Amphipolis, return of the GREAT
Το Amphipolis: Return of the Great είναι διαθέσιμο για να το κατεβάσετε δωρεάν από τα downloads του GameWorld.gr
κάντε κλίκ εδώ για να παίξετε
Amphipolis, return of the GREAT
Το Amphipolis: Return of the Great είναι διαθέσιμο για να το κατεβάσετε δωρεάν από τα downloads του GameWorld.gr
κάντε κλίκ εδώ για να παίξετε
This is fourth installment regarding the elaborate Amphipolis burial complex that many hope might belong to “The Great” himself.
The riddle of the Alexander the Great-era tomb grew by a multiple of five on Monday as the Greek Ministry of Culture announced that bones found late last year belong to FIVE different people. Archeologists determined that a 60 year-old female (suffering from osteoporosis), a newborn with undetermined gender, two males aged between 35 and 45 years, and an adult of uncertain age who, unlike the others, was cremated. Adding to the intrigue, one of the male occupants was stabbed to death, likely with a dagger or a sword. Was it murder most foul? After Alexander’s death, who would rule his vast empire caused considerable discord among the generals. In the chaotic time following his death, Alexander’s mother, widow, son and half-brother were murdered. All of them were killed near Amphipolis. Archaeologist may not have found Alexander the Great’s last resting place (though many still hope his remains are deeper inside), they may have found his slaughtered family.
Researchers will attempt to extract DNA from the bones to see if there is a family link between the five. No word yet on how they would compare any DNA recovered to that of Alexander. Though history records that he was buried in Alexandria, Egypt, his actual tomb has never been found. Stay tuned!
tgnreview.com
Ο ιστορικός και συγγραφέας Άντριου Τσανγκ ξεκαθάρισε ότι «κατά 90% είναι αυτή», ενώ κι άλλοι αρχαιολόγοι διεθνούς κύρους τη βλέπουν θαμμένη στον πελώριο τύμβο της Αμφίπολης, με τα επιχειρήματά τους να έχουν λογική βάση.
Τι κι αν οι ιστορικές πηγές διαφωνούν; Όπως ας πούμε ο Διόδωρος Σικελιώτης, όταν ισχυρίστηκε ότι «για τον Κάσσανδρο αποδείχθηκε από τις ίδιες του τις πράξεις πως ήταν εντελώς αντίθετος στην πολιτική του Αλεξάνδρου, γιατί σκότωσε την Ολυμπιάδα και την πέταξε άταφη και ανοικοδόμησε με μεγάλη επιμέλεια τη Θήβα που ο Αλέξανδρος είχε ισοπεδώσει». Ο ιστορικός του 1ου αιώνα π.Χ. δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για την τύχη της μαχητικής Ηπειρώτισσας όταν τονίζει απερίφραστα «την τε γαρ Ολυμπιάδα φονεύσαντα άταφον ρίψαι».
Όποια κι αν είναι η ιστορική αλήθεια για τον ένοικο της Αμφίπολης, η περίφημη πριγκίπισσα των Μολοσσών και μητέρα του μεγάλου στρατηλάτη παραμένει μια αινιγματική φιγούρα του αρχαίου κόσμου, μια δυναμική γυναίκα που αναμείχθηκε ενεργά στα πολιτικά τεκταινόμενα της εποχής της, καθώς η προσωπικότητα και η επιρροή της δεν την περιόρισαν ποτέ στη θέση του ασθενούς φύλου.
Όσο για τη ζωή της ηπειρώτισσας πριγκίπισσας, μόνο περιπετειώδης μπορεί να λογιστεί: από την προδοσία του Κάσσανδου μέχρι και τον ατιμωτικό της θάνατο, η Ολυμπιάδα δικαίωσε τον θρύλο της μαχητικής και κατάφερε το ακατόρθωτο, να μην επισκιαστεί η προσωπικότητά της δηλαδή από τους «γίγαντες» της ζωής της, τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο…
Πρώτα χρόνια
Η Ολυμπιάδα γεννιέται το 373 π.Χ. ως δευτερότοκη κόρη του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου, Νεοπτόλεμου Β’, στην πόλη Πασσαρώνα (σημερινός νομός Ιωαννίνων), πρωτεύουσα τότε του δυνατού βασιλείου. Κατά τα πρότυπα της εποχής, το όνομά της άλλαξε στην πορεία της ζωής της, ακολουθώντας τα γεγονότα του βίου της: η πριγκίπισσα που γεννήθηκε Πολυξένη μετονομάστηκε σε Μυρτάλη μετά τον γάμο της και αργότερα έμεινε γνωστή ως Ολυμπιάδα (και Στρατονίκη) όταν ο Φίλιππος στέφθηκε ολυμπιονίκης στις αρματοδρομίες των Ολυμπιακών Αγώνων του 356 π.Χ.
Για τα παιδικά της χρόνια δεν είναι και πολλά γνωστά, αν και ξέρουμε ότι καθοριστική στιγμή της ζωής της ήταν όταν σε ηλικία 11 ετών έχασε τον πατέρα της και στον θρόνο ανέβηκε ο θείος της Αρύββας. Πρώτη δουλειά αυτού, να παντρευτεί τη μεγαλύτερη αδερφή της Ολυμπιάδας, Τρωάδα (και ανιψιά του Αρύββα), και να μεταφέρει τη φαμίλια του στην αρχαία Αμβρακία (Όρραον), όπου και μεγάλωσε πιθανότατα η πριγκίπισσα.
Από μικρή διψασμένη για μόρφωση, η Ολυμπιάδα έλαβε την παραδοσιακή ανώτερη εκπαίδευση της εποχής που προσιδίαζε στη βασιλική καταγωγή της, αν και η ίδια επέδειξε την ίδια δίψα και για τα μεταφυσικά τα πράγματα. Έζησε εξάλλου στα χρόνια της ακμής των Μολοσσών, μια περίοδο αναθεώρησης των θεσμών και πνευματικής αφύπνισης, κι έτσι όλος ο ελλαδικός κόσμος ήταν στη διακριτική της ευχέρεια.
Πλάι λοιπόν στη βασιλική μόρφωση που έλαβε, μυήθηκε στα ιερατικά μυστήρια και υπηρέτησε για χρόνια στο Μαντείο των Δελφών, την ίδια ώρα που η μεταφυσική της περιέργεια για τα απόκρυφα της ζωής και τα μυστικά του θανάτου την έφεραν από την επικράτεια των Βακχικών Μυστηρίων μέχρι και τα Καβείρια της Σαμοθράκης, εκεί δηλαδή που φέρεται να γνώρισε για πρώτη φορά τον Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας (στο Ιερό των Μεγάλων Θεών). Από τη μυστικιστική αυτή ενασχόλησή της απέκτησε την περίφημη στην αρχαιότητα εξοικείωσή της με τα φίδια (ο θρύλος μάλιστα που έλεγε η ίδια ότι ο ίδιος ο Δίας ενώθηκε μαζί της με τη μορφή φιδιού ήταν που οδήγησε τον Μέγα Αλέξανδρο να πιστέψει πως ήταν γιος του βασιλιά των θεών)…
Από ηπειρώτισσα πριγκίπισσα, μακεδόνισσα βασίλισσα
Η Ολυμπιάδα παντρεύτηκε τον βασιλιά των Μακεδόνων, Φίλιππο Β’, το 357 π.Χ. και πέρασε στο πλευρό του δύο δεκαετίες (ως τη δολοφονία του βασιλιά το 337 π.Χ.), αποκτώντας μαζί του δύο παιδιά, τον Αλέξανδρο Γ’ και την Κλεοπάτρα. Ήταν μάλιστα η μόνη από τις οχτώ γυναίκες του Φιλίππου (πλήρης χρονολογική σειρά: Φίλα, Αυδάτη, Φιλίννα, Ολυμπιάδα, Νικασίπολη, Μήδα, Αρσινόη και Κλεοπάτρα), που πήρε τον τίτλο της βασίλισσας, καθώς η ανώτερη μόρφωσή της και ο δυναμικός της χαρακτήρας την ξεχώριζαν απ’ όλες τις άλλες.
Κάτω από τις δικές της πιέσεις ήταν που προσάρτησε ο Φίλιππος όλες τις γειτονικές περιοχές στο Βασίλειο των Μολοσσών, με την ίδια και τον νεαρό της γιο να παραμένουν για πολλά χρόνια στη γενέτειρά της αλλά και τη Δωδώνη. Κι έτσι όταν θα ανέβαινε αργότερα ο Αλέξανδρος στο τιμόνι της Μακεδονίας κληρονόμησε τις αγαστές σχέσεις Μολοσσών και Μακεδόνων.
Η Ολυμπιάδα ανέλαβε από την αρχή που μπήκε στην αυλή της Πέλλας δράση, προσπαθώντας να εξασφαλίσει τη διαδοχή του δικού της γιου στον μακεδονικό θρόνο. Κι έτσι την ώρα που πολλοί την επαινούσαν για τη μαχητική της προσωπικότητα και την απαράμιλλη γοητεία της, άλλοι πάλι την κατηγορούσαν για την παθολογική αγάπη που έτρεφε στον Αλέξανδρο αλλά και τις μηχανορραφίες της για να πάρει ο τελευταίος το πολυπόθητο χρίσμα (ο Πλούταρχος, ας πούμε, τη χαρακτήριζε κακότροπη και ζηλιάρα, ενώ η συνήθειά της να εμφανίζεται με εξημερωμένα φίδια δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη).
Παρά τα 20 χρόνια που πέρασε στο πλευρό του Φιλίππου, το ζευγάρι αποξενώθηκε έπειτα από κάποια αρμονικά χρόνια κοινής ζωής, όταν ο βασιλιάς έκανε άλλον έναν γάμο σκοπιμότητας, αυτή τη φορά με τη 17χρονη Κλεοπάτρα του οίκου των Ατταλιδών, ο οποίος κατάληξε σε άλλον έναν απόγονο, τον Αρριδαίο τον νεότερο. Αυτό το γεγονός ήταν που αποξένωσε την Ολυμπιάδα και την ώθησε να τον εγκαταλείψει οριστικά, καθώς πλάι στην ακόρεστη ερωτική δραστηριότητα του βασιλιά ήταν και οι γιοι του, που θα είχαν πια δικαιώματα στον μακεδονικό θρόνο (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν η διήγηση του μύθου με τον Δία που μετατράπηκε σε φίδι και την άφησε έγκυο στον Αλέξανδρο που εξόργισε τον Φίλιππο και τη χώρισε, κατηγορώντας τη για μοιχεία, αφού παραδεχόταν ανοιχτά ότι ο Αλέξανδρος δεν ήταν γιος του!).
Ο Φίλιππος αποφάσισε μάλιστα να παντρέψει την κόρη του Κλεοπάτρα με τον βασιλιά των Μολοσσών και αδερφό της Ολυμπιάδας, Αλέξανδρο Α’, εν μέρει και για να ευχαριστήσει την πρώην βασίλισσά του, ελπίζοντας να ξαναφτιάξουν οι σχέσεις τους. Όπως ξέρουμε όμως κατά τη γαμήλια τελετή ο επικεφαλής της προσωπικής του φρουράς Παυσανίας τον κάρφωσε με το ξίφος.
Μερίδα ερευνητών υποστηρίζει σήμερα ότι πίσω από τη δολοφονία κρυβόταν η ίδια η Ολυμπιάδα, με αφορμή τον τελευταίο γάμο του Φιλίππου με τη νεαρή Κλεοπάτρα και την απόκτηση του γιου τους, ο οποίος απειλούσε τα βασιλικά δικαιώματα του Αλέξανδρου. Τα ιστορικά σενάρια εμπλέκουν και τον ίδιο τον Μέγα Αλέξανδρο στο φονικό πλάνο, καθώς ο στρατηλάτης προέβηκε σε εκκαθαρίσεις δελφίνων και πολιτικών αντιπάλων για να εξασφαλίσει τον θρόνο του, πάντα με πρόσχημα ότι εκδικούταν τη δολοφονία του πατέρα του.
Είμαστε εξάλλου σε άλλη μια διαβόητη εποχή μηχανορραφιών και πλεκτανών, οπότε όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά. Οι εποχές άλλωστε που ο Φίλιππος την εμπιστευόταν με τα μάτια κλειστά και της παραχωρούσε τη διακυβέρνηση του βασιλείου του όταν έλειπε στις κατακτητικές εκστρατείες του είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Επιπλέον, η Ολυμπιάδα είχε φτιάξει στη μακεδονική αυλή δικό της κύκλο ευνοουμένων και κολάκων, κάτι που έφερε κι άλλες τριβές στις σχέσεις τους…
Πολιτική δράση και θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Η ώρα για να δείξει η Ολυμπιάδα το μαχητικό του χαρακτήρα της και το ηρωικό της προσωπικότητάς της είχε φτάσει: αφού εγκατέλειψε τη Μακεδονία και εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο (καθώς ο μεγάλος στόχος της για την ενθρόνιση του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο τιμόνι του βασιλείου είχε τελεσφορήσει), ανέλαβε χρέη αντιβασιλέα και επιτρόπου του ανήλικου ακόμα εγγονού της Νεοπτόλεμου Γ’, όταν πέθανε ο αδελφός της Αλέξανδρος Α’.
Στην Ήπειρο είναι που ανέπτυξε πολιτική δράση, με την ιστορική της σημασία να επηρεάζει ολόκληρο τον ελλαδικό κόσμο: επέκτεινε το «Κοινό των Μολοσσών» με την προσάρτηση νέων ηπειρωτικών φύλων στο βασίλειο, μετονομάζοντας το πια σε «Συμμάχους των Απειρωτάν» και ξαναδίνοντάς του το παλιό γόητρο.
Αν και η νέα συμμαχία δεν έμελλε να μακροημερεύσει (διάρκεσε μόλις 8 χρόνια: 336-328 π.Χ.), η ίδια ήταν πια το ισχυρό πρόσωπο των Μολοσσών, κυβερνώντας με αποφασιστικότητα και πυγμή τους Ηπειρώτες της για άλλα 11 ή 13 (σύμφωνα με άλλες πηγές) χρόνια.
Όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του λατρεμένου της γιου Αλέξανδρου Γ’ το 323 π.Χ., καταρρακωμένη δεν μπορούσε να πιστέψει τα τραγικά νέα. Λάδι στην τραγική φωτιά έριξαν σαφώς οι απίστευτες έριδες και ο μανιασμένος αγώνας των επιγόνων του στρατηλάτη για τη διάδοχη κατάσταση, καθώς δεν ήταν λίγοι οι στρατηγοί του που διεκδικούσαν μερίδιο από την τεράστια εδαφική πίτα.
Όταν μάλιστα αναγορεύτηκε δελφίνος του θρόνου ένας άλλος γιος του Φιλίππου, ο Αρριδαίος (από τη Φίλιννα), η Ολυμπιάδα δεν μπορούσε να κρύψει την οργή της (είχε επιστρέψει εν τω μεταξύ στη Μακεδονία από το 317 π.Χ.). Ο κίνδυνος για τη ζωή του νεογέννητου εγγονού της Αλέξανδρου Δ’ (γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης), που είχε αναγορευτεί εν τω μεταξύ συμβασιλιάς για να καταλαγιάσουν οι εξεγέρσεις, ήταν πια μεγάλος.
Ολυμπιάδα, Ρωξάνη και Αλέξανδρος Δ’ καταφεύγουν έτσι στην ασφαλή Ήπειρο, παρακολουθώντας τις εξοντωτικές μάχες των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου από το βασίλειο των Μολοσσών. Η μοίρα δεν είχε πει ακόμα όμως τον τελευταίο της λόγο…
Ένοπλη σύγκρουση και εκτέλεση
Η επαύριο του πολέμου των διαδόχων έχρισε παντοδύναμο στρατηγό στη Μακεδονία τον Κάσσανδρο, τον μεγαλύτερο πολιτικό αντίπαλο της Ολυμπιάδας, ο οποίος συμμαχώντας με τον δελφίνο Αρριδαίο στέφθηκε επίτροπος του μακεδονικού θρόνου. Διαβλέποντας ότι η νέα συνωμοσία θα άφηνε εκτός στέμματος τον εγγονό της Αλέξανδρο Δ’, η Ολυμπιάδα οργανώνει τα στρατεύματα των Μολοσσών και εισβάλει στη Μακεδονία.
Στην πρώτη μάλιστα σύγκρουση με τις δυνάμεις του Αρριδαίου, ο ηπειρωτικός στρατός της Ολυμπιάδας κερδίζει και ο διεκδικητής του στέμματος αιχμαλωτίζεται, βρίσκοντας τραγικό θάνατο από την ηλικιωμένη πια βασίλισσα. Τότε ήταν που βγήκε στο κατόπι της ο Κάσσανδρος, ο οποίος πολιορκεί την Ολυμπιάδα στην Πύδνα (πόλη του Θερμαϊκού) και έπειτα από 7 μήνες πολιορκίας η βασίλισσα συνθηκολογεί για να σώσει τη ζωή του εγγονού της.
Ο Κάσσανδρος αθέτησε όμως την υπόσχεσή του και έσφαξε την Ολυμπιάδα, αν και σύμφωνα με άλλες πηγές, κάλεσε όσους τη μισούσαν να τη λιθοβολήσουν, αφήνοντας πάντως τη σορό της άταφη να σαπίσει. Ήταν το τραγικό της τέλος και ταυτόχρονα το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Με την Ολυμπιάδα εκτός κάδρου και χωρίς υψηλόβαθμη στήριξη πια, αυτό που φοβόταν η Ρωξάνη συνέβη: ο Αντίπατρος, γιος του Κάσσανδρου και σφετεριστής της εξουσίας στη Μακεδονία, φυλάκισε την ίδια και τον γιο της Αλέξανδρο Δ’ και με διαταγή του το 311 π.Χ. μητέρα και γιος δολοφονήθηκαν…
Αν και ο Αρχίλοχος, λόγω ύφους, είναι ο οδηγός μου σαν γραφή, εν τούτοις το απόσπασμα τούτο είχε διαφύγει της προσοχής μου, μέχρι που ο συμπολίτης και φίλος Χρήστος Πολατίδης μου το είχε υποδείξει κάποτε. Φαίνεται σαν την αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία του τόπου μας, από άνθρωπο που τον είδε από κοντά. Μάλιστα είναι ιδιαίτερα κολακευτικός λόγος, μιας και βγαίνει από τη φαρμακερή πένα του Αρχίλοχου, η οποία αντίθετα από εκείνη του Ομήρου, είχε μεγάλη φειδώ στις κολακείες, ενώ ξεχείλιζαν οι αιχμές για κάθε τι κακό. Την Θάσο την παρουσιάζει σαν ράχη γαϊδάρου στο ίδιο ποίημα.
Και πράγματι ο Αρχίλοχος πρέπει να έφτασε στα μέρη μας. Στις μάχες των Πάριων με Θρακικά φύλα, στα παράλια απέναντι από την Θάσο, η τελευταία αποικία των Πάριων ήταν Γαληψός, πολύ κοντά στην Ηιονα η οποία αποτέλεσε το λιμάνι της Αμφίπολης. Έτσι σε κάποια από τις μάχες με τους γείτονες, διεκδικώντας ζωτικό χώρο βρέθηκε μέσα στην πεδιάδα του Στρυμόνα. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι οι Πάριοι έφτασαν στην Βισαλτία όπου σύμφωνα με τον Καλλίμαχο, σκότωσαν τον Βισάλτη Οσύδρη, αλλά και στις αρχαιολογικές ανασκαφές της Αμφίπολη βρέθηκε βάθρο από άγαλμα έφιππου το οποίο έχει την επιγραφή: Το μνημείο ανέθεσαν οι Πάριοι στον Θράκα Τόκη, γιατί πέθανε στην εφηβεία του, πολεμώντας για την ερατή Ηιόνα.
Αυτή η μεγάλη κάπως εισαγωγή και με αφορμή τον στίχο του Αρχίλοχου, είναι για να κατανοήσουμε όσο είναι δυνατόν, το πολύπλοκο, όταν μιλάμε για αρχαία φύλα. Όπως βλέπουμε δεν υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές. Πότε πολεμάνε σαν εχθροί, πότε υπερασπίζονται μαζί την Ηιόνα. Οι Αθηναίοι θα έχουν σαν ηρωική λατρεία στην Αμφίπολη τον Θράκα βασιλιά Ρήσο. Ο οποίος μυθικός Ρήσος της Ιλιάδας, ήταν Θράκας και… “Σερραίος”.
“Απ’ τους ανέμους δερνόμενος
τους παγερούς της Θράκης και της Παιονίας”
“Τριγύρω από το Παγγαίο
και τους Παιόνιους κάμπους”
Ευριπίδης Ρήσος
Όπως είδαμε, γράφοντας για τα προϊστορικά φύλλα της περιοχής, την περιοχή κατοικούσαν Θράκες, Παίονες και Πελασγοί. Από τις προσμίξεις αυτών των φύλλων, όσο και άλλων γειτονικών (Μακεδόνες κλπ), ή αποίκων (Πάριοι, Αθηναίοι κλπ) δημιουργήθηκαν πολλές φυλές γύρω από τον Στρυμόνα και στις πλαγιές των βουνών που περιβάλουν την λεκάνη, αυτού που ονομάζουμε σήμερα νομό Σερρών. Με επιρροές από τα φύλα που προσμίχθηκαν ή απομονώθηκαν, δημιούργησαν τον δικό τους πολιτισμό και διάλεκτο, τα οποία τους χαρακτήριζαν. Με βάση τούτα λοιπόν, διαχωρίζουμε αυτά τα φύλα σε δύο κατηγορίες. Στα Παιονικά και τα θρακικά, από την κύρια επίδραση κυρίως της γλωσσικής διαλέκτου της οποίας χρησιμοποιούσαν. Η περιοχές του νομού, όπως θα τις παραθέτω, δεν έχουν απόλυτο χαρακτήρα ως προς τον γεωγραφικό τους προσδιορισμό, μιας και τα φύλα αυτά δεν είχαν σύνορα και ο προσδιορισμός Παιονικό ή Θρακικό φύλο, είναι όπως μας παραδίδονται από τους αρχαίους.
“…ανίστη δε και Αγριάνας και Λαιαίους και άλλα όσα έθνη Παιονικά…”
Θουκυδίδης
Οι Αγριάνες όπως μας τους παραδίδει ο Θουκυδίδης είναι Παιονικό φύλο το οποίο κατοικεί στην ΒΑ περιοχή του απάνω Στρυμόνα, όπως μας γράφει ο Στράβων. Ο Γ. Καφταντζής στην ιστορία των Σερρών μας γράφει πως θα πρέπει να κατοικούσαν σε ένα σημαντικό τμήμα του αρχαίου Όρβηλου, από την περιοχή του Μελένικου (νότια Βουλγαρία), μέχρι τους ΝΔ πρόποδες του Μενοίκιου.
Ο Αρριανός στην ανάβαση Αλεξάνδρου, τους ξεχωρίζει από τους Παίονες, οπότε θα πρέπει να υποθέσουμε ότι κατά την περίοδο των κλασσικών χρόνων, υπήρξε κάποια πολιτιστική αλλαγή στους Αγριάνες. Οι Αγριάνες ήταν από τους πιο εύρωστους, σκληραγωγημένους και πολεμικότερους λαούς του τότε γνωστού κόσμου, όπως μας πληροφορεί και πάλι ο Αρριανός. Ήταν φίλοι και σύμμαχοι των Μακεδόνων και ο βασιλιάς Λάγγαρος είχε ιδιαίτερα φιλικούς δεσμούς, τόσο με τον Φίλιππο Β’ όσο και με τον Μ. Αλέξανδρο.
Τελευταίες αναφορές για το φύλο αυτό έχουμε την εποχή του Περσέα. Προφανώς στην συνέχεια αφομοιώθηκαν πολιτιστικά σε κάποιο άλλο φύλο. Πάντως όταν λέμε “αφομοιώθηκαν” ή “εξαφανίστηκαν”, θα πρέπει να γνωρίζουμε πως τα χαρακτηριστικά του ο κάθε λαός και την πολιτιστική, θρησκευτική (θα μιλήσουμε για αυτή αναλυτικότερα) του κληρονομιά την χωνεύει μέσα σε μία νέα πρόσμιξη. Τίποτε δεν χάνεται και όλα αποτελούν παράδοση. Αυτά για να μη τα επαναλαμβάνουμε θα πρέπει να τα έχουμε κατά νου και στις επόμενες φυλές που θα αναφέρουμε.
“Λαιαίοι έθνος Παιονικόν” μας γράφει ο Στέφανος Βυζάντιος. Είναι γείτονες των Αγριάνων, καθώς μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης: “και του Στρυμόνος ποταμού, ός και του Σκόμβρου όρους, δι Αγριάνων και Λαιαίων ρει”. Δεν υπάρχουν πολλές αναφορές για τους Λαιαίους. Ίσως ζούσαν στην σκιά των περισσότερο ισχυρών και ομόφυλων τους Αγριάνων.
Οι Σιριοπαίονες με πρωτεύουσα την Σίρι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο κατοικούσαν στο κέντρο της περιοχής η οποία αργότερα ονομάστηκε Οδομαντική. Η πρώτη ιστορική αναφορά για αυτό τον λαό γίνεται στα 513π. κατά εκστρατεία του Πέρση στρατηγού Μεγάβαζου κατά των Παιόνων.
Ο λαός αυτός φαίνεται να κατοικούσε στις ορεινές παρυφές του Μενοικίου, έναντι των πεδινών Σιροπαιόνων. Συγκεκριμένα στην περιοχή των σημερινών δαρνακοχωρίων, ως και ανατολικότερα στους πρόποδες και την πλαγιά του Μενοικίου, έως την Ν. Ζίχνη. Αναφορά έχουμε από τον Ηρόδοτο για την εκτόπισή τους από τον Μεγάβαζο στην Περσία και την περιπετειώδη επιστροφή τους. Αργότερα διαβάζουμε και πάλι για αυτούς κατά την εκστρατεία του Ξέρξη στα 480π. Έχουν βρεθεί μικρά νομίσματα με απεικόνιση αγριόπαπιας και σαύρας τα οποία σύμφωνα με τον Σβορώνο αποδίδονται στους Παίοπλες. Μάλιστα ο Σβορώνος θεωρεί τους Παίοπλες ως μετανάστες διωγμένους από τους Μακεδόνες, που προέρχονται από την περιοχή των Πρεσπών.
Λαός που σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ζούσε ΝΑ των Παιόπλων, πιθανόν στην περιοχή από την Ν. Ζίχνη έως και Αλιστράτη και μάλλον αποτελεί τμήμα ενός Παιονικού φύλου το οποίο αποκόπηκε από την περιοχή Δοϊράνης και εγκαταστάθηκε στην περιοχή μετά τα Τρωικά, την εποχή της Παιονικής αποίκησης προς τα ανατολικά και νότια.
Τρεις λαοί που μας είναι άγνωστη η γεωγραφική τους τοποθεσία, αλλά μας είναι γνωστοί από τα νομίσματά τους. Με βάση τα νομίσματά τους, βεβαιώνεται η ύπαρξη αυτών των λαών στην περιοχή πέριξ του Στρυμόνα κατά το 500π. περίπου. Από τις παραστάσεις και τα σύμβολα των νομισμάτων, εικάζεται ότι πρόκειται για Παιονικούς λαούς. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν οι Δέρρωνες, οι οποίοι όπως μας παραδίδει ο Ησύχιος πήραν τον όνομά τους από μία θεότητα Δάρων, η οποία ήταν θεότητα της υγείας. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι Έλληνες ονόμαζαν όλους τους θεραπευτές θεούς, ως Παίονες ή Παιήονας. Εδώ θα πρέπει να σταθούμε σε ένα νόμισμα Πελασγικό – Παιονικό που την μία του πλευρά έχει το όνομα Λύκειος και στην άλλη τον Απόλλωνα με την επιγραφή Δερρωναίος. Ο θεραπευτής θεός Απόλλων.
“Μαίδοι, έθνος Θράκης, πλησίον Μακεδονίας…” μας γράφει ο Στ. Βυζάντιος. Οι Μαίδοι μοιραζόταν με τους Παίονες Αγριάνες και Λαιαίους και τους Θράκες Σιντούς, την βόρεια περιοχή του σημερινού νομού. Ήταν λαός πολεμικός και άγριος. Νικήθηκαν δύο φορές από τους Μακεδόνες, την πρώτη φορά από τον Μ. Αλέξανδρο στα 340π και τον Φίλιππο Ε’ το 211π, χωρίς όμως να υποταχθούν οριστικά. Ακόμα και ενάντια στους Ρωμαίους ξεσηκώθηκαν οι Μαίδοι. Υπάρχει μία επιγραφή που βρέθηκε στην Λητή και αναφέρει μία άγνωστη επιδρομή των Μαίδων μαζί με Σκορδίσκους (Γαλάτες) στην Μακεδονία το 119 και 118π. νικήθηκαν όμως από τους Ρωμαίους σε κάποια άγνωστη τοποθεσία ΑΡΓΟΣ. Αργότερα πήραν μέρος στον Μυθριδατικό πόλεμο και το πλήρωσαν ακριβά καθώς ο Σύλλας λεηλάτησε την χώρα των Μαίδων οι οποίοι περιορίστηκαν στα βουνά Αίμος και Όρβηλος.
“Ώδονες, έθνος Θράκης, τοις Μαίδοις όμορον. Διόνυσος εν Βασσαρικών ιδ Μαίδων τ’ άγρια φύλα και Ώδονες ελεσίπεπλοι”.
Στέφανος Βυζάντιος.
Όπως μας γράφει και ο Γ. Καφταντζής το όνομά τους παραπέμπει είτε στους Ήδωνες της περιοχής Αμφίπολης που θα δούμε παρακάτω, είτε στους Κλώδωνες που σημαίνει βάκχες. Έτσι συμπεραίνουμε πως οι Ώδονες ήταν ένα κομμάτι του πιο γνωστού Θρακικού φύλου της περιοχής, των Ηδωνών. Ίσως και να αποτελούσαν τον αρχικό πυρήνα τους.
“Σίντιες γαρ εκαλούντο τίνες των Θρακών, είτα Σίντοι, είτα Σάιοι…”
Στεφ. Βυζάντιος
Οι Σιντοί είναι θρακικό φύλο, πιθανόν αποτελούν τμήμα των Σινδών, οι οποίοι σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ζούσαν ανατολικά της Κριμαίας, γειτονικά με τους Σκύθες. Αυτό το φύλο πιθανόν κατέβηκε προς τον νότο και τους συναντούμε τόσο στην περιοχή που εξετάζουμε, όσο και στα ΝΔ του Νέστου με την ονομασία Σάπες (Σίντιοι… Οι δ’ αυτοί ούτοι Σάπαι νυν ονομάζουντε). Επίσης ο Όμηρος και ο Στράβων μας μιλούν για μία φυλή η οποία δεν μιλούσε ελληνικά, κατοικούσε στην Λήμνο και η οποία ονομαζόταν Σίντιοι σύμφωνα με τον πρώτο στην Οδύσσεια, “Σίντιας Αγριοφώνους” και Σιντούς σύμφωνα με το δεύτερο.
Για την ετοιμολογία του ονόματος δεν μπορούμε να να βγάλουμε κάποιο νόημα από την αρχαία ελληνική. Ο Γ. Καφταντζής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ονομασία προέρχεται από την λυδική λέξη Σάνδων που σημαίνει Ήλιος. Αλλά το πιο πιθανό είναι να οδηγείται σε αυτό το συμπέρασμα από την δικιά του άποψη για την ηλιολατρία στους Στρυμόνιους λαούς. Το πιο πιθανό είναι η λέξη να προέρχεται από μία διάλεκτο η οποία μας είναι άγνωστη.
Ίσως η πιο περίπλοκη ιστορία μέσα στην Στρυμονική γη. Στην αρχή τους γνωρίζουμε περιορισμένους σε μία περιοχή του Παγγαίου, να εκμεταλλεύονται κάποια από τα μεταλλεία του βουνού, τα οποία όμως ελέγχουν κυρίως οι Σάτρες. Μετά τα Μειδικά (και για αυτό ο Γ. Καφταντζής γράφει ότι επεκτάθηκαν ίσως με την βοήθεια των Περσών και τούτο έχει την σημασία του για τις συνήθειες των Οδόμαντων όπως θα δούμε μετά), οι Οδόμαντες εμφανίζονται να κατέχουν ολόκληρη την περιοχή ανατολικά του Στρυμόνα, από την περιοχή του σημερινού Σιδηρόκαστρου, έως την Αμφίπολη! Για αυτό και έχουμε μία σύγχυση, μιας και στην ίδια περιοχή κατοικεί το γνωστότερο στους Έλληνες από όλα τα Θρακικά φύλα, οι Ηδωνοί. Για την καταγωγή των Οδόμαντων επίσης επικρατούν πολλές απόψεις και διαφωνίες. Άλλοι του θεωρούν Παίονες, άλλοι Θράκες, άλλοι Ιουδαίους! Οι τελευταίοι οδηγούνται σε αυτό το συμπέρασμα από την παράξενη και αποκρουστική για τους Έλληνες συνήθεια των Οδόμαντων, να κάνουν περιτομή.
Όσον με αφορά προσωπικά η υπόθεση των Οδόμαντων με απασχόλησε αρκετά κατά το παρελθόν. Η προσωπική άποψη που έχω για το λαό αυτό είναι ότι πρόκειται για Θρακικό φύλο το οποίο αποίκησε την σχεδόν ερημωμένη χώρα των Παιόνων από την επιδρομή και απαγωγή του Μεγάβαζου, πιεζόμενοι από τους πολεμοχαρείς Σάτρες. Ενώ πολιτισμικά ενώθηκαν με τους Παίονες που επέστρεψαν, όπως και με τους Πέρσες οι οποίοι και μετά τα Μηδικά γνωρίζουμε ότι είχαν το φρούριο της Ηιόνας, το οποίο αργότερα κατέλαβαν οι Αθηναίοι. έτσι λοιπόν και αυτή η παράξενη συνήθεια, είτε την έφεραν ο Παίονες που επέστρεψαν από την ανατολή, είτε την μετέδωσαν οι Πέρσες που κατείχαν τα παράλια και τα φρούρια της περιοχής.
Οι Ηδωνοί ήταν μία από τις πιο ονομαστές αρχαίες Θρακικές φυλές. Για τους Έλληνες η λέξη Ήδωνας ήταν συνώνυμη πολλές φορές της λέξης Θράκας! Ο Αισχύλος στους Πέρσες χαρακτηρίζει την Θρακική γη ως “Ηδωνίς αία”, και στο λεξικό Σουίδα, στην λέξη Ηδωνικά ιμάτια = Θρακικά. Οι Ήδωνες κατοικούσαν από παλιότερα και στην Θάσο, στον Άθωνα, στη Βισαλτία και στην Μυγδονία από όπου σύμφωνα με τον Θουκυδίδη τους εκτόπισαν οι Μακεδόνες με τον Αλέξανδρο τον Α’ κατά τον πέμπτο αιώνα π.
Ένα μεγάλο κομμάτι των Ηδονών το οποίο εκτείνονταν ανάμεσα στις ΒΔ πλαγιές του Παγγαίου, τον Αγγίτη και τον Στρυμονικό κόλπο, ανατολικά του Στρυμόνα, ονομαζόταν Φυλλίς ή Κίασα. Ένα μικρότερο κομμάτι, νότια του Παγγαίου ονομαζόταν Πιερία και ο κόλπος Πιερικός. Η περιοχή γύρω από την αρχαία πόλη Μύρκινο ονομαζόταν Μυρκινία. Ενώ η περιοχή που ο Στρυμόνας πλησιάζει και εκβάλει στην θάλασσα ονομαζόταν “Νηριήδων Χοροί”. Εδώ θα πρέπει να σταθούμε στην ιδιαίτερη σχέση που βλέπουμε στα ευρήματα της Αμφίπολης με απεικονίσεις νυμφών ή και σε λατρείες, όπως σε ένα ιερό μίας νύμφης έξω από το βόρειο τείχος της αρχαίας πόλης, όπου τελούνταν ένα πολύ ενδιαφέρον τελετουργικό χθόνιας λατρείας, που πιθανότατα είχε να κάνει με τον Στρυμόνα και ίσως και με την κόρη του Ροδόπη, η οποία έπαιζε μαζί με την Περσεφόνη κατά την απαγωγή της τελευταίας από τον Άδη στην Ελευσίνα.
![]() |
Το ιερό της νύμφης μπροστά από το βόρειο τείχος |
Οι Σάτρες κατοικούσαν στα ψηλά και απρόσιτα μέρη των βουνών, Παγγαίου, Μενοίκιου, Ροδόπης και πιθανόν και ακόμα δυτικότερα. Ανήκαν πιθανόν στην φυλή των Δίων και ήταν λαός φιλελεύθερος, άγριος, πολλές φορές ληστρικός και πολεμικότατος. Δεν υποτάχθηκαν ποτέ και σε κανέναν όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος. Ήταν δε, τόσο ισχυροί στον πόλεμο που υπηρετούσαν συχνά ως εθελοντές ή μισθοφόροι σε άλλους στρατούς. Σάτρες σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ήταν και οι περίφημοι Βησσοί, που από γένος ιερατικό του Διονύσου, αποτελούν στην συνέχεια ξεχωριστή θρακική φυλή. Ο σπουδαίος αυτός λαός αντιστάθηκε στον βασιλιά Δημήτριο το239π. στον Φίλιππο Ε’ τον 183π., εποχή κατά την οποία αναφέρεται ως η κυριότερη εθνότητα της Θράκης. Πολέμησε επίσης με τους Ρωμαίους το 72π. και τελικά υποτάχτηκε μόλις το 11μ. απ’ τον Λ. Πίσωνα. Ως που ο λαός αυτός εκχριστιανίστηκε από τους Ρωμαίους και συγχωνεύθηκε μεγάλη μάζα του με τους Δάρδανους και έτσι χάθηκε σε αυτό το χωνευτήρι εθνών και πολιτισμών και τούτη η φυλή, μιας θρησκείας οργιαστικής, μιας ζωής άγριας και ενός πολιτισμού της φύσης.
Οι Παναίοι ζούσαν κοντά στην Αμφίπολη. Ο Ηρόδοτος στην απαρίθμηση των φυλών της περιοχής δεν τους αναφέρει καθόλου. Επομένως πρέπει να υποθέσουμε ότι ή μεταφέρθηκαν εδώ μετά την αρπαγή των Παιόνων από τον Μεγάβαζο ή είναι πρόσμιξη θρακικών φύλων ή Θρακών με Παίονες ή και τα τρία μαζί. Ο ποταμός Αγγίτης ονομαζόταν από τους βυζαντινούς, ως Πάνακας, κάτι που μπορεί να μην είναι άσχετο. Το όνομά τους πιθανότατα έχει θρησκευτική ετυμολόγηση από τον θεό Πάνα. Προφανώς πρέπει να κατείχαν κάποιο ιερό του Πάνα, μέρος του θιάσου του Διονύσου, μιας και όλοι οι λαοί της περιοχής ήταν μύστες του θεού Διόνυσου. Είναι γνωστή από ευρήματα η λατρεία του θεού Πάνα στην περιοχή του νομού μας. Τόσο από ταφικά ειδώλια της Αμφίπολης, όσο κυρίως από απόσπασμα αναθήματος στην περιοχή Γαζώρου όπου σώζονται τα τραγίσια πόδια του θεού, με την επιγραφή Θευδάς, Κουζίλμορης, ευξάμενοι ανέθηντο τον Πάνα. Το όνομα Κουζίλμορης φαίνεται Θρακικό.
Οι Παναίοι κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο πήραν το μέρος των Αθηναίων. Οι Παναίοι στην συνέχεια και μετά την προσάρτηση σε Μακεδονικό βασίλειο “χάνονται”, προφανώς μέσα στην Μακεδονικά αυτοκρατορία, δημιουργούν με άλλα γειτονικά φύλα, έναν πιο γενικό Θρακικό πολιτισμό.
Άλλη μία παράξενη ιστορία όπως και εκείνη των Οδόμαντων. Οι Πίερες ήταν Θρακικός λαός, που είχε όμως πολύ πιο ξεκάθαρες ελληνικές επιρροές. Τους συνοδεύουν γοητευτικοί μύθοι για την υψηλή τους τέχνη και την φιλοσοφία τους. Οι Πίερες είναι γνωστοί από την Ιλιάδα, που αν και Θράκες σε απροσδιόριστο χρόνο έφτασαν να ζουν στον Όλυμπο. Από εκεί εκδιώχθηκαν σε μια σειρά πολέμων, από τους πρώτους Μακεδόνες βασιλιάδες. Έτσι βρέθηκαν στην νότια πλαγιά του Παγγαίου, όπου ίσως να ήταν και η πρώτη τους κοιτίδα.
Η χώρα των Βισαλτών ήταν δυτικά του Στρυμόνα στην νότια πλευρά του. Συγκατοικούσαν με τους Ηδωνούς, τους Πελασγούς και κυρίως τους Παίονες και είχαν δικούς τους βασιλιάδες τα ονόματα πολλών από τους οποίους μας έχουν μείνει. Οι Βισάλτες ήταν αυτόχθονας λαός, ο οποίος κατά καιρούς έφτασε σε μεγάλη έκταση λόγω των κατακτήσεων τους. Από τα αρχαϊκά ακόμα χρόνια αντάλλαξαν τον πολιτισμό τους με τον ελληνικό, μιας και τα παράλια κατοικούνταν από αποίκους της νότιας Ελλάδας. (… εστί αιγιαλός εν το οικιμένην Άργιλον, πόλιν Ελλάδα παρεξήμε, αύτη δε και η κατύπερθε ταύτης καλέεται Βισαλτίη. Ηρόδοτος). Χαρακτηριζόταν ως λαός για την αγάπη τους στην ελευθερία, την ανδρεία και την πειθαρχία τους. Το όνομα Βισάλτες προέρχεται από τον γενάρχη τους Βισάλτη, γιο του Ήλιου και της Γης.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον Ηρόδοτο για τους Βισάλτες είναι το παρακάτω, από τους Περσικούς πολέμους.
Τότε ο βασιλιάς των Βισαλτών και της χώρας των Κρηστιναίων, Θράκας στην καταγωγή, έκανε το εξής πρωτάκουστο. Αυτός όχι μόνο είχε δηλώσει ότι με την θέλησή του δεν θα γινόταν ποτέ δούλος του Ξέρξη, και έφυγε ψηλά στο όρος Ροδόπη, αλλά διέταξε και τους γιους του να μην εκστρατεύσουν εναντίον της Ελλάδας. Αυτοί όμως είτε επειδή αψήφησαν τα λόγια του, είτε επειδή απλώς ήθελαν να γίνουν θεατές του πολέμου, έλαβαν μέρος στην εκστρατεία μαζί με τον Πέρση. Όταν επέστρεψαν όλοι σώοι μετά την εκστρατεία, ο πατέρας τους τους έβγαλε τα μάτια για αυτό το φταίξιμο. Και αυτοί τέτοια αμοιβή πήραν.
Οι Κρηστωναίοι την εποχή των Περσικών πολέμων, όπως είδαμε παραπάνω εμφανίζονται να αποτελούν κοινό κράτος με τους Βισάλτες. Όμως δεν πρόκειται για ομόφυλους λαούς. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι πρόκειται για αυτόχθονες πελασγούς. Κατοικούσααν στην δυτική πλευρά του Στρυμόνα και βόρεια των Βισαλτών. Αποδίδονται σε αυτούς ασημένια νομίσματα με απεικόνιση κεφάλι βοδιού από την μία πλευρά και από την άλλη τον Πήγασο.
Ιστορία της πόλεως των Σερρών και της περιφέρειάς του. Γ. Καφταντζής (Δεύτερος τόμος)
Αρχαία Γεωγραφία της Μακεδονίας. Μ. Δήμιτσα (Κεφάλαιο 16 έως κεφάλαιο 21)
Ιστορίαι Ηρόδοτος (Από το πέμπτο βιβλίο και μετά)
Θουκυδίδης (Δεύτερο και τέταρτο βιβλίο)
Στέφανος Βυζάντιος Εθνικά (και τα δύο βιβλία)
Λεξικό Σουίδας
Τούτος εδώ ο τόπος, κρύβει ένα μεγάλο μυστικό. Συνέβη σε χρόνους του απώτατου παρελθόντος, τότε που και οι θεοί ακόμα ήταν παιδιά και έπαιζαν.
Σε ένα λιβάδι που όμοιό του σε ομορφιά δεν μπορεί να δει σήμερα ανθρώπινο μάτι, έπαιζαν νύμφες και θεές. Το ονόμαζαν Νύσιο πεδίο, σαν “ποθητό” θα μας το περιγράψει ο ίδιος ο παππούς Όμηρος και θα μας πει και τα ονόματα των μικρών κοριτσιών που έπαιζαν αμέριμνα εκεί. Ήταν η Ηλέκτρα, η Λευκίππη και η Φαινώ και η Ρόδεια, η Ιάνθη, η Καλλιρόη, η Ιάχη και η Τύχη, η Ιάνειρα, η Μελίτη, η Χρυσηίς, η Ακάστη και η Μηλόβασις, η Άδμητη και η ροδόχροη Ωκυρόη, η Πλουτώ, η Στυξ και η Ροδόπη, η θελκτική η Καλυψώ, η Ουρανία και η Γαλαξαύρα η ευπρόσδεκτη και η Παλλάς η εγερσιμάχα και η τοξότρια Άρτεμις!
Ο άνεμος χάιδευε τα πλούσια μαλλιά τους, ο ήλιος τα έκανε να λάμπουν, οι ευωδιές του λιβαδιού ανακατεύονταν με τις φωνές και τα γέλια των μικρών κοριτσιών. Ως που ανάμεσα στα όμορφα και ευωδιαστά λουλούδια που μάζευαν οι κοπέλες, ξεχώρισε ένα που σαν κι αυτό δεν έφτιαξε η γης ποτέ. Νάρκισσο το είπαν αργότερα. Από τη ρίζα του ξεφύτρωναν μίσχοι εκατό, και ευωδίαζε τόσο, που αγαλλίαζαν οι θεοί, οι άνθρωποι, μέχρι και η βαθιά θεοσκότεινη θάλασσα.
Πρώτη “η κόρη”, η μόνη που δεν σας την ονόμασα πριν και την ελένε Περσεφόνη, έσκυψε να το πάρει και να το βάλει στο καλάθι της. Μα ξάφνου άρχισε μια βοή ανατριχιαστική, όλο το λιβάδι άρχισε να τρέμει, η πλατύστερνη γη άνοιξε και ξεπρόβαλε ένα άρμα με τρομερό θόρυβο. Ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς του κάτω κόσμου. Άδης το όνομά του και σημαίνει αυτός που δεν φαίνεται. Άρπαξε την κόρη και την πήγε στο βασίλιό του, για να την κάνει γυναίκα του. Η κόρη έβγαλε μεγάλη φωνή και κλάματα, μα κανείς δεν την άκουσε.
Είναι ο μύθος της Περσεφόνης. Ο Μπουρκέρτ, ο Νιλσσον και ο Κερένυι, από τους μεγαλύτερους ερευνητές της ελληνικής θρησκείας και μυθολογίας θα μας το γράψουν απερίφραστα, πως τούτος δω ο μύθος είναι εκ των αρχαιότερων που έχουμε από την ανθρώπινη σκέψη. Πιθανόν ανάγεται στην νεολιθική εποχή. Ο Μπουρκέρτ στο βιβλίο του “Αρχαία Ελληνική Θρησκεία”, θα μας γράψει πως οι Mannhardt και Frazer συγκέντρωσαν έναν τεράστιο όγκο από την παγκόσμια μυθολογία, όσων αφορά τις περιπτώσεις του αέναου κύκλου. Πουθενά δεν μπόρεσαν να βρουν κάτι που να το συνδέουν με την σχέση μητέρας και κόρης.
Γιατί τα γράφω όλα τούτα; Μα γιατί αυτός ο όμορφος κόσμος που έγινε ξαφνικά και τρομακτικός, είναι κάπου μέσα στον κάμπο των Σερρών. Το Νυσίο πεδίο, όπου έγινε η αρπαγή της κόρης είναι κάπου βόρεια από το Παγγαίο όπως θα μας γράψει ο Αππιανός. Σε αυτό τον τόπο οι Έλληνες είχαν τον αρχαιότερο ίσως μύθο τους. Γιατί άραγε; Μήπως και είναι εκείνος ο πανάρχαιος Πελασγός βασιλιάς του Άργους, που μας περιέγραψε ο Αισχύλος και που γράψαμε σε άρθρο με θέμα την προϊστορία του τόπου μας;
Μα δεν είναι ο μόνος μύθος που συνδέει την μυθική σκέψη, του αρχαίου κόσμου με την πεδιάδα του Στρυμόνα. Ο θεός Στρυμόνας όπως θα μας γράψει στην θεογονία ο Ησίοδος, ο αγνός Στρυμόνας όπως θα μας γράψει ο Αισχύλος, που ρέει πλάι στις κιθάρες του Παγγαίου, στο ηγάθεον Νυσήιον, στο Νύσιο πεδίο, το Συλέως Πεδίον… ο θεός Στρυμόνας που είναι ο πατέρας της μιας από τις νύμφες που έπαιζαν μαζί με την Περσεφόνη εκείνη την τρομερή μέρα. Είναι πατέρας της Ροδόπης. Μα και όλος ο “κάτω Στρυμόνας” αποκαλείται “χορός των Νυμφών”. Την Ροδόπη την απέκτησε σμίγοντας με την μούσα Ευτέρπη, με την μούσα της μουσικής. Η Ροδόπη θα έχει και δύο αδέρφια. Δυο βασιλόπουλα της Θράκης. Τον Όλυνθο και τον Ρήσο. Και αν δεν ξέρουμε τον Ρήσο, είναι γιατί δεν κατέχουμε επαρκώς την ελληνική θρησκευτική παράδοση. Η θρησκευτική παράδοση του έθνους μας, είχε τον Ήρωα σε ένα επίπεδο ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους. Η κάθε πόλη είχε τον Ήρωα προστάτη της, η κάθε συντεχνία επίσης, αλλά και οι γειτονιές, οι οικογένειες, υπήρχε ο τειχοφύλακας Ήρωας που προστάτευε τα τείχη της πόλης, ο χωροφύλακας που προστάτευε τα όρια κλπ… Οι ήρωες των Ελλήνων είχαν επηρεάσει τόσο πολύ τους βαρβάρους, που οι Πέρσες καθώς ερχόταν προς την Ελλάδα, έκαναν σπονδές στους ήρωες της Τροίας. Υπήρξε όμως ένας μοναδικός ήρωας ο οποίος ήταν ήρωας όλων των Ελλήνων. Δεν υπήρχε τάφος. Τον επικαλούνταν παντού. Τον λάτρευαν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Ιερά και ναοί του βρίσκονται διάσπαρτοι, όπου κι αν πάτησε το πόδι του Έλληνα. Η λατρεία του ξεπέρασε και την Ελλάδα. Ρωμαίοι, Ετρούσκοι, αλλά και στην ανατολή ακόμα, το όνομά του και λατρεία του ταξίδεψε πέρα και από αυτή την αυτοκρατορία ακόμα του Μ. Αλέξανδρου. Οι Έλληνες τον ύψωσαν στον Όλυμπο. Έκαναν δύο σπονδές για αυτόν, μία σαν θεό και μία σαν ήρωα! Αυτός ήταν ο Ηρακλής.
Τέτοιος ήρωας υπήρξε και ο Ρήσος για τους Θράκες. Ο σοφιστής Φιλόστρατος ο νεότερος, που πέρασε από τη Θράκη, τον τρίτο ή τέταρτο αιώνα, απόρησε με τις τιμές που ετύχαινε από τους Θράκες ο αφηρωισμένος πια Ρήσος, και τιμώνταν σαν γιατρός, θεός του κυνηγιού, των αλόγων, των στρατιωτών και σαν αλεξίκακος γενικότερα. Αλλά και οι Αθηναίοι και μετά οι Σπαρτιάτες στην Αμφίπολη είχαν τον Ρήσο για προστάτη Ήρωα. Τον μυθικό Ρήσο, μέσα από την ελληνική ποίηση τον συναντάμε πρώτη φορά στην Ιλιάδα. Από την πεδιάδα των Σερρών ταξιδεύει στην Τροία για να πολεμήσει στο πλευρό των Τρώων μα δεν προλαβαίνει. Φτάνει βράδυ και πέφτει να κοιμηθεί. Στο στρατόπεδο των Τρώων, περνάνε κρυφά ο Οδυσσέας με τον Διομήδη και ο δεύτερος τον σκοτώνει την ώρα που κοιμάται. Περισσότερα θα μάθουμε από την σωμένη τραγωδία η οποία αποδίδεται στον Ευριπίδη και η οποία έχει το όνομα Ρήσος.
Πρώτα από όλα ξεκαθαρίζεται η καταγωγή του:
“Απ’ τους ανέμους δερνόμενος
τους παγερούς της Θράκης και της Παιονίας”
“Τριγύρω από το Παγγαίο
και τους Παιόνιους κάμπους”
Αλλά μέσα από την τραγωδία η οποία μας μεταφέρει τον μύθο του Ήρωα, μαθαίνουμε ενδιαφέροντες πτυχές τόσο του μύθου, όσο και της λατρείας που τύγχανε στον τόπο του. Μιλάει η μούσα μητέρα του και λέει:
“Μετά, όταν σε γέννησα ντρεπόμουν τις αδερφές μου που ήμουν χωρίς άντρα και σε πήρα και σε άφησα στα στροβιλιζόμενα ύδατα του πατέρα σου. Και ο Στρυμόνας δεν σε έδωσε σε ανθρώπινα χέρια να μεγαλώσεις αλλά σε ανάθρεψαν οι κόρες των πηγών. Και έγινες βασιλιάς της Θράκης, πρώτος ανάμεσα σε όλους τους άνδρες, παιδί μου.”
Υπογραμμίζω πως ο Στρυμόνας έδωσε τον Ρήσο στις Νύμφες για να τον αναθρέψουν και επανέρχομαι στον κάτω Στρυμόνα που είναι χορός Νυμφών, στις Νύμφες που παίζουν μαζί με την Περσεφόνη στο Νύσιο πεδίο (που Νυσίο ονομάζεται εκ των Νυσηίδων, οι οποίες είναι οι νύμφες που ανέθρεψαν τον Διόνυσο). Γεμάτη με Νύμφες (με πολλές ονομασίες όπως για παράδειγμα στα Δαρνακοχώρια τις ονομάζουν καλότκες) είναι και η σύγχρονη λαϊκή παράδοση στον τόπο αυτό.
![]() |
Ο Διομήδης εξοντώνει τον Ρήσο στον ύπνο του. |
Αλλά μετά η τραγωδία, μας δίνει και ορισμένες παράξενες θρησκευτικές λεπτομέρειες για την λατρεία του Ρήσου. Οι συμπολεμιστές του τον φέρνουν στην πατρίδα του για να τον θάψουν, αλλά η μητέρα του θα ζητήσει χάρη από την Περσεφόνη για τον γιο της:
“Αυτός δεν θα μπει στης γης το ολόμαυρο χώμα,
αυτή την παράκληση θα κάνω στην νύμφη του κάτου κόσμου,
στη θυγατέρα της θεάς Δήμητρας που δίνει όλους τους καρπούς,
να μου αφήσει την ψυχή αυτού εδώ…”
Και παρακάτω θα μας πει, ποια θα είναι η θέση του Ρήσου μέσα στην αιωνιότητα:
“Κρυμμένος μέσα στα σπλάχνα της ασημόφλεβης γης
σαν ανθρωποδαίμων θα κείτεται και θα είναι ζωντανός, σαν
προφήτης του Βάκχου θα μένει στους βράχους του Παγγαίου,
θεός καλοδιάθετος για όσους ανθρώπους θα τον ξέρουν καλά.”
Η μετάφραση του κειμένου είναι από τις εκδόσεις Ζήτρος και το ανθρωποδαίμων το μεταφράζει ως “ανθρωποθεός”. Μα ο έλληνας τραγικός στο άγο πρωτότυπο μας το διδάσκει ξεκάθαρα:
“…κρυπτὸς δ’ εν άντροις της υπαργύρου χθονὸς
ανθρωποδαίμων κείσεται βλέπων φάος,
Βάκχου προφήτης ώστε Παγγαίου πέτραν…”
Ως ανθρωποδαίμων λοιπόν λατρεύεται ο Ρήσος στον τόπο του και απέναντι από το ιερό του, υπάρχει ιερό της μητέρας του μούσας, που κατά μία άλλη εκδοχή είναι η Κλειώ. Υπάρχουν άλλες τρεις εκδοχές για την μητέρα του Ρήσου. Τρεις Μούσες. Η Καλλιόπη (εκ του: καλή + ωψ = αυτή με τα όμορφα μάτια), η Μούσα της Επικής ποιήσεως, η Ευτέρπη (εκ του: ευ + τέρπω, καλώς τέρπω, ευχαριστώ), η Μούσα της Μουσικής και της Λυρικής ποιήσεως, και η Τερψιχόρη (εκ του: τέρπω + χορός, η τέρπουσα δια του χορού), η Μούσα του χορού και της Ορχήσεως. Το ιερό της Κλειούς το οποίο έχει βρεθεί στην Αμφίπολη, όπως έχει βρεθεί έξω από τα τείχη, κοντά στον Στρυμόνα, ένα ιερό των Νυμφών, με ένα πιθάρι στο κέντρο, από το οποίο έχει αφαιρεθεί ο πάτος και το οποίο έχει βυθιστεί έως το χείλος του, μέσα στην ιερή Γη. Και στο Παγγαίο ξέρουμε πως υπήρχε μαντείο του Βάκχου.
Γυρνάμε πάλι στην αρχή του μύθου που αρχίσαμε, στην χάρη που κάνει η Περσεφόνη στον Ήρωα της γης από την οποία απήχθη. Αλλά η κοιλάδα του Στρυμόνα έχει εμπνεύσει τον μυθικό άνθρωπο, και γύρω από τον Μαίανδρο που σχηματίζει, έχουμε να διηγηθούμε πολλές υπέροχες, παράξενες και μερικές φορές αλλόκοτες ιστορίες, για τις οποίες θα σας γράψω σύντομα.
Μόνο που πριν κλείσω τούτο το κείμενο, θα ήθελα να σας γράψω και κάτι που δεν το έχουν προσέξει πολλοί ερευνητές, μα σίγουρα το ήξεραν πολύ καλά οι Έλληνες και προς τούτο ίσως και το μεγάλο ενδιαφέρον και η λατρεία στον Ρήσο. Ο Ρήσος που λέτε, σύμφωνα με τον Όμηρο σαν ανθρώπινη και όχι θεϊκή καταγωγή (θεϊκή καταγωγή από τον πατέρα του Στρυμόνα), ήταν γιος του Ηιονέα, ο οποίος ήταν γιος του Μάγνητα. Και εδώ είναι το μυστικό μας. Ο Μάγνης είναι ένα από τα έξι παιδιά του Αιόλου και της Εναρέτης. Όχι του Αιόλου, του θεού των ανέμων, μα του Αίολου του Θεσσαλού, του γιου του Έλληνα! Ο παππούς του Ρήσου, ήταν εγγονός του ίδιου του Έλληνα! Ο Ρήσος είναι τρισέγγονο του Έλληνα, του γενάρχη των Ελλήνων!
![]() |
|
Το ιερό “της Νύμφης” το οποίο βρίσκεται έξω από το βόρειο τείχος της Αμφίπολης, λίγα μέτρα από την βόρεια πύλη. Στο κέντρο διακρίνουμε το βυθισμένο πιθάρι. |
“… γεννάτε δε και εν τω Παγγαίω όρει βοτάνη, κιθάρα καλούμενη, διά ταύτην την αιτίαν: Διασπαράξασαι τον Ορφέα, τα μέλη του προειρημένου εις ποταμόν έβαλον Έβρον, και η μεν κεφαλήν του θνητού, κατά πρόνοιαν θεών, εις δράκοντα μετέβαλε την μορφήν του σώματος, η δε λύρα κατεστηρίσθη, κατά προαίρεσιν Απόλλωνος, εκ δε ρευστάντος αίματος ενεφάνη βοτάνη, κιθάρα καλούμενη, των δε Διονυσίων τελουμένων, αύτη κιθάρας αναδίδωσιν ήχον, οι δ’ εγχώριοι νεβρίδας περιβεβλημένοι θύρσους κτρατούντες, ύμνον άδουσιν, και τότε φρονήσεις, όταν έση φρονών, καθώς ιστορεί Κλειτώνυμος εν τω γ’ των τραγικών”.
Πλούταρχος “Περί Ποταμών”
Πάνω στο Παγγαίο μας λέει ο Πλούταρχος φυτρώνει ένα βοτάνι που ονομάζεται κιθάρα. Είναι αποτέλεσμα του ραντίσματος του βουνού από το αίμα του Ορφέα, όταν αυτόν τον διαμέλισαν οι Μαινάδες. Αυτό το βοτάνι βγάζει ήχους κιθάρας, όταν τελούνται τα Διονύσια μυστήρια και τότε οι ντόπιοι φοράνε τομάρια, και κρατώντας θύρσους ψάλλουν ύμνους.
![]() |
|
Ιέρεια του Βάκχου σε ζωγραφιά του 19ου αιώνα, ντυμένη με τομάρι και κρατώντας θύρσο. |
Είναι η γέννηση μετά τον θάνατο, είναι ο αιώνιος κύκλος της ζωής, όπως τον αντιλαμβανόταν η Ελληνική εθνική μας παράδοση. Η κιθάρα και η μουσική, φτιαγμένη από το αίμα του νεκρού Ορφέα.
Μα και το ίδιο το Παγγαίο ονομάζεται έτσι από έναν μυθικό ήρωα που μοιάζει στον Οιδίποδα. Είναι ένας ακόμα πανάρχαιος μύθος. Και θα τον εξηγήσουμε, αφού πρώτα τον εξιστορήσουμε.
Ο Παγγαίος ήταν γιος του θεού Άρη και της Κριτοβούλης, και άθελά του έγινε τραγικός αιμομίκτης, όχι με την μητέρα του όπως ο Οιδίποδας, αλλά με την θυγατέρα του. Στην τιμωρία του εαυτού του, αντί για την εθελούσια τύφλωση επέλεξε τον θάνατο. Αυτοκτόνησε μπήγοντας το σπαθί στα σωθικά του, πάνω στο όρος που μέχρι τότε ονομαζόταν Καρμάνιο και από εκεί και μετά πήρε το όνομά του.
“Τη θυγατρί κατ’ αγνοιαν συγγενόμενος έδραμεν εις Καρμάνιον όρος και δια λύπης υπερβολήν σπασάμενος το ξίφος εαυτόν ανείλεν…”
Πλούταρχος “Περί Ποταμών”
Τούτος ο μύθος είναι πανάρχαιος, διότι είναι μύθος πρωτοσυνείδησης. Είναι ο άνθρωπος που κατανοεί την συγγένεια. Ενώ τα ζώα, από όπου προέρχεται και το είδος μας, ζευγαρώνουν μόλις ενηλικιωθούν μεταξύ τους. έτσι λοιπόν ο Παγγαίος, δεν σκότωσε τον εαυτό του, μα σκότωσε το ζώο μέσα του, όταν αναγνώρισε την πατρική σχέση του με την θυγατέρα.
Τούτο το όρος λοιπόν, το Παγγαίο, που τόσο υμνήθηκε, γνωρίζουμε πως είχε και ένα μαντείο του Διόνυσου. Αυτό λειτουργούσε και κατά τους ιστορικούς χρόνους. Ήταν μάλιστα υπό την εποπτεία του θρακικού φύλλου με το όνομα “Σάτρες”, ενώ σύμφωνα με τον Ηρόδοτο Σάτρες ήταν και οι περίφημοι Βησσοί, φύλο ιερατικό του θεού Διόνυσου. Η σχέση του Διόνυσου με τον τόπο μας ξέρουμε ότι ήταν ιδιαίτερη. Γνωρίζουμε ότι οι θεοί που λατρευόταν ιδιαίτερα στην περιοχή μας ήταν τέσσερις. Ο Άρης, ο Διόνυσος, η Άρτεμης και από τους βασιλικούς οίκους ο Ερμής. Για τον Διόνυσο τώρα τον μάντη και τον τόπο μας, διαβάζουμε μια ιστορία του Όμηρου από την Ζ’ ραψωδία της Ιλιάδας:
“…τι μήτε κι ο Λυκούργος μπόρεσε, του Δρύαντα ο γιος ο γαύρος,
χρόνια πολλά να ζήσει, ως τα ‘βαλε με τους θεούς στα ουράνια.
Στο άγιο βουνό της Νύσας κάποτε του Διόνυσου τις βάγιες,
του βακχευτη θεού, κυνήγησε᾿ κι ευτύς ετούτες όλες
πετούσαν καταγής τους θύρσους τους᾿ κι ο αντροφονιάς Λυκούργος
με τη βουκέντρα του τις κέντριζε, κι ο Διόνυσος φοβήθη
και στο γιαλό βουτάει᾿ κι η Θέτιδα τον δέχτη στην αγκάλη
σκιαγμένο᾿ τι οι φωνές τον τρόμαξαν περίσσια του Λυκούργου.
Με τούτον όμως οι τρισεύτυχοι θεοί θύμωσαν τότε,
κι ο γιος του Κρόνου τον ετύφλωσε᾿ χρόνια πολλά και πάλι.
Όμως δεν έζησε, τι οι αθάνατοι τον οχτρεύτηκαν όλοι.”
Φυσικά το όρος Νύσα, (Ηγάθεον Νυσήιον, Νύσιο πεδίο) γνωρίζουμε ότι είναι στον νομό μας, μα ο ίδιος μύθος σωμένος από τον Απολλόδωρο δεν θα μας αφήσει καμία αμφιβολία:
“Λυκούργος δε παις Δρύαντος, Ηδωνών βασιλεύς, οι Στρυμόνα ποταμόν παροικούσι, πρώτος υβρίσας εξέλαβεν αυτόν. Και Διόνυσος μεν εις θάλασσα προς Θέτιν…”
Ο μύθος ο οποίος μας σώζεται από πολλές πηγές, είναι ένας κλασικός μύθος ασέβειας προς τους θεούς, ο οποίος καταλήγει φυσικά σε συντριβή του θνητού, σε τραγωδία. Άλλωστε ο συγκεκριμένος μύθος ενέπνευσε τον μεγάλο τραγωδό Αισχύλο για να γράψει μία τριλογία με τις τραγωδίες Ηδωνοί – Βασσαρίδες – Νεανίσκοι κι ένα σατυρικό δράμα με την ονομασία Λυκούργος.
Ο Λυκούργος λοιπόν, Θράκας βασιλιάς της περιοχής μας, έδειξε ασέβεια προσπαθώντας να διώξει την λατρεία του θεού από το βασίλειό του (κατά ορισμένες εκδοχές του μύθου, μεταφορικά να τον σκοτώσει). Ο θεός έφυγε προς στιγμήν από τον τόπο του τρομαγμένος και βρήκε προστασία από την Θέτιδα. Αλλά ο Λυκούργος με την πράξη του αυτή ξεσήκωσε την οργή των θεών οι οποίοι τον εχθρεύθηκαν. Στην κατάληξη ο Λυκούργος τυφλώνεται, ενώ σε πιο τραγικές διηγήσεις, τρελαίνεται από τον θεό και σαν ένας άλλος Αίαντας, νομίζοντας πως κόβει κληματσίδες, σκοτώνει τους συγγενείς του, το ίδιο του το παιδί, και ήρθε στα λογικά του όταν άρχισε να χτυπά με το τσεκούρι και τα ίδια του τα πόδια. Όταν είδε τι έκανε τότε τυφλώθηκε. Μία τρίτη παραλλαγή θέλει τον θεό να ξεραίνει τη γης και αυτή να μην δίνει καρπούς. Μήνυσε δε μέσω του μαντείου του, πως δεν θα ξαναγινόταν γόνιμη η γη, εάν δεν τιμωρηθεί με θάνατο ο Λυκούργος. Τότε οι Ηδωνοί πήραν τον βασιλιά του και τον επέβαλαν σε φριχτό θάνατο στο Παγγαίο, όπου “κατασπαράχτηκε από άλογα”.
Μα αν στους αρχαιότερους μύθους έχουμε τον αέναο κύκλο της φύσης, την συνείδηση, στους μύθους των θνητών, η μοίρα στέκεται εκεί και παραμονεύει με την τραγωδία. Κανένας δεν μπορεί να είναι ήσυχος και μόνο για ένα θα πρέπει να είναι σίγουρος, πως κάθε χαρά στη ζωή, είναι υποχρεωμένος να την πληρώνει με ισόποση λύπη. Και όσο πιο μεγάλη η χαρά, τόσο και μεγαλύτερη και η λύπη. Τέτοια ιστορία θα σας διηγηθώ στην επόμενη ανάρτηση. Μία τραγωδία που συνέβη σε τούτα τα χώματα που πατάμε και δεν γνωρίζουμε, εάν ενέπνευσε κάποιον μεγάλο ή μικρότερο τραγωδό, για να διδαχτεί στο θέατρο της Αμφίπολης.
Η αττική τραγωδία είναι το ευγενικότερο προϊόν
που έσωσε να δημιουργήσει ο άνθρωπος στον πλανήτη,
σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του…
Δ. Λιαντίνης
Η αττική τραγωδία δημιουργήθηκε μέσα από μύθους, σαν αυτόν που συντελέστηκαν στη γη του αγνού Στρυμόνα. Έναν μύθο που σας τον διηγηθώ αμέσως τώρα.
“Λόγος μέν ἐστ᾽ ἀρχαῖος ἀνθρώπων φανείς,
ὡς οὐκ ἂν αἰῶν᾽ ἐκμάθοις βροτῶν, πρὶν ἂν
θάνῃ τις, οὔτ᾽ εἰ χρηστὸς οὔτ᾽ εἴ τῳ κακός·”
Έτσι ξεκινά ο Σοφοκλής της τραγωδία του Τραχίνιαι, που πάει να πει στην νέα απόδοση, πως “υπάρχει ένας λόγος αρχαίος των Ελλήνων,
πως των ανθρώπων τη ζωή, προτού κανείς πεθάνει,
καλή αν ήταν η κακή, να γνωρίσεις δεν μπορείς.”
Και η ιστορία μας ξεκινά μέσα στην κοιλιά του Τρωικού αλόγου. Εκεί μαζί με τον Διομήδη, τον Οδυσσέα και τον Μενέλαο, ήταν στριμωγμένα και τα πιο γενναία παλικάρια των Αχαιών. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δημοφών από την Αθήνα, γιος του ίδιου του ήρωα Θησέα και της Φαίδρας. Το όνομά του Δημοφών σημαίνει Δημοφόων = δήμος (τόπος, λαός) + φόως (φως, λάμψη), “το φως του λαού, αυτός που φωτίζει το λαό του”. Ο Δημοφών είχε στο πλάι του τον αδερφό του τον Ακάμα. Στην Τροία τους οδήγησε ένα κοινό μυστικό. Όταν το βράδυ άνοιξε η καταπακτή και βγήκαν οι αντρόκαρδοι Αχαιοί από το ξύλινο άλογο, έτρεξαν στην πύλη του Ιλίου, την άνοιξαν και μέσα ξεχύθηκε ο στρατός του Αγαμέμνονα. Κραυγές και φωτιές και λεηλασία, μα τα δυο αδέρφια δεν έπαιρναν τίποτε, δεν ήθελαν κάτι να τους βαραίνει τα χέρια, είχαν τα μάτια καρφωμένα στις γυναίκες, ώσπου μέσα στις φωτιές και στο πλήθος, αναγνώρισαν το πρόσωπο που λαχταρούσαν. Ήταν η Αίθρα, η γιαγιά τους. Την είχε απαγάγει ο Πάρης, όταν κλέφτηκε με την Ελένη. Την Αίθρα την είχαν πάει στο παλάτι της Ελένης οι Διόσκουροι. Τα δυο παλικάρια δεν πήραν κανένα άλλο λάφυρο από την Τροία. Μόνο την γιαγιά τους. Τέτοια συμφωνία έκαμαν.
![]() |
|
Τα αδέρφια Δημοφών και Ακάμας ελευθερώνουν την γιαγιά τους Αίθρα. |
Έτσι ο Δημοφών πήρε τον δρόμο του γυρισμού για την Αθήνα. Στον δρόμο της επιστροφής πέρασε από την χώρα των Οδομαντών, οι οποίοι εξουσίαζαν την πεδιάδα ανατολικά του Στρυμόνα. Εκεί τον φιλοξένησε η εικοσάχρονη Φυλλίδα, κόρη του βασιλιά τους του Σίθωνα. Ήταν κεραυνοβόλος ο έρωτας των βασιλόπουλων. Λένε πως έκαναν δυο παιδιά μαζί και πως μέσα στην εύφορη πεδιάδα, βασίλευαν από τους πρόποδες του Παγγαίου, μέχρι εκείνους του Μενοίκιου όρους.
Ως που μια μέρα ήρθε μια είδηση για τον Δημοφώντα, πως ο θρόνος στην Αθήνα άδειασε και πως θα έπρεπε να βασιλέψει. Κρύος ιδρώτας έλουσε την όμορφη Φυλλίδα, ως που ο Δημοφών της έδωσε όρκο, πως θα γυρίσει σε ένα μήνα ότι και αν του τύχει. Θα φροντίσει να δοθεί με ασφάλεια για την πατρίδα του ο θρόνος αλλού και αυτός θα γυρίσει για να βασιλέψει μαζί με την όμορφη γυναίκα του, σε τούτον τον τόπο. Η Φυλλίδα του έδωσε να έχει μαζί του ένα κουτί, που το ζήτησε όμως να το ανοίξει μόνο εάν αποφάσιζε να μην γυρίσει πίσω. Ήταν της ίδιας της Ρέας το παράξενο τούτο το δώρο.
Μα στο δρόμο έπιασε φουρτούνα, από εκείνες που ο θυμωμένος Ποσειδώνας μετά τα Τρωικά έστελνε σε όλους τους Αχαιούς, με πρώτο τον Οδυσσέα. Έτσι το καράβι του Δημοφώντα έφτασε στην Κύπρο. Οι μέρες περνούσαν και ο ήλιος έδυσε 29 φορές στο όρος Δύσωρον, που σχηματίζει εκείνες τις τραχιές μα και μεγαλοπρεπείς δύσεις του ήλιου. Τέτοιες που κάνουν το άλγος του νόστου, να γίνεται βαρύτερο στο στήθος των ερωτευμένων. Την τριακοστή μέρα που ήταν και η τελευταία από την διορία που έδωσε ο ίδιος ο Δημοφών στον εαυτό του, η βασιλοπούλα, πήρε παράλληλα τον Στρυμόνα και έφτασε μέχρι την θάλασσα. Μάταια περίμενε ως που την έπιασε η νυχτιά. Κανένα πλοίο δεν φάνηκε στον κόλπο του Στρυμόνα. Πήρε τον δρόμο του γυρισμού, διανυκτερεύοντας στην πρώτη πόλη του βασιλείου της μετά την θάλασσα. Εννέα οδούς την ονόμαζαν την πόλη και η Φυλλίδα έδωσε εννέα κατάρες στους Αθηναίους, μέσα στην απέραντη θλίψη. Δεν άντεξε όμως η ερωτευμένη νέα να γυρίσει στο παλάτι της. Την βρήκαν το πρωί, να είναι μία ξεραμένη αμυγδαλιά. Άλλοι είπαν πως πέθανε από θλίψη, άλλη πως κρεμάστηκε στην ίδια την αμυγδαλιά αυτή. Οι θεοί όμως την μεταμόρφωσαν και την ίδια σε αμυγδαλιά. Από την κορφή των εννέα οδών, να αγναντεύει από τη μια την θάλασσα, μήπως και γυρίσει ο αγαπημένος της, από την άλλη να θωρεί το βασίλειο που άφησε.
Ο Δημοφών όμως δεν ξέχασε ποτέ την υπόσχεση για την αγαπημένη του. Έτσι αν και άργησε επέστρεψε στο βασίλειό τους. Στις Εννέα οδούς όμως τον μήνυσαν τα κακά μαντάτα. Έτρεξε τότε και αγκάλιασε με τέτοια ορμή την ξερή αμυγδαλιά που εκείνη έβγαλε ξανά φύλλα. Μέσα στην θλίψη του ο Δημοφών θέλησε να δει τι είχε το κουτί που του έδωσε η αγαπημένη, μόλο που εκείνη του είπε να το ανοίξει, μόνο αν αποφάσιζε να μην γυρίσει πίσω. Μόλις άνοιξε το κουτί, ενώ ήταν καβάλα πάνω στο περήφανο Θρακιώτικο άλογό του, εκείνο αφιονίστηκε και τον έριξε πάνω στο ίδιο του το σπαθί.
Οι Οδόμαντες προς τιμήν της βασίλισσάς τους, ονόμασαν όλον εκείνον τον τόπο ανατολικά του νομού τους, Φυλλίς, και ακόμα και σήμερα εκείνη την επαρχία το κράτος την ονομάζει επαρχία Φυλλίδος.
Λένε πως η πρώτη από τις εννέα κατάρες της Φυλλίδας ήταν η αυτοκτονία της Αίθρας, μόλις έμαθε για τον θάνατο του εγγονού της. Μα οι ιστορικοί στο μέλλον, το είδαν καθαρά. Εκείνον τον τόπο που τον έλεγαν Εννέα οδούς, οι Αθηναίοι τον εποίκησαν μετά από αιώνες και τον ονόμασαν Αμφίπολη. Εννέα φορές ηττήθηκαν εκεί οι Αθηναίοι σε πόλεμο. Από του πελταστές του Δράβησκου με τους δέκα χιλιάδες νεκρούς, μέχρι την συντριβή και τον θάνατο του Κλέωνα και ως που η Αμφίπολη χάρισε την νίκη του Πελοποννησιακού πολέμου στην Σπάρτη, οδηγώντας την μεγάλη Αθήνα σε παρακμή.
Ο Δημοφών έδωσε όρκο στους θεούς, για κάτι που δεν ήξερε ότι θα μπορέσει να εκτελέσει, αντί να δώσει μία φρόνιμη απάντηση και να ζητήσει από την όμορφη γυναίκα του υπομονή και πίστη, στα μέτρα των θνητών. Έτσι όπως κλείνει ο Σοφοκλής την τραγωδία Αντιγόνη, θα κλείσω και εγώ τούτο τον μύθο που σας διηγήθηκα:
Η φρόνηση στην ευτυχία είναι το πιο σημαντικό.
Πρέπει στους θεούς ασέβεια να μην δείχνουμε.
Πάντα τα μεγάλα λόγια των θνητών
με μεγάλες συμφορές θα πληρώνονται,
έτσι που στο πέρασμα του χρόνου
θα διδάσκουν την φρόνηση.
Ο μύθος έχει πολλές παραλλαγές. Για παράδειγμα η αυτοκτονία του παλικαριού, γίνεται με τον αδερφό του Δημοφώντα, τον Αδάμαντα και μάλιστα στην Κύπρο. Επιλογή δικιά μου είναι να τον διηγηθώ έτσι με αποσπάσματα των εκδοχών, αντί για ακαδημαϊκές στεγνές παρουσιάσεις των εκδοχών αυτών. Άλλωστε ο μύθος είναι κυρίως αυτό: Διήγηση.
Ιδιαιτέρως ευχαριστούμε το blog http://emmanouilpapas.blogspot.gr
By Spiros Sideris
A new round of interpretations opens with the conclusions of the study of skeletal residues of the burial monument on the hill Kasta in Amphipolis. Of the five skeletons that were discovered it was revealed that they belong to a woman over 60, two men (35-45 years), an infant and a male who had been burned and there are still a few elements remaining.
The study of DNA will show if there are kinship ties among the dead. However, the prevalent scenario according to scientists of the Greek Ministry of Culture refer to Olympiada, mother of Alexander the Great as the woman who was found buried. “The only woman who could justify the existence of the Lion at the top of the hilltop is the mother of Alexander. Olympiada had been in charge of an army in two occasions; once of the Mollosons (of whom she originated) and once of the Macedonians by marriage with Philip II. She moved against Cassander as leader of the Macedonians and let’s not forget that she led the Army of Epirus when she needed to face him, in order to strengthen the position of the small at the time son of Alexander.
The scraping of the bones is attributed, accordance to the estimates of the interdisciplinary team which investigated material (Universities Aristotle and Democritus), to grave robbers’ activity. “It is clear now that the scrambling can be attributed to them”. Now for the coexistence of the newborn, the two men and the ashes of the male next to the elderly woman, they will become “food” for historians and other scientific disciplines. “Besides, the children of Cassander and Thessaloniki (half sister of Alexander) were grandchildren of Olympiada. And as mentioned by historical sources they killed each other”, archaeologists point out.
Woman in menopause
The woman is estimated, according to the sex determination made under specific indicators – to be over 60 years old, height 1.57m, as shown by the long-bone measurements. Indeed, the largest number of bones found in the cist tomb belong to the female skeleton.
Death by a sharp instrument
The men are thought to be between 35-45 years of age.
It is noted that the relatively youngest of the two males, with a height calculated at 1.68 m, bear cut marks on the left and upper thoracic area, on two bones and to the cervical vertebra, as well as to the lower surface of the sternum end of the left clavicle. They were consistent with aggressive blows-injuries, which should have been caused by contact with a sharp instrument eg knife and were the cause of his death, since they do not appear to have healed.
The second man, with a height of 1.62 to 1.63m, is slightly older than the first, has evidence transverse fully healed fracture in his right radius, relatively close to the right wrist. Moreover, both men have degenerative osteoarthritis and spondylitis lesions in different parts of their skeletons.
The infant
The fourth person is a newborn, but scientists were unable to determine the sex, since the morphological characteristics of sex discrimination in the bones of infants are not clear.
The ashes
From the fifth person are saved just only nine (9) fragments, especially long bones, that bare all deformations and discolorations (off white and blue / gray) (photo) found in cases of complete combustion incarnate dead and probably belongs to an adult person.
The general condition the skeletal residues were found point to the scraping from anthropogenic interference, which apparently involved both the inside the space 4 and inside the cist tomb.
A number of analytical methods in the skeletal findings of the burial monument of the Kasta hill castes will give more information for better documentation, relating to pathological deteriorations, their diet, the affinity and the place of origin of these people, ie whether they are people who were born and raised Amphipolis or people who have moved from somewhere else in their lives and were buried in this tomb.
This article was originally published in: BalkanEU.com
Read more at: http://archaeologynewsnetwork.blogspot.dk/2015/01/alexander-great-virtual-museum-to-be.html?utm_sour#.VL653S6Pmdd
Archaeologists may have yet to find conclusive proof of Alexander the Great’s body, but they have turned up the remains of five people in the ancient Amphipolis tomb.
Bones of an unidentified woman, a newborn baby and two men, as well as fragments of a cremated person, were unearthed in an underground vault on the site.
The Greek Culture Ministry said research on the bones showed the buried woman was 60 years old, while the two men were aged 35 to 45 years old.
Alexander the Great was said to be 33 when he died, while his mother Olympias died aged 59 – although the ministry has not said whether the bones belong to either of these dignitaries.
It is expected, however, that Alexander and his mother would have been buried in separate tombs – especially given the fact they died seven years apart.
The other male could be the rumoured remains of Alexander’s general, but further tests will need to be carried out.
The Amphipolis site, believed to be the largest ancient tomb to have been discovered in Greece, dates back to Alexander’s era, around 300 to 325 BC.
The ancient conqueror died in Babylonia – in present day Iraq – in 323 BC, after a military campaign across the Middle East extending out to present-day Pakistan.
His mother Olympias died in 316 BC.
Alexander’s exact burial site is not known, but historians place it in the Egyptian city of Alexandria.
Speculation that the limestone grave in the Amphipolis tomb site might belong to the legendary leader, to one of his generals, or to family members has been rife since the dig began back in 2012.
But it ramped up last summer after a number of chambers, and later the underground vault, were unearthed.
The Culture Ministry added the woman was approximately 5ft 1in (1.57 metres) tall.
The two men were aged 35 to 45 years old. One of the men (pictured) had cut marks in his left chest that were most likely from mortal injuries inflicted by a knife or small sword. The men had an estimated height of 5ft 3in (1.62 metres) to 5ft 7in (1.68 metres), the ministry said
One of the men had cut marks in his left chest that were most likely from mortal injuries inflicted by a knife or small sword, the ministry said. But, Alexander was said to have died of a fever.
Both males had an estimated height of 5ft 3in (1.62 metres) to 5ft 7in (1.68 metres).
Armour previously found, which is said to have belonged to either Alexander or his father Philip II of Macedon, reportedly would have fitted a person who measured around 5ft 2in.
But Andrew Stewart, an expert on Alexander art, placed Alexander’s height closer to 5ft 7in.
The few burned bone remains of the fifth interred person, who was cremated, could not reveal the person’s gender and authorities said further testing would be carried out.
The few burned bone remains of the fifth interred person,who was cremated, could not reveal the person’s gender and authorities said further testing would be carried out. Further analysis will also be done on the bones of the woman and two men to determine if they were related. The bones from the newborn are shown
Bones with indicated cut marks were among the remains found in the underground vault. The vault was discovered in November when the culture ministry confirmed an entrance to a subterranean room was found lying beneath the vast burial complex’s third chamber, found in September
Further analysis will also be done on the bones of the woman and two men to determine if they were related.
‘Part of the analysis will look into a possible blood relationship, but the lack of teeth and cranial parts that are used in ancient DNA analysis may not allow for a successful identification,’ the ministry said.
Excavations at the site near Greece’s second city of Thessaloniki began in 2012 and captured global attention last August when archaeologists announced the discovery of a vast tomb guarded by two sphinxes and circled by a 1,630ft (497-metre) marble wall.
Since then the tomb has also yielded a colourful floor mosaic depicting the abduction of Persephone, the daughter of Zeus, the supreme deity of ancient Greece, as well as two sculpted female figures known as Caryatids.
Experts have so far uncovered huge statues in the tomb (the exterior is pictured) but are concerned that due to the positioning of some of the finds, it may have been looted
Experts initially warned that the third chamber was probably the tomb’s last, and that it may have been robbed in antiquity with any remains destroyed.
They said the plethora of finds hint that the massive mound was intended for an important woman – possibly the wife or mother of Alexander the Great.
At a press conference at the archaeological Museum of Amphipolis in November, the archaeologists said: ‘The tomb has obviously experienced human intervention, as we can see so far.
Archaeologists also found a female head belonging to a headless sphinx. Because it was found further into the tomb than the mythical creature’s body, it suggests the tomb may have been opened years ago. The head has tumbling curls, (pictured) which experts say were once painted a red colour
‘Since the beginning of the announcements, we had said and repeated several times that we have very strong indications of looting.’
‘Under the present evidence, we cannot speak of another room. This monument, as revealed, is extremely important, not just for the area and Macedonia alone, but also for history and archaeology.
‘It also confirms that a lot of time needs to be spent on studying it: it’s possible that the scientific community will be discussing this monument and its significance in the science of history and archaeology for the next 10 or 15 years even.’
Despite the discovery of the other chamber, experts were said to be convinced that important and valuable artefacts laid in the tomb have been removed.
There are even suggestions that British soldiers stationed in Macedonia during World War One, came across the tomb and removed artefacts.
Last year, the Greek Ministry of Culture recently showed off the mosaic measuring 15 feet (4.5 metres) by 10 feet (3 metres) that covers the whole floor of a room.
The female figure in it is Persephone – daughter of Zeus and the harvest goddess Demeter – who is wearing a white robe and riding in a chariot.
Experts say the scene shows her being abducted by Pluto and being led to the underworld.
She goes on to become queen of Hades for half of every year.
The scene, based on ancient Greek myths, was popular for illustrating tombs at the time and a mural on a similar theme is found in another royal tomb at Aiges, nearby.
The mosaic is composed of tiny pieces of white, black, blue, red, yellow and grey stone to form an image of a chariot drawn by two white horses, driven by a Pluto – a bearded man wearing a crown of laurel leaves.
It is being protected with layers of Styrofoam and a temporary wooden floor, while archaeologists work on revealing the tantalising contents of the next chambers.
The mosaic dates from the fourth century BC, matching dating of the other finds, which are also from the time of Alexander the Great.
There is widespread speculation over who was buried at the site – from Roxana, Alexander’s Persian wife, to Olympias, the king’s mother, to one of his generals.
A number of scholars believe that the presence of female figures, known as caryatids, show that the tomb belongs to a female.
Writer Andrew Chugg, who has published a book on the search for the legendary leader’s tomb, as well as several academic papers, told The Greek Reporter that sphinxes guarding the tomb are decorated in a similar way to those found in the tombs of two queens of Macedon, including the king’s grandmother.
The recently-uncovered mosaic shows Persephone being abducted by Pluto (pictured), who according to the ancient tale, is taking her to the underworld aboard a chariot
In Greek mythology, Persephone is the daughter of Zeus and the harvest goddess Demeter. The tale in which she is carried off to live in the underworld with Pluto, has inspired many great works of art, such as a statue by Gian Lorenze Bernini (left) and Dante Gabriel Rossetti (right) who chose to depict her with darker hair
He goes on to explain that the sphinxes guarding the tomb are most similar to a pair at Saqqara, which is thought to be the site of the first tomb of Alexander the Great – whose body, it is thought, was moved around after his death.
He also points out that the facades of the tombs of Alexander the Great’s father, Philip II and Alexander IV, are similar to the façade of the lion monument found, which was thought to have originally stood atop the mystery tomb.
In addition to this there are also similarities between the Serres paving and rosettes and those found inside Philip II’s.
With all this, he believes the grand burial was built for Olympias or Alexander the Great’s wife, Roxane, who are both thought to have died at Amphipolis around the same time as the tomb’s construction in the last quarter of the 4th century BC.
Mr Chugg thinks it was most likely built for Olympias because the caryatid female figures are probably Klodones – the priestess of Dionysus.
Greek writer Plutarch said in a biography about Alexander the Great that his mother consorted with the priestess.
In it, he writes that Philip II dreamt that he closed Olympia’s womb with a lion seal, which perhaps explains the lion statue thought to have been placed on top of the mysterious burial mound.
Experts believe the ancient mound, situated around 65 miles (100km) from Thessaloniki, was built for a prominent Macedonian in around 300 to 325BC.
not just for Greece but for the entire Balkanic peninsula, and described it as being of ‘global interest’.
Prime Minister Antonis Samaras added the discovery ‘is clearly extremely important’.
Alexander, who started from the northern Greek region of Macedonia to build an empire stretching as far as India, died in 323 B.C. and was buried in Egypt.
His fellow royals were traditionally interred in a cemetery near Vergina, to the west, where the lavishly-furnished tomb of Alexander’s father, Philip II, was discovered during the 1970s.
But archaeologists believe the Amphipolis grave, which is surrounded by a surprisingly long and well-built wall with courses of marble decorations, may have belonged to a senior ancient official.
Dr Peristeri argued the mound was originally topped by a large stone lion that was unearthed a century ago, and is now situated around 3 miles (5km) from the excavation site.
Geophysical teams have identified there are three main rooms within the huge circular structure.
In the past, the lion has been associated with Laomedon of Mytilene, one of Alexander’s military commanders who became governor of Syria after the king’s death.
A paper sponsored by Harvard University that was published 70 years ago hints that this might be the case and that Laomedon worked as a language interpreter and sentry during the king’s Asian campaigns, GreekReporter.com said.
Posted by ancientweb
Οι αρχαίοι πρόγονοί μας είχαν θεοποιήσει πολλές στιγμές και εκφάνσεις της καθημερινότητας ή της κοινωνικής ζωής και πράγματα που δεν μπορούσαν αν ερμηνεύσουν ή να αιτιολογήσουν περνούσαν μέσα από τη μυθολογία σαν έργα και δημιουργήματα «θεών και ημιθέων».
Στην ελληνική μυθολογία, εκτός από τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, που θεωρούνταν οι σημαντικότεροι, υπήρχαν και άλλοι θεοί που δεν κατοικούσαν στο θεϊκό αυτό βουνό. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο θεόςΔιόνυσος. Ήταν ο πιο πρόσχαρος από τους θεούς και από τους πιο αγαπητούς στους ανθρώπους μιας και τους πρόσφερε το αμπέλι και το κρασί
Ο εύθυμος θεός ταξίδευε συνέχεια, επισκεπτόταν πολλές χώρες και πολιτείες για να μάθει στους ανθρώπους πώς να καλλιεργούν τα κλήματα και πώς να φτιάχνουν από τους καρπούς τους το κρασί. Και βέβαια, ως θεός της χαράς και του κεφιού, δεν ταξίδευε μόνος του. Τον ακολουθούσε ένα πολύβουο πλήθος.
Στο πλήθος αυτό έβλεπες γυναίκες που χόρευαν μ’ έξαλλο τρόπο, τις Μαινάδες όπως λέγονταν, και παράξενα όντα που ήταν άνθρωποι και ζώα μαζί, που τους έλεγαν Σάτυρους και Σιληνούς. Ενίοτε απεικονίζεται να κάθεται δεξιά του πατρός του στα ολύμπια δώματα.
Ο Διόνυσος ως μυθολογική οντότητα «δεν είναι μήτε παιδί ούτε άντρας, αλλά αιώνιος έφηβος, καταλαμβάνοντας μια θέση ανάμεσα στους δύο». Με αυτή τη μορφή, αντιπροσωπεύει «το πνεύμα της ενέργειας και της μεταμορφωτικής δύναμης του παιχνιδιού» γεμάτο πονηριά, εξαπάτηση και στρατηγικές που υποδεικνύουν είτε τη θεϊκή σοφία ή το αρχέτυπο του «κατεργάρη», παρόν σε όλες σχεδόν τις μυθολογίες του κόσμου.
Πιστοί ακόλουθοι του θεού πορεύονταν μαζί του στα μεγάλα ταξίδια. Μ’ επικεφαλής τον Διόνυσο διέσχισαν την Αίγυπτο, τη Λιβύη κι άλλες χώρες στην Αφρική. Έπειτα πήγαν και στην Ασία, στους Άραβες, στουςΛυδούς, στους Φρύγες, φτάνοντας μέχρι και την Ινδία,όπου και ο πιο τολμηρός θαλασσοπόρος δεν κατάφερε να φτάσει.
Αλλού τους υποδέχονταν φιλικά, αλλού τους κορόιδευαν ή τους αντιμετώπιζαν σαν εχθρούς. Πάντα όμως επικρατούσε η καλοσύνη του Διόνυσου και των συντρόφων του. Γρήγορα συμφιλιώνονταν με τους κατοίκους, που μάθαιναν πώς να καλλιεργούν το αμπέλι. Το υπέροχο ποτό που κερνούσε ο θεός σκόρπιζε παντού το κέφι. Έκανε τους ανθρώπους να ξεχνούν τις στενοχώριες τους και να ζωγραφίζεται στα πρόσωπά τους το χαμόγελο. Όπου περνούσε ξεκινούσε τρικούβερτο γλέντι και δεν ακούγονταν άλλο τίποτα παρά οι εύθυμοι ήχοι των μουσικών οργάνων και τα ζωηρά τραγούδια.
Πώς λοιπόν να μη λάτρευαν οι άνθρωποι αυτοί το θεό; Κι ήταν θεός, παρόλο που η μητέρα του ήταν θνητή, ηΣεμέλη, η κόρη του βασιλιά της Θήβας Κάδμου. Ο Διόνυσος ωστόσο απέκτησε την αθανασία, που ξεχωρίζει τους θεούς από τους θνητούς και επειδή πατέρας του ήταν ο Δίας αλλά περισσότερο επειδή γεννήθηκε από θεό τη δεύτερη φορά. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, ο Διόνυσος δυο φορές γεννήθηκε.
Όταν ο Δίας σαγηνεύτηκε από την παρθενική ομορφιά της Σεμέλης, την πλησίασε κι ενώθηκε μαζί της. Καρπός της ένωσής τους ήταν οΔιόνυσος. Η Ήρα όμως δεν επρόκειτο όμως ν’ αφήσει ασυγχώρητη κι αυτή την απιστία του συζύγου της. Τυφλωμένη από τη ζήλια της και διψώντας για εκδίκηση, εμφανίστηκε στη Σεμέληκαι με πονηρό τρόπο την έπεισε να ζητήσει από τον εραστή της να εμφανιστεί ως θεός κι όχι μ’ ανθρώπινη μορφή, όπως πάντα εμφανιζόταν μπροστά της. Αυτό θ’ αποδείκνυε πως την αγαπά πραγματικά.
Αφελής κι ανυποψίαστη η κόρη του Κάδμου, την επόμενη φορά που την επισκέφτηκε ο Δίας στην κάμαρά της, του ζήτησε να πάρει τη θεϊκή μορφή του. Μάταια προσπάθησε ο Δίας με λόγια αγάπης να τη μεταπείσει. Λυγίζοντας μπροστά στην επιμονή της εμφανίστηκε μεγαλοπρεπής, φωτεινός σ’ όλο το θεϊκό του μεγαλείο. Ήταν αδύνατο όμως ν’ αντέξει η άμοιρη θνητή τη λάμψη των κεραυνών και των αστραπών που εκτινάσσονταν από τα χέρια του. Την ώρα που οι φλόγες την τύλιγαν ο Δίας έσωσε το βρέφος που είχε στα σπλάχνα της και το έραψε στο μηρό του.
Όταν συμπληρώθηκαν εννιά μήνες, ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε από το πόδι του θεϊκού πατέρα του. Ο βασιλιάς των αθανάτων ήξερε πολύ καλά πως η ζηλόφθονη σύζυγός του θα έστρεφε γρήγορα το θυμό της στο νεογέννητο παιδί. Γι’ αυτό ανέθεσε στον Ερμή τη φύλαξή του. Αυτός το παρέδωσε στην αδερφή της Σεμέλης,την Ινώ. Η πανούργα Ήρα όμως έστειλε τρέλα στην Ινώ και τον άντρα της κι άρχισαν ανελέητα να σκοτώνουν τα παιδιά τους. Η θεά έλπιζε πως θα σκοτώσουν έτσι και τον Διόνυσο, αλλά ο φτερωτός θεός πρόφτασε και γλίτωσε το μικρό Διόνυσο και τον εμπιστεύτηκε αυτή τη φορά στις Νύμφες.
Αυτές τον ανέθρεψαν με περισσή στοργή κι αγάπη, στο δάσος όπου κατοικούσαν. Πράγματι, πουθενά αλλού δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε να μεγαλώνει ο θεός του αμπελιού, παρά σ’ ένα ειδυλλιακό τοπίο γεμάτο δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια. Εκεί ποτέ δε συναντούσε ανθρώπους. Κι όταν ο βασιλιάς Λυκούργος διατάραξε την ηρεμία της συντροφιάς κυνηγώντας τις Νύμφες, κατατρομάζοντας τονΔιόνυσο, τιμωρήθηκε σκληρά από τον Δία, που τον τύφλωσε. Έτσι σκληρή ήταν πάντα η τιμωρία για όλους εκείνους τους ανθρώπους που επιβουλεύονταν το θεό Διόνυσο.
Την ίδια άσχημη τύχη είχαν και κάποιοι Τυρρηνοί πειρατές που αιχμαλώτισαν το θεό. Όταν είδαν ένα νέο τόσο όμορφο και γεροδεμένο, πίστεψαν πως πρόκειται για κάποιο αρχοντόπουλο ή ακόμα και βασιλιά. Ευχαριστημένοι με τη σκέψη πως θ’ αποκομίσουν πολλά λύτρα για να τον ελευθερώσουν, προσπάθησαν να τον δέσουν με βαριές αλυσίδες, χωρίς όμως να το πετύχουν· με μια μικρή κίνηση ο θεός τις τίναζε από πάνω του. Οι άμυαλοι θνητοί ωστόσο συνέχιζαν τις προσπάθειές τους.
Μόνο ο τιμονιέρης του καραβιού προσπάθησε να τους επαναφέρει στα λογικά τους: “Δε βλέπετε άμυαλοι πως πρόκειται για θεό; Δε φοβάστε την τιμωρία; Μπορεί να είναι ακόμη και ο Ποσειδώνας, που θα μας εκδικηθεί ρίχνοντας το καράβι μας σε άγρια τρικυμία. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον αφήσουμε ελεύθερο”.
Ο καπετάνιος και οι υπόλοιποι δε συμφωνούσαν ν’ αφήσουν να τους φύγει “τέτοιος θησαυρός”. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να ρέει στο καράβι κόκκινο κρασί που ζάλισε με τη θεϊκή ευωδιά του τους ναύτες. Ταυτόχρονα ένα κλήμα άρχισε να τυλίγει το κατάρτι και να απλώνει τα φορτωμένα με ζουμερά σταφύλια κλαδιά του σ’ όλο το καράβι. Κι ενώ σαστισμένοι παρακολουθούσαν οι ναύτες, άλλο θαύμα γίνεται μπροστά στα μάτια τους: ο όμορφος νέος που ήθελαν να αιχμαλωτίσουν μεταμορφώνεται σ’ ένα άγριο λιοντάρι που οι βρυχηθμοί του κάνουν τους ναύτες να πηδούν στη θάλασσα για να γλιτώσουν.
Όλους τους μεταμόρφωσε οΔιόνυσος σε δελφίνια και μόνο τον τιμονιέρη δεν πείραξε επιβραβεύοντάς τον για τη σύνεσή του. Όπως είδαμε, ο Διόνυσος αγαπήθηκε και λατρεύτηκε από τους ανθρώπους γιατί τους γνώρισε την υπέροχη γεύση του κρασιού. Λένε πως για πρώτη φορά το φανέρωσε στο βασιλιά τηςΑιτωλίας, τον Οινέα. Ο τσοπάνης του, ο Στάφυλος, είχε βρει ένα περίεργο φυτό γεμάτο καρπούς κι ενθουσιασμένος από τη νοστιμιά τους έφερε και στο βασιλιά του για να τον ευχαριστήσει.
Ο Οινέας έστυψε τους ζουμερούς καρπούς και απόλαυσε τον πλούσιο χυμό τους. Από τότε ο Διόνυσος ονόμασε αυτόν το χυμό οίνο και τους καρπούς σταφύλια από το όνομα του τσοπάνη. Πάντα με το θύρσο στο ένα του χέρι και ένα δοχείο κρασιού στο άλλο περιηγούνταν τις πόλεις. Όπου έβρισκε φιλόξενους και πρόσχαρους ανθρώπους, τους μάθαινε πώς να φτιάχνουν κρασί. Έτσι έγινε και με τους κατοίκους της Ικαρίας,στην Αττική, που τον υποδέχτηκαν μ’ ενθουσιασμό. Λίγο πριν φύγει από τον τόπο τους, συμβούλεψε το βασιλιά τους τον Ικάριο να φυλάξει καλά το κρασί που έφτιαξε. Αυτός όμως δεν ακολούθησε τη συμβουλή του – “τι κακό μπορεί να προέλθει από ένα τόσο ευχάριστο ποτό!” σκέφτηκε.
Οι τσοπάνηδές του, κάποια μέρα, βρήκαν τα βαρέλια και ήπιαν τόσο πολύ κρασί που μέθυσαν και άρχισαν να φέρονται μ’ άγριο τρόπο. Έχοντας χάσει τα λογικά τους σκότωσαν τον Ικάριο και η κόρη του Ηριγόνη από τη στενοχώρια της αυτοκτόνησε. Οι κάτοικοι της Ικαρίας τιμούσαν ιδιαίτερα το θεό Διόνυσο· σ’ αυτή την περιοχή καλλιεργήθηκε πολύ ο διθύραμβος, ο ύμνος προς το θεό, που συνέθεσε ο μουσικός Αρίωνας. Μάλιστα, πρόσθεσαν και κάτι καινούριο. Στο μουσικό αυτό ύμνο πρόσθεσαν στίχους. Κι επειδή αυτή τη σύνθεση την τραγουδούσαν άνθρωποι μεταμφιεσμένοι σε τραγόμορφους Σάτυρους την ονόμασαν τραγωδία.
Βέβαια, λατρευτικές εκδηλώσεις για το θεό του αμπελιού γίνονταν και σε πολλές άλλες περιοχές. Όσοι παρευρίσκονταν σ’ αυτές τις εκδηλώσεις έπρεπε να συμμετέχουν ενεργά πίνοντας κρασί και χορεύοντας υπό την επήρεια της μέθης. Όσοι αρνούνταν, ήταν εχθροί του θεού και επέσυραν την οργή του. Έτσι, τραγικό τέλος βρήκε τον Πενθέαπου θέλησε να παρακολουθήσει κρυφά τις οργιαστικές εορτές. Οι Μαινάδες, μια από τις οποίες ήταν και η μητέρα του, μέσα στη μανία που τις είχε καταλάβει, όρμησαν επάνω του και τον κατασπάραξαν. Επίμονα αρνούνταν να λάβουν μέρος στις λατρευτικές τελετές οι κόρες του βασιλιά Μίνωα, όπως και του βασιλιά Προίτου. Προσβλημένος ο Διόνυσοςτις έκανε να χάσουν τα λογικά τους. Άλλοι λένε ότι για τη μανία που κατέλαβε τις νεαρές κόρες του Προίτουαιτία ήταν η Ήρα.
Σκληρός τιμωρός εμφανίζεται ο Διόνυσος στους εχθρούς του και σ’ όσους είναι αντίθετοι στον τρόπο λατρείας του. Συνάμα γενναιόδωρος ευεργέτης σ’ όσους τον τιμούν και τον ευχαριστούν.
Όταν ο βασιλιάς Μίδαςφιλοξένησε το δάσκαλό του, το γέρο Σιληνό, που είχε χαθεί, αυτός δέχτηκε να εκπληρώσει την επιθυμία του για να τον ευχαριστήσει. Ο άπληστος Μίδαςζήτησε να μπορεί ό,τι πιάνει να το μετατρέπει σε χρυσάφι. Σύντομα ο δύστυχος διαπίστωσε πως θα γινόταν βαθύπλουτος αλλά θα πέθαινε από την πείνα και τη δίψα. Το ψωμί που άγγιζε να φάει μετατρεπόταν σε χρυσό και το νερό που ήθελε να πιει σε χρυσαφένιες σταγόνες. Μετανιωμένος ζήτησε από το θεό να τον κάνει όπως πριν και ο Διόνυσος που τον λυπήθηκε του είπε πως αν λουστεί στα νερά του Πακτωλούποταμού θ’ απαλλαχτεί από το μαρτύριό του.
Ο θεός του γλεντιού δεν είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες, όπως οι υπόλοιποι θεοί. Οι γυναίκες στη ζωή του είχαν διαφορετική θέση: υπήρξαν παραμάνες του όταν ήταν μικρός και συντρόφισσές του στ’ ασταμάτητα γλέντια του.
Κάποτε ερωτεύτηκε την όμορφη Αριάδνη,όταν την είδε να κοιμάται ήρεμα και γαλήνια, μοιάζοντας με θεά. Η κόρη του Μίνωα μαζί με τον Θησέα επέστρεφαν στην Αθήνα από την Κρήτη. Ξυπνώντας ένα πρωί στη Νάξοη Αριάδνη βλέπει πως ο σύντροφός της έφυγε και την εγκατέλειψε. Χωρίς να το ξέρει η ίδια, είχε έρθει ο Διόνυσος στ’ όνειρο τουΘησέα και μ’ απειλές τον ανάγκασε να φύγει για να κάνει δική του την όμορφη νέα.
Ολομόναχη όπως ήταν στο έρημο νησί, σαν σωτήρας εμφανίστηκε ο θεός μπροστά της, νέος, γεροδεμένος, στεφανωμένος ως συνήθως με κισσόφυλλα. Αφού έγινε ο γάμος τους, πέταξαν με το άρμα του θεού προς τον ουρανό.
Στη γη οι άνθρωποι τον ευχαριστούσαν για το θεϊκό δώρο του και για την ξενοιασιά που απλόχερα τους μοίραζε. Οι γιορτές που γίνονταν προς τιμή του ήταν ένα αδιάκοπο γλέντι, όπου όλοι μεθούσαν και τραγουδούσαν. Μ’ αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με τον αγαπητό τους θεό. Πληροφορίες που προσλαμβάνουμε από την Γραμμική Β΄ μας οδηγούν στην υπόθεση πως ο Διόνυσος ως αρχαία θεότητα ήταν ήδη γνωστός στον 12ο αιώνα
Η λατρεία του του σχετίζεται με τους εορτασμούς της βλάστησης, της ιερής τρέλας που προκαλεί η πόση του οίνου και της γονιμότητας. Κοινό στοιχείο στις λατρευτικές πρακτικές του είναι το στοιχείο της έκστασης, ενίοτε της οργιαστικής φρενίτιδας, που απελευθερώνει από τις φροντίδες της καθημερινότητας, προσδίδοντάς του την προσωνυμία Λύσιος.Πέραν του γεγονότος λοιπόν ότι το όνομά του συνδέθηκε με μία από τις αρτιότερες μορφές του ελληνικού λόγου, το δράμα προς τιμήν του διοργανώνονταν μεταλοπρεπείς γιορτές, όπως τα «Κατ’ αγρούς Διονύσια»,τα «Λήναια», «Ανθεστήρια» και τα «Μεγάλα Διονύσια».
Τρεις είναι οι κύριες μορφές, με τις οποίες εμφανίζεται οΔιόνυσος στη λατρεία του. Με έμβλημα τον φαλλό , το δένδρο -εξ ου και η προσωνυμία δενδρίτης- ή τον ταύρο είναι θεός της γονιμότητας και προστάτης των καλλιεργειών, κυρίως της αμπέλου. Στη δεύτερη μορφή του είναι ο ενθουσιαστικός Διόνυσος, με εμβλήματα τον θύρσο και τηδάδα, όπως επίσης την ακολουθία, των Μαινάδων, των Βακχών, των Θυιάδων, των Ληνών και των Βασσαριδών, όπως τις μετέφερε η μυθολογική αφήγηση. Στην τρίτη και αρχαιότερη μορφή του είναι οντότητα του Κάτω Κόσμου και φέρει την προσωνυμία Ζαγρεύς (ο μέγας κυνηγός).
Είναι γιος του καταχθόνιου Δία και της Περσεφόνης. Σε αυτή την τρίτη μορφή οι Ορφικοί τον ενσωμάτωσαν ως κυριότερη θεότητά τους, ερχόμενοι σε αντίθεση με τους διονυσιαστές, τους οπαδούς του ενθουσιαστικού Διονύσου
Με τον Διόνυσο θεό των δένδρων και των φυτών πραγματοποιείται η επιστροφή στο «ζωώδες πάθος» της φύσης, μακριά από τους περιορισμούς και τις αποκρυσταλλώσεις που επιβάλλει ο «εξορθολογισμός», κάτι που διακρίνεται άμεσα στις Βάκχες του Ευριπίδη. Με την προσωνυμία «βρόμιος» λατρεύθηκε κυρίως ως θεός γεννημένος από το δημητριακό «βρόμος» και το οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται, χωρίς να είμαστε σίγουροι ποιο ακριβώς είναι αυτό το δημητριακό, πιθανώς να ήταν η βρώμη
theancientweb.wordpress.com
Σαγαλασσός είναι αρχαιολογική τοποθεσία στην νοτιοδυτική Τουρκία, περίπου 100 χιλιόμετρα βόρεια της Αττάλειας(τούρκικα: Antalya), και 30 χιλιόμετρα από το Μπουρντούρ και την Ισπάρτα (την αρχαία Σπάρτη της Μικράς Ασίας). ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
By continuing to use the site, you agree to the use of cookies. more information
The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.