Πολύ πριν από την άφιξη των Ελλήνων στην Ελλαδική χερσόνησο και συνακόλουθα και στην περιοχή του Παγγαίου, κατοικούσαν εδώ οι προέλληνες, λεγόμενοι αλλιώς και Πελασγοί, για την ύπαρξη των οποίων και στην περιοχή μας μίλησε ο Αισχύλος σ’ ένα θαυμάσιο χορικό της τραγωδίας του ΙΚΕΤΙΔΕΣ.
Ο Όμηρος ανάμεσα στους θρακοπελασγικούς λαούς που πολέμησαν στο πλευρό των Τρώων κατά τον Τρωικό Πόλεμο συγκαταλέγει τους Βρίγες ή Φρύγες και τους Παίονες, δύο λαούς οι οποίοι ήταν συγγενείς μεταξύ τους και με τους Τρώες και οι οποίοι κατοικούσαν στην προομηρική εποχή στη Μακεδονία, οι μεν Φρύγες στην περιοχή του Βερμίου της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας, οι δε Παίονες στο επάνω μέρος της κοιλάδας του Αξιού, όπου είχαν για πρωτεύουσα την Αμυδώνα. Όμως ο κύριος όγκος των Φρυγών μετανάστευσε στη Μ. Ασία πριν από την εποχή του Τρωικού πολέμου, ήδη δε από τα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ. οι Δωρικής καταγωγής Μακεδόνες άρχισαν να εκτοπίζουν από τη σημερινή κεντρική και δυτική Μακεδονία όλα τα φύλα που κατοικούσαν εκεί, φθάνοντας οι ίδιοι σταδιακά μέχρι τα παράλια, όπου είχαν αρχίσει να φθάνουν και οι Έλληνες της Νοτίου Ελλάδος και να ιδρύουν τις αποικίες τους. Δύο από τα φύλα που έδιωξαν ήταν οι Φρύγες που είχαν απομείνει στην περιοχή μετά τη μετανάστευση του λαού τους στη Μ. Ασία και οι Παίονες. Ένα μέρος των Φρυγών και όλοι οι Παίονες αναγκάστηκαν έτσι υπό την πίεση των Μακεδόνων να μετακινηθούν προς τα βόρεια και τ’ ανατολικά, όπου πέραν του Στρυμόνος παρέμειναν επί αιώνες, (Σιντική, Οδομαντική, Ηδωνίς), όπου τους βρήκε κι ο Ηρόδοτος να κατοικούν, να κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδος των Σερρών και να έχουν τις πόλεις τους πάνω στο Στρυμόνα ποταμό, αναμειχθέντες όμως και με τους Θράκες και τους Έλληνες αποίκους των παραλίων αποτέλεσαν το πληθυσμιακό υπόβαθρο του Παγγαίου κατά τους ιστορικούς χρόνους.
Όσο όμως σημαντικός κι αν υπήρξε ο ρόλος των Παιόνων, των Φρυγών και των άλλων αρχαίων φύλων της περιοχής μας στη διαμόρφωση της ιστορίας της περιοχής, ένας άλλος μεγάλος λαός που ήδη από τ’ αρχαϊκά χρόνια αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του Παγγαίου και γενικά της μεταξύ του Στρυμόνα και του Νέστου χώρας, οι Θράκες, ήταν εκείνος που έδωσε στο Παγγαίο και την περιοχή του τη μοναδική του ιστορική ταυτότητα, ήταν εκείνος που έφερε το Παγγαίο, τους θεούς του και τις λατρείες του τόσο κοντά στους Έλληνες κι επηρέασε τόσο πολύ τη φιλοσοφική τους σκέψη.
Αυτό το μέγα έθνος, αποτελούμενο από πλήθος επιμέρους φυλών, κατείχε ανέκαθεν ολόκληρη τη μεταξύ του Νέστου και του Στρυμόνα περιοχή και κατά συνέπεια και το Παγγαίο, που μέχρι την εποχή του βασιλέως των Μακεδόνων Φιλίππου του Β’ εθωρείτο Θράκη, στα πρώτα δε ιστορικά χρόνια (7ο και 6ο αϊ. π.Χ.) βρίσκονται εδώ διάφορα φύλα του, αναμεμειγμένα με Παιονικά και Φρυγικά υπολείμματα του παρελθόντος, ενώ στα παράλια αρχίζουν ήδη να ιδρύονται οι πρώτες Ελληνικές αποικίες των Ελλήνων, η Νεάπολις των Θασίων και οι παράλιες πόλεις της Θασιακής Περαίας ή Ηπείρου.
Ήδη λοιπόν από τον 7ο π.Χ. αιώνα συνωστίζεται γύρω από το Ιερό Όρος της αρχαιότητας ένα φυλετικό και γλωσσικό μωσαϊκό, οι λόγοι τώρα αυτού της ύπαρξης του οποίου είναι πολύ γνωστοί κι εμφανίστηκαν πολλές φορές στην ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι οι ίδιοι λόγοι που τον προηγούμενο αιώνα ώθησαν πλήθη Ευρωπαίων αλλά και Ασιατών να μετακινηθούν προς το Δυτικό Τμήμα των Η.Π.Α., για την αναζήτηση χρυσού. Είναι με άλλα λόγια το πνεύμα της περιπέτειας κι ο πόθος του ανθρώπου για τον εύκολο πλουτισμό, που τον κάνει ν’ αναζητά πάντα το μυθικό Ελντοράντο.
Πράγματι, πέρα από το μεγάλο πλεονέκτημα που της παρείχε η θαυμάσια από γεωγραφική άποψη θέση της, αυτή η προνομιούχα περιοχή είχε κατά τους αρχαίους χρόνους εξαιρετικά πλούτη. Τα προϊόντα όμως που παρήγε η εύφορη γη της και τ’ απέραντα δάση της δεν ήταν τίποτε συγκρινόμενα με τους θησαυρούς των μεταλλείων της. Για αιώνες τα πλούσια μεταλλεία του Παγγαίου παρείχαν σε μεγάλη αφθονία το χρυσό και τον άργυρο, η αναζήτηση των οποίων αποτελούσε το πιο σπουδαίο ζήτημα για την περιοχή στη διάρκεια των αιώνων και είναι το μυστικό όλης της ιστορίας της.
Γύρω στον 7ο π.Χ. αιώνα τα δύο σπουδαιότερα θρακικά φύλα που διαδραμάτισαν κυρίαρχο ρόλο στα δρώμενα του Παγγαίου στους ιστορικούς χρόνους, οι Ηδώνες ή Ηδωνοί και οι Πίερες, κατοικούσαν ακόμη στις προγονικές εστίες τους, οι πρώτοι στην πέραν του Στρυμόνος Μυγδονία και οι δεύτεροι στους πρόποδες του Ολύμπου, τη μέχρι και σήμερα καλούμενη Πιερία. Ήδη όμως από τον 7ο αιώνα και μετά και κυρίως γύρω στα τέλη του 6ου και αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα εκδιώχθηκαν από τους πρώτους Μακεδόνες βασιλείς, οι μεν Πίερες από τον Πέρδικα τον Ίο, οι δε Ηδώνες ή Ηδωνοί από τον Αλέξανδρο τον Ίο κι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στην εδώθε του Στρυμόνα περιοχή και να εγκατασταθούν, οι μεν Πίερες στην νότια του Παγγαίου εκτεινόμενη Πιερία Κοιλάδα, ανατολικά μέχρι τη σημερινή Ελευθερούπολη και νότια μέχρι και τη θάλασσα, που πήρε έκτοτε το όνομα τους και ονομάστηκε Πιερικός Κόλπος, όπως όλα αυτά τ’ αναφέρει ο Θουκυδίδης στο 2ο βιβλίο της Ιστορίας του.
Παράλληλα στη βορείως του Παγγαίου περιοχή κατοικούσαν άλλα θρακικά φύλα, πρώτο των οποίων οι Οδόμαντες, ανάμεσα στον κάτω ρου του Στρυμόνα και στον ορεινό όγκο του Παγγαίου, ενώ βορείως του Παγγαίου και στην πεδιάδα των Σερρών κατοικούσαν οι Παναίοι, (ο Θουκυδίδης τους τοποθετεί “ου πόρρω Αμφιπόλεως”), οι Δερσαίοι ή Δερραίοι, κατ’ άλλους στην περιοχή των Φιλίππων και ειδικότερα στη δυτική πλευρά των βουνών της Λεκάνης, απ’ όπου απομακρύνθηκαν προς τα βόρεια, όταν κατέλαβαν όλη την περιοχή τους οι Ηδωνοί και κατ’ άλλους στην περιοχή της λίμνης Δοϊράνης κ.λπ.
Γύρω από το Παγγαίο επίσης σε μικρούς αριθμούς και’ βόρεια των σημερινών Σερρών συνωθούνταν, όπως ήδη αναφέραμε πιο μπροστά, υπολείμματα των Παιάνων, στα οποία φαίνεται πως ανήκαν οι Σιρροπαίονες, οι Δόβηρες, οι Παιόπλαι κ.λπ. ενώ πάνω στο ίδιο το Ιερό Παγγαίο ζούσε και κυριαρχούσε μια σκληροτράχηλη πολεμική φυλή, οι Σάτρες, που ήταν εκείνοι που κυρίως, (χωρίς παράλληλα να υπολείπονται και οι Πίερες και οι Οδόμαντες) εκμεταλλευόταν τα μεταλλεύματα του Παγγαίου.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ
Ήδη από τη νεολιθική εποχή και την εποχή του χαλκού αλλά κύρια κατά την εποχή του σιδήρου το νησί της Θάσου συνδεόταν πολιτιστικά με τους προϊστορικούς οικισμούς της απέναντι ακτής, όπως τον οικισμό του Ορφανίου, του Ακροποτάμου, της Γαληψού, του Ντικιλι τάς, των Σιταγρών κ.λπ.
Στους τελευταίους αιώνες αυτής της περιόδου και ειδικότερα πριν τον 7ο αιώνα π.Χ., οπότε στη Θάσο κατοικούσαν θρακικά φύλα και φοίνικες άποικοι, οι σχέσεις τους με την απέναντι ακτή είναι βέβαιες και μέχρι το πρώτο τέταρτο του 5ου π.Χ. αιώνα όλοι αυτοί εκμεταλλεύονται μόνοι τους κι ελεύθερα τα μεταλλεία της Σκαπτής Ύλης στην περιοχή του Παγγαίου (ή κατά νεώτερους ιστορικούς στην περιοχή των βουνών της Λεκάνης).
Στο δεύτερο μισό του 7oυ αιώνα π.Χ. και μετά τον αποικισμό της Θάσου από Πάριους, Πάριοι και Θάσιοι από κοινού εμφανίζονται στην απέναντι της Θάσου ακτή, έχοντας στο μάτι τους κυρίως τον πλούτο των μεταλλευμάτων του Παγγαίου, αποικίζουν ολόκληρη την ακτή αυτή, που την ονομάζουν Θασίων Ήπειρο ή Περαία, και ιδρύουν, γύρω στα 650 π.Χ. τη Νεάπολη, τη σημερινή Καβάλα, ενώ σιγά-σιγά και ιδιαίτερα κατά τον 4ο αϊ. ολοκληρώνουν τα Θασίων Εμπόρια, δηλαδή τους παραλιακούς οχυρούς οικισμούς – αποικίες τους, κτισμένα πάνω σε θέσεις παλαιότερων οικισμών, εν πολλοίς θρακικής προελεύσεως. Τέτοια εμπόρια που εξελίχθηκαν σε πραγματικές πόλεις κράτη και βρισκόταν στην παραλία απ’ όπου διέρχεται η σημερινή Εθνική Οδός Καβάλας-Θεσσαλονίκης ήταν η Γαληψός, η Απολλωνία και η Οισύμη, αλλά και η πιερική πόλη Φάγρης, στη θέση του σημερινού χωριού Ορφάνι και άλλοι ανώνυμοι οικισμοί.
Είναι όμως μέχρι τουλάχιστον σήμερα γενικά αποδεκτό ότι οι Θάσιοι ποτέ δεν κατόρθωσαν να διεισδύσουν με μόνιμες εγκαταστάσεις (αποικίες) στο εσωτερικό της Περαίας τους, να περάσουν δηλαδή με άλλα λόγια την παραλιακή κορυφογραμμή του Συμβόλου και να εγκατασταθούν μόνιμα στη γύρω από το Παγγαίο περιοχή, η οποία παρέμεινε υπό την απόλυτη κυριαρχία των σκληροτράχηλων θρακικών φύλων που την κατοικούσαν. Μόνο το 356 π.Χ. ο ρήτορας Καλλίστρατος από τις Αφίδνες των Αθηνών καταδικάζεται άδικα σε θάνατο και καταφεύγει κατ’ αρχάς στη Μεθώνη της Μακεδονίας κι από κει στη Θάσο, όπου μπαίνει επικεφαλής μιας ομάδας θασίων αποίκων η οποία έρχεται στον παλιό θρακικό οικισμό Δάττον ή Κρηνίδες και ιδρύει την πρώτη και μοναδική όπως φαίνεται θασιακή αποικία στο εσωτερικό της περιοχής του Παγγαίου, κάνοντας πραγματικότητα, έστω και για λίγα μόνο χρόνια, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το όνειρο γενεών ολόκληρων Θασίων να εγκατασταθούν μόνιμα στην ενδοχώρα της Περαίας τους.
Ας επανέλθουμε όμως και πάλι στο Παγγαίο. Το 513 π.Χ. ιδρύεται δίπλα στον ποταμό Στρυμόνα από Μιλησίους αποίκους υπό τον τύραννο της Μιλήτου Ιστιαίο η πόλη Μύρκινος, με σκοπό ποιόν άλλο; την εκμετάλλευση των μεταλλευμάτων του Παγγαίου.
Στη διάρκεια της Ιωνικής επανάστασης και συγκεκριμένα το 497 π.Χ. ο νέος τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας έρχεται επικεφαλής Μιλησίων επαναστατών στη Μύρκινο, με στόχο την κατάληψη του θρακικού οικισμού των Εννέων Οδών, (της μετέπειτα Αμφιπόλεως) αλλά η επιχείρηση του αποτυχαίνει, γιατί οι επίδοξοι άποικοι σφάζονται από τους κατοίκους της περιοχής.
Την ίδια εποχή ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος, επωφελούμενος από τις διαμάχες των βασιλέων των Παιάνων του Παγγαίου, έστειλε τον στρατηγό του Μεγάβαζο να επιτεθεί στο εσωτερικό της χώρας τους, όπου βρήκε τις πόλεις τους ανοχύρωτες και τις κατέλαβε. Τότε οι Παίονες αναγκάστηκαν να διασκορπιστούν, όσοι δε συνελήφθησαν, (Σιριοπαίονες, Παίονες κατοικούντες μέχρι την Πρασιάδα λίμνη, τη σημερινή Δοϊράνη και το άνωθεν αυτής όρος Δύσσωρον), οδηγήθηκαν από τους Πέρσες στην Ασία μαζί με τις οικογένειες τους, απ’ όπου κατάφεραν να γυρίσουν μερικά χρόνια αργότερα, με τη βοήθεια του τυράννου της Μιλήτου Αρισταγόρα.
Μετά την καταστολή της Ιωνικής Επανάστασης ακολουθεί η εκστρατεία του Μαρδόνιου στην Ελλάδα, η οποία, άσχετα από το άδοξο τέλος της στον Άθω, αποφέρει στα 492 π.Χ. στους Πέρσες την Θάσο, την Μακεδονία και τη θρακική ακτή. Εν τούτοις, παρ’ όλες τις φρουρές που ο Μαρδόνιος εγκαθιστά παντού, οι θρακικές φυλές του Παγγαίου διατηρούν τα εδάφη τους και ορισμένες, ακόμη και την ανεξαρτησία τους.
Το 480 π.Χ. ξεκίνησε η εκστρατεία του νέου Πέρση Βασιλιά, του Ξέρξη, στην Ελλάδα. Ο τελευταίος, περνώντας με τ’ αναρίθμητα στρατεύματα του από την περιοχή, ανάγκαζε όλα τα θρακικά φύλα και όλους τους κατοίκους των πόλεων απ’ όπου περνούσε, ν’ ακολουθούν το στράτευμα του, υποταγμένοι στον ίδιο. Πέρασε έτσι κι από την περιοχή μας, ακόμη κι από την πόλη μας, διέσχισε την Πιερία Κοιλάδα όπου πέρασε έξω από τα τείχη των Π ιερών θρακών, το Πέργαμον και τον Φάγρητα, (που βρισκόταν εκεί όπου βρίσκονται σήμερα αντίστοιχα η Μουσθένη και το Ορφάνι), όπως για όλα αυτά μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ενίσχυσε τις περσικές φρουρές στις πόλεις, δεν κατόρθωσε όμως κι αυτός να υποτάξει όλους τους Θράκες του Παγγαίου και ιδιαίτερα τους ορεσίβιους Σάτρες των κορυφών του, οι οποίοι, όπως λέει ο Ηρόδοτος “ουδενός ανθρώπου υπήκοοι εγένοντο”.
Τον πλούτο όμως της ίδιας περιοχής εποφθαλμιούσαν ήδη από πολύ πρώιμη εποχή και οι Αθηναίοι. Ήδη κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. ο εξόριστος στο Παγγαίο Πεισίστρατος, μετέπειτα τύραννος των Αθηνών, πλούτισε αρκετά από τα μεταλλεία του ώστε να μισθοδοτήσει μισθοφόρους και να προετοιμάσει την επιστροφή του στην Αθήνα.
Ο Μιλτιάδης, ο νικητής των Περσών στο Μαραθώνα, που από τον γάμο του με την Ηγησιπύλη, θυγατέρα του Θράκα Βασιλιά της περιοχής του Παγγαίου, Ολόρου, είχε αποκτήσει δικαιώματα στα χρυσωρυχεία του βουνού, πρώτος θέλησε να οδηγήσει τους Αθηναίους στο Παγγαίο, αλλά τον εμπόδισε η αποτυχία της αθηναϊκής εκστρατείας κατά των Κυκλάδων.
Ο γιος του Κίμων, διατηρώντας τα δικαιώματα του πατρός του στα χρυσωρυχεία του Παγγαίου, επικεφαλής των Αθηναίων ήλθε να κάνει πραγματικότητα το όνειρο του πατέρα του και το 475 π.Χ. κατόρθωσε να καταλάβει την πρώτη πόλη της περιοχής, την παλιά θρακική πόλη Κίονα, (ανάμεσα στη σημερινή παραλία Οφρυνίου και στις εκβολές του Στρυμόνα), για να την χρησιμοποιήσει σαν βάση για τις επιχειρήσεις του προς κατάκτηση της θρακικής ενδοχώρας. Στην κατάληψη της Ηιόνας φαίνεται να έλαβε μέρος κι ο μεγάλος Αθηναίος τραγικός ποιητής Αισχύλος, διότι στην τραγωδία του “Πέρσες” περιγράφει την περιοχή σα να την γνώριζε πολύ καλά.
Οι επιτυχίες όμως αυτές των Αθηναίων τους έφεραν σε σύγκρουση με τους Θασίους, των οποίων κινδύνευαν πλέον ολοφάνερα τα οικονομικά συμφέροντα και γι’ αυτό το 465 π.Χ. οι Θάσιοι αποστάτησαν από την Α’ Αθηναϊκή συμμαχία. Οι Αθηναίοι έστειλαν τότε ισχυρές δυνάμεις για να πολιορκήσουν τη Θάσο (την οποία υπέταξαν μετά από δύο χρόνων πολιορκία), ενώ την ίδια ακριβώς εποχή έστειλαν και 10.000 Αθηναίους αποίκους, με επικεφαλής τους στρατηγούς Λέαγρο και Σωφάνη, για να καταλάβουν την πλούσια θρακική ενδοχώρα. Αυτοί όμως οι άποικοι, μολονότι κατέλαβαν τη θρακική πόλη Εννέα Οδοί, (την μετέπειτα Αμφίπολη), νικήθηκαν εν τέλει από τις ενωμένες δυνάμεις των ορεσίβιων και σκληροτράχηλων Θρακών της περιοχής και κατεσφάγησαν όλοι ανεξαιρέτως από τους τελευταίους στη Δραβησκό (σημερινό Δραβήσκο του Ν. Σερρών).
Οι Αθηναίοι, σοκαρισμένοι από αυτή την άνευ προηγουμένου καταστροφή, δεν μπόρεσαν να ξαναγυρίσουν στην περιοχή παρά μόνο μετά από 28 χρόνια. Τότε, (στα 437 π.Χ.) Αθηναίοι άποικοι μ’ επικεφαλής τον οικιστή Αγνωνα κατέλαβαν τις Εννέα Οδούς και στη θέση τους ίδρυσαν την περιφημότερη αποικία των Αθηνών, την Αμφίπολη, αποκτώντας έτσι πια άμεση πρόσβαση στο Παγγαίο και στην πλούσια περιοχή του.
Η Αμφίπολη, κτισμένη σε μια προνομιούχο περιοχή, πάνω σε υψηλούς λόφους που τους περιέβρεχε ο Στρυμόνας, ήλεγχε τις εκβολές του τελευταίου, είχε άμεση πρόσβαση στη θάλασσα μέσω του παραλιακού επινείου της, της Ηιόνος, στην εύφορη κοιλάδα του Στρυμόνα, στις βορείως του Παγγαίου πεδινές εκτάσεις του σημερινού Ν. Σερρών και βέβαια στο ίδιο το Παγγαίο, τον αντικειμενικό στόχο όλων των μέχρι τότε προσπαθειών κατάκτησης της περιοχής.
Ο οικιστής όμως ‘Αγνών, μολονότι τείχισε την Αμφίπολη και την έκανε μια θαυμάσια πόλη, εν τούτοις διέπραξε ένα μοιραίο λάθος. Εγκατέστησε σ’ αυτήν, εκτός από Αθηναίους αποίκους και κατοίκους από τη γειτονική κι εχθρική προς την Αμφίπολη πόλη Άργιλο, αποικία των Ανδρίων, (οι ανασκαφές της γίνονται σήμερα αμέσως μετά τα Κερδύλλια, πάνω στην Εθνική Οδό Καβάλας-Θεσσαλονίκης) κι από τη Χαλκιδική, οι οποίοι σύντομα έγιναν εχθροί των Αθηναίων και αυτή η έχθρα, σε συνδυασμό με τις ικανότητες του Σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα, έφερε τον τελευταίο στην Αμφίπολη στα 424 π.Χ., 13 μόλις χρόνια από την ίδρυση της και μάλιστα χωρίς μάχη, αφού την πόλη παρέδωσαν στους Σπαρτιάτες οι ίδιοι οι κάτοικοι της.
Η όψιμη επέμβαση του Αθηναϊκού στόλου υπό τον ιστορικό Θουκυδίδη, στρατηγό των Αθηναίων, δεν κατόρθωσε παρά να διασώσει για τους Αθηναίους την Ηιόνα. Δύο έτη αργότερα η εκστρατεία των Αθηναίων προς ανακατάληψη της Αμφιπόλεως υπό τον Κλέωνα οδήγησε σε σύγκρουση τον τελευταίο με τον Βρασίδα και στη νέα καταστροφή των Αθηναίων, οι οποίοι πια έχασαν οριστικά αυτή την περιοχή που τόσους αγώνες είχαν κάνει για να την κατακτήσουν ‘και τόσο λίγο κατόρθωσαν να τη χαρούν.
Εν τούτοις, η έλξη που προκαλούσε στους Έλληνες αυτή η περιοχή εξακολουθούσε να παραμένει ισχυρή. Το 382 π.Χ. οι Χαλκιδείς της Χαλκιδικής, αφού συνασπίσθηκαν μεταξύ τους, συνήψαν σχέσεις με τις θρακικές φυλές που ανενόχλητες εξακολουθούσαν ακόμη τότε να εκμεταλλεύονται το Παγγαίο και πήραν μέρος στην εκμετάλλευση της.
Σαράντα εξάλλου χρόνια μετά την απώλεια της Αμφιπόλεως, οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν να ονειρεύονται την περιοχή αυτή. Έτσι στα 371 π.Χ. αυτοί, έχοντας αποκτήσει ελευθερία κινήσεων στη Θράκη, στέλνουν διαδοχικά τον Ιφικράτη και τον Τιμόθεο, για να εξαντληθούν σε ανεπιτυχείς προσπάθειες ανάληψης της πόλης από τους Μακεδόνες, που είχαν ήδη εγκαταστήσει εκεί φρουρά.
Ήδη όμως ο Φίλιππος είχε αρχίσει να βασιλεύει στη Μακεδονία. Το 359 π.Χ. απέσυρε τη μακεδονική φρουρά της Αμφιπόλεως, χάριν των Αθηναίων, την κήρυξε ελευθέρα πόλη και υποσχέθηκε να την παραδώσει στους Αθηναίους, πλην όμως αθέτησε την υπόσχεση του και το 357 π.Χ. εμφανίστηκε μπροστά στα τείχη της, την πολιόρκησε κι αδιαφορώντας για τις διαπραγματεύσεις που του πρότειναν οι Αθηναίοι, την κατέλαβε και την κράτησε για τον εαυτό του.
Το επόμενο έτος 356 π.Χ. ο Φίλιππος εισχωρεί στη Θράκη και αφού καταλαμβάνει όλη τη γύρω από το Παγγαίο χώρα των Θρακών, τους οποίους και απωθεί, (όσους δεν υποτάσσει) πέραν του Νέστου, επωφελούμενος από πρόσκληση των ίδιων των κατοίκων της πόλεως των Κρηνίδων, (που ήταν, όπως ήδη προαναφέραμε ως επί το πλείστον, Θάσιοι άποικοι), οι οποίοι υπέφεραν πολύ από τις συχνές επιδρομές των πέραν των Φιλίππων και του Νέστου πολεμικών θρακικών φυλών, έρχεται κι αφού πρώτα καταλαμβάνει την Αμφίπολη και καταστρέφει τις θα-σιακές αποικίες Γαληψό και Απολλωνία, εισέρχεται στην εν λόγω θασιακή αποικία (των Κρηνίδων), της αλλάζει το αρχαίο της όνομα σε Φιλίππους και της χαρίζει μια σύντομη περίοδο αυτονομίας διαρκείας 15 ετών, στη διάρκεια της οποίας της επιτρέπει να εκδώσει και δικό της νόμισμα, στη συνέχεια όμως κι έχοντας ήδη ολοκληρώσει την κατάληψη ολόκληρης της μεταξύ Στρυμόνα και Νέστου περιοχής, την προσαρτά, μαζί με ολόκληρη αυτή την περιοχή στο Μακεδόνικο του κράτος, το 344 π.Χ.
Την ίδια εποχή της προσάρτησης των Φιλίππων και όλης της γύρω από το Παγγαίο περιοχής στη Μακεδονική κυριαρχία, ο Φίλιππος, όπως μας λέγει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, από τη συστηματική εκμετάλλευση των πρόσφατα τότε ανακαλυφθέντων γύρω από τους Φιλίππους χρυσωρυχείων, αλλά και εκείνων του Παγγαίου, βγάζει τόσο χρυσό, ώστε μπορεί πια να πραγματοποιήσει όλους τους στόχους του, να ετοιμάσει μισθοφορικό στρατό, να εξαγοράσει πλήθη συνειδήσεων μεταξύ των Ελλήνων και να προετοιμάσει το έδαφος για τη μεγαλειώδη πορεία του γιου του Αλεξάνδρου στην Ιστορία, του οποίου η εκστρατεία επίσης από τα ίδια μεταλλεία χρηματοδοτείται.
Ολόκληρο το Παγγαίο και η περιοχή του, με τις πόλεις και τους οικισμούς του παρέμεινε υπό τη Μακεδονική κυριαρχία σε όλη τη διάρκεια των αιώνων ύπαρξης του Μακεδονικού Κράτους. Με τα τείχη των Φιλίππων να εμποδίζουν την επέκταση των φιλοδοξιών των πέραν του Νέστου λαών μέσα στα όρια της μακεδονικής κυριαρχίας, η περιοχή πέρασε σε γενικές γραμμές λίγους ευδαίμονες αιώνες ζωής.
Όταν ανδρώθηκε η Ρωμαϊκή κυριαρχία και επεκτάθηκε σε ολόκληρη την περιοχή, από το 167 π.Χ. και μετά, οι Φίλιπποι είχαν χάσει πια τη σημασία τους, ίσως και γιατί είχαν εξαντληθεί τα μεταλλεύματα που βρισκόταν παλιότερα γύρω τους, ολόκληρη δε η περιοχή μεταξύ του Στρυμόνα και του Νέστου έγινε η πρώτη από τις 4 μερίδες (επαρχίες) της μεγάλης ρωμαϊκής επαρχίας της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα της την Αμφίπολη, που εξακολούθησε να διατηρεί μαζί με την αυτονομία της κι όλη την αίγλη της και την ακμή της και να εκδίδει τα νομίσματα ολόκληρης της μερίδας, μέχρι το 146 π.Χ. που παύουν να υπάρχουν οι μερίδες και η Μακεδονία γίνεται ολόκληρη μια ρωμαϊκή επαρχία.
Το 42 π.Χ. όμως η μοίρα επιφυλάσσει στην περιοχή μια προνομιακή μεταχείριση, που σφραγίζει ανεξίτηλα την ιστορία της. Έξω από τα παλιά μακεδονικά τείχη των Φιλίππων παίζεται η τελευταία πράξη του δράματος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, αφού εκεί οι δημοκρατικοί Ρωμαίοι με στρατηγούς τον Βρούτο και τον Κάσσιο αντιμετωπίζουν τους οπαδούς της Μοναρχίας υπό τον Αντώνιο, τον Οκταβιανό (μετέπειτα Καίσαρα Αύγουστο, πρώτο Αυτοκράτορα των Ρωμαίων) και τον Λέπιδο, στην περίφημη μάχη των Φιλίππων, όπου νικώνται οι δημοκρατικοί, αυτοκτονούν οι επικεφαλής αυτών και ξεκινά για τη Ρώμη η Αυτοκρατορική περίοδος διακυβέρνησης της.
Το 42 λοιπόν π.Χ. ο Αντώνιος και ο Οκταβιανός διέβλεψαν τη σπουδαιότητα της περιοχής και ο Αντώνιος πρώτος εγκατέστησε αμέσως ρωμαίους απομάχους και ίδρυσε την πρώτη ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων, την οποία ο Οκταβιανός, γενόμενος Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο το 31 π.Χ. και την εξαφάνιση του αντιπάλου του, Αντωνίου, το 30 π.Χ. μετέτρεψε σε αυτοκρατορική αποικία, στην οποία έφερε απομάχους των ρωμαϊκών λεγεώνων αλλά και αποίκους από την Ιταλία, ελληνικής και ιταλικής καταγωγής και την προίκισε με λαμπρά οικοδομήματα, το δε 27 π.Χ. αυτός την ονόμασε Colonia Augusta Lulia Philippensis κι εξέτεινε την περιοχή της ευθύνης της σε όλη τη γύρω από το Παγγαίο περιοχή, χωρίς να παραβλέψει και την Αμφίπολη, την οποία ανακηρύσσει ελευθέρα πόλη, (civitas libera), δηλαδή πόλη με δική της εσωτερική αυτονομία και αυτοδιοίκηση. Έτσι αρχίζει η λαμπρή ιστορία μιας άλλης πόλης του Παγγαίου, αυτής των Φιλίππων.