S.’ цялата гръцка страна влезе на поклонение на diaplasthisan Lionysoy и различни митове за него са различни празници и да цени като тази на Дионис, за’ Това разстройство или объркване на гърците и римляните по-късно пристигнали до точката да призная, че е имало повече от един Dionysoi, т.е. 7 или 8 между несвързани.
Πολύ παλιά στο Παγγαίο επικρατούσε η γνώμη ότι ο Διόνυσος ήταν πάντα θεός του κυνηγιού. Φαίνεται πως οι λατρείες του κυνηγιού ήσαν πιο πολλές από τις άλλες αγροτικές λατρείες. Η διονυσιακή θρησκεία, όπως και οι λατρείες του Ρήσου, του ήρωα θράκα, του Λυκούργου, του Βραυρού και του Ζάλμοξη φαίνεται να έχουν τις ρίζες τους στα πανάρχαια χρόνια. Ο Ρήσος λατρευόταν από τους Βησσούς της Ροδόπης. Του άρεσε να κυνηγάη έφιππος στο απέραντο βουνό ελάφια, αγριόχοιρους και άλλα άγρια ζώα. Τον Ρήσο τον τιμούσαν και στην Αμφίπολη.
Στο Παγγαίο υπήρχε μεγάλο ιερό του Βάκχου θρακός, ένα μαντείο που το ιεράτευαν οι Βησσοί προφήτες. Οι σχέσεις Βάκχου και Ρήσου οφείλονταν σ’ αυτούς τους Βησσούς προφήτες και στην ύπαρξη του ηρώου του Ρήσου στην Αμφίπολη (Αρχαίες λατρείες και Μύθοι του Παγγαίου – GK. Αβτζή δημ. στο Πανσερραϊκό Ημερολόγιο).
Πάνω στο Παγγαίο ξετυλίχθηκε η δραματική ιστορία του Λυκούργου. Ο θρύλος του αναφέρεται στην Ιλιάδα. Αυτός ήταν βασιλιάς των Ηδωνών και καταδίωξε τους μύστες του Διονύσου. Ο θεός τον τιμώρησε, τρελαίνοντας τον και ο Λυκούργος πιστεύοντας ότι θα κατάστρεφε το αμπέλι κομμάτιασε τον ίδιο του τον γιό. Ο θεός τιμώρησε και την χώρα των Ηδωνών με στειρότητα πληθυσμού και οι Ηδωνοί για να εξευμενίσουν τον Βάκχο, εντείχισαν ζωντανό τον εχθρό του τον Λυκούργο σ’ ένα σπήλαιο, όπου αυτός πέθανε από την πείνα.
Με πολλές γιορτές λάτρευαν οι κάτοικοι τον Διόνυσο: με τα Μεγάλα λεγόμενα Διονύσια, με τα μικρά ή τα κατ’ αγρούς Διονύσια, με τα Λήναια, Ανθεστήρια, Αλώα, Οσχοφόρια, Αγριώνεια, Ασκώνια, και με διάφορες άλλες γιορτές σε άλλες περιοχές και πόλεις της Ελλάδος όπως με τα Λαμπτήρια στον Πειραιά, με τα Συφέρεια στην Αλέα της Αρκαδίας κ.λ.π.
Την δεύτερη και τρίτη μέρα των Ανθεστηρίων μέσα σε πήλινα δοχεία, τις χύτρες, πρόσφεραν θυσία στον χθόνιο Ερμή, για τις ψυχές των πεθαμένων. Οι 2η και 3η μέρα ονομαζόμενες χοές και χύτροι σχετίζονταν με τις ψυχές των νεκρών. Πίστευαν ότι οι νεκροί ανέβαιναν από τον Αδη να επισκεφθούν τους συγγενείς τους, που τους είχαν κάμει φαγητό από όσπρια, κάτι παραπλήσιο με τα κόλυβα που κάνουν το ψυχοσάββατο στα χωριά του Παγγαίου, αλλά και σ’ όλη την Ελλάδα.
Στα μικρά Διονύσια στα τέλη του Δεκεμβρίου γινόταν η περιφορά του Φαλλού, οι άνθρωποι τότε ήσαν ντυμένοι με προβιές και τράγινους σάκκους. Αυτό το έθιμο έχει μείνει μέχρι τις μέρες μας που στις 7 Ιανουαρίου την μέρα του Αη Γιάννη στην Νικήσιανη Παγγαίου μεταμφιέζονται με προβιές και με μεγάλες κουδούνες κρεμασμένες στον λαιμό και την μέση τους τρέχουν μέσα στο χωριό και ξεσηκώνουν τον τόπο με φωνές και πειράγματα.
Η πυρολατρεία ήταν συνηθισμένη εκείνη την εποχή και πολύ συνδεδεμένη με τους θράκες. Αναφορές έχουμε και από αρχαίους συγγραφείς “Λένε ότι οι ιέρειες με γυμνά πόδια βαδίζουν στην φωτιά χωρίς να πάθουν τίποτα” (Diod. Сицилийски). Όπως γνωρίζουμε από τον Ευριπίδη και τον Σοφοκλή η πυρολατρεία και το πυροβάδισμα ήταν ένα μέρος της λατρείας του Διονύσου.
“Επάνω στα μαλλιά έφερναν την φωτιά χωρίς να καίγονται”
(Ευριπίδη Βάκχες στ. 537)
Το έθιμο της φωτιάς διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας στην περιοχή του Παγγαίου. Τις αποκριές οι κάτοικοι κόβουν απ’ το βουνό πουρνάρια και άλλα ξερά κλαδιά τα κάμουν δεμάτια και το βράδυ της Κυριακής κάμουν το “έθιμο της Ντερβένας” και αρχίζουν και πηδούν από πάνω απ’ την φωτιά και από την θράκα.
Η γιορτή του Διονύσου γινόταν με χαρά και με την συμμετοχή όλων. Ένας κρατούσε αμφορέα με κρασί, άλλος έσερνε τράγο και άλλος καλάθι με ξερά σύκα και σε όλα αυτά απαραίτητος ήταν ο φαλλός, όπως μας λέγει ο Πλούταρχος (537, 8).
Την θρακική προέλευση αυτών των γιορτών διαπιστώνουμε και από ένα αθηναϊκό διάταγμα σχετικά με μια αποικία της την Βρέα στην Θράκη γύρω στα 445 например. Το διάταγμα αυτό ορίζει στην πόλη Βρέα να στέλνει στην Αθήνα για τα μεγάλα Παναθήναια, ένα αγγείο και μια πανοπλία και για τα Διονύσια ένα φαλλό.
Κατά την γιορτή του θεού μετέφεραν οι κάτοικοι του Παγγαίου το ξόανο του Διονύσου από τις Ελευθερές με μεγάλη πομπή, την δεύτερη μέρα από το Λήναιο σ’ ένα μικρό ναό και μετά πάλι τον επέστρεφαν στο Λήναιο. S.’ όλη αυτή την πορεία έψαλλαν διθυράμβους προς τον Ελευθερέα Διόνυσο. Αυτούς τους διθυράμβους τους έκαμαν οι ποιητές ειδικά για την λατρεία του θεού. Τις τελευταίες μέρες διδάσκονταν νέα δράματα.
Η χώρα των Ηδωνών βρισκόταν ανατολικά του Στρυμόνα, στον σημερινό χώρο Ν. Неас, Αλιστράτης, драма. Αρχικά αυτός ο χώρος κατοικούνταν από θρακοπαιονικές φυλές, όμως τον 16ο π.Χ. αιώνα ο γενάρχης των Ηδωνών βασιλιάς Ηδωνός γιός του θεού Άρη και της νύμφης Καλλιρόης (κόρης του Νέστου ποταμού) έγινε κυρίαρχος του τόπου. Οι Ηδωνοί ήσαν ονομαστοί για την οργιαστική λατρεία του Βάκχου. Ο βασιλιάς όμως Λυκούργος που θέλησε να κατάργηση την οργιαστική λατρεία του Βάκχου καταδιώχθηκε απ’ τις Μαινάδες και βρήκε οικτρό θάνατο. На 500 например. σαν αξιόλογος βασιλιάς των Ηδωνών αναφέρεται ο Γέτας του οποίου αργυρά δεκάδραχμα βρέθηκαν (και νομίσματα) με την επιγραφή ‘ΤΕΤΑ ΗΔΟΝΕΩΝ ΒΑΣΙΛΕΥΣ”. Στην πρωτεύουσα των Ηδωνών, την Ηδώνα, αλλά και στις άλλες πόλεις τους γινόταν λαμπρές γιορτές του Διονύσου.
Η εξάπλωση της λατρείας του Διονύσου όπως γνωρίζουμε από τον Όμηρο είχε φθάσει μέχρι την μακρινή Φοινίκη. Επίσης από την ιστορία του Ηροδότου γνωρίζουμε την στενή σχέση που είχαν οι Φοίνικες με τους Θράκες του Παγγαίου. Ακόμη οι κύριοι φορείς της διδασκαλείας της Διονυσιακής λατρείας ήσαν οι Φρύγες ιερείς, οι Θράκες ιερείς στην νότια Ελλάδα και μάλιστα στο δελφικό μαντείο.
Τα Αγριώνεια τελούνταν τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο γινόταν και αγώνας, μόνο για γυναίκες οι οποίες αναζητούσαν τον Διόνυσο στο βουνό ως μαινόμενες 3 νύκτες. Κατόπιν επέστρεφαν και σε συμπόσιο διασκέδαζαν λύνοντας αινίγματα και γρίφους. Η γιορτή των Αγριωνείων σχετιζόταν με τις περιπέτειες του θεού που σπαραχθείς από τους Τιτάνες επέζησε και κατέφυγε στις Μούσες. Ο Διόνυσος ήταν η προσωποποίησις της βλαστήσεως η οποία αφανίζεται τον χειμώνα και αναγεννάται την άνοιξη.
Ο χρόνος βέβαια ξεκινούσε με τα κατ’ αγρούς Λιονύσια που τελούνταν τον χειμώνα. Αυτά τελούνταν με μεγάλη ελευθερία. Οι τελεστές περιέτρεχαν επωχούμενοι σε άμαξες και έκαμαν χειρονομίες και έλεγαν βωμολοχίες, άλλοι χόρευαν γύρω από τις άμαξες (κώμος εφ’ αμαξών η απλός).
Η δεύτερη γιορτή ήσαν τα Λήναια που ακολουθούσαν ένα μήνα μετά. Πανηγύριζαν με πομπή και αγώνες τραγωδών και κωμωδών. Στο τέλος η πομπή κατέληγε στο Λήναιο και εθυσιάζετο τράγος, ενώ χορός γύρω απ’ τον βωμό έψαλλε διθυραμβικές ωδές στον θεό.
Η τρίτη διονυσιακή γιορτή ήταν τα Ανθεστήρια ένα μήνα μετά κατά την αρχή της ανοίξεως. Στην γιορτή αυτή γίνονταν αγώνες και τελούνταν μυστήρια (άρρητα ιερά) την νύκτα σε αρχαίο ναό.
Η τέταρτη γιορτή ήσαν τα μεγάλα Λιονύσια ή των εν Άστει, ένα μήνα μετά. Ποιητές, υποκριτές, χορηγοί και χορευτές εμφανίζονταν ενώπιον του λαού και προανήγγελλαν τα δράματα. Αυτές οι πρώτες γιορτές ήσαν τα Ασκληπιεία μετά του Προαγώνος, μετά γινόταν η Πομπή, ο Κώμος, οι Λυρικοί αγώνες και τα Πάνδια. Πολλές νέες τραγωδίες παρουσιάζονταν. Ανάλογα με τα Διονύσια των Ελλήνων ήσαν και τα Liberalia αργότερα των Ρωμαίων.
Στα κατ’ αγρούς Διονύσια γινόταν πρός τιμήν του θεού και άλλες γιορτές όπως οι: Хамак, Αγριώνεια, γιορτής των Χύτρων, τα Ασκώλια, γιορτή των Χοών. Στην παιδιά του ασκωλιασμού οι παίζοντες νέοι έπρεπε να φθάσουν τρέχοντας στον ασκό που βρισκόταν στο μέσον των θεατών και εκεί πατώντας ορμητικά με το ένα πόδι προσπαθούσαν να κρατηθούν σε ισορροπία και να χορεύουν στον φουσκωμένο ασκό που ήταν αλειμμένος με λάδι για να γλυστρά. Οι περισσότεροι έπεφταν και ο κόσμος γελούσε. Όποιος όμως μπορούσε να κρατηθεί και να χορεύει ανεκηρύσσετο νικητής και ελάμβανε σαν έπαθλο ένα ασκό γεμάτο κρασί.
(F)’ Αγριώνεια συνήθως ο ιερέας του Διονύσου την νύχτα της γιορτής έπεφτε απότομα σε όργιο και καταδίωκε με το σπαθί στο χέρι τις γυναίκες κάποιας οικογενείας για να σκοτώσει κάποια αν μπορούσε, както беше отчетено от Плутарх.
Ο Πενθέας κατά το όνομα φαίνεται για θεός του πένθους και του θανάτου, αντίθετα με τον Βάκχο που ήταν θεός της ζωής και της αναδημιουργίας. Από τον θάνατο ή την βλάστηση του χωραφιού από τα πολύ παλιά χρόνια προήλθαν όλες οι αγροτικές ιεροτελεστίες.