετρουσκική λεγόταν huθ.

Αυτή είναι με λίγα λόγια η μέθοδο, με την οποία οι γλωσσολόγοι, άλλοτε με πιθανότητα και άλλοτε με βεβαιότητα, χωρίζουν τις αρχαίες ελληνικές λέξεις σε γνήσιες ελληνικές και σε προελληνικές.

Είναι η ίδια μέθοδο, με την οποία καθορίζουν και των άλλων αδελφών της Ελληνικής γλωσσών τα προινδοευρωπαικά στοιχεία, δηλ. τα προινδικά της Ινδικής, τα προιταλικά της Ιταλικής κ.ο.κ.
Με την εφαρμογή της μεθόδου αυτής έχουμε πιά σήμερα ξεκαθαρισμένο ενα σημαντικό ποσόν αρχαίων ελληνικών λέξεων με προελληνική προέλευση. Η επισκόπηση τους είναι από πολλές απόψεις ενδιαφέρουσα και σ’ ενα ευρύτερο κοινό μη είδικών, γιατί

1) μας διδάσκει την ιστορική προέλευση σημαντικού μέρους του αρχαίου ελληνικού λεξιλογίου,
2) μας δίνει μιάν, αμυδρή έστω, Ιδέα της άρθρωτικής και ηχητικής μορφής που είχε η γλώσσα των Προελλήνων,
3) μας δείχνει σε πόσες και ποιες εννοιες και πράγματα οι Προέλληνες υπήρξαν διδάσκαλοι των Ελλήνων, και
4) διδάσκει σ’ εκείνους που αισθάνονται δέος και αποστροφή μπροστά στις ξένες λέξεις της νέας Ελληνικής, ότι χρωστούν κάποια κατανόηση προς τις ιστορικές τύχες της γλώσσας μας, βλέποντας σε πόσο μεγάλο βαθμό η ξένη λέξη είναι η μοίρα της γλώσσας κάίτε ιστορικού λαού, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της πολιτιστικής επικοινωνίας και της διασταύρωσης των πολιτισμων επάνω στη γη.

Θά παρουσιάσω λοιπόν εδώ μιά επιλογή από προελληνικές λέξεις τής αρχαίας Ελληνικής, παρμένες από διάφορες περιοχές τής ζιοής, πού δίνουν μιά γενική εντύπωση γιά τό κεφάλαιο αυτό τής γλωσσικής μας ιστορίας:

Α’. ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ

Σέ -νθος : Άμάρυνθος, ‘ Αράκυνθος, Άψινθος, Έρύμανιυος, Ζάκυνθος, Ζύρινθος, Κήρινθος, Κόρινθος, Κόσκινθος, Λαβύρινθος, Αέβινθος, Προβάλινθος, Πύρανθος, Σάμινθος, Σύρινθος, Τίρυνς γεν. Τίρυνθος.

Σέ -σ(σ)ός, ττός καί ο(ο)α : Αμνισός, Διρφωσσός, Ιλια(σ)ός, Κηφισ(σ)ός, Κνωασός, Μνκάλησσός, Παρνασσός, Πραιαός, Τερμησσός,—Άρδηττός, Βριληττός, Γαργηττός, Λυκαβηττός, Συκαληττός, Σφηττός,—Λάρισ(σ)α, Μάρπησσα.

Σέ -μνος καί -μνα: Κάλυμνος, Ρέθυμνος, Σέδαμνος, Λάρυμνα, Μήθυμνα.

Μέ συμφωνικό σύμπλεγμα ρν: ‘Αλάσαρνα, “Αρνα, Φαλάσαρνα, Πάρνης, Πόρνων, Παρνασσός.

Σέ ·άνα: Αθάνα, Μυκάναι, Πιράνα
.
Διάφορα: Γαϋδος, Θάσος, Θήρα, Ίμβρος, Κάρπαθος, Κρήτη,Κως, Λέρος, Λέσβος, Λήμνος, Μήλος, Νάξος, Οίτη, Όλυμπος, Πάρος, Σά­μος, Σκιάθος, Σκϋρος, Σύμη, Τένεδος, Τήνος, Χίος.

Β’. ΟΝΟΜΑΤΑ ΦΥΤΩΝ

“Αψινθος, ερέβινθος, καλάμινθος, κολοκννθη, μίνθη, δλυνθος, τερέβινθος, τέρμινβος, υάκινθος, άκαλήφη, αμυγδαλή, ανηθον, αρακος, άσφόδελος, άφάκη, βράβυλα, δάφνη, ελαία, ϋύμβρα, ϋύμος, κάκτος, κάππαρις, κέγχοος, κέδρος, κέρασος, κινάρα, κρΐ καί κριθή, κύμινον, κυπάρισσος, λείοιον, μαλάχη, νάρκισσος, όνωνις, όρίγανον, οροβος, ορυζα, παλίουρος, πίσος, ραφανίς, ρόδον, ροιά, σέλινον, σήσαμον, σίδη (= ιτιά), σικυός (= αγγούρι), σίναπι, σίρφη, σίτος, σόγχος, συκέα, σφένδαμνος, σφόγγος, φακή.

Γ’. ΟΝΟΜΑΤΑ ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΨΑΡΙΩΝ

Άθερίνη, βόλινθος (= άγριο βόδι), γαλεός, έλεδώνη, θρίσσα, ιξαλος, κολεός, κωβίος, λάρος, μεμβράς, νεβρός (= νεογνό λαφιού), δρφώς, πέρκη, πηλαμύς, σάλπη, σαργός, σίαλος (= χοΐρος), σισερΐνος, σκάρος, σκολόπενδρα, σκόμβρος, σμαρίς, σμνραινα, σπάρος, αυναγρίς, σφήξ, τευθίς, τρίγλη, φάγρος, χάννη.

Δ’. ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ

Θάλασσα, ζέφυρος.

Ε’. ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Άβυρτάκη (= είδος σάλτσας),άναξ, άρβύλη, άσάμινθος (= λουτήρας), ασπίς, βάρβιτος, βασιλεύς, βαϋνος (= καμίνι σιδερά), βίκος, βραβευς (— δικαστής αγώνος), βραττίμης (= είδος ψωμιού), βύσαος, γεΐσον, δέπας, διθύραμβος, δούλος, ειρήνη, θάλαμος, θεός, θίασος, θριγγός, ίαμβος, καθαρός, κάλως, κασσίτερος, κιθάρα, κίνδυνος, λαός, λέβης, λήκυθος, μέγαρον, μήρινθος, ξίφος, πεσσός, πλίνθος, σάλπιγξ, σαμβύκη, αάνδαλον, σίδηρος, σίκιννις (= χορός Σατύρων), σισύρα, σωλήν, φίλος, χαλκός, χρυσός28.

Τ’. ΟΝΟΜΑΤΑ ΘΕΩΝ

‘Αθήνα, Απόλλων, Άρτεμις, Αφροδίτη, Έρμης, Ήφαιστος.

Ζ’. ΟΝΟΜΑΤΑ ΗΜΙΘΕΩΝ

Γίγας, Ηρακλής, Πήγασος.

Σαφέστερη όμως εντύπωση γιά τήν εξωτερική μορφή τής προελληνικής γλώσσας μπορεί νά μάς δώση ή ανάγνωση προελληνικών επιγραφών, γραμμέ­νων από υπολείμματα Προελλήνων σέ ιστορικούς χρόνους, όταν πιά είχαν πάρει κι αυτοί από τούς Έλληνες τό ελληνικό (φοινικικό) αλφάβητο, καί έτσι οί επιγραφές τους διαβάζονται σήμερα μέ τήν ίδια ευκολία πού διαβάζονται καί οί αρχαίες ελληνικές, έστω κι αν ώς προς τό περιεχόμενο τους είναι ακα­τανόητες. Θά παραθέσω λοιπόν καί μερικές φράσεις από τήν προελληνική επιγραφή τής Λήμνου, καί κατόπι μερικές φράσεις από επιγραφές τών Έτρούσκων τής Ιταλίας, γιά νά προσέξετε δυό πράγματα:

1) Ότι δεν έχουν τίποτε τό ελληνικό, ούτε θυμίζουν καμμιάν άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, είτε στις λέξεις εϊτε στήν άρθρωση, και

2) Πόσο μοιάζουν ηχητικά αναμε­ταξύ τους ή Προελληνική μέ τήν Ετρουσκική. Πλούσιες καί οί δυό σέ μα­λακά, εξακολουθητικά σύμφωνα καί φτωχές σέ τραχιά καί στιγμικά. Καί στις δυό απουσιάζουν τά σύμφωνα b, g, d.
Είναι καί οί δυό γλώσσες μέ άπαλότητα, θάλεγε κανείς, γυναικεία.

Κάπου κάπου παρουσιάζουν κοινές ή όμοιες λέξεις, π.χ. προελλ. aFιζ—έτρουσκ. avils, προελλ. σιαλχFιζ — έτρουσκ. sialxus, κ. ά.

Α’. από τήν επιγραφή τής Λήμνου, τού 6ου π.Χ. αιώνα.

Ή σω­στή ανάγνωση της διευκολύνεται από τό ότι οί λέξεις στήν επιγραφή χωρί­ζονται ή μιά από τήν άλλη.
Ο τονισμός τους μάς είναι άγνωστος.

Ή επιγραφή αρχίζει έτσι:

ΗΟΛΑΙΕΖ ΝΑΦΟΘ ZIAZI ZIFAI EFIΣΘO ΖΕΡΟΝΑΙΘ ΣIAΛXFEIZ AVIZ ΜΑΡΑΖ MAFANAΣΙΑΛ ΖΕΡΟΝΑΙ ΜΟΡΙΝΑΙΛ ΑΚΕΡ TAFAPZIO
καί τελειώνει έτσι: AFIZ ΣΙAXFIZ ΜΑΡΑΖΜ AFIZ ΑΟΜΑΙ.

Β’. από ετρουσκικές επιτύμβιες επιγραφές. (To Χ είναι ελλην. χ):

LARΘ XURXLES ARNΘAL XURXLES ΘANXVΙLUSC CRACIAL CLAN AVILS CIEMZARΘMS LUPU.

Αλλη : TUTES SEΘRE LARΘAL CLAM PUMPLIALX VELAS ZILACHNUNCE ZILC XI PURTSVAVC XI LUPU AVILS MAXS GAΘRUMS.

Άλλά ας γυρίσουμε στους Έλληνες.

Η ζωή τους μετά την εγκατάσταση τους στην Ελλάδα, μπαίνει απότομα σε μια εντελώς νέα φάση :
Νέα χώρα, με οργιαστική εναλλαγή βουνών και θαλασσών, τόσο διαφορετική από τους ενωμένους με τον ορίζοντα κάμπους της Ευρώπης, διαφορετικό, ήπιο κλίμα, άγνωστα φυτά και ζώα, καινούργιες μορφές κατοικίας με άγνωστες ως τώρα ανέσεις, αλλιώτικοι τρόποι ζωής και εργασίας με κυρίαρχη θέση της ναυτιλίας, περίεργα ήθη και έθιμα με δεσπόζουσα θέση της γυναίκας μέσα στο σπίτι, νέο καυτερό μεσογειακό αίμα μέσα στις φλέβες τους από τη φυλετική διασταύρωση με τους Ιθαγενείς, νέο λεξιλόγιο για τόσα νέα πράγματα και έννοιες άγνωστες ως τώρα, παράξενα και ακατάληπτα ονόματα τόπων σε κάθε τους βήμα.
Καί επειδή για μας σήμερα καθρέφτης τής βαθειάς αυτής αλλαγής των πραγμάτων είναι κυρίως η γλώσσα, δεν είναι ίσως υπερβολή αυτό που λέει

Ο Γάλλος γλωσσολόγος Α. Meillet, ότι περνώντας κάνεις από την Ινδοευρωπαική στην ελληνική γλώσσα του φαίνεται πως μπαίνει σ’ ενα καινούργιον κόσμο 30.

Έκτος από τις ξένες προελληνικές λέξεις που δέχτηκε με τον τρόπο αυτόν η ελληνική γλώσσα, παρουσιάστηκε ανάγκη και από τις καθαρά ελληνικές να αχρηστευθούν μερικές, γιατί δεν εύρισκαν σημασιολογικό αντίκρυσμα, και άλλες να αναπροσαρμοστούν σημασιολογικά και να πάρουν νέα σημασία.

Θα περιοριστώ σε λίγα παραδείγματα :

Η Ινδοευρωπαική λέξη φρατήρ για τον ομοπάτριο αδελφό δεν ήταν πιά ικανοποιητική στη νέα οικογενειακή ιεραρχία, όπου, από επίδραση της μητριαρχίας των Προελλήνων, ο ίεριότερος αδελφικός δεσμός ήταν εκείνος που υπήρχε ανάμεσα στους ομομήτριους και όχι στους όμοπάτριους.

Βρέθηκαν λοιπόν σε ανάγκη να πλάσουν νέα ελληνική λέξη από το αθροιστικό α και το δελφύς = μήτρα, δηλ. το α δελφός. Άλλο παράδειγμα : Πόντος έσήμαινε αρχικά στην ελλ. γλώσσα «πέρασμα» και «δρόμος», σημασία που τη διατήρησαν το αντίστοιχο ινδ panthas, το λατιν. ponspontis, το σλαβ.ροηί κ.α.

Έπειδή στην Ελλάδα το συχνότερο πέρασμα και o πιο ίσιος δρόμος ήταν η θάλασσα, το πόντος πήρε τη σημασία «θάλασσα».

Το μέθυ ήταν ένα ποτό από μέλι και νερό, σημασία που διατήρησαν το αντίστοιχο ινδ. madhu και το σλαβ. med.
Όταν οι Έλληνες γνώρισαν εδώ ένα άλλο άφθονώτερο και καλύτερο γλυκό ποτό, το κρασί, το ονόμασαν κι αυτόμέθυ, και επειδή, αντίθετα με το παλιό, το νέο μέθυ ζάλιζε, έπλασαν και ρήμα μεθύσκομαι.

Αυτές, σε γενικές γραμμές, ήταν ως πριν από λίγα χρόνια οι γνώσεις μας για τους Προέλληνες και για τις σχέσεις των Ελλήνων μαζί τους. Ήταν μια επιστημονική πίστη δεκαετηρίδων, που είχε για ευαγγέλιο της το περίφημο βιβλίο του Ρ. Kretschmer, Εισαγωγή στην Ιστορία της ελληνικής γλωσσας31.

Ξαφνικά όμως στο πρόβλημα των Προελλήνων δημιουργήθηκε μια αναστάτωση, η όποία, από μια φάση που θα την ονόμαζε κανείς επική, το έριξε σε μια φάση δραματική.

Η Αρχαιολογία, της όποίας τα πορίσματα είναι πολύτιμα για όλες τις ιστορικές επιστήμες, έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα διαπίστωση, που η Γλωσσολογία δεν μπορούσε να την άγνοήση.
Με συστηματικές ανασκαφές πιστοποίησε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν κάτω από το πρώτο ελληνικό πολιτιστικό στρώμα, το μυκηναικό, όχι ενα, αλλά δυό αλλεπάλληλα προελληνικά στρώματα πολιτισμού, σαφώς διαφορετικά αναμεταξύ τους από άποψη τεχνοτροπίας στη διακόσμηση των αγγείων, καθώς και ως προς την ανθρωπολογική μορφή των σκελετών των άνθρώπων:

Το ενα, το πιο βαθύ στο έδαφος, και πιο παλιό άρα, εκτείνεται μόνο στην Ελλάδα και στη Μ. Ασία, και έχει ανατολική, μικρασιατική προέλευση.
Το ονόμασαν Α ν α τ ο λ ι κ ό (Anatolisch).

Το άλλο, που απλώνεται επάνω στο προηγούμενο, είναι άρα νεώτερο απ’ αυτό, καλύπτει την Ελλάδα, ολόκληρη τη Βαλκανική και τη λεκάνη του Δούναβη ως την Ουγγαρία, περνά και στη Ν. Ιταλία, απουσιάζει όμως από τη Μ. ‘Ασία, και έχει προέλευση μεσευρωπαική.
Η τεχνοτροπία των αγγείων του είναι η λεγόμενη Bandkeramik.

Το στρώμα αυτό το ονόμασαν Δουναβικό (Donauländisch).

Το πρώτο ελληνικό πολιτιστικό στρώμα, το μυκηναικό, σκεπάζει, όπως είπαμε, και τα δυό αυτά πολιτιστικά στρώματα,
οι Έλληνες άρα είχαν ως προκατόχους στην Ελλάδα δυό διαφορετικούς λαούς.

Τί συμβαίνει λοιπόν;
Ποιος από τούς δυό αυτούς προελληνικούς λαούς και πολιτισμούς είναι ο πραγματικός προελληνικός, πού έδωσε δηλ. στούς Έλληνες τό αίμα του και τά πολιτιστικά και γλωσσικά στοιχεία πού είδαμε; ο μικρασιατικός ή ο μεσευρωπαϊκός, ή και οί δυό, ο ένας μέσα στον άλλο;

Τό πρόβλημα πού γεννήθηκε έτσι ήταν αχώριστα δεμένο μέ τό ζήτημα τής καταγωγής καί τού χαρακτήρα τής προελληνικής γλώσσας.

Ο Ρ. Kretschmer, που ήταν πάντοτε η μεγαλύτερη αυθεντία στα προελληνικά ζητήματα, έσκυψε πάλι επάνω στο νέο πρόβλημα, και από τα 1925 έγραψε διάφορες πραγματείες 32, που τα πορίσματα τους τα συνόψισε στα 1939 σε μια μεγάλη εργασία με τον τίτλο : «Τα προελληνικά γλωσσικά και εθνολογικά στρώματα» 33.

Μίνωες στην Θήρα.

Στην πραγματεία του αυτή προσπάθησε να συμβιβάση τα πορίσματα της Αρχαιολογίας με τα δεδομένα της Γλωσσολογίας, και δέχεται ότι στην Ελλάδα συναντήθηκαν δυό προελληνικές εθνότητες:

1) Μιά παλαιότατη μεσογειακή, με ορμητήριο την Μ. ‘Ασία, που τελευταίο απομεινάρι της ήταν οι Κάρες και οι Λέλεγες των μικρασιατικών παραλίων και των νησιών μας, και

2) μια νεώτερη εθνότητα ευρωπαική, όχι όμως της ινδοευρωπαικής γλωσσικής οικογένειας, με κάποια ίσως μακρινή συγγένεια προς ούς Ίνδοευρωπαίους, ανάλογη με τη μακρινή συγγένεια που έχουν η σημιτική γλωσσική οικογένεια με τη χαμιτική.

Ως πιθανώτερος χρονος της καθόδου της στην Ελλάδα ορίζεται o 25ος αιώνας π. Χ., δηλ. 500 περίπου χρόνια πριν κατεβούν οι Έλληνες.

Αυτοί είναι οι Π ε λ α σ γ ο τ υ ρ ρ η ν ο ι, οι άμεσοι, οι πραγματικοί Προέλληνες.

‘Απ’ αυτούς προέρχεται και η προελληνική γλωσσική κληρονομιά που είδαμε, συνδυασμένη με στοιχεία του προκατόχου ανατολικού γλωσσικού στρώματος.

Αύτοι διατήρησαν και μετέδωσαν στους Έλληνες και τα παλαιότατα τοπωνύμια που είχε αφήσει το προηγούμενο εθνολογικό στρώμα, προσθέτοντας και μερικά δικά τους.

Αυτοί κατόπι από την Ελλάδα πέρασαν και στην Ιταλία και σχημάτισαν τους Προιταλούς, δηλ. τους Έτρούσκους.

Έδώ σταμάτησε ο Ρ. Kretschmer, θεωρώντας οποιαδήποτε άλλη διαπίστωση ως πρόωρη, πριν βρεθή το κλειδί της προελληνικής γραφής και διαβαστούν οι προελληνικές επιγραφές, που θα λύσουν ασφαλώς και οριστικά το πρόβλημα.

Άλλά αμέσως αναπήδησαν οι ανυπόμονοι και οι τολμηροί, οι τυχοδιώκτες της επιστήμης. Γιατί τι άλλο παρά τυχοδιωκτισμός είναι στην επιστήμη, όταν Λεν φροντίζη η έρευνα να προχωρή πατώντας σε στερεό έδαφος, αλλά βαδίζει στον αέρα ;

Ο Βούλγαρος γλωσσολόγος Vladimir Georgief, μαθητής του Kretschmer και καθηγητής της γλωσσολογίας στο ΙΙανεπιστήμιο της Σόφιας, στηρίχτηκε αμέσως στη διαπίστευση του δασκάλου του, ότι οι άμεσοι Προέλληνες είναι ευρωπαικής καταγωγής, και πρόσθεσε:
Όχι μόνον ευρωπαικής καταγωγής, αλλά και ινδοευρωπαικής γλώσσας είναι οι Προέλληνες, και μαλιστα, τίποτα λιγότερο, Θρακοιλλυριοί.
Είναι γνωστό πως οι Βούλγαροι θεωρούν τον εαυτό τους ως τους καθαυτό φορείς του θρακοιλλυρικού αίματος στη Βαλκανική, επειδή η σλαβοβουλγαρική τους εθνότητα απλώθηκε επάνω σε υπόστρωμα θρακοιλλυρικό.
Τον εξελληνισμό των Θρακών και τον αρχαίο αποικιακό Ελληνισμό της Θράκης δεν τον αναγνωρίζουν.
Το ίδιο λοιπον θρακοιλλυρικό πρόσχημα, με το οποίο αγωνίστηκαν να ιδιοποιηθούν εθνολογικά τους αρχαίους Μακεδόνες, χωρίς να το επιτύχουν, γιατί αποδείχτηκε ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν γλωσσικά και εθνολογικά άσχετοι με τους Θρακοιλλυριούς, όσο κι αν συναντήθηκαν εδαφικά με αυτούς, το στρεφουν τώρα στα νώτα της ελληνικής ιστορίας, προσπαθώντας να παραστήσουν την παρουσία της ελληνικής φυλής σιή Ν. Βαλκανική ως μια παρένθεση μέσα σε μια θρακοιλλυρική αιωνιότητα, που αρχίζει πολύ πριν έρθουν εδώ οι Έλληνες και συνεχίζεται από τους έκσλαβισμένους σημερινούς Θρακοιλλυριούς.

«Άπό πανάρχαια εποχή, γράφει ο V. Georgief, κατοικούσαν οι Θρακοιλλυριοί στήν περιοχή του Αιγαίου. ‘Εδώ δημιούργησαν εναν υπέροχο πολιτισμό, που κορυφώθηκε στην Κρήτη, στις Μυκήνες και στην Τροία, ώσπου, λαοί βάρβαροι (οι Έλληνες) επέδραμαν από το βορρά και τους υπέταξαν» 34.

Όποιος ξέρει πόσο οι Βούλγαροι κατατρέχονται από το σύμπλεγμα της εθνολογικής κατωτερότητας και πόσο η λεηλασία της ξένης Ιστορίας στάθηκε κανόνας στη σκέψη και στη δράση τους, δε θα έκπλαγή για τη νέα επιβουλή.

Ασφαλώς όμως θα έκπλαγή και θα χάση την ψυχραιμία του, όταν προχώρηση στους παρακάτω ισχυρισμούς του V. Georgief:

Επειδή η ιστορική κύκλωση του Ελληνισμού από τους Θρακοιλλυριούς με τον ταυτισμό Προελλήνων και Θρακοιλλυριών άφηνε πολύ μακρόχρονη ιστορική παρουσία στους Έλληνες από τον 20° αιώνα π. Χ. ως τον 20° μ. Χ., δηλ. 4.000 χρόνια, η λαβίδα της ιστορίας έπρεπε να μας συστείλη περισσότερο.

Ο V. Georgief δημοσίεψε στα 1937 στη Σόφια μια εργασία σε γερμανική γλώσσα με τον τίτλο : Όι φορείς του κρητο μυκηναικού πολιτισμού, η προέλευση τους και η γλώσσα τους» 35.

Στην εργασία του αυτή προσπαθεί να υποστήριξη ότι όχι μόνον οι Προέλληνες είναι Θρακοιλλυριοί, αλλά και όλες οι παλαιότερες στην Ελλάδα ελληνικές φυλές εκτός από τους Δωριείς.
Μονάχα οι Δωριείς ήταν Έλληνες.

Η πρώτη και μόνη ελληνική κάθοδος είναι η δωρική.
Οι παλαιότερες ελληνικές φυλές, Ίωνες και Αχαιοί, ήταν Θρακοιλλυριοί.
Όχι λοιπόν από τον 20° αιώνα π. Χ., παρά μόλις από τον 12° αρχίζει η παρουσία των Ελλήνων στη νότια Βαλκανική.
Στην Τροία Θρακοιλλυριοί πολιορκούσαν Θρακοιλλυριούς. Καί το καταπληκτικώτερο: «Σε πρωτοιλλυρική γλώσσα ποιήθηκαν αρχικά και τα ομηρικά έπη » 36.
Το ότι τα γνώρισε ο κόσμος μόνο σε ελληνική γλώσσα δε σημαίνει τίποτε.
Είναι μετάφραση που έκαναν οι Έλληνες από τα Ιλλυρικά πρωτότυπα, για να υμνούν κι αυτοί τα κλέη των προκατόχων τους.

Φυσικά, για να είναι συνεπής o V. Georgief, έπρεπε τους Έτρούσκους της Ιταλίας, ως γλωσσικά συγγενείς των Προελλήνων, να τους βγάλη κι αυτούς Θρακοιλλυριούς.

Καί το έκανε αδίσταχτα σε τρεις αλλεπάλληλες πραγματείες του37, δημοσιευμένες γερμανικά στη Σόφια στα 1938, 1941 και 1943. Τα επιχειρήματα του, γράφει o Ρ. Kretschmer38, είναι κατά μέγα μέρος τόσο αυθαίρετα και στερημένα από αποδεικτική δύναμη, δσο και τα σχετικά με τους Προέλληνες.

Χαρακτηριστικό είναι ότι ανάμεσα στους γλωσσολόγους δλου του κο σμου μόνο τρεις βρέθηκαν να συμφωνήσουν με τις γνώμες του V. Georgief για τους Προέλληνες.

Ο ένας είναι ο Βούλγαρος D. Detschef, o άλλος είναι o Γιουγκοσλάβος Μ. Budimir (Arcades ambo!), και τρίτος o Αυστριακός W. Brandenstein, ο ίδιος ακριβώς που με αχαλίνωτη φαντασία και τόλμη είχε υποστηρίξει στα 1937, σ’ένα τουρκικό περιοδικό39, πως οι Προέλληνες και οι Έτρούσκοι ήταν Τούρκοι, και είχαν έρθει και τότε στη Μεσόγειο, όπως και οι νεώτεροι Τούρκοι ξανά στο μεσαίωνα, από την Κεντρική Ασία.

Στην επιστήμη όμως δεν έχουν καμμία σημασία οι καλές η κακές, οι ιδιοτελείς η ανιδιοτελείς προθέσεις.
Η αλήθεια είναι κι αύτη, όπως η τύχη, τυφλή, και αδιαφορεί σε ποιόν είναι βλαβερή και σε ποιόν ωφέλιμη. Ας ερθουμε λοιπόν στην ουσία.
Τα ανυπέρβλητα εμπόδια, που δεν επιτρέπουν να γίνη δεκτή η θεωρία του V. Georgief, ότι οι Προέλληνες είναι Θρακοιλλυριοί, είναι:
1) Ότι τίποτε απολύτως από τα γλωσσικά κατάλοιπα των Προελλήνων που είδαμε παραπάνω δεν μπορεί να άποδειχτή ως θρακοιλλυρικό. Οι προελληνικές επιγραφες, όσες διαβάστηκαν, δεν παρουσιάζουν ούτε μια λέξη που να βρέθηκε σε καμμιά θρακοιλλυρική επιγραφή.
Γιά να εξουδετέρωση το βασικό αυτό εμπόδιο o V. Georgief τι κάνει; Τις αποκηρύσσει απλούστατα.

Σε μια προσφατη εργασία του 40 ισχυρίζεται, χωρίς κανένα επιχείρημα, ότι οι επιγραφές αυτές δεν γράφτηκαν από τους Προέλληνες, αλλά μεταφέρθηκαν κάποτε στην Έλλάδα από τόπο άγνωστο μιάς περιοχής μη ινδοευρωπαικής, η, λέει, γραφτηκαν από ανθρώπους άγνωστους, μη Ίνδοευρωπαίους, που από άγνωστο

μέρος μετανάστευσαν στην αρχαία Ελλάδα σε άγνωστη εποχή, και από άγνοιστα αιτια, και για τους οποίους κανένας αρχαίος συγγραφέας δεν κάνει πουθενά λόγο. Το άγνωστο λοιπόν διά του άγνωστου. Id est ignotum per ignotius explicare, που έλεγαν οι Λατίνοι.

Οι Προέλληνες είναι Ίνδοευρωπαίοι και για ένα άλλο λόγο, λέγει o V. Georgief 41, γιατί κανένας από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς που μιλούν γι’αυτούς δεν λέει ότι δεν είναι Ίνδοευρωπαίοι.
Ως αν ήταν δυνατό οι αρχαίοι Έλληνες, που δεν ήξεραν ούτε ότι υπάρχει καν ίνδοευρο)παική γλωσσική οικογένεια, ούτε ότι οι ίδιοι άνηκαν σ’αύτή, ούτε ότι συγγενεύει η γλωσσά τους με καμμιάν άλλη γλωσσά, να διαπιστώσουν με ποιά γλώσσα συγγενεύει η γλώσσα των Προελλήνων.
To argumentum ex silentio δεν μπορούσε ποτέ να χρησιμοποιηθή με χειρότερο τρόπο.
Έπειτα πως σας φαίνεται o παράδοξος και απίστευτος ισχυρισμός του V. Georgief, ότι οι Έλληνες για να κατεβούν στην Ελλάδα διέσχισαν τους Θρακοιλλυριούς σ’ ολόκληρη τη Βαλκανική ;
Ξέρουμε ότι όλοι οι Ινδοευρωπαικοί λαοί απλώθηκαν σε εδάφη γλωσσικώς μη ινδοευρωπαικά.

Μόνο στους Έλληνες λοιπόν επιφυλάσσονταν η κακή τύχη, μόλις έκαναν να κινηθούν κατά το Νότο, να βρουν τη Βαλκανική ολόκληρη πιασμένη από τους Θρακοιλλυριούς ; αλλά έστω, ας υποθέσουμε ότι αυτό έγινε, μολονότι τίποτε δεν το στηρίζει.

Τότε όμως τι θα ήταν φυσικώτερο από το να μείνουν οι Έλληνες στη θέση τους στην Κεντρική Ευρώπη, η να υποτάξουν, αν μπορούσαν φυσικά, ενα μέρος από τους γείτονες τους Θρακοιλλυριούς, με τους όποίους ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή στους κάμπους της Μεσευρώπης;

Και τι το πιο αφύσικο και πιο παράδοξο και πιο απίθανο από του να δεχτούμε, έτσι άπλά, χωρίς κανένα απολύτως τεκμήριο, ότι μόλις εμφανίστηκαν στον ορίζοντα οι Έλληνες, o αχανής θρακοιλλυρικός κόσμος της Βαλκανικής έσκίστηκε διά μαγείας σαν Ερυθρή Θάλασσα στα δυό, για να περάση ανεμπόδιστος o ελληνικός Μωϋσής βαδίζοντας τράνσιτο προς τον άγνωστο και αδιέξοδο Νότο, και αμέσως έκλεισε πάλι πίσω από τα βήματα του ;

Τι προηγούμενα είχαν οι Έλληνες με τους νότιους, τους κάτω από τον Όλυμπο Θρακοιλλυριούς, ώστε παρατρέχοντας δλους τους άλλους, έσπευδαν να δείξουν μονάχα σ’ εκείνους την κατακτητική τους μανία;
Και κάτι ακόμα:

Αν οι Προέλληνες ήταν μια απλή προέκταση των Θρακοιλλυριών της Βαλκανικης, γιατί τάχα μόνον αύτοι ανέπτυξαν πολιτισμό, τέχνη, γραφή και ό,τι άλλο μας παρουσιάζουν τα αρχαιολογικά τους κατάλοιπα, ένώ οι βορειότεροι ομοεθνείς και ομόγλωσσοί τους Θρακοιλλυριοί τίποτε απ’ αυτά δε γνώριρισαν, ούτε στην ιδια εποχή, ούτε αργότερα ;

Πού είναι τα ανάκτορα των βασιλέων τους σαν τα μινωικά η σαν τα μυκηναικά, που οι θησαυροί τους, οι τοιχογραφίες, τα αγγεία, οι επιγραφές τους;
Ήταν ποτέ δυνατό ενας Όλυμπος να διχοτόμηση τόσο άνισα από άποψη πολιτισμού ενα μεγάλο ομογλωσσο έθνος ;
Πως μπορούμε τέτοια άσύστατα, αλλόκοτα και περίεργα πραγματα, που και πιστοποιημένα να ήταν θα προκαλούσαν κατάπληξη, να τα δεχτούμε όταν παρουσιάζονται αστήριχτα και άναπόδειχτα ; 42.

Και αν όλος αυτός ο χάρτινος πύργος περί Θρακοιλλυριών Προελλήνων συναρμολογήθηκε μόνο και μόνο για να δικαιολογηθή η φωνητική ιδιορρυθμία μερικών λέξεων της αρχαίας Ελληνικής, που, ενώ είναι ινδοευρωπαικες, παρουσιάζουν δήθεν όχι καθαρά ελληνική, αλλά θρακοιλλυρική μορφή43, γιατί να μη δεχτούμε ότι οι λέξεις αυτές μεταδόθηκαν στην Ελληνική κατά την περίοδο της μεσευρωπαικής γειτονείας Ελλήνων και Θρακοιλλυριών;

Ο «πανιλλυρισμός» αυτός, όπως τον ονομάζει ειρωνικά ο Kretschmer, είναι και ιστορικά αδύνατος, γιατί, όπως παρατηρεί ο ίδιος, καταλογίζει στους Θρακοιλλυριούς αριθμητική δύναμη και γειογραφική έκταση κολοσσιαία επάνω στη Βαλκανική, την Ιταλική Χερσόνησο και τη Μ. ‘Ασία, που σε μια τόσο αρχαία εποχή κόμμιά εθνότητα δεν μπορούσε να έχη.
Αυτά για τον ταυτισμό των Προελλήνων με τους Θρακοιλλυριούς. Γιά τον άλλο, τον αχαρακτήριστο Ισχυρισμό, ότι και οι πρώτες ελληνικές φυλές, δηλ. οι Ίωνες και οι Αχαιοί, ήταν κι αυτές θρακοιλλυρικές, και ο πρώτος μεγάλος ελληνικός πολιτισμός, ο μυκηναικός, και ο τρωικός πόλεμος, έργα Θρακοιλλυριών, τα ομηρικά έπη, δημιουργήματα θρακοιλλυρικά, που οι Έλληνες δήθεν τα μετέφρασαν και τα σφετερίστηκαν, μπορεί κανείς να καγχάση η να πη μαζί με κάποιον κριτή των ισχυρισμών του Georgief ότι η ευγένεια επιβάλλει να σιωπήσουμε (die Höflichkeit gebietet zu schweigen), η να συμφωνήση με τον Ρ. Kretschmer ότι ο V. Georgief με τους ισχυρισμούς του αυτούς ανεβαίνει σε μια τόσο φαντασιώδη αυθαιρεσία, ώστε μας εμποδίζει να τον πάρουμε στα σοβαρά αλλά η ιστορία και η λογική είναι πιο ευγλωττες από τον καγχασμό, την ευγενική σιωπή και την περιφρόνηση.

Καί ιδού γιατί:

Πως ποτέ μπορούσαν οι μόνοι Έλληνες να είναι οι Δωριείς, που πρωτοήρθαν στην Ελλάδα περί το 1100 π.Χ., άφού και οι άλλοι, οι παλαιότεροι, οι μη Δωριείς Έλληνες είχαν διατηρήσει την ανάμνηση της όψιμης δωρικής καθόδου, που την ονόμαζαν κάθοδο των Ηρακλείδων;
Καί το κυριώτερο :
Οι ελληνικές υπερπόντιες αποικίες των Ιώνων και των Αχαιών έξω από την Ελλάδα αρχίζουν τον 14° αιώνα π. Χ., και για να γίνουν προϋποθέτουν μακρόχρονη διαμονή των φυλών αυτών στην Ελλάδα και υπερπληθυσμό.

Οι Έλληνες αυτοί άποικοι είναι εξακριβωμένο πως μετέφεραν στις νέες τους πατρίδες γλώσσα ελληνική, όπιος π. χ. οι Αχαιοί στην Κύπρο. αλλά πως μπορούσε ποτέ να μεταφερθή τόσο νωρίς ελληνική γλώσσα από την Ελλάδα στις υπερπόντιες αποικίες, αν οι Έλληνες πρωτοκατέβηκαν στην Ελλάδα μόλις γύρω από το 1100 π. Χ ;
Τέλος ο ισχυρισμός ότι τα ομηρικά έπη μεταφράστηκαν στην Ελληνική από θρακοιλλυρικά πρωτότυπα μαρτυρεί εκπληκτική άγνοια των προβλημάτων που παρουσιάζει η βαθμιαία γένεση των ποιημάτων του ομηρικού και γενικά του έπικοϋ κύκλου.
Γι’ αυτό και όσοι ασχολούνται με το ομηρικό ζήτημα δε θεώρησαν τη γνώμη του Βουλγάρου γλωσσολόγου άξια ούιε ανασκευής ούτε καν μνείας.

Θα μπορούσε μονάχα να ρωτήση κανείς:

Οι Έλληνες, που τόσο πολύ σεβάστηκαν τα προελληνικά ονόματα, πως συνέβη μεταφέροντας στη γλώσσα τους τις επικές δόξες των Θρακοιλλυριών να μη διατηρήσουν μέσα στα ομηρικά έπη ούτε ενα θρακοιλλυρικό όνο μα ελλαδικού ήρωα ;

Το τελευταίο μυστικό από την εθνική καταγωγή των Προελλήνων βρισκεται χαραγμένο με άγνωστο αλφάβητο και σε άγνωστη γλώσσα στις χιλιάδες των προελληνικών επιγραφών45.

Οι δυσκολίες για να διαβαστούν κάποτε οι επιγραφές αυτές είναι κατά τον Α. Evans για πάντα ανυπέρβλητες, κατά τον Ρ. Kretschmer και άλλους, πολύ μεγάλες.

Ζητούμε να λύσουμε ενα προβλημα με δυό άγνωστους συντελεστές, τη γλώσσα και τη γραφή.

Γιά να γνωρίσουμε τη γλώσσα, πρέπει να βρούμε πρώτα τι φθόγγους παριστούν τα γράμματα των επιγραφών.

Αλλά και για να βρούμε τι προφορά έχουν τα γράμματα, πρέπει να ξέρουμε τη γλώσσα. Από τον φαύλο αυτόν κύκλο μόνο η ανεύρεση μιάς δίγλωσσης επιγραφής, όπως έγινε για τα ιερογλυφικά με την επιγραφή της Ροζέττας, θα μπορούσε να μας βγάλη.

Στις δυσκολίες αυτές προσιέθηκε τελευταία κι άλλη :

Οι τελευταίες ανασκαφές στην Πύλο, στις Μυκήνες κ.α. φέρνουν στο φως ολοένα και περισσότερες επιγραφές με προελληνικό αλφάβητο, που ανήκουν στον 14° και 13° αιώνα π. Χ., δηλ. σε εποχή που τις ακροπόλεις αυτές τις κατέχουν ελληνικές φυλές, άρα είναι πολύ πιθανό οι επιγραφές αυτές να εικονίζουν γλώσσα ελληνική *.

Στην περίπτωση αύτη όσοι πειραματίζονται με υποθετικές αναγνώσεις των επιγραφων αυτών, Έλληνες και ξένοι, δεν ξέρουν σε ποιά γλώσσα να στηρίξουν τις υποθετικές αναγνώσεις τους.

Όταν, όπως έγινε και για άλλες άγνωστες γραφές, καίίώς η σφηνοειδης των Άσσυροβαβυλωνίων και η ιερογλυφική των Αιγυπτίων, βρεθή το κλειδί και της προελληνικής γραφής και κατανοηθή η γλώσσα των επιγραφων της, η εθνικότητα των Προελλήνων — όποια και να είναι — θα• γίνη μια λεπτομέρεια ασήμαντη μέσα στο εξαίσιο θέαμα ενός άγνωστου, πανάρχαιου και εξωτικού κόσμου, που ακάλυπτος θα λάμψη στα μάτια μας και θα μας μιλήση ο ίδιος στη γλώσσα του.

*. Σημ. Πριν τυπωθή η παραπάνω ομιλία μου έφτασαν χαρμόσυνες ειδήσεις, ότι στη Σουηδία και στην Αγγλία συγχρόνως βρέθηκε το κλειδί της προελληνικής γραφής, ότι άρχισαν να διαβάζωνται οι επιγραφές της Πύλου και των Μυκηνών και ότι παρουσιάζουν γλώσσα αναμφισβήτητα ελληνική! Είναι η γλώσσα των Αχαιών του 14ου και 13ου αίώνα π. Χ., πολύ πριν κατεβούν στην Ελλάδα οι Δωριείς (οι πρώτοι και μόνοι Έλληνες κατά xöv V. Georgief), εκείνων δηλ. ακριβώς που ο Βούλγαρος γλωσσολόγος αγωνίστηκε να τους παρουσίαση ως Θρακοιλλυριούς.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Ότι οί Ίωνες κατέβηκαν πρώτοι στήν Ελλάδα καί όχι οί Αχαιοί, όπως νόμιζαν ol Ε. Meyer καί Busolt, βλ. Ρ. Kretschmer στήν Glotta 1, 11.
2. Γιά τό μελαχροινό χρώμα τών Προελλήνων βλ. Ρ. Kretschmer στήν Glotta25, 5.
3. Ότι οί Ίνδοευρωπαΐοι ήταν ξανθοί καί γαλανοί βλ. W. Sieglinq, Die blonden Haare der indogermanischen Völker des Altertums. Eine Sammlung der antiken Zeugnisse als Beitrag zur Indogerinanenfrage. (München 1935). Πβ. Ρ. Kretschmer στήν Glotta 27, 4 κέξ.
4.Βλ. R. Uussand, Les civilisations prehelleniques dans le bassin de la ruer d’Egee. (Paris 1914), Σ. Ν. Μαρινάτου, ο αρχαίος κρητικός πολιτισμός. (‘Εν Αθήναις 1927).
5. Ήρόδ. 1,56. «(Κροίσος] εύρισκε Λακεδαιμονίους και ‘ Αθηναίονς προέχοντας, τους μεν τοϋ Δωρικού γένους, τούς δε του Ίωνιχοϋ. Ταϋτα γαρ ην τα προχεχριμένα, έόντα τό άρχαϊον το μεν Πελασγιχόν, τό δε Έλληνιχόν εθνος». Πβ. καί δσα λέγει γιά τούς Ίωνες τών νησιών 7, 95 «καί τοντο Πελασγιχόν εθνος, ύστερον δε Ίωνιχόν έκλήθη*.
6. Έτσι κατά τή μετάφραση τοΰ Α. Έφταλιώτη. Τό αρχαίο κείμενο (Όδύσσ. Τ 174) είναι:
έν δ’ άνθρωποι πολλοί, άπειρέσιοι, καί ένενήχοντα πόληες. “Αλλη δ’άλλων γλώσσα μεμιγμένη έν μεν Αχαιοί, έν δ’ Έτεόχρητες μεγαλήτορες, έν δέ Κύδωνες Δωριέες τε τριχάιχες δϊοί τε Πελασγοί.
7. Ήρόδ. 1, 58. «Τό έλληνιχόν από μιχροΰ τευ χατ’ αρχήν όρμεόμενον ηυζετο ες πλήΰος έθνέων, Πελασγών μάλιστα προσχεχωρηχότων αύτφ χαι άλλων έΰνέων βαρβάρων συχνών». Πβ. Θουκυδ. 1, 3, 1.
8. Ήρόδ. 1, 57. «”Ηντινα δέ γλώσσαν ΐεσαν οί Πελασγοί οΰχ εχω άτρεχέοίς είπαι’ εί δε χρεών έατι τεχμαιρόμενον λέγειν… ήσαν οί Πελασγοί βάρβαρον γλώσσαν ίέντες».
9. Ήρόδ. 2, 57. «Τό Άττιχόν εθνος, τόν Πελασγικόν, άμα τη μεταβολή τη ΐς Έλ­ληνας και τήν γλώσσαν μετέβαλε» .
10. Ήρόδ. 5, 20 «ό Ότάνης… είλε Λήμνόν τε χαι Ίμβρον, άμψοτέρας έτι τότε υπό Πελασγών οίχεομένας*.
11. Ήρόδ. 2 56 «τής νϋν Έλλάδος, πρότερον δέ Πελασγίης χαλευμένης*.
12. Θουκυδ. 4, 109 «αΐ οίχυϋνται ξνμμείχτοις εθνεσι βαρβάρων δίγλωσσων, και τι και Χαλχιδικόν ενι βραχύ, τό δέ πλείστον Πελασγικόν, τών και Λήμνόν ποτε χαι ‘Αθήνας Τυρσηνών οίκησάντων*.
13. Στράβ. 7, 321 «Εκαταίος μέν ουν ο Μιλήσιος περί τής Πελοποννήσου ψηαίν, ότι προ τών Ελλήνων ψχησαν αυτήν βάρβαροι. Σχεδόν δέ τι σύμπασα ή Ελλάς κατοικία βαρβάρων υπήρξε τό παλαιόν*.
14. Σχολ. ‘Απολλ. Ροδ. I 608. «Τυρσηνοί γαρ αυτήν ωχησαν βλαπτιχώτατοι όντες* .
15. ‘Οδύσσ. Θ 294 «(“Ηφαιστος) οΐχεται ες Λήμνον μετά Σίντιας άγριοφώνους*. Καί ο σχολιαστής τής Όδύσσειας Ελλάνικος ερμηνεύοντας τόν ίδιο στίχο χαρακτη­ρίζει τους κατοίκους τής Λήμνου €μιξέλληνας».
16. θουκυδ. 1, 8 «Καί ούχ ήοσον λησταί ήσαν οί νησιώται, Κάρες όντες και Φοί­νικες” οΰτοι γάρ τάς πλείστος τών νήσων ωκησαν.
17. Στράβ. 14, 661 «Πολλών δέ λόγων είρημένων περί Καρών o μάλισθ’ όμολογονμενός έστιν οντος, ότι οί Κάρες…, τότε Λέλεγες καλούμενοι, τάς νήσους έχουν».
18. Τό όνομα Πελασγοί ερμηνεύεται σήμερα από τό * Πελαγσγοί, καί τοϋτο από τό πέλαγος, πού αρχικά σήμαινε Όμαλή επιφάνεια», (πβ. αλός έν πελάγεασι, άλιον πέλαγος, πόνιιον πέλαγος) καί «κάμπος». Πελασγοί ονομάστηκαν από τούς Έλληνες αρχικά οι καμπήσιοι ιθαγενείς, οί Προέλληνες πού κατείχαν καί καλλιεργούσαν τις πεδιάδες.

19. Ίλ. Π. 233 «Ζεν ανα, Δωδωναίε, Πελασγικέ, χηλόθι ναίων,ΙΔωδώνης μεδέων δυσχειμέρον» .
20. Άπό τό πλήθος τών σχετικών εργασιών βλ. C. Schuchhardt, Die Indogermanisierung Griechenlands. Die Antike 9, 303 κέξ., 4. Debrunner, Die Be­siedlung des alten Griechenland im Licht der Sprachwissenschaft. Neues Jahr­buchfür kl. Altertum 21, 433 κέξ.
21. Προελληνική επίδραση στήν ίιονική διάλεκιο θεωρούν μερικοί τήν τροπή τοΰ μακροΰ α σέ η, τήν τροπή τοΰ τ< σέ σι (Ποτιδάων Ποσειδών, εΐκοιι είκοσι, ίχοντι εχουσι) κ. ά. 22. Βλ. Ε. Ries, Quae res et qua vocabula a gentibus seruiticis in Graeciam pervenerint. (Breslau 1890), MussArnold, Semitic words in Greek and Latin. Trans, of the Ann. Philol. Ass. 23,35156, A. Müller, Semitische Lehnworte im älteren Griechisch. Bezz. Beitr. 1, 273, όπου καί προγενέστερη βιβλιογραφία. 23. W. Spiegelberg, Aegyptische Lehnwörter in der älteren griechischen Sprache. Kuhn’s Zeitschr. 41, 127 κέξ. 24. Ρ. Kretschmer, στήν Glotta 28, 252. 25. Ρ. Kretschmer, Pelasger und Etrusker, στήν Glotta 11, 276 κεξ. 26. Ή σπουδή τής Ετρουσκικής πήρε μεγάλη ανάπτυξη ιδίως στήν Ιταλία από τό 1928, μέ τήν ίδρυση τής Έπιτροπής Ετρουσκικών Μελετών», πού εκδίδει τό περιο­δικό «Studi Etrusci». Νέο υλικό γιά τήν Ετρουσκική συγκεντρώνει ο Ε. Vetter στήν Glotta 28, 117231. 29, 205219. 27. Βλ. Ρ. Kretschmer, Einleitung in die Geschichte der griechischen Spra­che. (Göttingen 1896), A. Fick, Vorgriechische Ortsnamen als Quelle für die Vorgeschichte Griechenlands. (Göttingen 1905). 28. Περισσότερα παραδείγματα βλ. G. Glotz, La civilisation egeenne, o. 441, Γ. Ν. Χατζιδάκη στήν “Αθηνά 42, 83 κέξ. Πβ. //. Frisk, Grekiskan och det egeiska substratet. Apophoreta Gotoburg V. Lundström oblata, σ. 171185. 29. Βλ. C. Pauli, Eine vorgriechische Inschrift von Lemnos. 2 τόμοι (Leip­zig 188694), A. Torp, Die vorgriechische Inschrift von Lemnos. (Christiania 1903), E. Nachmanson, Die vorgriechischen Inschriften von Lemnos. Ath. Mitt. 1908,47 κέξ., S. P. Cortsen, Die lemnische Inschrift. Glotta 18, 101 κέξ., P.Kretschmer,Die tyrrhenischen Inschriften der Stele von Lemnos. Glotta 29,89 98. 30. A. Meidet, Apergu d’une histoire de la lanque grecque’, σ. 32 «en passant de l’indoeuropeen au grec commun, on entre dans un monde nouveau». 31. P. Kretschmer, Einleitung in die Geschichte der griechischen Sprache. (Göttingen 1896). 32. P. Kretschmer, Die protindogermanische Schicht. Glotta 14, 302 κέξ., τοΰ ίδιου, Die ältesten Sprachschichten auf Kreta, Glotta 31, 120. 33. P. Kretschmer, Die vorgriechischen Sprach und Volksschichten. Glotta 28, 234 278, 30, 84 218, 244 246. 34. V. Georgief, Die Träger der kretisch mykenischen Kultur, ihre Her­kunft und ihre Sprache, I (Sofia 1937). Zusammenfassung. Πβ. τού ίδιου, Vor­griechische Sprachwissenschaft. (Sofia 1941). 35. Στό ίδιο. 36. Στό ίδιο. «In urillyrischer Sprache waren auch die homerischen Epen zuerst abgefasst». 37. Georgief, Die Sprache der Etrusker.(Sofia 1938),— Das Schicksal der idg. ο Deklination im Etruskischen. (Sofia 1941),—Die sprachliche Zuge­hörigkeit der Etrusker. (Sofia 1943). 38. Kretschmer, στήν Glotta 27, 3 «seine Etymologien sind grossenteils so willkürlich und ohne Beweiskraft, wie im I. Teil». 39. Brandenstein, Sprachliches zur Urgeschichte der Etrusker und Tyrrhener. Bulletin, Istanbul 1937, σ. 745 κέξ. 40. Georgief, Etat actuel des etudes de linguistique prehellenique. Studia linguistica 2 (1948), 71. 41. Georgief, στό ίδιο, ο. 71. 42. Γιά τήν ιστορία καί μόνο πρέπει νά σημειοιθή εδώ ότι ανάλογα πράγματα υποστήριξαν καί ο Θωμόπουλος, Πελασγικά, ήτοι περί τής γλώσσης τών Πελασγών (Αθήναι 1912), πού προσπαθεί νά έξηγήση τά προελληνικά μέ τή βοήθεια τής Αλβα­νικής, καί ο Ν. ‘Ελευθεριάδης, Πελασγική Ελλάς, οί Προέλληνες (Αθήναι 1931), πού θεωρεί τούς Προέλληνες Σημίτες, καί τά ομηρικά έπη μετάφραση σημιτικών προελ­ληνικών έπων. αλλά καί οί δυό αύιοί είχαν τό ελαφρυντικό ότι ουτε γλωσσολόγοι, ουτε κάν φιλόλογοι ήταν, ασχολούνταν δηλ. μέ τά ζητήματα αυτά σάν ερασιτέχνες, άρα ανεύθυνα καί άσυνόριστα. (Βλ. κρίση τού Γ. Ν. Χατζιδάκη στήν Άθηνα 43, 41 κέξ.). Στις μέρες μας άλλος ερασιτέχνης οπαδός τού Ν. Ελευθεριάδη, ο κ. Δ. Η. Τζιόρτζογλου, μέ μοναδικό εφόδιο τό λεξικό τής Τουρκικής τοΰ o Χλωρού, εκδίδει σειρά από φυλλάδια, μέ τόν τίτλο «Έτυμολογίαι καί εξηγήσεις τών πελασγικής προελεύσεως ελληνικών λέξεων»(Μιιτιλήνη 1949 κέξ.),όπου εξηγεί καθε τι τό προελληνικό ώς αραβικό ! 43. Ώς δείγμα τής μεθόδου μέ τήν οποίαν εργάζεται ο V. Georgief γιά νά στηρίξη ιή θεωρία του ότι οί Προέλληνες είναι Θρακοϊλλυριοί, επειδή δήθεν μερι­κές ινδοευρωπαϊκές λέξεις τής Ελληνικής παρουσιάζουν μορφή θρακοϊλλυρική, ανα­φέρω τό εξής : Τή λέξη άσάμινθος— λουτήρας μπάνιου ιή σχετίζει μέ τό έλλην. ακμών = πέτρα καί δέχεται ότι ιό ο οφείλεται σέ τροπή τοΰ κ σέ ο, πού γίνεται στις γλώσ­σες satem, όπως στήν Ινδική, όπου τό ακμών έγινε asman. αλλά ο λουτήρας, όπως πι­στοποιεί ή Αρχαιολογία ήταν πάντα από πηλό, από μέταλλο ή από ξύλο, ποτέ όμως από πέτρα. Καί από πέτρα όμως νά ήταν, δέν είναι νοητό γιατί έπρεπε νά ονομάζεται πέτρα ή πέτρινος. Ο Α. Mayer στήν Glotta 32, 58 παράγει τό άοάμινθος από τό άσσυρ. assammu= δοχείο νεροϋ. Όί περισσότερες ετυμολογίες τοΰ V. Georgief», γράφει ο Kretschmer στήν Glotta 27, 2, «είναι τόσο αυθαίρετες καί σκοτεινές, ώστε περισ­σότερο εξασθενούν παρά ενισχύουν τή θρακοϊλλυρική θεωρία του». 44. Ρ. Kretschmer στήν Glotta 27, 2. «Unverständlich ist es mir aber, wie Georgief den aiolischen Dialekt für illyrisch, das homerische Epos für das Volks­epos der Urillyrier, die Achäer und damit auch die Träger der raykenischen Kultur für lllyrier erklären kann. Hier versteigt er sich zu einer phantasti­schen Willkur, die nicht mehr ernst genommen werden kann». Παρά τις κρίσεις αυτές, ο V. Georgief επανέρχεται στή θεωρία του μέ επιμονή σέ μιά πρόσφατη ερ­γασία του μέ τόν τίτλο Etat actuel des etudes de linguistique prehellenique, στό σουηδικό περιοδικό Studia linguistica (Lund) 2 (1948) 6992. 45. Άπό τό μέγα πλήθος τών σχετικών πραγματειών βλ. Στ. Ξανθουδίδου, Προϊστορική γραφή έν Κρήτη. ΆΟηνά 18, 560581, Α. Evans, Scripta Minoa I (Oxford 1909), G. Ipsen, Der Diskus von Phaistos. Ein Versuch zur Entziffe­rung. Indog. Forsch. 47, 141, Γ. Ε. Μυλωνά, ο ενεπίγραφος έτερόστομος άμφορεύς τής Έλευσίνος καί ή ελλαδική γραφή. Άρχ. Έφημ. 1936, σ. 61 100, G. Puqliese Carratelli, Γ,ε inscrizioni preelleniche di Haghia Triada in Creta e della Greeia Peninsulare (1945), B. Hrozny’, Kretas und Vorgriechenlands Inschriften, Ge­schichte und Kultur. Ein Entzifferungsversuch. Archiv Orientalny’14 (1943), τοΰ ίδιου, Les inscriptions cretoises II. Archiv Orientalny’ 15 (1946), P. Kretschmer, Die Inschriften von Praisos und die eteokretische Sprache (1946). Περισσότερα: http://www.schizas.com/site3/index.php?option=com_content&view=article&id=57091%3Amakedonia-kai-proellines&catid=32%3Amacedonia-i-elliniki&Itemid=211&lang=el#ixzz3SYk3enXt

 http://master-lista.blogspot.gr

ΠΑΓΓΑΙΟ – ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ – ΓΙΟΡΤΕΣ – ΜΑΙΝΑΔΕΣ

Διόνυσος ή Βάκχος

Σ’ όλη την Ελληνική χώρα εισήλθε η λατρεία του Λιονύσου και διαπλάσθησαν διάφοροι μύθοι για αυτόν και τελούνταν ποικίλες γιορτές πρός τιμή του όσο αυτή του Διονύσου, γι’ αυτό προς πρόληψιν συγχύσεων οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι αργότερα έφθασαν σε σημείο να παραδεχθούν ότι υπήρχαν περισσότεροι του ενός Διόνυσοι, δηλαδή 7 ή 8 άσχετοι μεταξύ των.

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Ομορφιές του Παγγαίου – Παλιά Μεσολακκιά

Σπήλαιο Δισσάκια, παλιά Μεσολακκιά, Σέρρες

 Το σπήλαιο βρίκεται κοντά στο μισό-εγκαταλειμμένο χωριό της Μεσολακκιάς, στους πρόποδες του Παγγαίου όρους. Έχει βαραθρώδη είσοδο, 3μ περίπου και χρειάζεται αντιστήριξη ή σχοινί. Έπειτα γίνεται οριζόντιο με αρκετό διάκοσμο αλλά και πολλά γραμένα στα πλούσια σπηλαιοθέματα.. Το μάρμαρο στο οποίο διανοίγεται το σπήλαιο ανήκει στη γεωτεκτονική μάζα της Ροδόπης και ειδικότερα στην ενότητα του Παγγαίου.Εντυπωσιακή η διάκλαση στο ένα κομμάτι του σπηλαίου. Το σπήλαιο επισκέφτηκε ο Πρωτέας στα πλαίσια του 5ου σεμιναρίου.

Όμορφο σημείο με αρκετό διάκοσμο
Η είσοδος του σπηλαίου

Η διάκλαση
Αρκετά στενό σημείο (Φωτο. Γ.Σωτηριάδης)
Σημείο όπυ μεταφέρθηκε σπόρος και δημιουργήθηκε φυτό, όπου παίρνει ενέργεια από τις κοτυλυδόνες του
Η ομάδα
Παλιά Μεσολακκιά

Οι αρχαίοι μύθοι του νομού Σερρών

Τούτος εδώ ο τόπος, κρύβει ένα μεγάλο μυστικό. Συνέβη σε χρόνους του απώτατου παρελθόντος, τότε που και οι θεοί ακόμα ήταν παιδιά και έπαιζαν. 
Σε ένα λιβάδι που όμοιό του σε ομορφιά δεν μπορεί να δει σήμερα ανθρώπινο μάτι, έπαιζαν νύμφες και θεές. Το ονόμαζαν Νύσιο πεδίο, σαν “ποθητό” θα μας το περιγράψει ο ίδιος ο παππούς Όμηρος και θα μας πει και τα ονόματα των μικρών κοριτσιών που έπαιζαν αμέριμνα εκεί. Ήταν η Ηλέκτρα, η Λευκίππη και η Φαινώ και η Ρόδεια, η Ιάνθη, η Καλλιρόη, η Ιάχη και η Τύχη, η Ιάνειρα, η Μελίτη, η Χρυσηίς,  η Ακάστη και η Μηλόβασις, η Άδμητη και η ροδόχροη Ωκυρόη, η Πλουτώ, η Στυξ και η Ροδόπη, η θελκτική η Καλυψώ, η Ουρανία και η Γαλαξαύρα η ευπρόσδεκτη και η Παλλάς η εγερσιμάχα και η τοξότρια Άρτεμις!
Ο άνεμος χάιδευε τα πλούσια μαλλιά τους, ο ήλιος τα έκανε να λάμπουν, οι ευωδιές του λιβαδιού ανακατεύονταν με τις φωνές και τα γέλια των μικρών κοριτσιών. Ως που ανάμεσα στα όμορφα και ευωδιαστά λουλούδια που μάζευαν οι κοπέλες, ξεχώρισε ένα που σαν κι αυτό δεν έφτιαξε η γης ποτέ. Νάρκισσο το είπαν αργότερα. Από τη ρίζα του ξεφύτρωναν μίσχοι εκατό, και ευωδίαζε τόσο, που αγαλλίαζαν οι θεοί, οι άνθρωποι, μέχρι και η βαθιά θεοσκότεινη θάλασσα.
Πρώτη “η κόρη”, η μόνη που δεν σας την ονόμασα πριν και την ελένε Περσεφόνη, έσκυψε να το πάρει και να το βάλει στο καλάθι της. Μα ξάφνου άρχισε μια βοή ανατριχιαστική, όλο το λιβάδι άρχισε να τρέμει, η πλατύστερνη γη άνοιξε και ξεπρόβαλε ένα άρμα με τρομερό θόρυβο. Ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς του κάτω κόσμου. Άδης το όνομά του και σημαίνει αυτός που δεν φαίνεται. Άρπαξε την κόρη και την πήγε στο βασίλιό του, για να την κάνει γυναίκα του. Η κόρη έβγαλε μεγάλη φωνή και κλάματα, μα κανείς δεν την άκουσε.
Είναι ο μύθος της Περσεφόνης. Ο Μπουρκέρτ, ο Νιλσσον και ο Κερένυι, από τους μεγαλύτερους ερευνητές της ελληνικής θρησκείας και μυθολογίας θα μας το γράψουν απερίφραστα, πως τούτος δω ο μύθος είναι εκ των αρχαιότερων που έχουμε από την ανθρώπινη σκέψη. Πιθανόν ανάγεται στην νεολιθική εποχή. Ο Μπουρκέρτ στο βιβλίο του “Αρχαία Ελληνική Θρησκεία”, θα μας γράψει πως οι Mannhardt και Frazer συγκέντρωσαν έναν τεράστιο όγκο από την παγκόσμια μυθολογία, όσων αφορά τις περιπτώσεις του αέναου κύκλου. Πουθενά δεν μπόρεσαν να βρουν κάτι που να το συνδέουν με την σχέση μητέρας και κόρης. 
Γιατί τα γράφω όλα τούτα; Μα γιατί αυτός ο όμορφος κόσμος που έγινε ξαφνικά και τρομακτικός, είναι κάπου μέσα στον κάμπο των Σερρών. Το ΝύσιAN00069818_001_lο πεδίο, όπου έγινε η αρπαγή της κόρης είναι κάπου βόρεια από το Παγγαίο όπως θα μας γράψει ο Αππιανός. Σε αυτό τον τόπο οι Έλληνες είχαν τον αρχαιότερο ίσως μύθο τους. Γιατί άραγε; Μήπως και είναι εκείνος ο πανάρχαιος Πελασγός βασιλιάς του Άργους, που μας περιέγραψε ο Αισχύλος και που γράψαμε σε άρθρο με θέμα την προϊστορία του τόπου μας; 
Μα δεν είναι ο μόνος μύθος που συνδέει την μυθική σκέψη, του αρχαίου κόσμου με την πεδιάδα του Στρυμόνα. Ο θεός Στρυμόνας όπως θα μας γράψει στην θεογονία ο Ησίοδος, ο αγνός Στρυμόνας όπως θα μας γράψει ο Αισχύλος, που ρέει πλάι στις κιθάρες του Παγγαίου, στο ηγάθεον Νυσήιον, στο Νύσιο πεδίο, το Συλέως Πεδίον… ο θεός  Στρυμόνας που είναι ο πατέρας της μιας από τις νύμφες που έπαιζαν μαζί με την Περσεφόνη εκείνη την τρομερή μέρα. Είναι πατέρας της Ροδόπης. Μα και όλος ο “κάτω Στρυμόνας” αποκαλείται “χορός των Νυμφών”. Την Ροδόπη την απέκτησε σμίγοντας με την μούσα Ευτέρπη, με την μούσα της μουσικής. Η Ροδόπη θα έχει και δύο αδέρφια. Δυο βασιλόπουλα της Θράκης. Τον Όλυνθο και τον Ρήσο. Και αν δεν ξέρουμε τον Ρήσο, είναι γιατί δεν κατέχουμε επαρκώς την ελληνική θρησκευτική παράδοση. Η θρησκευτική παράδοση του έθνους μας, είχε τον Ήρωα σε ένα επίπεδο ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους. Η κάθε πόλη είχε τον Ήρωα προστάτη της, η κάθε συντεχνία επίσης, αλλά και οι γειτονιές, οι οικογένειες, υπήρχε ο τειχοφύλακας Ήρωας που προστάτευε τα τείχη της πόλης, ο χωροφύλακας που προστάτευε τα όρια κλπ… Οι ήρωες των Ελλήνων είχαν επηρεάσει τόσο πολύ τους βαρβάρους, που οι Πέρσες καθώς ερχόταν προς την Ελλάδα, έκαναν σπονδές στους ήρωες της Τροίας. Υπήρξε όμως ένας μοναδικός ήρωας ο οποίος ήταν ήρωας όλων των Ελλήνων. Δεν υπήρχε τάφος. Τον επικαλούνταν παντού. Τον λάτρευαν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας.  Ιερά και ναοί του βρίσκονται διάσπαρτοι, όπου κι αν πάτησε το πόδι του Έλληνα. Η λατρεία του ξεπέρασε και την Ελλάδα. Ρωμαίοι, Ετρούσκοι, αλλά και στην ανατολή ακόμα, το όνομά του και  λατρεία του ταξίδεψε πέρα και από αυτή την αυτοκρατορία ακόμα του Μ. Αλέξανδρου. Οι Έλληνες τον ύψωσαν στον Όλυμπο. Έκαναν δύο σπονδές για αυτόν, μία σαν θεό και μία σαν ήρωα! Αυτός ήταν ο Ηρακλής.
Τέτοιος ήρωας υπήρξε και ο Ρήσος για τους Θράκες. Ο σοφιστής Φιλόστρατος ο νεότερος, που πέρασε από τη Θράκη, τον τρίτο ή τέταρτο αιώνα, απόρησε με τις τιμές που ετύχαινε από τους Θράκες ο αφηρωισμένος πια Ρήσος, και τιμώνταν σαν γιατρός, θεός του κυνηγιού, των αλόγων, των στρατιωτών και σαν αλεξίκακος γενικότερα. Αλλά και οι Αθηναίοι και μετά οι Σπαρτιάτες στην Αμφίπολη είχαν τον Ρήσο για προστάτη Ήρωα. Τον μυθικό Ρήσο, μέσα από την ελληνική ποίηση τον συναντάμε πρώτη φορά στην Ιλιάδα. Από την πεδιάδα των Σερρών ταξιδεύει στην Τροία για να πολεμήσει στο πλευρό των Τρώων μα δεν προλαβαίνει. Φτάνει βράδυ και πέφτει να κοιμηθεί. Στο στρατόπεδο των Τρώων, περνάνε κρυφά ο Οδυσσέας με τον Διομήδη και ο δεύτερος τον σκοτώνει την ώρα που κοιμάται. Περισσότερα θα μάθουμε από την σωμένη τραγωδία η οποία αποδίδεται στον Ευριπίδη και η οποία έχει το όνομα Ρήσος.
Πρώτα από όλα ξεκαθαρίζεται η καταγωγή του:
 “Απ’ τους ανέμους δερνόμενος
τους παγερούς της Θράκης και της Παιονίας”
“Τριγύρω από το Παγγαίο
και τους Παιόνιους κάμπους” 
Αλλά μέσα από την τραγωδία η οποία μας μεταφέρει τον μύθο του Ήρωα, μαθαίνουμε ενδιαφέροντες πτυχές τόσο του μύθου, όσο και της λατρείας που τύγχανε στον τόπο του. Μιλάει η μούσα μητέρα του και λέει:
“Μετά, όταν σε γέννησα ντρεπόμουν τις αδερφές μου που ήμουν χωρίς άντρα και σε πήρα και σε άφησα στα στροβιλιζόμενα ύδατα του πατέρα σου. Και ο Στρυμόνας δεν σε έδωσε σε ανθρώπινα χέρια να μεγαλώσεις αλλά σε ανάθρεψαν οι κόρες των πηγών. Και έγινες βασιλιάς της Θράκης, πρώτος ανάμεσα σε όλους τους άνδρες, παιδί μου.”
Υπογραμμίζω πως ο Στρυμόνας έδωσε τον Ρήσο στις Νύμφες για να τον αναθρέψουν και επανέρχομαι στον κάτω Στρυμόνα που είναι χορός Νυμφών, στις Νύμφες που παίζουν μαζί με την Περσεφόνη στο Νύσιο πεδίο (που Νυσίο ονομάζεται εκ των Νυσηίδων, οι οποίες είναι οι νύμφες που ανέθρεψαν τον Διόνυσο). Γεμάτη με Νύμφες (με πολλές ονομασίες όπως για παράδειγμα στα Δαρνακοχώρια τις ονομάζουν καλότκες) είναι και η σύγχρονη λαϊκή παράδοση στον τόπο αυτό.
Ο Διομήδης εξοντώνει
τον Ρήσο στον ύπνο του.
Αλλά μετά η τραγωδία, μας δίνει και ορισμένες παράξενες θρησκευτικές λεπτομέρειες για την λατρεία του Ρήσου. Οι συμπολεμιστές του τον φέρνουν στην πατρίδα του για να τον θάψουν, αλλά η μητέρα του θα ζητήσει χάρη από την Περσεφόνη για τον γιο της:
“Αυτός δεν θα μπει στης γης το ολόμαυρο χώμα,
αυτή την παράκληση θα κάνω στην νύμφη του κάτου κόσμου,
στη θυγατέρα της θεάς Δήμητρας που δίνει όλους τους καρπούς,
να μου αφήσει την ψυχή αυτού εδώ…”
Και παρακάτω θα μας πει, ποια θα είναι η θέση του Ρήσου μέσα στην αιωνιότητα:
“Κρυμμένος μέσα στα σπλάχνα της ασημόφλεβης γης
σαν ανθρωποδαίμων  θα κείτεται και θα είναι ζωντανός, σαν
προφήτης του Βάκχου θα μένει στους βράχους του Παγγαίου,
θεός καλοδιάθετος για όσους ανθρώπους θα τον ξέρουν καλά.” 
Η μετάφραση του κειμένου είναι από τις εκδόσεις Ζήτρος και το ανθρωποδαίμων το μεταφράζει ως “ανθρωποθεός”.  Μα ο έλληνας τραγικός στο άγο πρωτότυπο μας το διδάσκει ξεκάθαρα:
“…κρυπτὸς δ’ εν άντροις της υπαργύρου χθονὸς
ανθρωποδαίμων κείσεται βλέπων φάος,
Βάκχου προφήτης ώστε Παγγαίου πέτραν…”
Ως ανθρωποδαίμων λοιπόν λατρεύεται ο Ρήσος στον τόπο του και απέναντι από το ιερό του, υπάρχει ιερό της μητέρας του μούσας, που κατά μία άλλη εκδοχή είναι η Κλειώ. Υπάρχουν άλλες τρεις εκδοχές για την μητέρα του Ρήσου. Τρεις Μούσες. Η Καλλιόπη (εκ του: καλή + ωψ = αυτή με τα όμορφα μάτια), η Μούσα της Επικής ποιήσεως, η Ευτέρπη (εκ του: ευ + τέρπω, καλώς τέρπω, ευχαριστώ), η Μούσα της Μουσικής και της Λυρικής ποιήσεως, και η Τερψιχόρη (εκ του: τέρπω + χορός, η τέρπουσα δια του χορού), η Μούσα του χορού και της Ορχήσεως. Το ιερό της Κλειούς το οποίο έχει βρεθεί στην Αμφίπολη, όπως έχει βρεθεί έξω από τα τείχη, κοντά στον Στρυμόνα, ένα ιερό των Νυμφών, με ένα πιθάρι στο κέντρο, από το οποίο έχει αφαιρεθεί ο πάτος και το οποίο έχει βυθιστεί έως το χείλος του, μέσα στην ιερή Γη. Και στο Παγγαίο ξέρουμε πως υπήρχε μαντείο του Βάκχου.
Γυρνάμε πάλι στην αρχή του μύθου που αρχίσαμε, στην χάρη που κάνει η Περσεφόνη στον Ήρωα της γης από την οποία απήχθη. Αλλά η κοιλάδα του Στρυμόνα έχει εμπνεύσει τον μυθικό άνθρωπο, και γύρω από τον Μαίανδρο που σχηματίζει, έχουμε να διηγηθούμε πολλές υπέροχες, παράξενες και μερικές φορές αλλόκοτες ιστορίες, για τις οποίες θα σας  γράψω σύντομα.
Μόνο που πριν κλείσω τούτο το κείμενο, θα ήθελα να σας γράψω και κάτι που δεν το έχουν προσέξει πολλοί ερευνητές, μα σίγουρα το ήξεραν πολύ καλά οι Έλληνες και προς τούτο ίσως και το μεγάλο ενδιαφέρον και η λατρεία στον Ρήσο. Ο Ρήσος που λέτε, σύμφωνα με τον Όμηρο σαν ανθρώπινη και όχι θεϊκή καταγωγή (θεϊκή καταγωγή από τον πατέρα του Στρυμόνα), ήταν γιος του Ηιονέα, ο οποίος ήταν γιος του Μάγνητα. Και εδώ είναι το μυστικό μας. Ο Μάγνης είναι ένα από τα έξι παιδιά του Αιόλου και της Εναρέτης. Όχι του Αιόλου, του θεού των ανέμων, μα του Αίολου του Θεσσαλού, του γιου του Έλληνα! Ο παππούς του Ρήσου, ήταν εγγονός του ίδιου του Έλληνα!
Ο Ρήσος είναι τρισέγγονο του Έλληνα, του γενάρχη των Ελλήνων!
 
Το ιερό “της Νύμφης” το οποίο βρίσκεται
έξω από το βόρειο τείχος της Αμφίπολης, λίγα μέτρα
από την βόρεια πύλη.
Στο κέντρο διακρίνουμε
το βυθισμένο πιθάρι.

“… γεννάτε δε και εν τω Παγγαίω όρει βοτάνη, κιθάρα καλούμενη, διά ταύτην την αιτίαν: Διασπαράξασαι τον Ορφέα, τα μέλη του προειρημένου εις ποταμόν έβαλον Έβρον, και η μεν κεφαλήν του θνητού, κατά πρόνοιαν θεών, εις δράκοντα μετέβαλε την μορφήν του σώματος, η δε λύρα κατεστηρίσθη, κατά προαίρεσιν Απόλλωνος, εκ δε ρευστάντος αίματος ενεφάνη βοτάνη, κιθάρα καλούμενη, των δε Διονυσίων τελουμένων, αύτη κιθάρας αναδίδωσιν ήχον, οι δ’ εγχώριοι νεβρίδας περιβεβλημένοι θύρσους κτρατούντες, ύμνον άδουσιν, και τότε φρονήσεις, όταν έση φρονών, καθώς ιστορεί Κλειτώνυμος εν τω γ’ των τραγικών”.

Πλούταρχος “Περί Ποταμών”
Πάνω στο Παγγαίο μας λέει ο Πλούταρχος φυτρώνει ένα βοτάνι που ονομάζεται κιθάρα. Είναι αποτέλεσμα του ραντίσματος του βουνού από το αίμα του Ορφέα, όταν αυτόν τον διαμέλισαν οι Μαινάδες. Αυτό το βοτάνι βγάζει ήχους κιθάρας, όταν τελούνται τα Διονύσια μυστήρια και τότε οι ντόπιοι φοράνε τομάρια, και κρατώντας θύρσους ψάλλουν ύμνους.

Ιέρεια του Βάκχου σε ζωγραφιά
του 19ου αιώνα, ντυμένη με
τομάρι και κρατώντας θύρσο.

Είναι η γέννηση μετά τον θάνατο, είναι ο αιώνιος κύκλος της ζωής, όπως τον αντιλαμβανόταν η Ελληνική εθνική μας παράδοση. Η κιθάρα και η μουσική, φτιαγμένη από το αίμα του νεκρού Ορφέα.
Μα και το ίδιο το Παγγαίο ονομάζεται έτσι από έναν μυθικό ήρωα που μοιάζει στον Οιδίποδα. Είναι ένας ακόμα πανάρχαιος μύθος. Και θα τον εξηγήσουμε, αφού πρώτα τον εξιστορήσουμε.
Ο Παγγαίος ήταν γιος του θεού Άρη και της Κριτοβούλης, και άθελά του έγινε τραγικός αιμομίκτης, όχι με την μητέρα του όπως ο Οιδίποδας, αλλά με την θυγατέρα του. Στην τιμωρία του εαυτού του, αντί για την εθελούσια τύφλωση επέλεξε τον θάνατο. Αυτοκτόνησε μπήγοντας το σπαθί στα σωθικά του, πάνω στο όρος που μέχρι τότε ονομαζόταν Καρμάνιο και από εκεί και μετά πήρε το όνομά του.

“Τη θυγατρί κατ’ αγνοιαν συγγενόμενος έδραμεν εις Καρμάνιον όρος και δια λύπης υπερβολήν σπασάμενος το ξίφος εαυτόν ανείλεν…”
Πλούταρχος “Περί Ποταμών”
Τούτος ο μύθος είναι πανάρχαιος, διότι είναι μύθος πρωτοσυνείδησης. Είναι ο άνθρωπος που κατανοεί την συγγένεια. Ενώ τα ζώα, από όπου προέρχεται και το είδος μας, ζευγαρώνουν μόλις ενηλικιωθούν μεταξύ τους. έτσι λοιπόν ο Παγγαίος, δεν σκότωσε τον εαυτό του, μα σκότωσε το ζώο μέσα του, όταν αναγνώρισε την πατρική σχέση του με την θυγατέρα.
Τούτο το όρος λοιπόν, το Παγγαίο, που τόσο υμνήθηκε, γνωρίζουμε πως είχε και ένα μαντείο του Διόνυσου. Αυτό λειτουργούσε και κατά τους ιστορικούς χρόνους. Ήταν μάλιστα υπό την εποπτεία του θρακικού φύλλου με το όνομα “Σάτρες”, ενώ σύμφωνα με τον Ηρόδοτο Σάτρες ήταν και οι περίφημοι Βησσοί, φύλο ιερατικό του θεού Διόνυσου. Η σχέση του Διόνυσου με τον τόπο μας ξέρουμε ότι ήταν ιδιαίτερη. Γνωρίζουμε ότι οι θεοί που λατρευόταν ιδιαίτερα στην περιοχή μας ήταν τέσσερις. Ο Άρης, ο Διόνυσος, η Άρτεμης και από τους βασιλικούς οίκους ο Ερμής. Για τον Διόνυσο τώρα τον μάντη και τον τόπο μας, διαβάζουμε μια ιστορία του Όμηρου από την Ζ’ ραψωδία της Ιλιάδας:
“…τι μήτε κι ο Λυκούργος μπόρεσε, του Δρύαντα ο γιος ο γαύρος,
χρόνια πολλά να ζήσει, ως τα ‘βαλε με τους θεούς στα ουράνια.
Στο άγιο βουνό της Νύσας κάποτε του Διόνυσου τις βάγιες,
του βακχευτη θεού, κυνήγησε᾿ κι ευτύς ετούτες όλες
πετούσαν καταγής τους θύρσους τους᾿ κι ο αντροφονιάς Λυκούργος
με τη βουκέντρα του τις κέντριζε, κι ο Διόνυσος φοβήθη
και στο γιαλό βουτάει᾿ κι η Θέτιδα τον δέχτη στην αγκάλη
σκιαγμένο᾿ τι οι φωνές τον τρόμαξαν περίσσια του Λυκούργου.
Με τούτον όμως οι τρισεύτυχοι θεοί θύμωσαν τότε,
κι ο γιος του Κρόνου τον ετύφλωσε᾿ χρόνια πολλά και πάλι.
Όμως δεν έζησε, τι οι αθάνατοι τον οχτρεύτηκαν όλοι.”

Φυσικά το όρος Νύσα, (Ηγάθεον Νυσήιον, Νύσιο πεδίο) γνωρίζουμε ότι είναι στον νομό μας, μα ο ίδιος μύθος σωμένος από τον Απολλόδωρο δεν θα μας αφήσει καμία αμφιβολία:
“Λυκούργος δε παις Δρύαντος, Ηδωνών βασιλεύς, οι Στρυμόνα ποταμόν παροικούσι, πρώτος υβρίσας εξέλαβεν αυτόν. Και Διόνυσος μεν εις θάλασσα προς Θέτιν…”
Ο μύθος ο οποίος μας σώζεται από πολλές πηγές, είναι ένας κλασικός μύθος ασέβειας προς τους θεούς, ο οποίος καταλήγει φυσικά σε συντριβή του θνητού, σε τραγωδία. Άλλωστε ο συγκεκριμένος μύθος ενέπνευσε τον μεγάλο τραγωδό Αισχύλο για να γράψει μία τριλογία με τις τραγωδίες Ηδωνοί – Βασσαρίδες – Νεανίσκοι κι ένα σατυρικό δράμα με την ονομασία Λυκούργος.
Ο Λυκούργος λοιπόν, Θράκας βασιλιάς της περιοχής μας, έδειξε ασέβεια προσπαθώντας να διώξει την λατρεία του θεού από το βασίλειό του (κατά ορισμένες εκδοχές του μύθου, μεταφορικά να τον σκοτώσει). Ο θεός έφυγε προς στιγμήν από τον τόπο του τρομαγμένος και βρήκε προστασία από την Θέτιδα. Αλλά ο Λυκούργος με την πράξη του αυτή ξεσήκωσε την οργή των θεών οι οποίοι τον εχθρεύθηκαν. Στην κατάληξη ο Λυκούργος τυφλώνεται, ενώ σε πιο τραγικές διηγήσεις, τρελαίνεται από τον θεό και σαν ένας άλλος Αίαντας, νομίζοντας πως κόβει κληματσίδες, σκοτώνει τους συγγενείς του, το ίδιο του το παιδί, και ήρθε στα λογικά του όταν άρχισε να χτυπά με το τσεκούρι και τα ίδια του τα πόδια. Όταν είδε τι έκανε τότε τυφλώθηκε. Μία τρίτη παραλλαγή θέλει τον θεό να ξεραίνει τη γης και αυτή να μην δίνει καρπούς. Μήνυσε δε μέσω του μαντείου του, πως δεν θα ξαναγινόταν γόνιμη η γη, εάν δεν τιμωρηθεί με θάνατο ο Λυκούργος. Τότε οι Ηδωνοί πήραν τον βασιλιά του και τον επέβαλαν σε φριχτό θάνατο στο Παγγαιο, όπου “κατασπαράχτηκε από άλογα“.
Μα αν στους αρχαιότερους μύθους έχουμε τον αέναο κύκλο της φύσης, την συνείδηση, στους μύθους των θνητών, η μοίρα στέκεται εκεί και παραμονεύει με την τραγωδία. Κανένας δεν μπορεί να είναι ήσυχος και μόνο για ένα θα πρέπει να είναι σίγουρος, πως κάθε χαρά στη ζωή, είναι υποχρεωμένος να την πληρώνει με ισόποση λύπη. Και όσο πιο μεγάλη η χαρά, τόσο και μεγαλύτερη και η λύπη. Τέτοια ιστορία θα σας διηγηθώ στην επόμενη ανάρτηση. Μία τραγωδία που συνέβη σε τούτα τα χώματα που πατάμε και δεν γνωρίζουμε, εάν ενέπνευσε κάποιον μεγάλο ή μικρότερο τραγωδό, για να διδαχτεί στο θέατρο της Αμφίπολης.
Η αττική τραγωδία είναι το ευγενικότερο προϊόν            
 που έσωσε να δημιουργήσει ο άνθρωπος στον πλανήτη,
 σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του...                            
Δ. Λιαντίνης
Η αττική τραγωδία δημιουργήθηκε μέσα από μύθους, σαν αυτόν που συντελέστηκαν στη γη του αγνού Στρυμόνα. Έναν μύθο που σας τον διηγηθώ αμέσως τώρα.
“Λόγος μέν ἐστ᾽ ἀρχαῖος ἀνθρώπων φανείς,
ὡς οὐκ ἂν αἰῶν᾽ ἐκμάθοις βροτῶν, πρὶν ἂν
θάνῃ τις, οὔτ᾽ εἰ χρηστὸς οὔτ᾽ εἴ τῳ κακός·”
Έτσι ξεκινά ο Σοφοκλής της τραγωδία του Τραχίνιαι, που πάει να πει στην νέα απόδοση, πως
“υπάρχει ένας λόγος αρχαίος των Ελλήνων,
πως των ανθρώπων τη ζωή, προτού κανείς πεθάνει,
καλή αν ήταν η κακή, να γνωρίσεις δεν μπορείς.”
Και η ιστορία μας ξεκινά μέσα στην κοιλιά του Τρωικού αλόγου. Εκεί μαζί με τον Διομήδη, τον Οδυσσέα και τον Μενέλαο, ήταν στριμωγμένα και τα πιο γενναία παλικάρια των Αχαιών. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δημοφών από την Αθήνα, γιος του ίδιου του ήρωα Θησέα και της Φαίδρας. Το όνομά του Δημοφών σημαίνει Δημοφόων =  δήμος (τόπος, λαός) + φόως (φως, λάμψη), “το φως του λαού, αυτός που φωτίζει το λαό του”. Ο Δημοφών είχε στο πλάι του τον αδερφό του τον Ακάμα. Στην Τροία τους οδήγησε ένα κοινό μυστικό. Όταν το βράδυ άνοιξε η καταπακτή και βγήκαν οι αντρόκαρδοι Αχαιοί από το ξύλινο άλογο, έτρεξαν στην πύλη του Ιλίου, την άνοιξαν και μέσα ξεχύθηκε ο στρατός του Αγαμέμνονα. Κραυγές και φωτιές και λεηλασία, μα τα δυο αδέρφια δεν έπαιρναν τίποτε, δεν ήθελαν κάτι να τους βαραίνει τα χέρια, είχαν τα μάτια καρφωμένα στις γυναίκες, ώσπου μέσα στις φωτιές και στο πλήθος, αναγνώρισαν το πρόσωπο που λαχταρούσαν. Ήταν η Αίθρα, η γιαγιά τους. Την είχε απαγάγει ο Πάρης, όταν κλέφτηκε με την Ελένη. Την Αίθρα την είχαν πάει στο παλάτι της Ελένης οι Διόσκουροι. Τα δυο παλικάρια δεν πήραν κανένα άλλο λάφυρο από την Τροία. Μόνο την γιαγιά τους. Τέτοια συμφωνία έκαμαν. 
Τα αδέρφια Δημοφών και Ακάμας
ελευθερώνουν την γιαγιά τους Αίθρα.
Έτσι ο Δημοφών πήρε τον δρόμο του γυρισμού για την Αθήνα. Στον δρόμο της επιστροφής πέρασε από την χώρα των Οδομαντών, οι οποίοι εξουσίαζαν την πεδιάδα ανατολικά του Στρυμόνα. Εκεί τον φιλοξένησε η εικοσάχρονη Φυλλίδα, κόρη του βασιλιά τους του Σίθωνα. Ήταν κεραυνοβόλος ο έρωτας των βασιλόπουλων. Λένε πως έκαναν δυο παιδιά μαζί και πως μέσα στην εύφορη πεδιάδα, βασίλευαν από τους πρόποδες του Παγγαίου, μέχρι εκείνους του Μενοίκιου όρους.
Ως που μια μέρα ήρθε μια είδηση για τον Δημοφώντα, πως ο θρόνος στην Αθήνα άδειασε και πως θα έπρεπε να βασιλέψει. Κρύος ιδρώτας έλουσε την όμορφη Φυλλίδα, ως που ο Δημοφών της έδωσε όρκο, πως θα γυρίσει σε ένα μήνα ότι και αν του τύχει. Θα φροντίσει να δοθεί με ασφάλεια για την πατρίδα του ο θρόνος αλλού και αυτός θα γυρίσει για να βασιλέψει μαζί με την όμορφη γυναίκα του, σε τούτον τον τόπο. Η Φυλλίδα του έδωσε να έχει μαζί του ένα κουτί, που το ζήτησε όμως να το ανοίξει μόνο εάν αποφάσιζε να μην γυρίσει πίσω. Ήταν της ίδιας της Ρέας το παράξενο τούτο το δώρο.
 
Μα στο δρόμο έπιασε φουρτούνα, από εκείνες που ο θυμωμένος Ποσειδώνας μετά τα Τρωικά έστελνε σε όλους τους Αχαιούς, με πρώτο τον Οδυσσέα. Έτσι το καράβι του Δημοφώντα έφτασε στην Κύπρο. Οι μέρες περνούσαν και ο ήλιος έδυσε 29 φορές στο όρος Δύσωρον, που σχηματίζει εκείνες τις τραχιές μα και μεγαλοπρεπείς δύσεις του ήλιου. Τέτοιες που κάνουν το άλγος του νόστου, να γίνεται βαρύτερο στο στήθος των ερωτευμένων. Την τριακοστή μέρα που ήταν και η τελευταία από την διορία που έδωσε ο ίδιος ο Δημοφών στον εαυτό του, η βασιλοπούλα, πήρε παράλληλα τον Στρυμόνα και έφτασε μέχρι την θάλασσα. Μάταια περίμενε ως που την έπιασε η νυχτιά. Κανένα πλοίο δεν φάνηκε στον κόλπο του Στρυμόνα. Πήρε τον δρόμο του γυρισμού, διανυκτερεύοντας στην πρώτη πόλη του βασιλείου της μετά την θάλασσα. Εννέα οδούς την ονόμαζαν την πόλη και η Φυλλίδα έδωσε εννέα κατάρες στους Αθηναίους, μέσα στην απέραντη θλίψη. Δεν άντεξε όμως η ερωτευμένη νέα να γυρίσει στο παλάτι της. Την βρήκαν το πρωί, να είναι μία ξεραμένη αμυγδαλιά. Άλλοι είπαν πως πέθανε από θλίψη, άλλη πως κρεμάστηκε στην ίδια την αμυγδαλιά αυτή. Οι θεοί όμως την μεταμόρφωσαν και την ίδια σε αμυγδαλιά. Από την κορφή των εννέα οδών, να αγναντεύει από τη μια την θάλασσα, μήπως και γυρίσει ο αγαπημένος της, από την άλλη να θωρεί το βασίλειο που άφησε. 
Ο Δημοφών όμως δεν ξέχασε ποτέ την υπόσχεση για την αγαπημένη του. Έτσι αν και άργησε επέστρεψε στο βασίλειό τους. Στις Εννέα οδούς όμως τον μήνυσαν τα κακά μαντάτα. Έτρεξε τότε και αγκάλιασε με τέτοια ορμή την ξερή αμυγδαλιά που εκείνη έβγαλε ξανά φύλλα. Μέσα στην θλίψη του ο Δημοφών θέλησε να δει τι είχε το κουτί που του έδωσε η αγαπημένη, μόλο που εκείνη του είπε να το ανοίξει, μόνο αν αποφάσιζε να μην γυρίσει πίσω. Μόλις άνοιξε το κουτί, ενώ ήταν καβάλα πάνω στο περήφανο Θρακιώτικο άλογό του, εκείνο αφιονίστηκε και τον έριξε πάνω στο ίδιο του το σπαθί.
Οι Οδόμαντες προς τιμήν της βασίλισσάς τους, ονόμασαν όλον εκείνον τον τόπο ανατολικά του νομού τους, Φυλλίς, και ακόμα και σήμερα εκείνη την επαρχία το κράτος την ονομάζει επαρχία Φυλλίδος. 
Λένε πως η πρώτη από τις εννέα κατάρες της Φυλλίδας ήταν η αυτοκτονία της Αίθρας, μόλις έμαθε για τον θάνατο του εγγονού της. Μα οι ιστορικοί στο μέλλον, το είδαν καθαρά. Εκείνον τον τόπο που τον έλεγαν Εννέα οδούς, οι Αθηναίοι τον εποίκησαν μετά από αιώνες και τον ονόμασαν Αμφίπολη. Εννέα φορές ηττήθηκαν εκεί οι Αθηναίοι σε πόλεμο. Από του πελταστές του Δράβησκου με τους δέκα χιλιάδες νεκρούς, μέχρι την συντριβή και τον θάνατο του Κλέωνα και ως που η Αμφίπολη χάρισε την νίκη του Πελοποννησιακού πολέμου στην Σπάρτη, οδηγώντας την μεγάλη Αθήνα σε παρακμή.
Ο Δημοφών έδωσε όρκο στους θεούς, για κάτι που δεν ήξερε ότι θα μπορέσει να εκτελέσει, αντί να δώσει μία φρόνιμη απάντηση και να ζητήσει από την όμορφη γυναίκα του υπομονή και πίστη, στα μέτρα των θνητών. Έτσι όπως κλείνει ο Σοφοκλής την τραγωδία Αντιγόνη, θα κλείσω και εγώ τούτο τον μύθο που σας διηγήθηκα:
Η φρόνηση στην ευτυχία είναι το πιο σημαντικό.
Πρέπει στους θεούς ασέβεια να μην δείχνουμε.
Πάντα τα μεγάλα λόγια των θνητών
με μεγάλες συμφορές θα πληρώνονται, 
έτσι που στο πέρασμα του χρόνου
θα διδάσκουν την φρόνηση. 
  • Ο μύθος έχει πολλές παραλλαγές. Για παράδειγμα η αυτοκτονία του παλικαριού, γίνεται με τον αδερφό του Δημοφώντα, τον Αδάμαντα και μάλιστα στην Κύπρο. Επιλογή δικιά μου είναι να τον διηγηθώ έτσι με αποσπάσματα των εκδοχών, αντί για ακαδημαϊκές στεγνές παρουσιάσεις των εκδοχών αυτών. Άλλωστε ο μύθος είναι κυρίως αυτό: Διήγηση.
http://emmanouilpapas.blogspot.gr
http://amphipolis.gr

…οι Τρώες μαζί με τους Κρήτες θεωρούνται οι αποικιστές της Βρεττανίας

Βρεττανοί και Σκωτσέζοι ψάχνουν εναγωνίως την προέλευσή τους, μέσα απο την εμηνεία των picts. Ας τους πεί κάποιος οτι Τρώες και Κρήτες ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της γης τους και οτι η λέξη picts είναι ελληνική. Ας σημειωθεί οτι οι Ρωμαίοι δεν πάτησαν πόδι στην Σκωτία και άρα δεν ονομάτισαν τις περιοχές με ελληνοπρεπή ονόματα.

Ρίχνοντας μια ματιά στο χάρτη της Σκωτίας, βλέπουμε καθαρά ελληνικά ονόματα:

 Clipboard12 Clipboard01 Clipboard02 Clipboard03 Clipboard04 Clipboard05 Clipboard06 Clipboard07 Clipboard08 Clipboard09 Clipboard10 Clipboard11

και φυσικά το νησί Stroma διότι μόνο ως στρώμα ομοιάζει

Clipboard13

ΟΙ ΚΕΛΤΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ ΠΟΥ ΟΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΚΕΛΤΩΝ;

 Οι γραπτές ιστορικές πηγές του Ελληνικού και του Ρωμαϊκού κόσμου είναι ελάχιστες. Ως λαός αναφέρονται αρχικά από τον Εκαταίο τον Μιλήσιο στο έργο του «Γεωγραφικά», δηλαδή τον 5ο αιώνα π.Χ.

Ο Ιούλιος Καίσαρ στο βιβλίο του «Περί του Γαλατικού Πολέμου», ένα βιβλίο με την μορφή των απομνημονευμάτων μας δίδει τις ακόλουθες πληροφορίες : ότι οι θρησκευτικές τελετέςτων Κελτών και των Γαλατών ήσαν ίδιες με τις Ελληνικές, ενώ στην γλώσσα όπου έψελναν οι Δρυΐδες ήτο επίσης η Ελληνική. Αλλά και οι αξιωματικοί του συνενοούντο με τους ιερείς των Κελτών, τους Δρυΐδες, ομιλούντες την Ελληνική. Όπως και οι θεοί τους είχαν ίδιες ή παραφθαρμένες ονομασίες ελληνικές, όπως Diis Pater – Δευς [Ζευς] Πατέρας.

Η ελληνική μυθολογία μας αναφέρει ότι όταν ο Ηρακλής εξεστράτευσε στην Δύση, ερωτεύθηκε την Γαλάτεια, μια νύμφη όπου μαζί της απέκτησε δυο υιούς τον Κέλτη και τον Γαλάτη. Όπου από αυτά τα δυο παιδιά του προήλθαν οι Κέλτες και οι Γαλάτες.

Πρώτα στην Ιρλανδία και μετά την Βρεττανία.

Στην Ιρλανδία οι κέλτικες παραδόσεις και οι ελληνικότητες δεν εχάθησαν ποτέ. Όπου αυτό φαίνεται και από την Κέλτικη μυθολογία, και πρώτοι ήσαν οι Δαναοί και μετά οι Μιλήσιοι.

Αναφέρει : «Μετά την δεύτερη μάχη του Μάγκ Τουρέδ [ετυμολογία αγγλικών λέξεων], οι Δαναοί [οι Δαναοί αναφέρονται στα Ομηρικά Έπη, όπου είναι η άλλη ονομασία των Αχαιών Ελλήνων] εκυβέρνησαν την Ιρλανδία μέχρι τον ερχομό των Μιλησίων, υιών του Μιλήτου [Η Μίλητος ήτο αποικία των Αθηναίων]».

Ο Ιρλανδικός μύθος αναφέρει ότι η φυλή αυτή κατήγετο από θείους προγόνους.

Συνεχίζει : Ήτο Πέμπτη, Πρωτομαγιά και 17η ημέρα της Σελήνης [σεληνιακό ημερολόγιο], όταν οι Μιλήσιοι έφθασαν στην Ιρλανδία. Πρωτομαγιά αποβιβάσθηκαν και ο Παρθάλων στα νησιά.

Ο Ιρλανδικός μύθος αναφέρει ότι ο Βασιλέας Παρθάλων, ήρθε στην Ιρλανδία τρεις αιώνες περίπου μετά τον μεγάλο κατακλυσμό. Λέγεται ότι ξεκίνησε από την Μακεδονία ή Μέση Ελλάδα συνοδευόμενος από μια μικρή ομάδα ανθρώπων. Ανάμεσά τους ήσαν 3 Δρυΐδες από την Δωδώνη, που ονομάζοντο Φίος, Αίολος και Φομόρης.

Ένα αρχαίο Ιρλανδέζικο ποίημα του Αμέργινου λέγει :

«Επικαλούμαι την γη της Ιρλανδίας.
Γαλήνια είναι η γόνιμη θάλασσα
γόνιμα είναι τα βουνά με καρποφόρα δένδρα,
γεμάτα με καρποφόρα δένδρα είναι τα δροσερά δάση,
δροσερά είναι τα νερά των καταρρακτών,
από καταρράκτες σχηματίζονται οι βαθιές λιμνούλες,
βαθιές λιμνούλες είναι οι πηγές των πλαγιών.
Μια πηγή φυλών είναι η μεγάλη συνέλευσις,
η συνέλευσις των βασιλιάδων της Τάρας.
Η Τάρα είναι η ακρόπολις των φυλών,
των φυλών των απογόνων του Μίλητου,
του Μίλητου με τα πολλά καράβια και τις λέμβους.
Μια μεγαλειώδης λέμβος είναι η Ιρλανδία,
η μεγαλειώδης Ιρλανδία, η πολυτραγουδισμένη.
Να μια επίκλησις μεγάλης τέχνης
Επικαλούμαι την γη της Ιρλανδίας».
Υπάρχει ακόμη πλήθος Ιρλανδικών μύθων που αναφέρονται στα ελληνικά φύλα που την αποίκισαν.

Ακόμη και σήμερα οι Ιρλανδοί υπερηφανεύονται για την Ελληνική τους καταγωγή, όπου το κυρίαρχο πολεμικό τραγούδι του Ιρλανδικού Επαναστατικού Στρατού [Ι.Ρ.Α], έχει τον τίτλο «Ένα έθνος ενωμένο, ακόμη μια φορά», ανάμεσα στους στίχους του, υμνεί τους 300 του Λεωνίδα που εθυσιάσθηκαν για την Ελευθερία και καλεί τους Ιρλανδούς να θυμηθούν τους προγόνους τους και να τους μιμηθούν.

Σήμερα επίσης υπάρχει στην Ιρλανδία πόλη με το όνομα Salonica, δηλαδή Θεσσαλονίκη, στην πλατεία της οποίας υπάρχει και άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Δεύτερον στην Βρεττανία, οι μύθοι και οι παραδόσεις είναι και εδώ πάρα πολλές.

Ο Αινείας μετά την άλωση της Τροίας, διέφυγε στην Ιταλία. Ο εγγονός του ο Βρούτος, σε ηλικία 15 ετών, αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την χώρα στην οποία είχε γεννηθεί, και ηγούμενος με 3.000 νεαρούς Τρώες, ξεκίνησε να βρεί την τύχη του. Στην εκστρατεία του αυτή τον ακολούθησαν και οι Έλληνες της κρητικής αποικίας της Καλαβρίας [περιοχή της νοτίου Ιταλίας], με ηγέτη τον Τεύκρο.

Μετά από πολλές περιπέτειες αποφάσισε να αποικήσει την μεγάλη Λευκή νήσο της Βορείου θαλάσσης, όπως ονομάζετο τότε η Βρεττανία.

Έφθασαν εκεί αφού εξερχόμενοι από τις Ηράκλειες στήλες ταξίδεψαν δυτικά, συναντώντες 4 τρωϊκές αποικίες τις οποίες κυβερνούσε ο Τράνιος.

Έφθασαν στην Λευκή Νήσο, όπου και την ονόμασαν Βρουτανία, από το όνομα του Βρούτου, όπου ίδρυσαν μια πόλη και την ονόμασαν Νέα Τροία, η οποία είναι το σημερινό Λονδίνο.

Συμφώνως με όσα αναφέρει ο Όμηρος στην «Ιλιάδα», οι Τρώες μαζί με τους Κρήτες θεωρούνται οι αποικιστές της Βρεττανίας [παραφθορά του Βρουτανία ;], αλλά και οι ιδρυτές του πρώτου πολιτισμού στην Λευκή Νήσο.

[Μυθιστορία, κεφάλαιο 5ο – Οι Κέλτες έχουν ελληνική καταγωγή, σελίδες 51-58, Στέφανος Μυτιλιανίος, εκδόσεις Νέα Θέσις 2000]

ΠΗΓΗ = Απόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέως Ομήρου Ερμείδη με τον τίτλο «Έλληνες ή Ελληνίζοντες

χριστιανοί»
Amphipolis.gr
eleysis-ellinwn.gr

Poem: Alexander the Great By Christa Wehner Radeburg

article-2401057-0D5D720400000578-514_306x423

It was as if the dawn broke forth in song

as Alexander lay concealed in Olympias’ womb.

The forests of Macedonia rustled in accord,

surrounding Pella’s grove at Phillip’s castle.

 

The young prince saddled his horse and rode

toward the East,

transforming the world.

Bucephalus strained,

Bucephalus stamped,

Bucephalus struggled

against the youth’s strength.

 

The Iliad ran through his dreams,

engrossed … soon he stood upon the hill of Troy …

Achilles was near.

We remember Issus Battle, Darius’ death,

the battlefield at Gaugamela,

Persepolis reduced to ruins…

Still Susa’s fountains add their melodious melody

to the joyous sound of strings and wedding dance,

as Orient’s splendor with the legion was entwined.

 

The young man’s path led on to the heights of Hindu Kush

where battle he did win, but lost Bucephalus.

 

Babylon, Babylon, Babylon cries silently

for a young son of Greece,

the friend of his youth, Hephaestion,

Iskander even…

 

A king’s golden throne is shattered,

scattering stardust through the night for light.

 

For centuries the desert sands remain aglow,

borne within a mind as old as time.

Twilight falls, spreading its glow over the Euphrates,

from whose depths Hellas’ legacy emerges,

harbored in the dawn as it breaks forth in song..

«100 χρόνια από τις Ανασκαφές στους Φιλίππους» – Μια μοναδική έκθεση στην Ελβετία

Η έκθεση θα αποτελείται από αρχαία έγγραφα και υλικό από το Φωτογραφικό Αρχείο του Paul Collart

Για να σηματοδοτήσει την 100ή επέτειο από την έναρξη των ανασκαφών στην πόλη που ιδρύθηκε από τον βασιλιά Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το 356 π.Χ. στη Βόρεια Ελλάδα, η Γαλλική Σχολή Αθηνών διοργανώνει έκθεση στην Ελβετία σε συνεργασία με τα Πανεπιστήμια Λωζάννης και Γενεύης.

Η έκθεση θα αποτελείται από αρχαία έγγραφα και υλικό από το Φωτογραφικό Αρχείο του Paul Collart (1902-1981, Καθηγητή στα Πανεπιστήμια της Γενεύης και της Λωζάννης).

Τα αρχαία έγγραφα θα παρουσιαστούν με τη μορφή μεγάλων πάνελ που θα περιλαμβάνουν αρχειακό φωτογραφικό υλικό και σχόλια, ενώ δύο βίντεο θα ζωντανεύουν την παρουσίαση. Παράλληλα, πολλά συνέδρια και εκδηλώσεις στην Ελβετία θα πλαισιώσουν την έκθεση, η οποία ξεκίνησε χθες, στις 19 Φεβρουαρίου και ολοκληρώνεται στις 6 Μαΐου.

Οι Αρχαιολόγοι της Γαλλικής Σχολής Αθηνών άρχισαν να εξερευνούν το χώρο στους αρχαίους Φιλίππους, κοντά στην Καβάλα, το 1914, το έτος της έναρξης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι εργασίες συνεχίστηκαν μετά τον πόλεμο και πραγματοποιούνται μέχρι σήμερα.

Ομάδα Ελβετών Καθηγητών καθοδήγησε μεγάλο μέρος της επιστημονικής έρευνας που γίνεται στους Φιλίππους και έχει δημοσιεύσει θεμελιώδη έργα για την ιστορία και την αρχαιολογία της περιοχής. Οι σύγχρονες ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων, πραγματοποιούνται σε μεγάλο βαθμό από την Ελβετία και τα μέλη του Πανεπιστημίου της Λωζάννης.

Η περιοχή των Φιλίππων είναι υποψήφια για τον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.

www.patrasevents.gr

To ορφικό ταφικό χρυσό έλασμα του Ιππωνίου

Γῆς παῖς εἰμι καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος:

Μναμοσύνας τόδε ἔργον• ἐπεὶ ἂν μέλληισι θανεῖσθαι
εἰς Ἀίδαο δόμους εὐήρεας, ἔστ’ ἐπὶ δ<ε>ξιἀ κρήνα,
παρ’ δ’ αὐτὰν ἑστηκῦα λευκὰ κυπάρισ<σ>ος•
ἔνθα κατερχόμεναι ψυχαὶ νεκύων ψύχονται.
ταύτας τᾶς κράνας μηδὲ σχεδὸν ἐγγύθεν ἔλθηις.
πρόσθεν δὲ εὑρήσεις τᾶς Μναμοσύνας ἀπὸ λίμνας
ψυχρὸν ὕδωρ προρέον• φύλακες δὲ ἐπύπερθεν ἔασι.
οἳ δέ σε εἰρήσονται ἐν<ὶ> φρασὶ πευκαλίμαισι
ὅτ<τ> ι δὴ ἐξερέεις Ἄιδος σκότος ὀρφ<ν>ήεντος.
εἶπον• Γῆς παῖ<ς> εἰμι καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος•
δίψαι δ’ εἰμ’ αὖος καὶ ἀπόλλυμαι• ἀλ<λ>ὰ δότ’ ὦκα
ψυχρὸν ὕδωρ πιέναι τῆς Μνημοσύνης ἀπὸ λίμνης.
καὶ δὴ τοι ἐρέουσιν {ι}ὑποχθονίωι βασιλεί<αι>•
καὶ {δὴ τοι} δώσουσιν πιεῖν τᾶς Μναμοσύνας ἀπ[ὸ] λίμνας
καὶ δὴ καὶ σὺ πιὼν ὁδὸν ἔρχεα<ι> ἅν τε καὶ ἄλλοι

μύσται καὶ βάκχοι ἱερὰν στείχουσι κλε<ε>ινοί.

Καλαβρία, Ιππώνιο [i]

Αυτό είναι το έργο της Μνημοσύνης.[ii] Όταν είναι να πεθάνει
(και να πάει) προς τα καλοφτιαγμένα δώματα του Άδη,[iii] στα δεξιά υπάρχει μια κρήνη[iv] και πλάι της στέκει κυπαρίσσι λευκό.[v] Εδώ σαν κατεβαίνουν των νεκρών οι ψυχές δροσίζονται.[vi] Τούτη την κρήνη ούτε καν να την πλησιάσεις!
Πιο πέρα θα βρεις νερό δροσερό να κυλά
από της Μνημοσύνης τη λίμνη.[vii] Φύλακες στέκουν εμπρός της.
Θα σε ρωτήσουν με οξύνοια πνεύματος
τι αναζητάς στο ζοφερό σκότος του Άδη.[viii] Να πεις: «Είμαι γιος της Γης και του έναστρου Ουρανού.[ix] Στέγνωσα απ’ τη δίψα και χάνομαι. Αλλά δώστε μου
γρήγορα να πιω δροσερό νερό απ’ τη λίμνη της Μνημοσύνης». Και θα ρωτήσουν τη βασίλισσα του Κάτω Κόσμου[xi] και θα σου δώσουν να πιεις από τη λίμνη της Μνημοσύνης.
Σαν πιεις, και συ τον ιερό θα πάρεις το δρόμο [xii]

που βαδίζουν και οι άλλοι ένδοξοι μύστες και βάκχοι.[xiii] [i] Από ορθογώνιο χρυσό έλασμα που βρέθηκε σε τάφο γυναίκας (γύρω στα 400 π.Χ.), στο πάνω μέρος του στήθους. Ίσως να ήταν στερεωμένο στο λαιμό με λεπτή αλυσίδα. Μαζί με μια άλλη ομάδα παρόμοιων ευρημάτων από την σικελική Έντελλα, την Πετηλία και τα Φάρσαλα συνιστούν μια σχετικά συνεκτική περιγραφή της άφιξης της ψυχής του νεκρού στον Κάτω Κόσμο. Κάποιος (ένας ιερέας, η Μνημοσύνη, το ίδιο το κείμενο;) απευθύνεται στο νεκρό σε δεύτερο πρόσωπο και του δίνει οδηγίες για το τι θα δει και το τι να κάνει, όταν βρεθεί στον Άδη. Συντομότερα παρόμοια κείμενα έχουμε από τη Θεσσαλία και την Κρήτη.

[ii] Μνημοσύνη είναι η μητέρα των Μουσών, η θεότητα της Μνήμης. Η Μνημοσύνη συνδέεται με τον Ορφέα γενεαλογικά μέσω της κόρης της Καλλιόπης, η οποία είναι η μητέρα του μεγάλου μουσικού. Για την έκφραση «το έργο της Μνημοσύνης» πβ. την αρχή του ομηρικού ύμνου στην Αφροδίτη, όπου ο ποιητής καλεί τη Μούσα να τραγουδήσει τα έργα της Αφροδίτης, δηλαδή τη σφαίρα επιρροής της θεάς και τις πτυχές της δράσης της (Μοῦσά μοι ἔννεπε ἔργα πολυχρύσου Ἀφροδίτης / Κύπριδος…). Εδώ το «έργο» της Μνημοσύνης είναι οι σωτήριες οδηγίες και τα λόγια που πρέπει να απομνημονεύσει η ψυχή του νεκρού, δηλαδή το ίδιο το κείμενο, σαν να το ενέπνευσε ή να το υπαγόρευσε η ίδια η θεά της Μνήμης. Το κείμενο είναι σε στίχους, ακριβώς για να διευκολύνει την απομνημόνευση. Οι οδηγίες προφανώς δόθηκαν για πρώτη φορά όσο η νεκρή ήταν ζωντανή, σε κάποια τελετή μύησης. Η νεκρή εμπιστεύεται τη θεά της Μνήμης, ώστε στον Κάτω Κόσμο να θυμηθεί όσα έμαθε στη διάρκεια της μύησής της στον Πάνω Κόσμο [πβ. ορφικοί ύμνοι (=ΟΥ) 77.9-10): ἀλλά͵ μάκαιρα θεά͵ μύσταις μνήμην ἐπέγειρε / εὐιέρου τελετῆς͵ λήθην δ΄ ἀπὸ τῶνδ΄ ἀπόπεμπε].Έτσι η Μνημοσύνη γίνεται προστάτιδα της ψυχής και οδηγός στο μεταθανάτιο ταξίδι της. Σε φιλοσοφικούς κύκλους η μνήμη θεωρούνταν όργανο της ανθρώπινης σωτηρίας. Οι Πυθαγόρειοι, στενά συνδεμένοι με τους Ορφικούς, έδιναν μεγάλη σημασία στη μνήμη και φρόντιζαν να την εξασκούν με διάφορες τεχνικές. Ο Πυθαγόρας θυμόταν πολλές από τις προηγούμενες ενσαρκώσεις του. Το ίδιο και ο Εμπεδοκλής. Η ενθύμηση των προηγούμενων ζωών ήταν απαραίτητη, για να γνωρίσει κανείς τον αληθινό εαυτό του. Η ανάμνηση αποτελεί μια κάθαρση της ψυχής. Η ανώνυμη θεότητα που μιλά στον Παρμενίδη και του αποκαλύπτει την πάσα αλήθεια (απ. Β 1 D-K) ίσως να είναι η Μνημοσύνη. Για τον Πλάτωνα το να πιεις από το νερό της Λήθης (Λησμονιάς) σημαίνει να χάνεις τη θύμηση των αιώνιων αληθειών. Στην Ελληνική ἀ-λήθεια είναι κυριολεκτικά η απουσία της αμνησίας, επομένως το να θυμάσαι σημαίνει και να γνωρίζεις. Η Λήθη είναι το νερό του θανάτου, η Μνημοσύνη είναι το νερό της αθανασίας. Η μνήμη εξασφαλίζει στη νεκρή ψυχή τη δυνατότητα να θυμηθεί τη θεία καταγωγή της, να απομακρυνθεί από τον κύκλο του χρόνου και του γίγνεσθαι και να μην ενσαρκωθεί ξανά.

[iii] Αυτός που πεθαίνει είναι ο μύστης (ή ο «ήρωας» σε άλλα ελάσματα). Ο θάνατος γίνεται αντιληπτός ως πέρασμα για την ψυχή, γι’ αυτό και το αντίστοιχο ρήμαθανεῖσθαι συντάσσεται σαν να ήταν ρήμα κίνησης (εἰς Ἀίδαο δόμους). Το κείμενο πρέπει να γραφτεί ακριβώς τη στιγμή του θανάτου, για να αποφύγει η ψυχή τους τρόμους του Άδη. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή η ψυχή βρίσκεται αντιμέτωπη με επιλογές, άλλες επιθυμητές και άλλες όχι. Τα κείμενα δεν εξηγούν γιατί η ψυχή πρέπει να κάνει μια επιλογή και όχι μια άλλη ή γιατί πρέπει να πει κάποια συγκεκριμένα λόγια και όχι κάποια άλλα: η γνώση των αιτιών για τις συγκεκριμένες επιλογές προϋποτίθεται για τους μυημένους και δε χρειάζεται να αναπτυχθεί με λεπτομέρειες από τους συντάκτες των κειμένων. Η έλλειψη αυτή δυσκολεύει για μας την ερμηνεία των ελασμάτων.
Το παλάτι του Άδη χαρακτηρίζεται ως καλοφτιαγμένο (Ἀίδαο δόμους εὐήρεας). Ο χαρακτηρισμός μάς θυμίζει τις παραστάσεις με το νεκρό στον Κάτω Κόσμο να στέκεται μπροστά σε ένα οικοδόμημα με κίονες.

[iv] Πρόκειται για την κρήνη της Λήθης. Εδώ τοποθετείται στα δεξιά, ενώ η κρήνη της Μνήμης βρίσκεται όχι αριστερά, αλλά πιο πέρα στην ίδια (δεξιά) κατεύθυνση. Το ίδιο σχήμα υπάρχει και στα ελάσματα από την Έντελλα και τα Φάρσαλα. Στο έλασμα από την Πετηλία η κρήνη της Λήθης βρίσκεται στα αριστερά, ενώ η πηγή της Μνημοσύνης βρίσκεται στην άλλη πλευρά, δηλαδή στα δεξιά. Στα ελάσματα από την Κρήτη το νερό της Μνημοσύνης βρίσκεται στα δεξιά. Σε μια από τις πινακίδες των Θουρίων η ψυχή πρέπει να κινηθεί προς τα δεξιά, για να σωθεί. Γενικά η ψυχή πρέπει να ακολουθήσει μια πορεία προς τα δεξιά, όταν βρεθεί στον Κάτω Κόσμο. Είναι γνωστό ότι οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν το αριστερό ως κάτι κακό. Στον Πλάτωνα (Πολιτεία 614C) οι ψυχές των δικαίων ακολουθούν μετά την κρίση τους το δεξί μονοπάτι, το οποίο οδηγεί στα νησιά των Μακάρων (Γοργίας 524Α).
Στο υπόγειο μαντείο του Τροφώνιου ο ιερέας παίρνει τον επισκέπτη στις πηγές του ποταμού. Εκεί πρέπει να πιει πρώτα από το νερό της Λήθης και μετά από το νερό της Μνήμης (Παυσανίας 9.39.7), μια αναπαράσταση των συνθηκών του Κάτω Κόσμου.

[v] Το κυπαρίσσι από τα πιο αρχαία χρόνια συνδέεται με τον Άδη και τον θάνατο σε πολλούς πολιτισμούς. Το κυπαρίσσι εδώ είναι λευκό, χωρίς να εξηγείται γιατί. Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες:
α) Σε διάφορες λατρείες οι νεκροί θάβονταν με λευκή ενδυμασία [π.χ. Κέα (Sokolowksi 97 A, ιερός νόμος του 5ου αιώνα π.Χ.), Λεβάδεια (Sokolowski 77 C 6, 5ος αιώνας π.Χ.), Μεσσηνία (Παυσ. 4.13.3), ορφική ταφή στους Θουρίους (Timpone Grande)].
β) Οι μύστες φορούσαν λευκά ρούχα (βλ. λ.χ. Ευρ., Κρήτες απ. 472, 16 Kannicht).
γ) Το κυπαρίσσι λάμπει στο σκοτάδι του Κάτω Κόσμου, προσελκύοντας σαν φάρος τις ψυχές των αμύητων νεκρών στο νερό της λησμονιάς.
δ) Ίσως το λευκό εδώ να έχει την έννοια του «φασματικού», αφού το χρώμα συνδέεται με τα φαντάσματα. Στην Οδύσσεια (ω 11) οι ψυχές των μνηστήρων συναντούν την Λευκάδα πέτρην στο δρόμο τους προς τον Άδη.
ε) Ίσως ο Άδης να συλλαμβάνεται εδώ ως το αντίστροφο του Πάνω Κόσμου, όπου το κυπαρίσσι είναι σκούρο.
στ) Οι ορφικο-πυθαγόρειοι φορούσαν λευκά ενδύματα, όταν παρακολουθούσαν κηδείες, ενώ απαγορευόταν να φτιάχνουν φέρετρα από κυπαρισσόξυλο, γιατί απ’ αυτό το ξύλο ήταν φτιαγμένο το σκήπτρο του Δία (Ιάμβλιχος, Βίος Πυθ. 155, Έρμιππος απ. 23 Wehrli – στους Κρήτες του Ευριπίδη ο ιερός ναός του Δία είναι φτιαγμένος από κυπαρίσσι, απ. 472, 4 κ.εξ. Kannicht).

[vi] Η δίψα του νεκρού είναι παγκόσμιο μοτίβο. Γι’ αυτό γίνονται προς τιμήν των νεκρών υγρές προσφορές ή αποτίθενται αγγεία με νερό στους τάφους. Χωρίς κάποιον φίλο ή συγγενή να τον θυμάται, ο νεκρός υποφέρει από πείνα και δίψα, όπως μας αναφέρει ο Λουκιανός (Περί πένθους 9). Στην Πολιτεία (621ΑΒ) ο Πλάτων περιγράφει το δρόμο που οδηγεί στην πεδιάδα της Λήθης ως άγονο, πνιγηρό και πολύ ζεστό. Ο Τάνταλος υποφέρει από αιώνια δίψα στον Άδη για τα κρίματά του. Η δίψα μπορεί να οδηγήσει την ψυχή να κάνει λάθος και πιει από το νερό της Λησμονιάς. Αυτό είναι βέβαιο ότι το κάνουν οι ψυχές των αμύητων: δροσίζονται, αλλά έτσι ξεχνούν και παγιδεύονται σε μια νέα ενσάρκωση. Το ρήμα στο πρωτότυπο είναι ψύχονται (δροσίζονται). Στην αρχαία ελληνική γλώσσα το «ψύχω» σήμαινε επίσης «φυσώ», αλλά και «δίνω ζωή» (πβ. ψυχή = η πνοή που δίνει ζωή στο σώμα). Ίσως υπάρχει ετυμολογικό παιχνίδι: οι ψυχές που πίνουν από το νερό της Λήθης δεν δροσίζονται μόνο, αλλά κυριολεκτικά παίρνουν ζωή για μια νέα ενσάρκωση, κάτι αρνητικό για την οπτική των Ορφικών.

[vii] Στον Όμηρο οι ψυχές των νεκρών είναι απλοί ίσκιοι που δεν θυμούνται τίποτα. Η ψυχή του μάντη Τειρεσία στη Νέκυια της Οδύσσειας (ραψωδία λ) είναι σε θέση να θυμηθεί και να προφητέψει μόνο όταν πιει από το αίμα των σφαγίων. Ο Οδυσσέας προσπαθεί να κρατήσει τις άλλες διψασμένες ψυχές μακριά. Στους Ορφικούς το αίμα αντικαθίσταται από το νερό της Μνήμης, με αποτέλεσμα να κόβεται έτσι κάθε δεσμός με τον αιματηρό σαρκικό Πάνω Κόσμο.

[viii] Η εικόνα των θεοτήτων-φυλάκων που προστατεύουν ένα ιερό και μυστικό μέρος είναι συχνή και στην αρχαιότητα και στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση. Στους Γνωστικούς οι Άρχοντες, κατώτεροι Αιώνες, έχουν αρνητικό ρόλο, αφού προσπαθούν να εμποδίσουν την άνοδο της ψυχής φυλάγοντας τους πλανήτες. Η ψυχή περνά, μόνο αν ξέρει το κατάλληλο συνθηματικό. Παρόμοιες ιδέες βρίσκουμε στα ερμητικά κείμενα, τους νεοπλατωνικούς, το μιθραϊσμό, το ζωροαστρισμό, απόκρυφα ιουδαϊκά και χριστιανικά κείμενα κ.α.
Οι φύλακες εδώ κάνουν μια ερώτηση και περιμένουν ένα αναγνωριστικό συνθηματικό, μια εικόνα που προέρχεται από τη φύλαξη στρατοπέδων ή πυλών. Το σύνθημα που πρέπει να γνωρίζει η ψυχή παραπέμπει επίσης σε μυστικές ή και συνωμοτικές ομάδες, των οποίων τα μέλη αναγνωρίζονται μεταξύ τους με ιδιαίτερες χειρονομίες ή λόγια. Τα ορφικά κείμενα δεν μας λένε αν κάποια τιμωρία περιμένει την ψυχή που δεν γνωρίζει το σύνθημα, αλλά από αντίστοιχες πλατωνικές εικόνες (Πολιτεία 363C, Γοργίας493Β) μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ψυχή τιμωρούνταν. Σε αμφορέα από την Ιταλία (4ος-3ος αιώνας π.Χ. -Vulci), ο οποίος δυστυχώς έχει πια χαθεί, εικονιζόταν ένα ανθηρό λιβάδι, το οποίο χωριζόταν από τον τόπο των καταδικασμένων με δέντρα γεμάτα πουλιά. Από έναν λόφο πήγαζε μια κρήνη και μπροστά της στέκονταν δύο νέοι στεφανωμένοι με κισσό και κρατώντας θύρσο, διονυσιακά σύμβολα. Ένας τοξότης εικονιζόταν σε ετοιμότητα να ρίξει βέλος. Οι δύο νέοι είναι προφανώς μύστες, ενώ ο τοξότης-φύλακας δεν τους αφήνει να περάσουν, αν δεν πουν το κατάλληλο συνθηματικό. Στην άλλη πλευρά του αγγείου ένας δαίμονας βασανίζει με πυρσό μια γυναίκα, είδος υποχθόνιας τιμωρίας. Η έλλειψη αναφοράς στα ορφικά ελάσματα σε τιμωρίες ίσως να οφείλεται στο ότι θα ήταν άκομψο να υπενθυμίζεται κάτι τέτοιο σε έναν νεκρό μύστη που ελπίζει στη σωτηρία. Εξάλλου το έλασμα με τις οδηγίες που συνοδεύει το νεκρό, αλλά και η μύηση που έχει λάβει στη διάρκεια της ζωής του, ίσως θεωρούνται ικανά όπλα, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να ξεχάσει η ψυχή το συνθηματικό και να τιμωρηθεί.

[ix] Η ψυχή υπενθυμίζει τη θεία καταγωγή της (ήδη από τον Ησίοδο η Γη και ο Ουρανός είναι το αρχέγονο θεϊκό ζεύγος, ενώ θεοί και άνθρωποι έχουν κοινή καταγωγή -πβ. Πίνδ., Νεμ. 6.1-2, Ευρ. απ. 1004 Kannicht), επομένως και τη συγγένειά της με τους φύλακες, τον Άδη και την Περσεφόνη και τους άλλους θεούς. Αυτό δείχνει στους φύλακες ότι και θυμάται την καταγωγή της, αλλά και ότι δικαιούται μερίδιο στην πρωταρχική θεία κατάσταση. Ωστόσο το βάρος φαίνεται να πέφτει στην καταγωγή από τον Ουρανό. Σε άλλα παρόμοια κείμενα το σώμα ανήκει στη γη (τιτανικό στοιχείο στον ορφικό μύθο του Ζαγρέα) και η ψυχή στον ουρανό (διονυσιακό στοιχείο). Ο μύστης πρέπει να απαρνηθεί το γήινο στοιχείο του, ακόμη και το προσωπικό του όνομα, για να εισέλθει στον κόσμο των θεών. Ο έναστρος ουρανός είναι ο τόπος της θεϊκής πατρίδας για τους Πυθαγόρειους, ενώ για τον Πλάτωνα η λυτρωμένη ψυχή επιστρέφει στο άστρο που της αντιστοιχεί (Τίμαιος 42Β). Σε άλλο ορφικό έλασμα ο νεκρός αποκαλεί τον εαυτό του Αστέριο, πιθανότατα ένα μυστικό όνομα για τους μυημένους και όχι το πραγματικό του όνομα. Μια σειρά από παράλληλα χωρία διαφόρων παραδόσεων τονίζουν ότι η ανάμνηση της ουράνιας καταγωγής κάποιου είναι απαραίτητη για τη σωτηρία του: βλ. λ.χ. Οδ. ω 1-2, Εμπεδ. απ. Β 119 D-K, Ιππόλ., Κατά πασών αιρέσεων 5.7.30, Ευαγγέλιο της Μαρίας (P. Berol. 8502, I 16). Ωστόσο δεν είμαστε βέβαιοι αν οι Ορφικοί που έγραψαν τα χρυσά ελάσματα θεωρούσαν ότι η τελική κατάληξη της λυτρωμένης ψυχής είναι στον ουρανό ή σε κάποιο μέρος του Άδη ειδικά φυλαγμένο γι’ αυτήν, κάτι σαν τα Ηλύσια Πεδία ή τις Νήσους των Μακάρων, όπου θα ζει σε μια αιώνια ευτυχία. Η λυτρωμένη ψυχή αναφέρεται απλώς ότι ακολουθεί το δρόμο που πήραν οι άλλοι μύστες ή βάκχοι ή ήρωες, χωρίς να διευκρινίζεται πού οδηγεί αυτός ο δρόμος.

Ο νεκρός υποδεικνύει στους φύλακες έμμεσα ότι είναι μυημένος, αφού η δίψα του οφείλεται στο γεγονός ότι η ψυχή του δεν ήπιε από την πηγή της Λήθης, όπως οι ψυχές των αμύητων: ως μύστης γνώριζε ήδη από τη μύησή του στον Πάνω Κόσμο ότι απαγορεύεται να πιει από αυτήν, το θυμήθηκε μετά θάνατον (με τη βοήθεια και του ελάσματος) και κατάφερε μάλιστα να νικήσει τον πειρασμό, όταν πέρασε από εκεί. Από πολλές απόψεις, λοιπόν, είναι ένας ικανός αγωνιστής που αξίζει να ανταμειφθεί από τις θεότητες του Κάτω Κόσμου. Συνεπώς η δίψα εδώ είναι καίριο μέρος του συνθηματικού αναγνώρισης όσο και η αναφορά στην ουράνια καταγωγή, αλλά και η έκκληση για ξεδίψασμα από την πηγή της Μνήμης (επίσης ένδειξη μυστικής γνώσης που κατέχει ο νεκρός, αφού γνωρίζει και τη σημασία της, αλλά και ότι υπάρχει μια τέτοια πηγή στον Άδη και μάλιστα αμέσως μετά την πηγή της Λήθης).

[xi] Οι φύλακες πρέπει να συμβουλευθούν την Περσεφόνη, αφού σε τελική ανάλυση δεν είναι αυτοί, οι οποίοι θα κρίνουν αν η ψυχή δικαιούται να πιει νερό, αλλά η βασίλισσα του Κάτω Κόσμου.

[xii] Ο ιερός δρόμος που οδηγεί στην αιώνια ευτυχία. Η εικόνα της ιεράς οδού στον Κάτω Κόσμο μπορεί να είναι εμπνευσμένη από το τελεστικό μονοπάτι τής επίγειας μύησης ή από τις ιερές πομπές των μυστών λ.χ. στα Ελευσίνια Μυστήρια, όπου η πορεία ήταν μακρά και δύσκολη, αλλά ο μύστης δεν ένιωθε κούραση με παρέμβαση των θεών (Ευρ., Βάκ. 194, Αριστοφ., Βάτρ. 402 κ.εξ.). Ο Πλάτωνας επισημαίνει την ομοιότητα ανάμεσα στις τελετουργικές πρακτικές και το ταξίδι της ψυχής (Φαίδρος 108Α). Έχουμε όμως και μυθικά και φιλοσοφικά παράλληλα: στον Πίνδαρο ο δρόμος του Δία οδηγεί τις ευσεβείς ψυχές στα νησιά των Μακάρων υπό τον Ραδάμανθυ (Ολ. 2.68 κ.εξ. -πβ. Παλ. ανθ. 7.545). Ο Παρμενίδης ταξιδεύει στην οδό της σοφίας (Β 1.2-3, 27 D-K), για να βρει την λυτρωτική αλήθεια.

[xiii] Ο μύστης που έφτασε στην τελείωση ταυτίζεται με τον ίδιο το θεό του, τον Διόνυσο-Βάκχο και επομένως δικαίως αποκαλεί τον εαυτό του μ’ αυτό τον τίτλο. Ενώ όμως όσοι συμμετέχουν στις απλές εκστατικές διονυσιακές τελετουργίες των πόλεων μένουν ικανοποιημένοι με μια προσωρινή ταύτιση με το θεό που διαρκεί όσο η εκστατική τελετή, η ένωση του ορφικού με το θείο είναι διαρκής και σ’ αυτή τη ζωή και στη μεταθανάτια κατάσταση.
Η περιπέτεια της ψυχής φαίνεται στο έλασμά μας να τελειώνει εδώ. Το κείμενο όμως από την Έντελλα υπονοεί στο -δυστυχώς- κατεστραμμένο τέλος του ότι σε ένα επόμενο στάδιο η ψυχή εμφανιζόταν μπροστά στην ίδια την Περσεφόνη.

eleysis-ellinwn.gr

Υποστηρίζεται από Tempera & WordPress.
>

By continuing to use the site, you agree to the use of cookies. more information

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close