Мы, Alexandreis, Antiocheis, Seleykeis,
k ' многочисленные египетские и сирийские греки Epiloipoi
K ' такие Mideia, и Persidi, и другие.
С ними обширные территории,
С разнообразный drasi вдумчивый корректировок.
И Koinin греческий диалект
Как и в Baktrianin pigamen, как индейцы.
(Отрывок из "в 200 p. X. »,. Кавафиса.)
Расширение греков в мире с кампании Александра Македонского, вызвали глубокие изменения в поведении греков между ними и в их поведение по отношению к другим народам. Новые греческие города Востока были греки из каждой области греческого мира. Сожительство так много греков из разных источников, привело к нормализации расовых различий в языке, Закон, Религия и обычаи. На совещании греков и «варваров» получил через контакты различных элементов новое качество. Люди были вынуждены пересмотреть их личности, который был прежде всего индивидуальные и больше не коллективные. . Вот почему эллинистической эпохи как Главная особенность атомизма, Хотя универсальность играет важную роль в аспектах эллинистический дух. Но в то же время, как больше опыта они были греки, более отделяет себя от «варваров», как воспринимается как формирование единства языка, образование, стиль жизни, культура, «импульс» свободы. (Герке H. -J. 2003:113)И если первые поколения греков избежать любого контакта с монголоидной, позже расовое смешение было неизбежным. Осенью эти переборки также помогло то, что киники и стоики позже, Они создали концепцию «космополитизм» и поддерживали братство всех людей. почти сто лет после смерти Александра, Эратосфен утверждал, что это несправедливо по отношению людей, разделенных на греческий и Varvarous2, но они должны быть выделены на основе добродетели или порочности. ((Wilcken1976:393). однако, в Диле опор (1998:102)Обзор эллинистической истории показал, как греки были разделены на идее о том, что у них были на этот раз для «варвар». «Варвары» в eilkyan в то время как отталкиваются, так как уверенность, что характерно греки потрясла. Вопрос о решении негреческого греческих в эллинистической эпохе будет изучен в пяти частях. Первая часть будет изучать два этапа идеологического позиционирования Александра, фаза веры в превосходство греков и фаза поддержки правителей, путем политического объединения народов. Тогда исследование Наследники политики по этому вопросу. Во второй части пути будут изучены, в котором греки интерпретировали «иностранный», в соответствии с их собственным восприятием (Греческий перевод). Типичные их отношения к этому также, как вы изображали. Третья часть будет относиться к политике эллинизации с последующей, путем применения общего права и использование эллинистического общего языка, который был основан на чердаке диалекта, создание города и религиозные традиции. В четвертой части относится к философским системам стоиков и эпикурейцев, который пытался защитить универсальность человеческой природы, независимо от расы или языка народа. Конец, пятая глава представляет своеобразную связь между греками и египтянами, Евреи и народы Запада.
Из чувства превосходства греков в идеологии правителей.
Одним из эмоциональных условий для проведения Panhellenic войны как продолжение славной традиции 480 p. X. , против персов было чувство превосходства греков против «варваров». Это чувство не основано только на проверенной отвагу, проявленные греками во время спуска десяти тысяч perionymi после битвы Кунаксе to401 м. X. , но главным образом в греческой науке, технология, культура и искусство. (Цена 1996:466)Это чувство . Превосходство был эмоциональный фон кампании M. Александр только во время первой фазы своего бизнеса. На втором этапе, предприятие руководствуется идеологией правителей. (Диле 1998:67). Идея, что в настоящее время преобладает в том, что завоевание страны с оружием оправдывает требование о том, что завоеватель прийти к самому и потомкам страны, в качестве наследственного имущества (Герке 2003:77). Завоеватель заслуживает конечного деспота. Эта идея, однако, делает его трудно связать деспот с греческими городами, которые были политическими образованиями, по умолчанию свободные и автономные. Вторая особенность правителей была религиозным измерением. на Востоке, правитель был ближе всего к смертным богам, πληρεξούσιος της θέλησής τους και ενίοτε ο υιός ή η ενσάρκωση της ανώτερης θεότητας της χώρας του. Так что, οι φιλολογικές πηγές μαρτυρούν ότι η Αίγυπτος κατακτήθηκε εύκολα, γιατί ο Αλέξανδρος όχι μόνο παρουσιάστηκε σαν ελευθερωτής των Αιγυπτίων από τον Περσικό ζυγό, αλλά και αποδίδοντας τιμές στον Άπι και στους άλλους τοπικούς θεούς κέρδισε τη συμπάθεια των ιερέων. Αυτοί είδαν στο πρόσωπό του τον υπερασπιστή των προνομίων τους και έσπευσαν να τον αποκαλέσουν διάδοχο των Φαραώ (Τσιμπουκίδης 1989:106).
Η πολιτική της συγχώνευσης.
Οι παραπάνω ιδέες της κοσμοκρατορίας κατακτούσαν ολοένα και περισσότερο τον Αλέξανδρο. Η συνείδηση της ιερής αποστολής και η αποδοχή της ανατολικής παράδοσης της κοσμοκρατορίας άλλαξαν τη στάση του στο θέμα της αντιμετώπισης των «βαρβάρων». Εισήγαγε το εθιμοτυπικό της Περσικής αυλής που προέβλεπε την προσκύνηση του βασιλέα, επέτρεψε στους αξιωματούχους της Βακτριανής και της Μηδίας να κρατήσουν τα αξιώματά τους, παντρεύτηκε ο ίδιος μια περσίδα πριγκίπισσα και φρόντισε να γίνει ένας μαζικός γάμος Μακεδόνων-Ελλήνων με κόρες ιρανών αριστοκρατών. Προσπάθησε κατ’ αυτό τον τρόπο η αντίθεση μεταξύ Ελλήνων και «βαρβάρων» να χάσει την υπόστασή της (Диле 1998:70). Όμως ενώ ο Ελληνομακεδόνας μονάρχης εντάχθηκε στις ντόπιες δυναστικές παραδόσεις, εισήγαγε παράλληλα νέες μορφές οργάνωσης που προκάλεσαν αντιδράσεις4. Η αλλαγή προσανατολισμού του Αλέξανδρου στην Ανατολή αποτέλεσε καμπή στις παραδοσιακές αντιλήψεις των Ελλήνων σχετικά με την πνευματική αρτιότητα των λαών. Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς πίστευαν ότι πρόθεση του Αλέξανδρου ήταν να συνενώσει όλες τις φυλές σε μια και να δημιουργήσει ένα νέο από ποιοτική άποψη λαό, τους «Ελληνοπέρσες». Η ιδέα όμως της συγχώνευσης δεν αποτελούσε για τον Αλέξανδρο μια συνειδητή προσπάθεια ένωσης της Δύσης με την Ανατολή σε μια «αδελφότητα», αλλά πρέπει να ερμηνευθεί, σύμφωνα με τον Τσιμπουκίδη (1989:110)σαν πολιτικός υπολογισμός του Αλέξανδρου να βρει ερείσματα στις νέες περιοχές και να ευνοήσει τη συνύπαρξη της άρχουσας τάξης των Ελληνομακεδόνων με την εγχώρια αριστοκρατία της Ανατολής. однако, η προσπάθεια προσέγγισης Ελλήνων και μη- Греки, παρέμεινε, κατά τον Gehrke (2003:78), απλή συνύπαρξη και οποιεσδήποτε μορφές ανάμειξης αποτέλεσαν μάλλον την εξαίρεση. Η δημιουργία κοινής ελληνοπερσικής άρχουσας τάξης ουδέποτε πραγματοποιήθηκε (Walbank 1993:83) Η βασιλεία όμως παραμένει το λαμπρό κέντρο γύρω από το οποίο αναπτύσσεται στο εξής η πολιτική δύναμη. Κι όσο κι αν οι νέες μοναρχίες προσπαθούν αν προσαρτήσουν νέα εδάφη στην κυριότητά τους, τα ενδιαφέροντά τους περιστρέφονται διαρκώς γύρω από το παλιό κέντρο της ελληνικής ιστορίας. (То, что. p. ). Πολλοί ιστορικοί αποδίδουν την παρακμή των Ελλήνων στην επαφή τους με τον έκλυτο και μαλθακό τρόπο ζωής που συνάντησαν στην Ανατολή. Γι’ αυτό ούτε οι Αλεξανδρινοί ούτε οι Βαβυλώνιοι ούτε οι κάτοικοι άλλων μεγάλων πόλεων της Ανατολής είχαν καλή φήμη ανάμεσα στους Ελληνορωμαϊκούς ιστορικούς. Ο Τσιμπουκίδης (1989:109) δε θεωρεί αντικειμενική αυτή την άποψη, γιατί έχει σα βάση την a priori πνευματική υπεροχή των Ελλήνων.
2. Η συντηρητική πολιτική των Διαδόχων.
Τα σχέδια του Αλεξάνδρου για τη φυλετική συγχώνευση εγκαταλείφθηκαν ύστερα από το θάνατό του στη Βαβυλώνα. Η στάση των Διαδόχων ήταν συντηρητική και οπισθοδρομική. Οι καυχώμενοι για την κυριαρχία τους Μακεδόνες έβλεπαν τους Ασιάτες αυτόχθονες μόνο σαν υπηκόους, χωρίς να τους αναγνωρίζουν κανένα από τα προνόμια των κατακτητών.
Τα εδάφη της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου ήσαν «δορίκτητος χώρα» των Διαδόχων και κληροδοτούνταν ως ιδιωτική ιδιοκτησία από γενιά σε γενιά δημιουργώντας το δυναστικό κράτος. Κι ενώ στη Μακεδονία η παλαιά πατριαρχική βασιλεία αντλούσε τη δύναμή της από το στρατό, είχε λαοπρόβλητο χαρακτήρα και επιφύλασσε για το βασιλιά τη θέση του primus inter pares ανάμεσα στους ευγενείς εταίρους του, στο βασίλειο των Πτολεμαίων, καθώς και σ’ αυτό των Σελευκιδών κυριαρχεί μια περιορισμένη μειοψηφία ξένων, Μακεδόνων και Ελλήνων, η οποία διοικεί τον αυτόχθονα πληθυσμό (Герке 2003:18, Walbank 1993:87). Οι αξιωματούχοι, ακόμη και ο βασιλεύς με υπερηφάνεια προσθέτουν στο όνομά τους το εθνικό «Μακεδών». Οι ξένοι οφείλουν τα αξιώματά τους στην εύνοια του βασιλιά5. Όσοι από τους σατράπες ήταν μακεδονικής καταγωγής είχαν ταυτόχρονα και την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση της περιοχής τους, ενώ οι προερχόμενοι από τον αυτόχθονα πληθυσμό κυβερνήτες είχαν δίπλα τους Μακεδόνες στρατιωτικούς διοικητές. (Bengtson 1991 :370). Ο μόνος τρόπος ωστόσο για να εισχωρήσει κανείς στο νέο σύστημα ισχύος ήταν να υιοθετήσει τον ελληνικό πολιτισμό ή να ισχυριστεί ότι κατάγεται από έλληνες προγόνους. (Цена 1996: 464). Η ελληνική παιδεία έχαιρε άκρας εκτίμησης όμοια από Έλληνες και από μη-Έλληνες ως το ουσιαστικό προσόν για θέσεις γοήτρου κα επιρροής (Easterling-Knox1994: 48, Герке 2003:112). Οι Έλληνες προσπάθησαν να κρατήσουν σε απόσταση τους αυτόχθονες από την ελληνική παιδεία που θα τους έδινε πρόσβαση σεαξιώματα6. Οι κυβερνήσεις των ελληνιστικών κρατών ενίσχυσαν την τάση αυτή με νόμους και ποικίλους κανονισμούς7. Μόλις στα τέλη του 3ου αιώνα βλέπουμε σε μεμονωμένες περιπτώσεις, μέλη των τοπικών υψηλών τάξεων να εισάγονται στον κύκλο των μορφωμένων Ελλήνων, τοποθετώντας ένα ελληνικό όνομα δίπλα στο δικό τους όνομα. Τον 3ο αιώνα η κυριαρχία του ελληνικού πνεύματος παγιώνεται. Από την κοσμοκρατορία των Μακεδόνων δημιουργήθηκε το «οικουμενικό» κράτος του ελληνικού πνεύματος. Βέβαια ο κόσμος της Ανατολής δεν εξαφανίστηκε μέσα στην πνευματική δημιουργία των Ελλήνων και ήταν έτοιμος να αφυπνισθεί για να πορευθεί τον αυτόνομο δρόμο του μόλις θα βρισκόταν ο κατάλληλος αναμορφωτής.
Οι Έλληνες προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τον ξένο κόσμο σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα. Αυτού του είδους η ερμηνεία (Греческий перевод), είχε μακρά παράδοση, ιδίως κατά την περιγραφή εξωτικών θεών. Ο Ηρόδοτος είδε στον Όσιρι το θεό Διόνυσο και ο Μεγασθένης ταύτισε τον Κρίσνα του Ινδικού Πανθέου με τον Ηρακλή. Η interpraetatio Graeca είχε μια φιλοσοφική θεμελίωση. Ήταν συναρτημένη με το ιδανικό της φυσικότητας το οποίο επιζητούσαν όλες οι φιλοσοφικές σχολές8. Η τάση όμως αυτή των Ελλήνων να ερμηνεύσουν τον κόσμο μέσα από δικές τους οικείες κατηγορίες είχε σαν αποτέλεσμα να αλλοιώσουν την περιγραφή όλων όσων είχαν δει και πληροφορηθεί από τον κόσμο των «βαρβάρων». Για το μορφωμένο Έλληνα, ο οποίος βρισκόταν αντιμέτωπος με ξένους λαούς και την ιδιόμορφη ζωή τους, η φιλοσοφική διαμόρφωση της σκέψης τον διαφύλασσε από βεβιασμένες ετυμηγορίες Άλλωστε η φιλοσοφία ήταν η πεμπτουσία της πνευματικής ζωής, γιατί τη θεωρούσαν σαν την τέχνη και την επιστήμη του «ορθώς ζην» (Диле 1998:89-90). Η ιδιομορφία της ελληνιστικής αυτής νοοτροπίας είναι ιδιαίτερα εμφανής στην εθνολογία και στις εικαστικές τέχνες, Σε παραστάσεις βλέπουμε εκπροσώπους εξωτικών λαών να απεικονίζονται με κατανόηση και φανερή συμπάθεια, ενώ τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους αποδίδονται με εκπληκτική ακρίβεια. Παράδειγμα οι πολεμόχαροι Γαλάτες όπως παριστώνται στα τρόπαια βασιλέων της Περγάμου, που ενώ ήταν οι ηττημένοι απεικονίζονται με μεγάλη ακρίβεια, πράγμα που δείχνει σεβασμό στους ηττημένους. Η παράσταση του Νουβού εφήβου επίσης από την Αλεξάνδρεια δείχνει την τάση των ελληνιστικών καλλιτεχνών προς τις ρεαλιστικές απεικονίσεις και μάλιστα των παράξενων εξωτικών μορφών (Диле 1998:90-91).
Η πολιτική εξελληνισμού.
Οι πολιτικές προϋποθέσεις για την εξάπλωση του ελληνισμού στο νέο κόσμο δημιουργήθηκαν με τις νίκες του Αλεξάνδρου και την ίδρυση των ελληνιστικών βασιλείων από τους Διαδόχους. Οι μετανάστες στις νέες πόλεις που δημιουργήθηκαν έφερναν μαζί τους στη νέα πατρίδα τη γλώσσα τους, τους διάφορους τρόπους ζωής τους και τους πολιτικούς τους θεσμούς. Οι πόλεις αυτές αποτέλεσαν τη βάση και το μέσο εξελληνισμού των νέων κατακτήσεων ως το Αφγανιστάν και τις Ινδίες (Walbank 1993:195, Цена 1996:460). Αυτό που εντυπωσιάζει, σύμφωνα με τους Easterling- Knox (1994:46), σχετικά με τον ελληνικό κόσμο κατά την ελληνιστική περίοδο είναι μάλλον η πολιτιστική του ομοιογένεια9 παρά η τεράστια γεωγραφική του έκταση. Οι πρώτοι Σελευκίδες θεώρησαν τον εαυτό τους ως συνειδητούς προμάχους μιας πολιτικής εκμακεδονισμού και εξελληνισμού. Οι πόλεις που ίδρυσε ο Σέλευκος ο Α΄ αποκαλύπτουν ένα συνειδητό πρόγραμμα εκμακεδονισμού10. Στα καινούρια αστικά κέντρα που ιδρύθηκαν ρίζωσε μαζί με τους Έλληνες και Μακεδόνες εποίκους και ο ελληνικός πολιτισμός. Η επαφή με τον ελληνικό ανθρωπισμό, με την ελληνική θρησκευτική πίστη και με τους τρόπους της ελληνικής ζωής, άφησε τα ίχνη της στους κατοίκους της πρόσω Ασίας και εκδηλώθηκε σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Αυτό όμως συνέβη κυρίως στα αστικά κέντρα, ενώ είχε ελάχιστη επίδραση στις αγροτικές περιοχές. (Τσιμπουκίδης 1989:111)Το 2ο αιώνα οι Βαβυλώνιοι παίρνουν ελληνικά ονόματα και τα έγγραφα γράφονται με ελληνική τυπολογία. (Bengtson 1991: 372)
1. Η ελληνιστική κοινή και το κοινό δίκαιο.
Η ελληνική υπό τη μορφή της αττικής κοινής, που υπερέβαινε τις διαφορές των παλιών ελληνικών διαλέκτων, έγινε παγκόσμια σα γλώσσα του στρατού και της γραφειοκρατίας. Με τον εξελληνισμό της Ανατολής η ελληνική (υπό τη μορφή της Κοινής) έγινε όργανο παγκόσμιας συνεννοήσεως (Герке 2003:113-114, Price1996:463). Στην Ανατολή αντικατέστησε την Αραμαϊκή, που ήταν η γλώσσα επικοινωνίας στην περσική αυτοκρατορία δημιουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη μιας οικουμενικής οικονομικής συνεργασίας. (Bengtson 1991:318). Σχετική ομοιομορφία παρουσιάζουν τα ελληνικά έγγραφα σε ολόκληρο το χώρο του ελληνιστικού κόσμου και το αττικό δίκαιο γίνεται η κοινή βάση για τη νομική οργάνωση των ελληνιστικών μοναρχιών.
2. Η ίδρυση πόλεων
Η ελληνιστική εποχή ήταν εποχή μετανάστευσης και αποικισμού. Όργανα του αποικισμού επί Αλεξάνδρου ήταν κυρίως μισθοφόροι, που ο ίδιος άφησε πίσω για να ελέγχουν στρατηγικά σημεία Ο πληθυσμός των νέων πόλεων της Ανατολής ήταν ένα συνονθύλευμα Ελλήνων όλων των κοινωνικών τάξεων, αστικών κέντρων πολιτισμού, αλλά και απομακρυσμένης περιφέρειας. (Walbank 1993:82-83). Μεγάλος αριθμός πόλεων ιδρύθηκαν και από τους Διαδόχους του Αλεξάνδρου, που εξακολούθησαν αυτή την πολιτική, θέτοντας έτσι τα θεμέλια μιας ιδιάζουσας συμβίωσης Ελλήνων κατοίκων πόλεων και μη-Ελλήνων κατοίκων της υπαίθρου χώρας. За последние, η ελληνική πόλις, με τα θέατρα, τα λουτρά, τις βιβλιοθήκες, τα Γυμνάσια, τους αγώνες, τις γιορτές, ήταν κάτι που τους ξένιζε από τη μια μεριά, αλλά παράλληλα ασκούσε επάνω τους μια ακατανίκητη γοητεία. ( Диле 1998:71)Ανατολικές παραδόσεις δεν είχαν καμία θέση στη διοίκηση ούτε στην οικονομική ζωή. , καθώς η ελληνική πόλις είχε οργανωθεί με βάση τις αρχές του ορθολογισμού που είχε επιβληθεί κατά τον 4ο αιώνα π. X. , στο χώρο του πολιτισμού και της επιστήμης. Ο δρόμος της κοινωνικής ανόδου για ένα μη- Έλληνα περνούσε αναγκαστικά από ένα κοινωνικό περιβάλλον που το διέκρινε η ελληνική παιδεία και γλώσσα. (Диле 1998:71-72) Αυτός ο αστικός βίος επηρέασε με τη λάμψη του τους ντόπιους πληθυσμούς και οδήγησε σε «αυτοεξελληνισμό». (Герке 2003:18)
3. Η θρησκεία ως πεδίο συγχώνευσης των πολιτισμών
Η ελληνιστική περίοδος είναι μια περίοδος θρησκευτικών αναζητήσεων. Η εσωτερική σχέση που για τους Έλληνες των κλασσικών χρόνων υπήρχε μεταξύ της πολιτείας της εθνότητας και της θρησκείας αρχίζει να διαλύεται. ТО, ЧТО, τι αποτελούσε μια ζώσα πίστη γίνεται τώρα κενός τύπος. Η θρησκεία μεταβάλλεται σε σύμβαση. (Bengtson 1991:389) Η αναζήτηση της ατομικής λύτρωσης γίνεται πιο σημαντική από την πολιτική στράτευση και βρίσκει νέες προοπτικές στο θρησκευτικό τομέα. (Герке 2003:19) Μέγιστη θεότητα των ελληνιστικών χρόνων γίνεται η θεά Τύχη, θεά των τυφλών συμπτώσεων. Ζητώντας θρησκευτική ικανοποίηση, οι Έλληνες στρέφονται στις απόκρυφες διδασκαλίες των Μυστηρίων, αλλά και στις ποικίλες μορφές των ανατολικών θεών. Στη Μ. Азия, στη Συρία, στη Μεσοποταμία και στην Αίγυπτο δημιουργούνται θρησκευτικές ενώσεις στις οποίες συμμετέχουν πιστοί όλων των εθνικοτήτων, άνθρωποι που συνδέονται μόνο με την κοινή τους πίστη και αγνοούν φυλετική καταγωγή και κοινωνική θέση. Τους ανατολικούς θεούς όμως οι Έλληνες εξομοίωσαν με τους δικούς τους ελληνικούς θεούς, μέσω της ερμηνείας της «interpretation Graeca». Тем не менее, όσο κι αν με την εξομοίωση αυτή εμποδίστηκε η άμεση παραλαβή ξένων λατρειών, η ανάμιξη των θεοτήτων («θεοκρασία») έφερε μόνο τους Έλληνες κοντά στις ανατολικές θρησκείες12, ενώ οι Ανατολίτες έμειναν πιστοί στους παλιούς θεούς τους. Σύμφωνα με το Wilamowitz (παρατίθεται στο Wilcken 1976: 415): «Η κυριαρχία των Ελλήνων στην Ανατολή αναγκαστικά θα κατέληγε σε αποτυχία, επειδή οι Έλληνες δε μπορούσαν να κατακτήσουν την ψυχή τους».
Από την ελληνική υπεροχή στη φιλοσοφία της οικουμενικότητας.
Οι φιλοσοφικές διδασκαλίες του Επίκουρου και του Ζήνωνος βρήκαν απήχηση στους μορφωμένους και άλλαξαν την πνευματική φυσιογνωμία του ελληνιστικού κόσμου, προτείνοντας την αξία της οικουμενικότητας αντί γι’ αυτήν της ελληνικής υπεροχής απέναντι στους άλλους λαούς. Κατά τον Επίκουρο13, πραγματική πατρίδα δεν είναι η πολιτεία, αλλά η κοινότητα των ομοφρονούντων. Η επικούρεια κοινότητα χρειάζεται τόσο μόνο το κράτος, όσο το χρειάζεται κάθε πολιτισμένος άνθρωπος για να εξασφαλίσει την προστασία της ατομικής του υπάρξεως. Γι’ αυτό οι άνθρωποι θα έπρεπε να απέχουν από κάθε πολιτική δραστηριότητα και να αποφεύγουν όλες τις καταστάσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν συγκινήσεις. Το αληθινό ιδεώδες ήταν μια ήπια φιλία χαμηλών τόνων μέσα σε ένα περιορισμένο κύκλο. Ο Ζήνωνας διακήρυττε πως δεν είναι η πόλη η αληθινή πατρίδα του ατόμου, αλλά η Οικουμένη, ολόκληρος ο κόσμος, όπου βρίσκονται άνθρωποι. Δεν έβλεπε καμιά διαφορά ανάμεσα σε ελεύθερο και δούλο, ανάμεσα σε Έλληνα και «βάρβαρο». Στόχος της Στωικής ηθικής δεν ήταν ο χρηστός πολίτης όπως τον παρουσίασε ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία» του, αλλά η ανεξάρτητη και ισορροπημένη ατομική προσωπικότητα. Το κράτος του Ζήνωνα δεν είχε ανάγκη από τα ιδρύματα που ήταν χαρακτηριστικά της ελληνικής πόλης (храмы, γυμνάσια, δικαστήρια). Ο άνθρωπος ήταν «ζώον κοινωνικόν» και όχι «ζώον πολιτικόν», με την έννοια ότι είναι μέλος της οικουμενικής κοινότητας όλων των πολιτισμένων συνανθρώπων του. Στην Αίγυπτο ο ελληνιστικός πολιτισμός έφθασε σε μεγάλη ακμή όχι μόνο στην Αλεξάνδρεια, αλλά και στην υπόλοιπη χώρα. Οι Λαγίδες εκτός από την Αλεξάνδρεια και τη Ναύκρατι, που υπήρχαν ήδη, ίδρυσαν μόνο μια νέα πόλη, την Πτολεμαΐδα. Ως πολιτιστικά κέντρα έπαιξαν σπουδαίο ρόλο οι ελληνικές κοινότητες που δεν ήταν οργανωμένες σε πόλεις και ονομάζονταν «πολιτεύματα». Ο εσωτερικός αποικισμός σε διάφορες περιοχές της χώρας από Μακεδόνες κληρούχους και Έλληνες στρατιώτες συνέβαλε πολύ στη διάδοση του ελληνιστικού πολιτισμού. Κι ενώ οι ιθαγενείς Αιγύπτιοι των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων έμειναν πιστοί στον πολιτισμό των προγόνων τους, τα ανώτερα στρώματα και ιδιαίτερα οι ιερείς έκαναν χρήση της ελληνικής γλώσσας (εκτός από τα αιγυπτιακά «δημοτικά» κείμενα έχουμε απ’ αυτούς και πολλά ελληνικά). Από το τέλος του 3ου π. X. αιώνα άρχισε το εθνικό κίνημα των Αιγυπτίων με αποτέλεσμα να εμπλακεί η χώρα σε μακροχρόνιους εσωτερικούς πολέμους. Το 2οπ. X. αιώνα επήλθε η ανάμειξη των κατώτερων ελληνικών στρωμάτων με τους Αιγυπτίους δημιουργώντας ένα ελληνοαιγυπτιακό πληθυσμό, όπου το αιγυπτιακό στοιχείο υπερτερούσε συνεχώς. Στην εποχή της αραβικής κυριαρχίας εξαφανίστηκαν και τα τελευταία ίχνη ελληνισμού. (Wilcken 1976: 399)
2. Έλληνες και Ιουδαίοι.
Κατά το 2ο π. X. αιώνα δημιουργήθηκε ένα ιουδαϊκό εθνικό κράτος, που αναπτύχθηκε σε αντίθεση προς τον ελληνισμό. Η απόπειρα μετατροπής της Ιερουσαλήμ σε ελληνική πόλι είχε σαν αποτέλεσμα την επανάσταση των Μακκαβαίων και μια αντιπολιτευτική στάση η οποία, παρά τον εξελληνισμό των Ιουδαίων σε ευρύτατα τμήματα του ελληνιστικού-ρωμαϊκού κράτους, οδήγησε τελικά σε αποσύνδεση του ιουδαϊσμού από τον ελληνικό πολιτισμό14. (Wilcken 1976:395)
3. Έλληνες και Δύση
Ο ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε στη Δύση, όχι με αποικίες, αλλά χάρη στην εσωτερική του δύναμη και στη διεθνή επικοινωνία που γινόταν διαρκώς εντονότερη. Μετά τις ελληνικές επιδράσεις στην Καρχηδόνα, το σημαντικότερο γεγονός ήταν η επιρροή του ελληνικού πολιτισμού στη Ρώμη. Από τα μέσα του 3ου αιώνα έφτανε στη Ρώμη ένα συνεχώς διογκούμενο ρεύμα ελληνικής παιδείας, ώστε λογοτεχνία, θρησκεία, τέχνη και ήθη των Ρωμαίων να δέχονται όλο και περισσότερο την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού, διατηρώντας όμως παράλληλα τη γλώσσα τους και δημιουργώντας τη δική τους λατινική λογοτεχνία. Так что, στην εποχή του Κικέρωνα, ο ρωμαϊκός πολιτισμός βρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο από το παρηκμασμένο ελληνιστικό πολιτισμό της Ανατολής. Η αποικιστική πολιτική των Ρωμαίων στη Δύση είχε σαν αποτέλεσμα η Δύση να γίνει λατινική και η Ανατολή να παραμείνει ελληνική. (Wilcken 1976:400)
заключение
Σήμερα οι περισσότεροι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο ελληνικός και οι διάφοροι ντόπιοι πολιτισμοί, παρά την προσέγγισή τους, δεν προχώρησαν σε κάποιον πραγματικό συγκερασμό, δεν προέκυψε κάποια νέα ενότητα, αλλά υπήρξε μια συνύπαρξη με αλληλεπιδράσεις. (Герке 2003:189, Walbank 1993:84) Η συνύπαρξη ωστόσο αυτή των πολιτισμών δεν αποτελεί ένδειξη ενός φιλελεύθερου πλουραλισμού. (Цена 1996:464). Οι Έλληνες δεν κατόρθωσαν να αφομοιώσουν κατά βάθος τις ανατολικές εθνότητες (Σύρους, Βαβυλωνίους, Ιρανίους, Αιγυπτίους) γιατί η αριθμητική δυσαναλογία ανάμεσα στους πρώτους που ήταν οι άρχοντες και στους δεύτερους που ήταν οι αρχόμενοι, ήταν πάντα μεγάλη. Επί πλέον η μεγάλη μάζα των λαών της Ανατολής διατηρούσε με μια επίμονη ακαμψία τον πατροπαράδοτο πολιτισμό και τη γλώσσα της. Αντίθετα οι Έλληνες και οι Μακεδόνες δεν έμειναν άθικτοι από το ξένο περιβάλλον, το διαφορετικό κλίμα και τον εξωτικό κόσμο των ανατολίτικων θρησκειών. Με τη διάλυση της κοσμοκρατορίας από τους Ρωμαίους και την έναρξη της πολιτικής αντίδρασης του ανατολίτικου στοιχείου κατά το 2ο π. X. век, άρχισε η πτώση του ελληνιστικού πολιτισμού, ο οποίος αφού απομονώθηκε από τις πηγές της εθνότητας στη μητροπολιτική Ελλάδα, κατόρθωσε να διατηρηθεί με πολύ κόπο στις περισσότερες εστίες του.
Γεωργία Χαμζαδάκη, Πτυχίο (Ιστ. & Εθν. ), Πτυχίο, Licence (Παιδ. ), M. (D). (Παιδ.), D. E. U. G. (Ψυχ.) e-mail: youham@hotmail. Com
БИБЛИОГРАФИЯ
Bengtson H. , (1991) Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος (από τις απαρχές μέχρι τη ΡωμαϊκήΑυτοκρατορία), (μεταφρ. Ανδρέα Γαβρίλη), Афины, Μέλισσα.
Dihle A. (1998) Οι Έλληνες και οι Ξένοι, (μεταφρ. Σιέτη Τούλα), Афины, Ulysses. Easterling P. E. –Knox B. M. W. (1994) Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, (μετάφρ. Κονομή Ν. , Γρίμπα Χρ. Κονομή Μ. ) , Афины, Эд. Παπαδήμα
Gehrke J. (2003) Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, (μεταφρ. Ангелос Ханиоти), Афины, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθικής Τραπέζης.
Price S. (издание. ) (1996) «Η ιστορία της ελληνιστικής περιόδου» στο Broadman, J. , Griffin J. , Murray O. , Η Ελλάδα και ο ελληνιστικός κόσμος, (μεταφρ. ΑλίκηΤσοτσαρού-Μύστακα, Афины, Нефели. σς. 453-485.
Τσιμπουκίδης Δ. (1989) Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, Афины, Παπαδήμα.
Walbank W. F. (1993) Ο ελληνιστικός κόσμος, (μεταφρ. Τάσος Δαρβέρης) Θεσσαλονίκη,
ΒάνιαςWilcken U. , (1976) Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Афины, Эд. Παπαζήση.
Источник: Ανιστόρητον, τομ. 8 (2010-2011) αρ. 31