Alexander the Great Found in Bible Prophecy?

Daniel’s prophecy in his book in the bible predicts a particular nation (Greece) rising up with a particular leader (Alexander) that has his kingdom broken into 4 parts (Daniel 11:4). That is exactly what happened when Alexander died. His empire got divided among his 4 top generals. This is only a very small portion of prophecy fulfilled in Daniel’s prophecy about the image in King Nebuchadnezzar’s dream.

beforeitsnews.com

Αμφίπολη: Μια ακόμη μαγική, έγχρωμη αναπαράσταση από την «Πύλη των Καρυάτιδων»

Αμφίπολη: Μια ακόμη μαγική, έγχρωμη αναπαράσταση από την «Πύλη των Καρυάτιδων»

Μία πλήρη και έγχρωμη αναπαράσταση της πύλης των Καρυάτιδων της Αμφίπολης παρουσίασε ο Γεράσιμος Γερολυμάτος, που τους τελευταίους μήνες έχει παρουσιάσει εντυπσιακά σχέδια εμπνευσμένος από την πορεία των ανασκαφών.

Με τη νέα αναπαράσταση που παρουσίασε στο στο blog του (peritexnisologos.blogspot.gr), σημειώνει ότι πλέον και ο ίδιος ολοκληρώνει τη δική του πορεία με αυτή τη δημοσίευση.

Σημειώνεται οτι το τελευταίο τρίμηνο δημιούργησε με το χέρι τέσσερα γραμμικά σχέδια του Τύμβου και τρεις μεγάλες αναπαραστάσεις, μια σχεδιαστική και δύο έγχρωμες, διαστάσεων 64Χ53.

Ο ίδιος αναφέρει σχετικά:

Με τη σημερινή δημοσίευση της δεύτερης κατά σειρά έγχρωμης αναπαράστασης, κλείνει και ένα χρονικό διάστημα τριών μηνών καθημερινής εργασίας. Τόσο χρειάστηκε, προκειμένου να δημιουργήσω με το χέρι τέσσερα γραμμικά σχέδια του Τύμβου και τρεις μεγάλες αναπαραστάσεις, μια σχεδιαστική και δύο έγχρωμες, διαστάσεων 64Χ53. Η μια από τις έγχρωμες αποτυπώνει τα λίγα διασωθέντα χρώματα, ενώ η δεύτερη είναι πλήρης, αν και υποθετική, με βάση κάποιες λογικές και πιθανές εκτιμήσεις και λαμβάνοντας υπόψιν την κοινή παράδοση της περιοχής στην διακόσμηση των μακεδονικών τάφων. Στον χρόνο αυτό περιλαμβάνονται επίσης η διαρκής ενημέρωση για τα ευρήματα, η έρευνα και οι συνεχείς διορθώσεις και επικαιροποιήσεις, καθώς τα έργα ήταν «ζωντανά», υπό διαρκή εξέλιξη και γίνονταν παράλληλα με την ανασκαφή. Για εμένα, ήταν μια δημιουργική και ευχάριστη περιπέτεια.

 

Κάπως έτσι φαντάστηκα, λοιπόν, πως θα έπρεπε να ήταν στις ημέρες της λάμψης του το μνημείο. Κάποιες διαφορές στις λεπτομέρειες εδώ και εκεί, δεν έχουν σημασία και ούτε είναι σε θέση να αφαιρέσουν ένα ελάχιστο, από την πραγματική πολυτέλεια και το μεγαλείο του τάφου. Του τάφου, ποίου άραγε;; Ενός «Αμφιπολίτη», ενός «στρατηγού», ή κάποιου που τα οστά του πετάχτηκαν σε ένα πώρινο κιβούρι; Προσπάθησα, αν όπως λένε, ότι μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις, να δημιουργήσω εικόνες που καθιστούν κατανοητή στον απλό αναγνώστη τη μεγάλη αξία αυτής της ιστορικής ανακάλυψης. Να μπορέσει να αντιληφθεί τη μορφή και το ύφος της και ίσως να απαντήσει από μόνος του στο παραπάνω ερώτημα.
Σκεπτόμουν να γράψω ένα ξεχωριστό άρθρο, όπου θα αναλύω περισσότερο τις επιλογές μου σχετικά με τη δημοσιευόμενη αναπαράσταση, αλλά επιφυλάσσομαι να το κάνω προσεχώς σε μια νέα ανάρτηση. Σήμερα επέλεξα να δημοσιεύσω το παρακάτω άρθρο μου, που συνόδευε την έγχρωμη αναπαράσταση στην χθεσινή πρώτη δημοσίευση της σε παγκόσμια αποκλειστικότητα από το διεθνές ιστολόγιο «Ancient Origins», που ασχολείται με θέματα αρχαιολογίας και έχει εκατομμύρια αναγνώστες. Το είχα υποσχεθεί ήδη από τον Σεπτέμβριο, όταν η διευθύντρια του ιστολογίου είχε επικοινωνήσει ζητώντας συνεργασία με κάποιο άρθρο μου. Την ευχαριστώ πολύ για την δυνατότητα που μου πρόσφερε, ώστε να κάνω γνωστή σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό, τη μεγάλη αξία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και του Τύμβου της Αμφίπολης. Για τον λόγο αυτό, το κείμενο έχει άλλον τίτλο και ένα κάπως διαφορετικό ύφος, καθώς απευθύνεται σε ένα διεθνές κοινό.
imerisia.grimerisia_LARGE_t_1061_43910595

Lingering misteries of the Amphipolis tomb

Intriguing enigmas continue to envelop the story of the Amphipolis tomb. What was the gender of the occupant? When was the tomb sealed? Who was the architect of the monument? What event do the paintings depict? This article unravels them all.

What was the gender of the occupant?

There is an excellent chance that this question will be answered conclusively some time in the coming months through the promised laboratory investigation of the skeleton. However, Katerina Peristeri, head of the excavation, confirmed at the Ministry of Culture presentations on 29th November that nobody currently has any idea of the skeleton’s gender, because the bones were too fragmented for the archaeologists to be able to check the features that determine gender and because the remains were collected with the surrounding soil still partially encasing them in order best to preserve the evidence for the laboratory investigation. Nevertheless, she repeated her previous opinion that the occupant is most likely a male and one of Alexander’s generals based on the fact that the Amphipolis lion that once stood atop the mound is male and its base was decorated with shields.

This idea is not new, but has been the standard theory of scholars ever since the fragments of the lion monument were rediscovered more than a century ago. Parts of the shields can clearly be seen on some of the blocks now stored near the reconstructed lion monument near Amphipolis (Figure 1).

Fig. 1. A block with part of a shield from the lion monument that once crowned the Kasta Mound

But is it true that a monument with a male lion and shields necessarily commemorates a man? In the period of the Amphipolis tomb it happened that two royal women took a leading role in warfare. Firstly, Adea-Eurydike, who was a granddaughter of Alexander’s father, Philip, became the queen in 321BC by marrying PhilipArrhidaeus, the mentally retarded half-brother of Alexander, whom the troops had elected to the monarchy in Babylon on Alexander’s death. In 317BC Adea tried to win precedence for her husband over the official joint-king, Alexander IV, Alexander the Great’s 6-year-old son. This prompted Alexander IV’s grandmother, Olympias, to lead her nephew Aeacides’ army across the mountains from Epirus into Macedonia to defend her grandson’s rights. Athenaeus 560f describes the situation: “The first war waged between two women was that waged between Olympias and Adea-Eurydike, during which Olympias dressed rather like a Bacchant, to the accompaniment of tambourines, whereas Adea-Eurydike was armed from head to toe in Macedonian fashion, having been trained in military activities by Kynna, the princess from Illyria [and a wife of Philip II].” Olympias was victorious and received the epithet Stratonike, which mean’s “the army’s victory goddess”. A monument with shields would be entirely appropriate for either of these queens. 

Olympias also had a claim to the lion as a personal badge as Plutarch, Life of Alexander 2.2 records: “After their marriage, Philip dreamt that he was putting a seal upon Olympias’s womb, and the device of the seal, as he imagined, was the figure of a lion. The other seers were led to suspect that Philip needed to keep a closer watch upon his marriage relations; but Aristander of Telmessus said that the woman was pregnant, since a seal was not put on that which was empty, and pregnant with a son whose nature would be bold and lion-like.”

Fig. 2. A tetradrachm of Alexander’s general Ptolemy minted in ~310BC with Athena bearing a shield and wielding a spear

Coins minted by Macedonians at that time also bear witness to the new phenomenon of warrior women. In Egypt, Alexander’s former general, Ptolemy, minted a series of silver tetradrachms with an image of the deified Alexander wearing an elephant scalp on the obverse and a representation of the goddess Athena bearing a shield and wielding a spear on its reverse (Figure 2). It is even possible that Ptolemy introduced this reverse to recognise the battle between the queens in his homeland of Macedon, because it first appeared within a year or two of that event. Though not properly a goddess like Athena, Olympias was the mother of a fully-fledged god at the time of her death: for example, the deified Alexander on the coins of Ptolemy was introduced in about 321BC. Furthermore, Alexander himself was recorded to have wished to make his mother a goddess after her death (Curtius 9.6.26-27). Finally, the epithet Olympias by which we know the queen was not her original name (that was probably Polyxena, although she was also later called Myrtale), but an honorific title meaning “one of the goddesses from Mount Olympus” awarded to her by King Philip at about the time that she gave birth to Alexander.

Fig. 3. Warrior weapons in the antechamber of the tomb of Philip II presumed to be the property of the queen buried within the same room.

Furthermore, one of Philip’s wives, perhaps Meda, was buried in the antechamber of his tomb at Aegae-Vergina. Historians now believe that the arms found in the antechamber belonged to this queen rather than to Philip. They included a golden gorytus (arrow quiver) and greaves (lower leg armour) – see Figure 3.

It should also be emphasised that all the symbolic decorations within the actual tomb chambers at Amphipolis are unambiguously female in character: the sphinxes, the caryatids/klodones and the figure of Persephone in the mosaic.

For all these reasons, it would not be surprising for a Macedonian queen and Olympias in particular to be commemorated by the lion monument decorated with warrior shields atop the mound at Amphipolis. It is therefore especially interesting that we learnt from Katerina Peristeri at the presentations on Saturday 29th November that she had partly been inspired to dig the Kasta Mound by stories from the local people that it was the tomb of a famous queen. Sometimes such legends harbour a germ of truth.

Fig. 4. An empty sarcophagus kept next to the stones salvaged from the lion monument at Amphipolis

There is also another tantalising possibility: that one of Alexander’s generals actually was entombed within the lion monument itself in addition to the tomb beneath the mound. There is one obvious candidate. One of Alexander’s eight somatophylakes, the king’s most senior staff officers, a Macedonian named Aristonous, who was the commander of Olympias’s army in her war with Cassander and was also the muchloved lord of Amphipolis. But Cassander arranged his murder at about the same time that he had Olympias killed. One intriguing observation is that a sarcophagus is kept amongst the group of stones salvaged from the lion monument stored next to the current partially reconstructed lion (Figure 4). I have no confirmation at present whether it is indeed itself from the monument, but it certainly merits future investigation.

When was the tomb sealed?

Understanding the history of the tomb at Amphipolis depends critically on determining when and by whom the intensive sealing operation was conducted. Sealing walls of massive, unmortared blocks seemingly taken from the peribolos wall were erected in front of both the caryatids and in front of the sphinxes and all three of the chambers within were sedulously filled with sand dredged from the bed of the nearby River Strymon. It was confirmed in the presentations of 29th November that the holes in the masonry near the level of the arched ceiling were used to carry sand into the interior after the sealing walls had been erected and were not made by looters.

However, the most intriguing statement made on 29th November was by architect Michael Lefantzis, who is reported to have said that the sealing walls were made and the backfilling was done in the Roman era, whilst also confirming that the sealing walls were manufactured from material removed from another part of the monument.

Fig- 5. Ancient paint on the capital of a pilaster in the façade beneath the sphinxes

The archaeologists also said that the tomb was open to visitors for some time and a Roman sealing might be taken to imply that visits to the tomb took place for at least several centuries. However, the archaeologists and the Ministry of Culture have previously published some evidence, mainly photographic, that could suggest that the tomb was only open for a relatively short period before being closed up:

1) Ancient paint survives on the façade, for example on the capitals of the pilasters either side of the portal beneath the sphinxes (Figure 5). Preferential weathering of exterior paint should be expected and centuries of weathering would normally completely remove paint, but the paint on the façade is in no worse condition than the paint within the first chamber.

Fig. 6. Blocks in the sealing wall erected in front of the portal of the sphinxes during their removal showing that the blocks were not mortared together

2) The masonry in the sealing walls was not mortared, but the stones were merely stacked on top of one another (Figure 6). This was normal in the Hellenistic period, but the Romans nearly always used mortar between the stones in their walls.

3) There are ancient steps in a couple of the released photos (e.g. Figure 7): although there is some chipping to the edges of these steps, they are nevertheless still sharp, crisp and flat in some central parts of their edges. Over centuries a smooth pattern of wear should be expected.

Fig. 7. Flooring of marble fragments in red cement without apparent wear and an ancient step with parts of its edge still sharp and unworn.

4) Neither the paving in the first chamber (Figure 7) nor the mosaic in the second chamber (Figure 8) shows any sign of the differential wearing to the areas where visitors would predominantly have trodden (the damage to the centre of the mosaic must have been due to an event at the time of sealing or only just before, since it is reported that loose pieces were found still in place during the excavation.)

Fig. 8. The section of the Persephone mosaic adjoining the entrance to the second chamber exhibits little sign of wear

There may be answers to some of these points: e.g. it has been suggested that the entrance might have had a roof over it (although that would have made the interior of chamber 2 very dark). However, collectively there is an implication from these points that the tomb chambers may not have been open to visitors for as long as centuries. 

The other difficulty with a Roman era sealing is the question of motive. It will have been expensive and time-consuming to build the sealing walls and to dredge and transport thousands of tonnes of sand. Also, since there were no grave goods left, the only thing of possible value inside the tomb was the bones themselves. Yet these bones were left scattered about in and out of the grave slot. If the sealer was concerned to protect the bones, why did he/she not tidy them up before sealing the tomb?

An easy way to remove doubt on the sealing date would be to announce Roman dating evidence found within the sealing wall erected in front of the sphinxes. In fact Katerina Peristeri said on November 29th that there were no potsherds or coins in the main chamber, but that the archaeologists found a lot in other areas: “In the main chamber we do not have any grave goods. They have been taken away or maybe they were somewhere else. The geo-survey that we are doing may give us more info about what there might be elsewhere, but in the other areas (χωροι) we have pottery and coins that are being cleaned and studied. We simply haven’t shown them to you. The dating is in the last quarter of the fourth century B.C in one phase and we have coins from the 2nd century B.C, which is the era of the last Macedonians to protect their monument and from the Roman years from the 3rd century A.D.” Unfortunately, this remains ambiguous on the question of whether any of this evidence was found within the sealing wall erected in front of the sphinxes.

Consequently, the key question now is: what is the latest attributable date of anything datable found inside the sealing wall erected in front of the sphinxes? In general, the latest datable material is likely to be a good indication of when the tomb was finally sealed. If anything definitely Roman has been found inside that wall, then the final sealing was very probably Roman. In that case the parallel evidence that the tomb has only been lightly visited may imply that the sealing history is fairly complex, perhaps involving an early sealing, a later opening and a final re-sealing.

Who was the architect of the monument?

The archaeological team at the Amphipolis tomb have previously speculated about the identity of its architect and in their presentations on Saturday 29th November they confirmed that the whole monument was the work of a single architect with the exception of the cist grave and its slot, which is now confirmed to pre-date the rest of the monument. I am confident that the archaeologists are right on these points.

Fig. 9. The proposal of Deinocrates to Alexander to carve Mt Athos into his image

The most interesting name that the archaeologists have put forward in connection with the identity of the tomb’s designer is that of Alexander’s architect, Deinocrates (literally the “Master of Marvels”). He is widely referenced in the ancient sources and is also called Cheirocrates (“Hand Master”), Stasicrates, Deinochares and even Diocles. It has been suggested that Stasicrates was his real name and that Deinocrates was a nickname. He was the proposer of the project to sculpt Mount Athos into a giant statue of Alexander, although this was rejected by the king (see Figure 9). He is specified to have restored the temple of Artemis at Ephesus and Plutarch (Alexander 72.3) writes that Alexander “longed for Stasicrates” for the design and construction of Hephaistion’s pyre and monument. Most famously of all, Deinocrates was Alexander’s architect for Alexandria in Egypt. In my book, The Quest for the Tomb of Alexander the Great, 2nd Edition, 2012, p.160, I made a link between the masonry of the most ancient fragments of the walls of Alexandria and the Lion Tomb at Amphipolis (i.e. the blocks from the structure that supported the lion, which was all that was known at that time):

“The blocks of limestone in the oldest parts of this fragment [of the walls of ancient Alexandria, located in the modern Shallalat Gardens] are crammed with shell fossils and the largest stones are over a metre wide, although they vary in size and proportions. They have a distinctive band of drafting around their edges, but the remainder of the face of each was left rough-cut. The Tower of the Romans in Alexandria was faced with the same style of blocks, including the bands of drafting.

Such blocks are particularly to be found in the context of high status early-Hellenistic architecture. Pertinent examples elsewhere include the blocks lining the Lion Tomb at Knidos and the original base blocks of another Lion Tomb from Amphipolis in Macedonia. Both most probably date to around the end of the fourth century BC and are best associated with Alexander’s immediate Successors.”

Fig. 10. Oldest remaining fragment of the walls of Alexandria (above) showing the same band of drafting around the edges of the blocks as the blocks in the peribolos wall of the Amphipolis mound (below).

The blocks from the oldest surviving part of the walls of Alexandria are also comparable with the blocks in the peribolos wall now uncovered at Amphipolis. Both have the distinctive band of drafting around the block edges with the stones being left rough-cut in their central reservations (Figure 10).

Fig. 11. The map of ancient Alexandria based on excavations in 1865 by Mahmoud Bey.

The archaeologists have put forward one slightly complicated argument in favour of Deinocrates having built the Amphipolis tomb based on a map of ancient Alexandria (Figure 11) drawn by Mahmoud Bey in 1866 following his extensive excavations across the site of the ancient city performed in 1865. Mahmoud reconstructed the street grid based on results at numerous dig sites. He inferred the size of a stade, the standard Greek measure of large distances, to have been 165m in Alexandria by noting that the separations of the roads in the street grid were fixed numbers of stades.

He also reconstructed the course of the ancient city walls on the basis of excavations on the eastern and southern sides, but in the west and to some extent on the northern side he had to guess their course in many places, due to modern developments having made the necessary excavation sites inaccessible. He came up with an overall perimeter for the walls of 96 Alexandrian stades or 15.84km (although Mahmoud himself actually wrote “around 15,800m” in his book.)

The Amphipolis archaeologists noticed that the Alexandrian wall circuit of Mahmoud Bey, which they supposed to have been planned by Deinocrates, is almost exactly one hundred times the diameter of the Kasta Mound as defined by its circular peribolos wall, which they have measured at 158.4m. They have suggested that this coincidence suggests that Deinocrates was the architect for the Amphipolis tomb as well as for Alexandria.

However, there are a few difficulties with this hypothesis:

1) There are three ancient writers that give the perimeter of Alexandria’s walls: Curtius at 80 stades, Pliny at 15 miles and Stephanus Byzantinus at 110 stades. All of these are significantly different to the modern 15.84km value from Mahmoud Bey.

2) It is doubtful whether all of Mahmoud’s wall line, especially in the west, can be accurate, since he did not actually find any definite traces of the wall over large stretches of his reconstructed perimeter. 

3) It is doubtful whether the outer wall mapped by Mahmoud Bey was part of Deinocrates’ original plan for Alexandria. It is essentially the wall line of the city at its zenith around the time of Augustus. It is unlikely that Alexander founded the town to be 5km wide, so that it would have needed half a million inhabitants to fill it. The only fragment surviving now of early Ptolemaic wall is in the line of a much smaller circuit, near the middle of Mahmoud’s city and encompassing its central crossroads. That is a better candidate for Deinocrates’ handiwork.

4) To compare a perimeter with a diameter is not comparing like with like. It is the unit of large-scale measurement, the stade, which should really be compared between Alexandria and the Kasta Mound of the Amphipolis tomb. 

Usually in Greek cities the stade was defined as measuring 600 feet. So for, example, in Athens a stade was 185m. However, Alexander the Great employed men called bematists (literally “pacers”) to measure the distances between the towns and cities that he passed through on his campaigns. We still have some of the lists of towns and the distances between them as measured by Alexander’s bematists (known as the stathmoi or “stages”). Since many of the places in these lists have known locations today it is possible to calculate from modern maps how long the stade used by Alexander’s bematists must have been and the answer is 157m (see Fred Hoyle, Astronomy, Rathbone Books Limited, London 1962.) That would require a foot of only 26cm, which would be extraordinarily small and well below the normal range. But it would of course have been impractical for the bematists to measure distances of hundreds of km between cities by putting their feet down heel to toe repeatedly, so they must have used paces instead of feet to define their stade. In fact we know that a Roman mile was defined as 1000 paces and that is 1481m, so it is likely that Alexander’s bematists were using a stade of 100 paces (of two steps per pace). Anyway, it is clear that the diameter of the Kasta Mound at Amphipolis is actually remarkably close to the stade used by Alexander’s bematists. And actually the Alexandrian stade of 165m is closer to the bematists’ stade than to the 600-foot stade of other cities. The conclusion could be that the architect of Alexandria and the architect of the Amphipolis tomb both paced out their plans in a fashion similar to Alexander’s bematists. So there is a slight link after all between Deinocrates, the known architect of Alexandria, and the architect of the Amphipolis tomb.

Furthermore, Deinocrates is associated with projects that were intended to impress through extraordinary size, so that is another good reason to consider Deinocrates to be a candidate in the case of the Kasta Mound. We can certainly say that an illustrious Greek architect designed the Kasta Mound and its Lion Tomb with a 100 pace diameter in order deliberately to impress through size and through a planned size of exactly one of Alexander’s bematists’ stades.

Deinocrates therefore remains a good candidate for the identity of the architect of the Amphipolis lion tomb. However, the evidence is largely circumstantial and it relies in particular on the correctness of the dating of the tomb to the last quarter of the 4th century BC. I see no reason to doubt this dating and the archaeologists invoked the style and execution of the mosaic in their presentations on 29th November to bolster the case for their late 4th century BC date. However, we will need to see a bit more dating evidence to be absolutely confident in assigning the tomb to a narrow quarter century time slot.

Fig. 12. A man and a woman wearing red belts dancing either side of a bull in a painting from the burial chamber of the Amphipolis tomb

What event do the paintings depict?

The Greek Ministry of Culture published photos of the paintings recently found decorating the architraves in the third (burial) chamber of the Amphipolis tomb on 3rd December 2014. They depict a man and a woman wearing red belts or sashes around their waists dancing either side of a bull (Figure 12) and a winged woman between a tall urn and a cauldron or brazier on a tripod (Figure 13). The press release also mentions that the marble roof beams in the chamber were painted with rosettes.

Fig. 14. A winged woman between a large urn and a brazier on a tall tripod in a painting from the burial chamber of the Amphipolis tomb

These scenes appear to be associated with some kind of cult activity and I will show that there are significant parallels with what we know of the activities at one particular cult site: the Sanctuary of the Great Gods on Samothrace, where the Mysteries of Samothrace were conducted. This island sanctuary was long patronised by the royal family of nearby Macedon and in the era of the Amphipolis tomb, the last quarter of the 4th century BC, that patronage is particularly linked to Queen Olympias. Notably Plutarch, Alexander 2.1 writes: “We are told that Philip, after being initiated into the mysteries at Samothrace at the same time as Olympias, he himself still being a youth

and she an orphan child, fell in love with her and betrothed himself to her at once with the consent of her brother, Arymbas.”

Fig. 14. Frieze with garlanded bulls’ heads and a rosette from the Arsinoe Rotunda in the Sanctuary of the Great Gods on Samothrace.

The first connection with the mysteries of Samothrace is the combination of bull sacrifice with rosettes. There is a sculpted relief from the early 3rd century BC Arsinoe Rotunda at the sanctuary on Samothrace, which depicts two garlanded bulls’ heads either side of a large 8-petal rosette (Figure 14). It has been assumed that it alludes to bull sacrifices during the mysteries. In fact it is known that a section of the ceremonies involved animal sacrifices and it is certain that this included bull sacrifices in the Roman period. It is therefore quite striking that the newly discovered paintings depict a possible bull sacrifice in the context of a chamber also decorated with similar rosettes.

Fig. 15. The Victory of Samothrace from the Sanctuary of the Great Gods

The second connection derives from the very strong association of the Sanctuary on Samothrace with Nike, the winged goddess of victory. Most famously, the wonderful “Victory of Samothrace”, now in the Louvre (Figure 15), was discovered in pieces around one of the ruined temple buildings in the Sanctuary of the Great Gods by Charles Champoiseau in March 1863. Additionally there is a votive stele dedicated to the Great Gods of the Samothrace Sanctuary found at Larissa in Thessaly by the

Heuzey and Daumet expedition (Figure 16) and that too depicts the goddess Nike as a central part of its composition. A winged woman in Greek art of the early Hellenistic period is usually a depiction of Nike, so we can reasonably assume that the winged woman in the newly discovered paintings is also the goddess of victory.

Fig. 16. A stele found at Larissa dedicated to the Great Gods of Samothrace including a central depiction of the winged goddess Nike

It is known as well that some of the ceremonies for the mysteries of Samothrace took place at night. A foundation was recovered at the Hieron within the Samothrace Sanctuary, which could have supported a giant torch, but maybe something like the tall brazier in the newly discovered paintings could have fulfilled the function of illuminating nocturnal ceremonies. More generally, the discovery of numerous lamps and torch supports throughout the Sanctuary of the Great Gods confirms the nocturnal nature of the initiation rites. Furthermore, it is suspected that initiates at Samothrace were promised a happy afterlife, as was also the case in the mysteries conducted at Eleusis near Athens. This would make scenes from the mysteries of Samothrace an excellent subject for decoration of an initiate’s tomb.

Finally, and perhaps most strikingly of all, we know from ancient reports (e.g. Varro’s Divine Antiquities) that a particular feature of the mysteries at Samothrace was that initiates wore red sashes around their waists. It is therefore rather noteworthy to see just such red sashes around the waists of the man and woman dancing either side of the bull in the newly discovered paintings from the burial chamber at Amphipolis.

If these associations between the burial chamber paintings and the mysteries at Samothrace are true, then this provides another strong indication that the occupant of the Amphipolis tomb could be Olympias, the mother of Alexander the Great.

Author
Andrew Chugg

Αμφίπολη: Η θεά Νίκη δείχνει… βασιλιά

Αμφίπολη: Η θεά Νίκη δείχνει... βασιλιά

Ένα πραγματικό ”παλάτι” που παραπέμπει ακόμα και στη βασιλική οικογένεια της Μακεδονίας αποτελούσε ο δεύτερος θάλαμος του ταφικού μνημείου στο λόφο Καστά της Αμφίπολης.

Τα νέα συγκλονιστικά δεδομένα αποκαλύπτονται από τις έρευνες σε κομμάτια από το επιστύλιο της αίθουσας. Αν και αλλοιωμένες από την πάροδο των ετών, οι παραστάσεις δείχνουν ότι ο θάλαμος που οδηγούσε στον νεκρό αποτελούσε μια εντυπωσιακή αίθουσα, γεμάτη από διακοσμητικά στοιχεία.

Καταξιωμένοι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι οι παραστάσεις του επιστυλίου απεικόνιζαν αθλητικούς αγώνες, μυθολογικά θέματα και τη δραστηριότητα του κυνηγιού, που στην αρχαιότητα αποτελούσε απόδειξη ανδρείας. Επισημαίνουν παράλληλα πως τέτοιες εικόνες έχουν βρεθεί και στους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας.

”Αυτές οι παραστάσεις γίνονταν για χάρη εύπορων ανθρώπων με αξιώματα, οι οποίοι ανήκαν στα κορυφαία στρώματα της αριστοκρατίας ακόμα και στη βασιλική οικογένεια” αναφέρει η καθηγήτρια Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Ελένη Μινακίδου και συνεχίζει: ”Όσοι ανήκαν στη λεγόμενη αριστροκρατία της εποχής είχαν στους τάφους τους τοιχογραφίες από αγώνες, κυνήγι και συμπόσια. Τέτοιες καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις βρίσκονται και στο λεγόμενο τάφο του πρίγκιπα στη Βεργίνα”

Στις τελευταίες φωτογραφίες δύο φτερωτές μορφές οι οποίες, σύμφωνα με αρχαιολόγους, παραπέμπουν στη θεά Νίκη. ”Οι εικόνες που έχουμε δείχνουν ότι ίσως έχει να κάνει με αθλητικό αγώνισμα. Εκτός από τις μορφές που παραπέμπουν στη θεά Νίκη υπάρχει και ένα έπαθλο, ένα αγγείο και ένας αμφορέας με τριποδικό στήριγμα” αναφέρει η κα Μινακίδου.

Η αποκάλυψη των πέντε μορφών και των υπολοίπων στοιχείων του επιστυλίου αποτελεί μόλις την πρώτη φάση των ερευνών πάνω στα μαρμάρινα τμήματα ενώ θα ακολουθήσει και ειδική επεξεργασία με λέιζερ. Ήδη όμως ακαδημαϊκοί δηλώνουν ότι η αναπαράσταση είναι μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας.

.madata.gr

Οι μύθοι και τα μυστήρια του Παγγαίου

Της φιλολόγου Ελένης Γαραντούδη.

OrpheuTo όρος Παγγαίο είναι πολύ γνωστό από τα μυθολογικά χρόνια. Το χρυσάφι του έκανε τον Ευριπίδη στην τραγωδία του “Ρήσος” να το ονομάσει “όρος με τους όγκους χρυσού, του οποίου η γη κρύβει άργυρο”. Για αιώνες τα πλούσια μεταλλεία του παρείχαν σε μεγάλη αφθονία το χρυσό και τον άργυρο και αποτελούσαν πόλο έλξης για πλήθος λαών και φυλών στην γύρω από το Παγγαίο περιοχή.

Εκτός όμως από το χρυσάφι του, το Παγγαίο συνδέεται με έναν “θησαυρό” μύθων που αφορούν δύο σημαντικές όψεις του αρχαίου κόσμου, τη διονυσιακή θρησκεία και τον Ορφισμό.

Η Θράκη, κατά τη μυθική αντίληψη ήταν μια περιοχή πολύ ευρύτερη από το γνωστό γεωγραφικό χώρο. (Οι θράκες, άλλωστε ήταν ο λαός που ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του Παγγαίου και γενικά της μεταξύ του Στρυμόνα και Νέστου χώρας). Για τους Έλληνες του Νότου ήταν ο τόπος απ’ όπου ξεκινούσε ο ορμητικός Βορέας με τα παιδιά του, τους Βορεάδες και τη Χιόνη, και ο άγριος πολεμικός θεός Άρης. Ήταν όμως και ο τόπος του Ορφέα, του Μουσαίου, του θάμυρη και του Εύμολπου, που είχαν διδάξει στους ανθρώπους τα θεία μυστήρια και τη μουσική.

Η Θράκη ήταν ο τόπος όπου γεννήθηκε και κατοικούσε ένας από τους Δώδεκα θεούς, ο Άρης. Άγριος και αιμοβόρος, όπως ήταν αυτός ο θεός, άφησε απογόνους σαν τον Τηρέα, τον Λυκούργο και τον Διομήδη, που έμειναν στη μνήμη των ανθρώπων σαν βασιλιάδες της Θράκης γεμάτοι σκληρότητα και βαρβαρότητα. Κατά τη μυθολογία το όνομα του το Παγγαίο το πήρε από τον Παγγαίο, το γιο του Άρη και της Κριτοβούλης, ο οποίος επειδή δεν μπόρεσε να αντέξει τις τύψεις της συνείδησης του για την αιμομιξία που εν αγνοία του διέπραξε με την κόρη του, αυτοκτόνησε πάνω στο όρος αυτό, όπως για όλα αυτά μας πληροφορεί η Γεωγραφία περί Θράκης του Μελετίου.

Ο Πλίνιος αναφέρει την παράδοση ότι πρώτος ανακάλυψε τα πολύτιμα μέταλλα του Παγγαίου ο φοινικικής καταγωγής Κάδμος που κάποτε έφτασε με τους δικούς του στη Θράκη, όπου οι κάτοικοι τους δέχθηκαν φιλικά και τους πρόσφεραν φιλοξενία. Μαζί με τον Κάδμο είχε ξεκινήσει από τη Φοινίκη και κάποιος Θάσος, γιος του Ποσειδώνα που όταν έφτασαν στη Θράκη, πέρασε σ’ ένα κοντινό νησί απέναντι και έχτισε πόλη. Από τότε το νησί πήρε το όνομα του και λέγεται Θάσος. Στη Θράκη ο Κάδμος έμαθε τους ανθρώπους να βγάζουν χρυσάφι μέσα από το βουνό Παγγαίο και να φτιάχνουν με αυτό διάφορα κομψοτεχνήματα. Τους έμαθε και άλλες τέχνες που ήξερε από την πατρίδα του. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή το όνομα του το Παγγαίο το πήρε από τη φοινικική λέξη paga, που σήμαινε συνάντηση.

pronomos1aΠάνω στο Παγγαίο και με πρωταγωνιστή τον μεγάλο θεό των θρακών, τον Διόνυσο ή Βάκχο, διαδραματίστηκε ο τραγικός μύθος του θράκα βασιλέα Λυκούργου. Ο Λυκούργος, που βασίλευε στους Ηδωνούς, κοντά στον Στρυμόνα, εναντιώθηκε στη λατρεία του Διόνυσου, επιτέθηκε στις Βάκχες της ακολουθίας του και απείλησε τη ζωή και του ίδιου του θεού. Ο ίδιος ο μικρός Διόνυσος από το φόβο του βούτηξε μέσα στη θάλασσα, όπου η Θέτιδα τον δέχτηκε τρεμάμενο στην αγκαλιά της. Τότε η οργή του Δία έπεσε πάνω στον Λυκούργο που τυφλώθηκε και δεν άργησε να πεθάνει, κλεισμένος σε σπήλαιο του Παγγαίο από τον ίδιο τον Διόνυσο. Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή του μύθου ο ίδιος ο Διόνυσος του τάραξε τα φρένα και τον έβαλε να κατακρεουργήσει το ίδιο το παιδί του, νομίζοντας πως κλαδεύει ένα αμπέλι, και πως ύστερα από αυτό οι Ηδωνοί, για να επαναφέρουν τη γονιμότητα της γης τους που είχε χαθεί, τον έδεσαν πάνω στο βουνό τους το Παγγαίο, όπου άγρια άλογα τον κατασπάραξαν. Πάνω στο Παγγαίο έλεγαν ακόμα πως ένας ντόπιος, ο Χάροπας, βοήθησε τον Διόνυσο να νικήσει και να θανατώσει το Λυκούργο, πως αυτός, παίρνοντας την εξουσία σύμφωνα με το θέλημα του νικητή θεού, διέδωσε τη λατρεία του και πως δίδαξε στο γιο του Οίαγρο τις διονυσιακές τελετουργίες, που αργότερα ο γιος του Οίαγρου, ο Ορφέας τις διαμόρφωσε και τις συστηματοποίησε, έτσι ώστε έγιναν ευρύτερα γνωστές σαν Ορφικά Μυστήρια.

Ο Ορφέας είναι μια περίεργη μυθική μορφή, χωρίς σαφή γνωρίσματα ήρωα, θεού ή ημίθεου. Χαρακτηρίζεται ως “γόης από μουσικής άμα και μαντικής”, αλλά ήταν και εισηγητής συγκεκριμένων μυστικών τελετών, θρησκευτικός ποιητής, προφήτης και ιερέας. Επιπλέον τιμήθηκε στον τάφο του με θυσίες ως θεός και όχι με εναγίσματα όπως οι ήρωες. Καταγόταν από τη Θράκη και έδρασε είτε στην περιοχή των Πιερίων, όπου υπήρχε ο τάφος του, είτε στην περιοχή του όρους Παγγαίο και ανατολικότερα ως τον ποταμό Έβρο.

Ο Ορφέας ήταν φημισμένος για την επίδοση του στη μουσική, στο άσμα και στην κιθαρωδία. Η αρχαιότητα τον ύψωσε σε σύμβολο της κιθαρωδίας, αξεπέραστο από τους μεταγενέστερους δεξιοτέχνες του είδους. Έμβλημα του σ’ όλες τις εικαστικές παραστάσεις έγινε η λύρα που άλλοτε την κρατούσε στα γόνατα πλήττοντας τις χορδές και τραγουδώντας και άλλοτε στο χέρι ως απλό έμβλημα.

Ο Ορφέας μετά την κάθοδο του στον Άδη, απ’ όπου απέτυχε να επαναφέρει την Ευρυδίκη, επέστρεψε στον Επάνω Κόσμο πικραμένος, και εφτά ημέρες περιπλανιόταν αμίλητος χωρίς τροφή ή θρηνούσε στις όχθες ενός ποταμού. Από τότε ήταν αδιάφορος προς κάθε γυναίκα και ταπείνωνε όσες τον πλησίαζαν. Μερικοί έλεγαν πως δεν θέλησε να ζήσει μόνος και αυτοκτόνησε. Κατά τους ορφικούς όμως ο θάνατος του προφήτη τους υπήρξε μαρτυρικός όπως του θεού τους Ζαγρέα. Κατά την αυθεντικότερη εκδοχή ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ που πρόσφατα είχε περάσει με την ακολουθία των Βακχών από τη Μικρά Ασία στη Θράκη βρήκε τον Ορφέα περιφρονητή των μυστηρίων του και έβαλε τις Βάκχες, γνωστές στη Θράκη ως “Βασσάρες” ή “Βασσαρίδες” να τον “διασπάσουν” πετώντας εδώ κι εκεί τα μέλη του. Οι μούσες μάζεψαν τα μέλη του και τα έθαψαν.

Orpheus2Άλλοι έλεγαν πως ο Ορφέας θανατώθηκε από τις γυναίκες των θρακών που τον εκδικήθηκαν είτε γιατί τις απέκλεισε από τα μυστήρια που ίδρυσε, είτε γιατί τις αποξένωσε από τους άντρες τους με το να εισαγάγει τον παιδικό έρωτα στη Θράκη. Σύμφωνα με άλλη άποψη η Αφροδίτη είχε ξεσηκώσει τις γυναίκες των θρακών να τον διαμελίσουν, ενώ άλλοι έλεγαν πως ο Δίας σκότωσε με κεραυνό τον Ορφέα γιατί στα μυστήρια που ίδρυσε αποκάλυπτε στους ανθρώπους απόκρυφες αλήθειες για το υπερπέραν.

Τα νέα διονυσιακά μυστήρια, όπως τα διαμόρφωσε ο Ορφέας, είχαν τόσο σημαντικές διαφορές από τα μυστήρια της εκστατικής διονυσιακής λατρείας, ώστε οι ορφικοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους οπαδούς μιας διαφορετικής θρησκείας (αν και πάλι διονυσιακής). Στο κέντρο της ορφικής διδασκαλίας μπήκε ο λεγόμενος Διόνυσος Ζαγρέας, γιος, κατά τον “ιερό λόγο” των ορφικών, του Δία και της θεάς του Κάτω Κόσμου Περσεφόνης. Οι Τιτάνες, οι κακούργες θεϊκές υπάρξεις που είχαν νικηθεί από το Δία κατά την Τιτανομαχία, βρήκαν ευκαιρία να εκδικηθούν το Δία σκοτώνοντας το γιο του που ήταν ακόμη νήπιο. Διαμέλισαν τον Διόνυσο Ζαγρέα και έφαγαν ωμές τις σάρκες του, εκτός από την καρδιά του που πρόλαβε να τη σώσει η Αθηνά. Οι Τιτάνες μετά το κακούργημα τους κατακεραυνώθηκαν από το Δία, και από τη στάχτη τους δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι. Οι ορφικοί έλεγαν πως οι άνθρωποι είχαν μέσα τους το θεϊκό στοιχείο (γιατί οι Τιτάνες είχαν φαει το Διόνυσο Ζαγρέα) είχαν όμως και τη θηριώδη ή κακοποιό “τιτανική φύση” (γιατί είχαν πλαστεί από τη στάχτη των Τιτάνων). Η ορφική ζωή (με τις νηστείες ή την αποχή από ζωικές τροφές και με τους θρησκευτικούς καθαρμούς) είχε το σκοπό να ενισχύσει μέσα τους το θεϊκό στοιχείο (την ψυχή) και να δεσμεύσει ή να νεκρώσει την τιτανική φύση (τις ζωικές ή σωματικές επιθυμίες).

Σύμφωνα με αυτήν την πίστη, την πραγματική φύση του ανθρώπου, ότι θεϊκό υπάρχει μέσα του, το έχει μαζί της η ψυχή, που ύστερα από το θάνατο δεν βυθίζεται σαν φευγαλέα – σκιά στον μουχλιασμένο Άδη, μόνο πρέπει να δώσει λογαριασμό για τις πράξεις της και υποχρεώνεται να περάσει μια σειρά από γεννήσεις, που τη φέρνουν ή πίσω στη θεϊκή της πατρίδα ή σε αιώνια καταδίκη. Η κίνηση αυτή ήθελε να οδηγήσει τον άνθρωπο στην κάθαρση της ψυχής του, στην απελευθέρωση της από τη σωματικότητα και σε διαρκή ένωση με τη θεότητα.

Αντίθετα οι οπαδοί της οργιαστικής διονυσιακής λατρείας πίστευαν στην αξία του ωμοφαγίου: Οι Μαινάδες, κυριευμένες από τη διονυσιακή μανία, διαμέλιζαν ένα ζώο που αποτελούσε ενσάρκωση του θεού Διονύσου. Τρώγοντας κανείς ωμό λίγο από το κρέας του ζώου αυτού “έφερνε μέσα του το θεό”, και αυτό πίστευαν πως ανακαίνιζε τον άνθρωπο και εξευγένιζε τη ζωή του. Οι δύο αυτές αιρέσεις της διονυσιακής λατρείας συνυπήρχαν στα ιστορικά χρόνια, οι σχέσεις όμως των οπαδών τους ήταν πάντοτε εχθρικές.

Ο Διόνυσος είναι, ως γνωστόν, θεός του κρασιού και γενικότερα της γονιμότητας και της βλάστησης. Τα όργια του θεού γιορτάζονταν κάθε δύο χρόνια στις αρχές του Δεκέμβρη πάνω στον Παρνασσό. Η λέξη όργια σημαίνει έργα ιερά, θρησκευτικές τελετές. Μόνο γυναίκες οργανωμένες σε θιάσους, έπαιρναν μέρος σ’ αυτά. Ήταν οι μαινάδες ή βάκχες ή θυιάδες, που κρατούσαν στο ένα χέρι τον αναμμένο πυρσό και στο άλλο τον θύρσο -ένα ραβδί στολισμένο με αμπελόφυλλα και κισσό και μ’ ένα κουκουνάρι στην άκρη – και εβάκχευαν, που θα πει πως έπεφταν σε θρησκευτική υστερία. Ανέβαιναν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι και στο κρύο της χειμωνιάτικης νύχτας στις δασωμένες πλαγιές και στις κορυφές του βουνού, ενώ τα τύμπανα και ο αυλός συνόδευαν τους έξαλλους χορούς τους, ώσπου να σωριαστούνε εξαντλημένες στο χώμα. Στην αλλοφροσύνη τους έβλεπαν να αναβλύζουν από τη γη ποτάμια μέλι και γάλα και κρασί. Ακόμη με την πίστη πως ο Διόνυσος είχε ενσαρκωθεί σε ζώο, στην επιθυμία τους να κοινωνήσουν μαζί του, όποιο αγρίμι έβρισκαν χύνονταν και το έπιαναν, το ξέσκιζαν με τα χέρια και έτρωγαν τις σάρκες του ωμές. Με ανάλογες οργιαστικές τελετές γιόρταζαν τον Διόνυσο οι γυναίκες και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας και της Μικρός Ασίας, ιδιαίτερα στη Μακεδονία, που γειτόνευε με τη Θράκη, από όπου είχαν ξεκινήσει τα διονυσιακά όργια.

Η “μανία” που φέρνει ο θεός Διόνυσος, η μεταβολή δηλ. της συνείδησης του ατόμου, συνδέεται βέβαια πρώτα – πρώτα με το κρασί και την έκσταση και τη μέθη που φέρνει. Όμως η μανία αυτή που αποτελεί το ζωντανό σημάδι πως κάποιος έγινε “ένθεος”, δηλαδή ο θεός “μπήκε” σε κάποιον, δεν είναι απαραίτητα δεμένη με το κρασί αφού παρουσιάζεται και ανεξάρτητα απ’ αυτό. Η “μανία” έχει σχέση με τη λέξη “μένος” που σημαίνει τη δύναμη του νου, την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Μανία λοιπόν δεν είναι μια απώλεια, “να χάνει κανείς τα λογικά του”, αλλά ένα δυνάμωμα, μια τόνωση της αίσθησης που έχει ο καθένας για την πνευματική του δύναμη. Το βίωμα αυτό όμως δεν μπορεί να το αποκτήσει κανείς μένοντας μόνος σε περισυλλογή. Είναι ένα μαζικό φαινόμενο που γίνεται μεταδοτικό. Αυτό εκφράζει ο μύθος για το “θίασο” του Διονύσου. Όποιος όμως δίνεται στο θεό

Διόνυσο, πρέπει να απαρνηθεί και να αποβάλλει την “αστική” του ύπαρξη και να γίνει “μαινόμενος”, να βγει δηλαδή από τους περιορισμούς της πόλης. Αυτό είναι ένα βίωμα του θείου που συνάμα φέρνει σωτηρία στον άνθρωπο.

Εκείνο, λοιπόν, που χαρακτηρίζει τη διονυσιακή θρησκεία είναι η έκσταση, το να βγαίνει κανείς από τον εαυτό του, βοηθούμενος όχι μόνο από το κρασί, αλλά και από τον παράφορο χορό. Ο Όμηρος, που είναι κήρυκας της ολυμπιακής θρησκείας και δεν συμπαθεί τα μυστικιστικά κηρύγματα, λίγο πολύ αγνοεί το Διόνυσο. Στον απλό λαό όμως η διάδοση της λατρείας του ήταν μεγάλη. Γι’ αυτόν ο Διόνυσος ήταν ο Λύσιος, ο θεός που λύτρωνε τους ανθρώπους από τους έγνοιες και τα βάσανα της καθημερινής ζωής.

Dionysos2

Ο J.P. VERNANT στο βιβλίο του “ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ” γράφει σχετικά με το θέμα: “Η διονυσιακή θρησκεία είναι, λοιπόν, πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα υπόθεση των γυναικών. Οι γυναίκες ως γυναίκες αποκλείονται από την πολιτική ζωή. Η θρησκευτική ιδιότητα που τις κάνει ικανές να παίξουν, ως Βάκχες, κυριαρχικό ρόλο στη διονυσιακή θρησκεία, είναι το αντίστροφο αυτής της κατωτερότητας που τις σημαδεύει στο πολιτικό επίπεδο και που τους απαγορεύει να συμμετέχουν – ισότιμα με τους άντρες – στη διακυβέρνηση της πόλης. Αλλά και οι δούλοι βρίσκουν επίσης μια θέση στις διονυσιακές λατρείες, μια θέση που κανονικά δεν μπορούν να έχουν αλλού (…). Το θρησκευτικό, λοιπόν ρεύμα της διονυσιακής θρησκείας προσέφερε σε μια παλιά εποχή, ένα πλαίσιο συγκέντρωσης σε όσους βρίσκονταν το περιθώριο της αναγνωρισμένης κοινωνικής τάξης. Μερικά λατρευτικά επίθετα του Διονύσου, όπως Ελευθέριος και Λύσιος, μαρτυρούν αυτή τη διαπλοκή του κοινωνικού και του θρησκευτικού στοιχείου και την ίδια επιδίωξη για ελευθερία και απολύτρωση. Πράγματι αυτό που προσφέρει η διονυσιακή θρησκεία στους πιστούς – και όταν ακόμη ελέγχεται από το κράτος, όπως θα συμβεί την κλασική εποχή -είναι μια θρησκευτική εμπειρία αντίστροφη της επίσημης λατρείας. Δεν πρόκειται πια για την ιεροποίηση μιας τάξης, όπου πρέπει κανείς να ενταχθεί, αλλά για την απολύτρωση από αυτήν την τάξη και την απελευθέρωση από τους εξαναγκασμούς που συνεπάγεται από ορισμένες απόψεις. Έτσι έχουμε αναζήτηση μιας ριζικά διαφορετικής εμπειρίας, μακριά από την καθημερινή ζωή, τις συνηθισμένες ασχολίες, τους υποχρεωτικούς καταναγκασμούς, και προσπάθεια να καταργηθούν όλα τα όρια, να πέσουν όλοι οι φραγμοί που προσδιορίζουν έναν οργανωμένο κόσμο φραγμοί ανάμεσα στον άνθρωπο και στο θεό, στο φυσικό και στο υπερφυσικό, ανάμεσα στο ανθρώπινο, στο ζωϊκό και στο φυτικό, κοινωνικοί φραγμοί, όρια του εγώ”.

Σε άλλη σελίδα του βιβλίου διαβάζουμε πως “θίασοι, σύλλογοι και μυστήρια ανοίγουν τις πόρτες τους σε άτομα, που μπορούν τώρα να γνωρίσουν τις ιερές αλήθειες – προνόμιο, άλλοτε ορισμένων κληρονομικών γενών – χωρίς κανέναν περιορισμό ως προς την κοινωνική τους θέση και καταγωγή. Η δημιουργία θρησκευτικών αιρέσεων, όπως οι “ορφικές”, η ίδρυση μυστηριακών θρησκειών, η συγκρότηση ενός συλλόγου “σοφών”, όπως ήταν ο Πυθαγορικός, φανερώνουν σε διαφορετικές συνθήκες και σε διαφορετικούς κύκλους, το ίδιο μεγάλο κοινωνικό κίνημα διεύρυνσης και διάδοσης μιας ιερής αριστοκρατικής παράδοσης”

Ο ορφισμός είναι μια θρησκευτική κίνηση που, όπως παρατηρεί ο ALBIN LESKY στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, τη σημασία της την υπερτίμησαν υπερβολικά σε ορισμένες εποχές, για να την αποκηρύξουν ύστερα σχεδόν ολοκληρωτικά με ριζοσπαστικό σκεπτικισμό. Κατά πόσο η κίνηση αυτή αναπτύχθηκε από καθαρά ελληνικά ξεκινήματα, κατά πόσο είχε σχέση με τη διδασκαλία της Ανατολής για την περιπλάνηση των ψυχών, είναι προβλήματα που η λύση τους δεν είναι εύκολη. Δεν είναι όμως ξένη σταγόνα μέσα στο ελληνικό αίμα, αλλά συνανήκει στην εικόνα του ελληνικού κόσμου.

Το Παγγαίο λοιπόν, συνδέεται με μύθους, θρησκείες και λατρείες, που λειτούργησαν “επαναστατικά”, φέρνοντας μεγάλες καινοτομίες, αλλάζοντας τη ζωή των ανθρώπων που τις ακολουθούσαν.

ΕΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ

Μεσημέρι Παρασκευής 8 Αυγούστου

Μεσημέρι Παρασκευής 8 Αυγούστου: Το τηλεφώνημα με το οποίο ξεκίνησαν όλα στην Αμφίπολη- Τα πρώτα πυρετικά 24ωρα
Ηταν μεσημέρι Παρασκευής 8 Αυγούστου, όταν η Κατερίνα Περιστέρη, η ανασκαφέας της Αμφίπολης, σχημάτισε στο τηλέφωνό της τον αριθμό του υπουργείου Πολιτισμού. Η στιγμή που έπαιρνε την πολιτική ηγεσία για να ενημερώσει πως αποκαλύφθηκαν οι Σφίγγες. Οσα ακολούθησαν τα επόμενα 24ωρα είχαν ρυθμούς καταιγιστικούς και κινηματογραφικούς.

Η Κατερίνα Περιστέρη καλεί πρώτα τη Μαρία Βλαζάκη, γενική διευθύντρια αρχαιοτήτων και πολιτιστικής κληρονομιάς. Καθώς βρίσκεται σε αποστολή του υπουργείου και δεν μπορεί εκείνη τη στιγμή να απαντήσει, το επόμενο τηλεφώνημα που κάνει η διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Σερρών, στις 5 το απόγευμα της Παρασκευής, είναι στη γενική γραμματέα Λίνα Μενδώνη.

Την ενημερώνει ότι κατά την πορεία των ανασκαφών, που είχαν μέχρι τότε αποκαλύψει 80 μέτρα του περιβόλου σε άψογη κατάσταση, έφτασαν μπροστά στην αποκάλυψη που προμήνυε όσα ακολούθησαν: Στις δύο ακέφαλες Σφίγγες.

Η Λίνα Μενδώνη σπεύδει στο γραφείο του υπουργού, όπου και τον ενημερώνει επί λέξει για όσα της μετέφερε η Κατερίνα Περιστέρη, και ο Κώστας Τασούλας δίνει εντολή στη γενική γραμματέα να μεταβεί την Κυριακή στην Αμφίπολη για να διαπιστώσει και η ίδια περί τίνος πρόκειται.

Φτάνοντας διαπιστώνει τη σημαντικότητα του ευρήματος και παραμένει στην περιοχή προκειμένου να κινηθούν οι διαδικασίες για τη δημιουργία του εργοταξίου και των διαδικασιών για την απρόσκοπτη εργασία μέσα στον τύμβο, σε μια ανασκαφή που δεν εθεωρείτο συστημική αλλά σωστική (ακόμα δεν έχει γίνει η σχετική διαδικασία, αφού δεν έχει πάει ακόμα ο φάκελος της ανασκαφής στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο).

Ενημερώνει διαρκώς τον υπουργό Πολιτισμού, ο οποίος επικοινωνεί με το υπουργείο Δημόσιας Τάξης και το τοπικό τμήμα της Αστυνομίας, ζητώντας αυξημένη αστυνομική προστασία. Ταυτόχρονα ενημερώνει συνεχώς τον πρωθυπουργό. Πέντε μέρες αργότερα, ο ίδιος ο πρωθυπουργός επισκέπτεται την ανασκαφή και έτσι διεθνώς η λέξη Αμφίπολη γίνεται viral και τα σενάρια και οι ιστορίες περί Μεγάλου Αλεξάνδρου βρίσκουν ξαφνικά πρόσφορο έδαφος για να ανθήσουν.

Το ιστορικό αυτό αφηγήθηκε η ίδια η γενική γραμματέας στο περιθώριο της μαραθώνιας παρουσίασης του «ανασκαφικού οδοιπορικού» της Αμφίπολης, με αφορμή την αναφορά της κυρίας Περιστέρη σε φύλακες με όπλα πέριξ της ανασκαφής. Μάλιστα, ο υπουργός παρακολουθούσε συμφωνώντας με αυτή την αφήγηση, αλλά βρίσκοντας και την ευκαιρία για να θυμηθεί ένα ακόμα ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη, που είναι προφανώς ο αγαπημένος του ποιητής: «Εκείνη του Aυγούστου -Aύγουστος ήταν;- η βραδυά… Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά…».

Διαβάστε παρακάτω το ιστορικό της ανασκαφής στη συνέχεια, όπως δημοσιεύθηκε στο iefimerida.gr

  • 20 Αυγούστου -Στο φως οι Σφίγγες

Στις 20 Αυγούστου δόθηκαν στη δημοσιότητα οι φωτογραφίες και με τις δύο Σφίγγες, αφού είχαν αφαιρεθεί 11 λίθοι από τον τοίχο σφράγισης της εισόδου του τύμβου Καστά. Οι εντυπωσιακοί φρουροί του τάφου σε όλο τους το μεγαλείο… Μαζί με τα κεφάλια τους, το ύψος τους έφθανε τα δύο μέτρα.

  • 21 Αυγούστου -Στο φως οι παραστάδες της εισόδου

Με την αφαίρεση ακόμη πέντε λίθων από τον τοίχο σφράγισης του τάφου ήθρε στο φως η βάση των Σφιγγών και το ανώτερο τμήμα του μαρμάρινου θυρώματος. Καλύπτεται με fresco σε μίμηση ιωνικού επιστυλίου. Φέρει διακόσμηση με κόκκινο, μπλε και μαύρο χρώμα. Αμέσως, κάτω από το ιωνικό επιστύλιο, αποκαλύφθηκαν δυο ιωνικά επίκρανα των παραστάδων της θύρας, επίσης επικαλυπτόμενα με fresco και επιζωγραφισμένα με τα ίδια χρώματα.

  • 24 Aυγούστου -Αποκαλύπτεται σταδιακά η είσοδος του τάφου

Με την αφαίρεση 10 ακόμη λίθων από τον τοίχο σφράγισης του τάφου αποκαλύφθηκε η συνέχεια της πρόσοψης της εισόδου του μνημείου, με διάκοσμο, όμοιο με αυτόν των πλαϊνών τοίχων, αλλά και κάτω από τα επίκρανα, οι μαρμάρινες παραστάδες του θυρώματος, οι οποίες επικαλύπτονται, επίσης, από λευκή νωπογραφία.

  • 25 Αυγούστου -Στο φως η επιβλητική είσοδος

Aποκαλύφθηκε σχεδόν ολόκληρη η πρόσοψη του ταφικού μνημείου, ενώ με την αφαίρεση των χωμάτων, στο εσωτερικό του προθαλάμου, εμφανίστηκε κάτω από το μαρμάρινο ιωνικό επιστύλιο, ένθετη μαρμάρινη επένδυση, από ορθοστάτες, καθ’ όλο το μήκος των πλευρικών τοίχων. Σε απόσταση 6 μ. από το άνοιγμα της εισόδου αποκαλύφθηκε το πάνω μέρος μαρμάρινου διαφραγματικού τοίχου.

  • 26 Αυγούστου -Το βοτσαλωτό δάπεδο πίσω από τις Σφίγγες

Με την αφαίρεση των χωμάτων πίσω από τις Σφίγγες αποκαλύφθηκε βοτσαλωτό δάπεδο, που αποτελείται από ορθογώνια και τετράγωνα σχήματα, πλαισιωμένα από ασπρόμαυρους ρόμβους.. Στο κάτω μέρος της πρόσοψης εμφανίζεται στη νωπογραφία ταινία, μπλε χρώματος, η οποία συνεχίζεται και στους πλευρικούς τοίχους.

  • 31 Αυγούστου -Το κόκκινο μωσαϊκό

Με τη αφαίρεση χωμάτων από τον προθάλαμο, στον χώρο πίσω από τον τοίχο των Σφιγγών, αποκαλύφθηκε τμήμα μαρμαροθετημένου δαπέδου, με λευκά, μικρά ακανόνιστα τμήματα μαρμάρου, σε κόκκινο φόντο, σωζόμενο σε εξαιρετικά καλή κατάσταση.

  • 6 Σεπτεμβρίου -Οι πανέμορφες Καρυάτιδες

Σε απόσταση περίπου 2 μέτρων από τη θόλο και 4,5 μέτρων, περίπου, από το δάπεδο του πρώτου θαλάμου αποκαλύφθηκε μαρμάρινη ορθογώνια πλάκα, μήκους 4,2 μ., πλάτους 1 μ. και πάχους 0,21 μ., σε άριστη κατάσταση, ενώ με την αφαίρεση των αμμωδών χωμάτων, στον χώρο μπροστά από τον δεύτερο διαφραγματικό τοίχο, αποκαλύφθηκαν κάτω από το μαρμάρινο επιστύλιο, ανάμεσα στις, επίσης, μαρμάρινες παραστάδες, δύο εξαιρετικής τέχνης Καρυάτιδες, από θασίτικο μάρμαρο.

  • 11 Σεπτεμβρίου -Οι Καρυάτιδες είναι ολόσωμες!

Με την αφαίρεση του τοίχου σφράγισης μπροστά από τις Καρυάτιδες αποκαλύφθηκε ότι οι κόρες είναι ολόσωμες. Οι Καρυάτιδες φαίνεται ότι ανασηκώνουν ελαφρά τον χιτώνα τους, με το αντίστοιχο χέρι τους.

  • 12 Σεπτεμβρίου -Υπάρχει και τρίτος θάλαμος στον τάφο

Μετά την αφαίρεση του χώματος στο δεύτερο θάλαμο του τάφου, πίσω από τις Καρυάτιδες ανακαλύφθηκε ο τρίτος διαφραγματικός τοίχος του τύμβου και το πάνω τμήμα του υπέρθυρου που οδηγεί στον τρίτο θάλαμο του τάφου.

  • 14 Σεπτεμβρίου -Στο εσωτερικό του δεύτερου θαλάμου

Στο φως οι πρώτες φωτογραφίες από το εσωτερικό του δεύτερου θαλάμου, πίσω από τις Καρυάτιδες, με τα κόκκινα μάρμαρα.

  • 21 Σεπτεμβρίου -Εκπληκτικές λεπτομέρειες από τα ακροδάχτυλα των Καρυάτιδων

Με την περαιτέρω αφαίρεση των χωμάτων από τον πρώτο θάλαμο του τάφου αποκαλύφθηκαν εκπληκτικές λεπτομέρειες από τις Καρυάτιδες. Συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκε ότι φέρουν κοθόρνους, οι οποίοι είναι διακοσμημένοι με κόκκινο και κίτρινο χρώμα, ενώ τα ακροδάχτυλα των ποδιών τους έχουν αποδοθεί με εξαιρετική λεπτομέρεια.

  • 30 Σεπτεμβρίου -Οι πανύψηλες Καρυάτιδες πάνω στα βάθρα τους

Με την αφαίρεση των τελευταίων δομών του τοίχου σφράγισης, μπροστά από τον δεύτερο διαφραγματικό τοίχο, αποκαλύφθηκαν στο σύνολό τους τα μαρμάρινα βάθρα, πάνω στα οποία πατούν οι Καρυάτιδες.Το συνολικό ύψος βάθρου και αγάλματος είναι 3,67 μ.

  • 2 Οκτωβρίου -Η μαρμάρινη πόρτα «δείχνει» τάφο

Με την αφαίρεση των χωμάτων αποκαλύφθηκαν τμήματα από μαρμάρινη θύρα, της τυπικής μορφής των μακεδονικών τάφων. Eίναι κατασκευασμένη από μάρμαρο Αλυκής Θάσου -όπως είναι κατασκευασμένο και όλο το ταφικό συγκρότημα- με εφηλίδες, οι οποίες μιμούνται την κεφαλή καρφιών, όπως είθισται στις ξύλινες πόρτες. Επίσης, κατά την ανασκαφή βρέθηκαν, μπροστά από τη θύρα, πίσω από τις Καρυάτιδες, χάλκινα και σιδερένια καρφιά.

  • 12 Οκτωβρίου -Μαγεύει το εκπληκτικό ψηφιδωτό

Mε την αφαίρεση των χωμάτων από το δεύτερο θάλαμο του τάφου, οι ανασκαφείς βρέθηκαν μπροστά σε μια νέα έκπληξη. Ενα εκπληκτικής τέχνης ψηφιδωτό. Ο ψυχοπομπός Ερμής να προπορεύεται, δυο λευκά άλογα, και ένας δαφνοστεφανωμένος άνδρας.

  • 16 Οκτωβρίου -Το ψηφιδωτό απεικονίζει την αρπαγή της Περσεφόνης

Με την αφαίρεση όλου του χώματος από τον δεύτερο θάλαμο του τάφου αποκαλύφθηκε το σύνολο του ψηφιδωτό το οποίο, όπως διαπιστώθηκε, απεικονίζει την αρπαγή της Περσεφόνης. Η κοκκινομάλλα Περσεφόνη μαγεύει…

  • 21 Οκτωβρίου -Η έκπληξη με το κεφάλι της Σφίγγας

Kαι ξαφνικά οι ανασκαφείς την περασμένη εβδομάδα βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια νέα έκπληξη. Ενώ αφαιρούσαν τα χώματα από τον τρίτο θάλαμο του τάφου και στην προσπάθειά τους να φθάσουν στον τέταρτο διαφραγματικό τοίχο του τύμβου και να διαπιστώσουν τι κρύβει το πορτάκι των 0,96 μέτρων που έχει βρεθεί σε αυτόν, βρήκαν θαμμένο στα χώματα το κεφάλι της ανατολικής Σφίγγας…

Lingering Mysteries of the Amphipolis Tomb

l_14984-- kTIMVNI-

By Andrew Chugg* Intriguing enigmas continue to envelop the story of the Amphipolis tomb, Greece . What was the gender of the occupant? When was the tomb sealed? Who was the architect of the monument? This article unravels them all. What was the gender of the occupant? There is an excellent chance that this question will be answered conclusively some time in the coming months through the promised laboratory investigation of the skeleton. However, Katerina Peristeri, head of the excavation, confirmed at the Ministry of Culture presentations on 29th November that nobody currently has any idea of the skeleton’s gender, because the bones were too fragmented for the archaeologists to be able to check the features that determine gender and because the remains were collected with the surrounding soil still partially encasing them in order best to preserve the evidence for the laboratory investigation. Nevertheless, she repeated her previous opinion that the occupant is most likely a male and one of Alexander’s generals based on the fact that the Amphipolis lion that once stood atop the mound is male and its base was decorated with shields. This idea is not new, but has been the standard theory of scholars ever since the fragments of the lion monument were rediscovered more than a century ago. Parts of the shields can clearly be seen on some of the blocks now stored near the reconstructed lion monument near Amphipolis (Figure 1). But is it true that a monument with a male lion and shields necessarily commemorates a man? In the period of the Amphipolis tomb it happened that two royal women took a leading role in warfare. Firstly, Adea-Eurydike, who was a granddaughter of Alexander’s father, Philip, became the queen in 321BC by marrying Philip- Arrhidaeus, the mentally retarded half-brother of Alexander, whom the troops had elected to the monarchy in Babylon on Alexander’s death. In 317BC Adea tried to win precedence for her husband over the official joint-king, Alexander IV, Alexander the Great’s 6-year-old son. This prompted Alexander IV’s grandmother, Olympias, to lead her nephew Aeacides’ army across the mountains from Epirus into Macedonia to defend her grandson’s rights. Athenaeus 560f describes the situation: “The first war waged between two women was that waged between Olympias and Adea-Eurydike, during which Olympias dressed rather like a Bacchant, to the accompaniment of tambourines, whereas Adea-Eurydike was armed from head to toe in Macedonian fashion, having been trained in military activities by Kynna, the princess from Illyria [and a wife of Philip II].” Olympias was victorious and received the epithet Stratonike, which mean’s “the army’s victory goddess”. A monument with shields would be entirely appropriate for either of these queens. Olympias also had a claim to the lion as a personal badge as Plutarch, Life of Alexander 2.2 records: “After their marriage, Philip dreamt that he was putting a seal upon Olympias’s womb, and the device of the seal, as he imagined, was the figure of a lion. The other seers were led to suspect that Philip needed to keep a closer watch upon his marriage relations; but Aristander of Telmessus said that the woman was pregnant, since a seal was not put on that which was empty, and pregnant with a son whose nature would be bold and lion-like.” Coins minted by Macedonians at that time also bear witness to the new phenomenon of warrior women. In Egypt, Alexander’s former general, Ptolemy, minted a series of silver tetradrachms with an image of the deified Alexander wearing an elephant scalp on the obverse and a representation of the goddess Athena bearing a shield and wielding a spear on its reverse (Figure 2). It is even possible that Ptolemy introduced this reverse to recognise the battle between the queens in his homeland of Macedon, because it first appeared within a year or two of that event. Though not properly a goddess like Athena, Olympias was the mother of a fully-fledged god at the time of her death: for example, the deified Alexander on the coins of Ptolemy was introduced in about 321BC. Furthermore, Alexander himself was recorded to have wished to make his mother a goddess after her death (Curtius 9.6.26-27). Finally, the epithet Olympias by which we know the queen was not her original name (that was probably Polyxena, although she was also later called Myrtale), but an honorific title meaning “one of the goddesses from Mount Olympus” awarded to her by King Philip at about the time that she gave birth to Alexander. Furthermore, one of Philip’s wives, perhaps Meda, was buried in the antechamber of his tomb at Aegae-Vergina. Historians now believe that the arms found in the antechamber belonged to this queen rather than to Philip. They included a golden gorytus (arrow quiver) and greaves (lower leg armour) – see Figure 3. It should also be emphasised that all the symbolic decorations within the actual tomb chambers at Amphipolis are unambiguously female in character: the sphinxes, the caryatids/klodones and the figure of Persephone in the mosaic. For all these reasons, it would not be surprising for a Macedonian queen and Olympias in particular to be commemorated by the lion monument decorated with warrior shields atop the mound at Amphipolis. It is therefore especially interesting that we learnt from Katerina Peristeri at the presentations on Saturday 29th November that she had partly been inspired to dig the Kasta Mound by stories from the local people that it was the tomb of a famous queen. Sometimes such legends harbour a germ of truth. There is also another tantalising possibility: that one of Alexander’s generals actually was entombed within the lion monument itself in addition to the tomb beneath the mound. There is one obvious candidate. One of Alexander’s eight somatophylakes, the king’s most senior staff officers, a Macedonian named Aristonous, who was the commander of Olympias’s army in her war with Cassander and was also the muchloved lord of Amphipolis. But Cassander arranged his murder at about the same time that he had Olympias killed. One intriguing observation is that a sarcophagus is kept amongst the group of stones salvaged from the lion monument stored next to the current partially reconstructed lion (Figure 4). I have no confirmation at present whether it is indeed itself from the monument, but it certainly merits future investigation. When was the tomb sealed? Understanding the history of the tomb at Amphipolis depends critically on determining when and by whom the intensive sealing operation was conducted. Sealing walls of massive, unmortared blocks seemingly taken from the peribolos wall were erected in front of both the caryatids and in front of the sphinxes and all three of the chambers within were sedulously filled with sand dredged from the bed of the nearby River Strymon. It was confirmed in the presentations of 29th November that the holes in the masonry near the level of the arched ceiling were used to carry sand into the interior after the sealing walls had been erected and were not made by looters. However, the most intriguing statement made on 29th November was by architect Michael Lefantzis, who is reported to have said that the sealing walls were made and the backfilling was done in the Roman era, whilst also confirming that the sealing walls were manufactured from material removed from another part of the monument. The archaeologists also said that the tomb was open to visitors for some time and a Roman sealing might be taken to imply that visits to the tomb took place for at least several centuries. However, the archaeologists and the Ministry of Culture have previously published some evidence, mainly photographic, that could suggest that the tomb was only open for a relatively short period before being closed up: 1) Ancient paint survives on the façade, for example on the capitals of the pilasters either side of the portal beneath the sphinxes (Figure 5). Preferential weathering of exterior paint should be expected and centuries of weathering would normally completely remove paint, but the paint on the façade is in no worse condition than the paint within the first chamber. 2) The masonry in the sealing walls was not mortared, but the stones were merely stacked on top of one another (Figure 6). This was normal in the Hellenistic period, but the Romans nearly always used mortar between the stones in their walls. 3) There are ancient steps in a couple of the released photos (e.g. Figure 7): although there is some chipping to the edges of these steps, they are nevertheless still sharp, crisp and flat in some central parts of their edges. Over centuries a smooth pattern of wear should be expected. 4) Neither the paving in the first chamber (Figure 7) nor the mosaic in the second chamber (Figure 8) shows any sign of the differential wearing to the areas where visitors would predominantly have trodden (the damage to the centre of the mosaic must have been due to an event at the time of sealing or only just before, since it is reported that loose pieces were found still in place during the excavation.) There may be answers to some of these points: e.g. it has been suggested that the entrance might have had a roof over it (although that would have made the interior of chamber 2 very dark). However, collectively there is an implication from these points that the tomb chambers may not have been open to visitors for as long as centuries. The other difficulty with a Roman era sealing is the question of motive. It will have been expensive and time-consuming to build the sealing walls and to dredge and transport thousands of tonnes of sand. Also, since there were no grave goods left, the only thing of possible value inside the tomb was the bones themselves. Yet these bones were left scattered about in and out of the grave slot. If the sealer was concerned to protect the bones, why did he/she not tidy them up before sealing the tomb? An easy way to remove doubt on the sealing date would be to announce Roman dating evidence found within the sealing wall erected in front of the sphinxes. In fact Katerina Peristeri said on November 29th that there were no potsherds or coins in the main chamber, but that the archaeologists found a lot in other areas: “In the main chamber we do not have any grave goods. They have been taken away or maybe they were somewhere else. The geo-survey that we are doing may give us more info about what there might be elsewhere, but in the other areas (χωροι) we have pottery and coins that are being cleaned and studied. We simply haven’t shown them to you. The dating is in the last quarter of the fourth century B.C in one phase and we have coins from the 2nd century B.C, which is the era of the last Macedonians to protect their monument and from the Roman years from the 3rd century A.D.” Unfortunately, this remains ambiguous on the question of whether any of this evidence was found within the sealing wall erected in front of the sphinxes. Consequently, the key question now is: what is the latest attributable date of anything datable found inside the sealing wall erected in front of the sphinxes? In general, the latest datable material is likely to be a good indication of when the tomb was finally sealed. If anything definitely Roman has been found inside that wall, then the final sealing was very probably Roman. In that case the parallel evidence that the tomb has only been lightly visited may imply that the sealing history is fairly complex, perhaps involving an early sealing, a later opening and a final re-sealing. Who was the architect of the monument? The archaeological team at the Amphipolis tomb have previously speculated about the identity of its architect and in their presentations on Saturday 29th November they confirmed that the whole monument was the work of a single architect with the exception of the cist grave and its slot, which is now confirmed to pre-date the rest of the monument. I am confident that the archaeologists are right on these points. The most interesting name that the archaeologists have put forward in connection with the identity of the tomb’s designer is that of Alexander’s architect, Deinocrates (literally the “Master of Marvels”). He is widely referenced in the ancient sources and is also called Cheirocrates (“Hand Master”), Stasicrates, Deinochares and even Diocles. It has been suggested that Stasicrates was his real name and that Deinocrates was a nickname. He was the proposer of the project to sculpt Mount Athos into a giant statue of Alexander, although this was rejected by the king (see Figure 9). He is specified to have restored the temple of Artemis at Ephesus and Plutarch (Alexander 72.3) writes that Alexander “longed for Stasicrates” for the design and construction of Hephaistion’s pyre and monument. Most famously of all, Deinocrates was Alexander’s architect for Alexandria in Egypt. In my book, The Quest for the Tomb of Alexander the Great, 2nd Edition, 2012, p.160, I made a link between the masonry of the most ancient fragments of the walls of Alexandria and the Lion Tomb at Amphipolis (i.e. the blocks from the structure that supported the lion, which was all that was known at that time): “The blocks of limestone in the oldest parts of this fragment [of the walls of ancient Alexandria, located in the modern Shallalat Gardens] are crammed with shell fossils and the largest stones are over a metre wide, although they vary in size and proportions. They have a distinctive band of drafting around their edges, but the remainder of the face of each was left rough-cut. The Tower of the Romans in Alexandria was faced with the same style of blocks, including the bands of drafting. Such blocks are particularly to be found in the context of high status early-Hellenistic architecture. Pertinent examples elsewhere include the blocks lining the Lion Tomb at Knidos and the original base blocks of another Lion Tomb from Amphipolis in Macedonia. Both most probably date to around the end of the fourth century BC and are best associated with Alexander’s immediate Successors.” The blocks from the oldest surviving part of the walls of Alexandria are also comparable with the blocks in the peribolos wall now uncovered at Amphipolis. Both have the distinctive band of drafting around the block edges with the stones being left rough-cut in their central reservations (Figure 10). The archaeologists have put forward one slightly complicated argument in favour of Deinocrates having built the Amphipolis tomb based on a map of ancient Alexandria (Figure 11) drawn by Mahmoud Bey in 1866 following his extensive excavations across the site of the ancient city performed in 1865. Mahmoud reconstructed the street grid based on results at numerous dig sites. He inferred the size of a stade, the standard Greek measure of large distances, to have been 165m in Alexandria by noting that the separations of the roads in the street grid were fixed numbers of stades. He also reconstructed the course of the ancient city walls on the basis of excavations on the eastern and southern sides, but in the west and to some extent on the northern side he had to guess their course in many places, due to modern developments having made the necessary excavation sites inaccessible. He came up with an overall perimeter for the walls of 96 Alexandrian stades or 15.84km (although Mahmoud himself actually wrote “around 15,800m” in his book.) The Amphipolis archaeologists noticed that the Alexandrian wall circuit of Mahmoud Bey, which they supposed to have been planned by Deinocrates, is almost exactly one hundred times the diameter of the Kasta Mound as defined by its circular peribolos wall, which they have measured at 158.4m. They have suggested that this coincidence suggests that Deinocrates was the architect for the Amphipolis tomb as well as for Alexandria. However, there are a few difficulties with this hypothesis: 1) There are three ancient writers that give the perimeter of Alexandria’s walls: Curtius at 80 stades, Pliny at 15 miles and Stephanus Byzantinus at 110 stades. All of these are significantly different to the modern 15.84km value from Mahmoud Bey. 2) It is doubtful whether all of Mahmoud’s wall line, especially in the west, can be accurate, since he did not actually find any definite traces of the wall over large stretches of his reconstructed perimeter. 3) It is doubtful whether the outer wall mapped by Mahmoud Bey was part of Deinocrates’ original plan for Alexandria. It is essentially the wall line of the city at its zenith around the time of Augustus. It is unlikely that Alexander founded the town to be 5km wide, so that it would have needed half a million inhabitants to fill it. The only fragment surviving now of early Ptolemaic wall is in the line of a much smaller circuit, near the middle of Mahmoud’s city and encompassing its central crossroads. That is a better candidate for Deinocrates’ handiwork. 4) To compare a perimeter with a diameter is not comparing like with like. It is the unit of large-scale measurement, the stade, which should really be compared between Alexandria and the Kasta Mound of the Amphipolis tomb. Usually in Greek cities the stade was defined as measuring 600 feet. So for, example, in Athens a stade was 185m. However, Alexander the Great employed men called bematists (literally “pacers”) to measure the distances between the towns and cities that he passed through on his campaigns. We still have some of the lists of towns and the distances between them as measured by Alexander’s bematists (known as the stathmoi or “stages”). Since many of the places in these lists have known locations today it is possible to calculate from modern maps how long the stade used by Alexander’s bematists must have been and the answer is 157m (see Fred Hoyle, Astronomy, Rathbone Books Limited, London 1962.) That would require a foot of only 26cm, which would be extraordinarily small and well below the normal range. But it would of course have been impractical for the bematists to measure distances of hundreds of km between cities by putting their feet down heel to toe repeatedly, so they must have used paces instead of feet to define their stade. In fact we know that a Roman mile was defined as 1000 paces and that is 1481m, so it is likely that Alexander’s bematists were using a stade of 100 paces (of two steps per pace). Anyway, it is clear that the diameter of the Kasta Mound at Amphipolis is actually remarkably close to the stade used by Alexander’s bematists. And actually the Alexandrian stade of 165m is closer to the bematists’ stade than to the 600-foot stade of other cities. The conclusion could be that the architect of Alexandria and the architect of the Amphipolis tomb both paced out their plans in a fashion similar to Alexander’s bematists. So there is a slight link after all between Deinocrates, the known architect of Alexandria, and the architect of the Amphipolis tomb. Furthermore, Deinocrates is associated with projects that were intended to impress through extraordinary size, so that is another good reason to consider Deinocrates to be a candidate in the case of the Kasta Mound. We can certainly say that an illustrious Greek architect designed the Kasta Mound and its Lion Tomb with a 100 pace diameter in order deliberately to impress through size and through a planned size of exactly one of Alexander’s bematists’ stades. Deinocrates therefore remains a good candidate for the identity of the architect of the Amphipolis lion tomb. However, the evidence is largely circumstantial and it relies in particular on the correctness of the dating of the tomb to the last quarter of the 4th century BC. I see no reason to doubt this dating and the archaeologists invoked the style and execution of the mosaic in their presentations on 29th November to bolster the case for their late 4th century BC date. However, we will need to see a bit more dating evidence to be absolutely confident in assigning the tomb to a narrow quarter century time slot. What event do the paintings depict? The Greek Ministry of Culture published photos of the paintings recently found decorating the architraves in the third (burial) chamber of the Amphipolis tomb on 3rd December 2014. They depict a man and a woman wearing red belts or sashes around their waists dancing either side of a bull (Figure 12) and a winged woman between a tall urn and a cauldron or brazier on a tripod (Figure 13). The press release also mentions that the marble roof beams in the chamber were painted with rosettes. These scenes appear to be associated with some kind of cult activity and I will show that there are significant parallels with what we know of the activities at one particular cult site: the Sanctuary of the Great Gods on Samothrace, where the Mysteries of Samothrace were conducted. This island sanctuary was long patronised by the royal family of nearby Macedon and in the era of the Amphipolis tomb, the last quarter of the 4th century BC, that patronage is particularly linked to Queen Olympias. Notably Plutarch, Alexander 2.1 writes: “We are told that Philip, after being initiated into the mysteries at Samothrace at the same time as Olympias, he himself still being a youth and she an orphan child, fell in love with her and betrothed himself to her at once with the consent of her brother, Arymbas.” The first connection with the mysteries of Samothrace is the combination of bull sacrifice with rosettes. There is a sculpted relief from the early 3rd century BC Arsinoe Rotunda at the sanctuary on Samothrace, which depicts two garlanded bulls’ heads either side of a large 8-petal rosette (Figure 14). It has been assumed that it alludes to bull sacrifices during the mysteries. In fact it is known that a section of the ceremonies involved animal sacrifices and it is certain that this included bull sacrifices in the Roman period. It is therefore quite striking that the newly discovered paintings depict a possible bull sacrifice in the context of a chamber also decorated with similar rosettes. The second connection derives from the very strong association of the Sanctuary on Samothrace with Nike, the winged goddess of victory. Most famously, the wonderful “Victory of Samothrace”, now in the Louvre (Figure 15), was discovered in pieces around one of the ruined temple buildings in the Sanctuary of the Great Gods by Charles Champoiseau in March 1863. Additionally there is a votive stele dedicated to the Great Gods of the Samothrace Sanctuary found at Larissa in Thessaly by the Heuzey and Daumet expedition (Figure 16) and that too depicts the goddess Nike as a central part of its composition. A winged woman in Greek art of the early Hellenistic period is usually a depiction of Nike, so we can reasonably assume that the winged woman in the newly discovered paintings is also the goddess of victory. It is known as well that some of the ceremonies for the mysteries of Samothrace took place at night. A foundation was recovered at the Hieron within the Samothrace Sanctuary, which could have supported a giant torch, but maybe something like the tall brazier in the newly discovered paintings could have fulfilled the function of illuminating nocturnal ceremonies. More generally, the discovery of numerous lamps and torch supports throughout the Sanctuary of the Great Gods confirms the nocturnal nature of the initiation rites. Furthermore, it is suspected that initiates at Samothrace were promised a happy afterlife, as was also the case in the mysteries conducted at Eleusis near Athens. This would make scenes from the mysteries of Samothrace an excellent subject for decoration of an initiate’s tomb. Finally, and perhaps most strikingly of all, we know from ancient reports (e.g. Varro’s Divine Antiquities) that a particular feature of the mysteries at Samothrace was that initiates wore red sashes around their waists. It is therefore rather noteworthy to see just such red sashes around the waists of the man and woman dancing either side of the bull in the newly discovered paintings from the burial chamber at Amphipolis. If these associations between the burial chamber paintings and the mysteries at Samothrace are true, then this provides another strong indication that the occupant of the Amphipolis tomb could be Olympias, the mother of Alexander the Great. *Andrew Chugg is the author of The Quest for the Tomb of Alexander the Great and several academic papers on Alexander’s tomb.

greeceoutsidein.blogspot.gr

Το μυστήριο του σκελετού της Αμφίπολης

Λαμπρή ψηφίδα στην ιστορία της Ελλάδας θεωρείται το μνημείο στην Αμφίπολη, έχοντας κερδίσει το ενδιαφέρον της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας.
Οι φωτογραφίες του σκελετού, τις οποίες έδωσε η ομάδα των αρχαιολόγων, είναι το νεότερο στοιχείο που ήρθε στο φως, την ώρα που η παγκόσμια αρχαιολογική κοινότητα συνεχίζει τα σενάρια και τις εκτιμήσεις για το αν ο νεκρός είναι ένας πλούσιος Μακεδόνας, ένας ένδοξος στρατηγός, κάποιος συγγενής του Μέγα Αλέξανδρου ή ακόμη και ο ίδιος ο στρατηλάτης.
Με το μυστήριο του σκελετού που μπορεί να αποκαλύψει πολλά ασχολείται αυτή τη βδομάδα ο Αντώνης Σρόιτερ μέσα από την εκπομπή του «Αυτοψία». Στην κάμερα της εκπομπής του ALPHA μιλά ο Μανώλης Παπαγρηγοράκης, καθηγητής Ορθοδοντικής που ήταν επικεφαλής της ομάδας που είχε ανακατασκευάσει το πρόσωπο της Μύρτιδας, της νεαρής Αθηναίας που «χάθηκε» πριν  από 2.500 χρόνια στο μεγάλο λοιμό της Αθήνας και ο σκελετός της βρέθηκε στον Κεραμεικό. «Από το κρανίο που έχει βρεθεί μπορούμε να μάθουμε πολλά» λέει στο δημοσιογράφο, ενώ τονίζει πως «εάν κάποιο δόντι έχει τερηδόνα μπορεί να φανεί η διατροφή και από εκεί με τι τρέφονταν. Θα μας δείξει και πληροφορίες της εποχής, εάν τεθούν υπολείμματα ξύλου ή μετάλλου, εάν βρεθεί ένας καρπός, όλα αυτά είναι στοιχεία που προσδιορίζουμε για το περιβάλλον. Το κρανίο μπορεί να μας δώσει πληροφορίες αν ήταν άνδρας ή γυναίκα. Εξαρτάται βέβαια από τη μικρή ηλικία. Είναι βέβαια πάρα πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί από ένα κρανίο, γιατί και η ηλικία βγαίνει έμμεσα. Εάν κάναμε ανάλυση για DNA θα το  βρίσκαμε ακριβώς».

Οι επιστήμονες δίνουν μεγάλη σημασία στα δόντια που μπορούν να υπάρχουν στο κρανίο. «Είναι ζήτημα εβδομάδων να δούμε εάν υπάρχει σχέση του σκελετού με τον Φίλιππο», τονίζει με νόημα στον Αντώνη Σρόιτερ ο Χρήστος Γιαπιτζάκης, Γενετιστής – επίκουρος Καθηγητής Νευρογενετικής, ενώ σημειώνει ότι «εξαρτάται από την ποιότητα του αρχαίου DNA και από το πόσους πολυμορφισμούς DNA θα δούμε, για να συγκρίνουμε αν υπάρχει συγγενική σχέση ή όχι. Μπορούμε να μάθουμε αν πρόκειται για πατέρα ή γιο. Θα μπορούσαμε να μάθουμε αν υπάρχει συγγένεια πατρικής προέλευσης, αν είναι θείος με ανιψιό. Υπάρχει ένα χρωμόσωμα Υ που κληρονομείται από πατέρα σε γιο. Είναι η λεγόμενη ανδρική κληρονομικότητα. Θα φαινόταν γιατί τα μισά γονίδια του Αλέξανδρου θα ήταν του Φιλίππου. Θα ήταν ευχάριστη, αλλά απίθανη περίπτωση! Αν είναι γυναίκα δεν θα βλέπαμε συγγένεια. Αν ήταν όμως, γυναίκα, συγγενής με τον Φίλιππο, θα βρισκόταν μητρικού τύπου κληρονομικότητα κοιτάζοντας κάποια γονίδια στο μιτοχονδριακό DNA που το κληρονομούμε από τη μητέρα μας. Όλοι οι ευρωπαίοι προέρχονται από 7 γυναίκες και 10 άνδρες. Οπότε σε κάποια από αυτές τις οικογένειες θα ήταν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μοιάζει με τους σύγχρονους κατοίκους της Πελοποννήσου ή της Κρήτης».

Απόψε, στις 23:45, ο Αντώνης Σρόιτερ μέσα από τη συχνότητα του ALPHA κάνει «Αυτοψία» στα ευρήματα των ανασκαφών της Αμφίπολης προσπαθώντας να ρίξει φως στο μυστήριο για τον «κάτοικο» του τάφου.

newsit.gr

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΘΡΑΚΩΝ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ, ΡΗΣΟΣ, Ο ΑΦΗΡΩΙΣΜΕΝΟΣ ΝΕΚΡΟΣ ΤΟΥ ΤΥΜΒΟΥ ΤΗΣ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ;

Στο φύλλο της 30/9/2014 της εφημερίδας ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟ της Καβάλας, καθώς και στην ηλεκτρονική έκδοσή της, στα πλαίσια της δημοσίευσης μιας σειράς άρθρων μου με τίτλο «ΘΕΟΙ, ΗΜΙΘΕΟΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ  ΣΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙ ΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ ΟΡΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ», αναφέρθηκα εκτεταμένα στον μυθικό βασιλιά των Θρακών του Παγγαίου, τον Ρήσο, λέγοντας, ήδη στον πρόλογο των άρθρων μου, επί λέξει τα εξής: «Πιο πολύ μ’ εντυπωσίασε το γεγονός πως το μνημείο που καθημερινά αποκαλύπτει η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει την γνωστή μέχρι σήμερα μορφή των μακεδονικών τάφων, αλλά φαίνεται σαν ν’ αντιγράφει κάποιο λατρευτικό σπήλαιο του Παγγαίου, σαν εκείνο στο οποίο ο Ευριπίδης τοποθέτησε τον μυθικό βασιλιά των Θρακών του Παγγαίου, τον Ρήσο, στην ομώνυμη τραγωδία του……….. Ο προβληματισμός μου, λοιπόν, μήπως κάτω από τον μεγάλο τύμβο της Αμφίπολης, με τις σφίγγες που προλέγουν τα μελλούμενα, εκτός από τον τάφο κάποιου επιφανέστατου άνδρα, κρύβεται και κάποια αρχαιότερη, σπηλαιική  λατρεία, με ωθεί  στο να εντρυφήσω στους αρχαίους αυτούς μύθους και θρύλους του Παγγαίου ….»

Και για μεν τον Ρήσο αναφέρομαι σε όσα στο σχετικό άρθρο μου έγραφα, το οποίο μπορείτε να δείτε στον ακόλουθο σύνδεσμο: http://www.xronometro.com/risos-paggaio/

Αφορμή, όμως, για να επανέλθω στον αρχαίο ήρωα του Παγγαίου, μ’ αυτή τη νέα δημοσίευση, στάθηκε το γεγονός ότι, λίγο μετά τη δημοσίευση του πιο πάνω άρθρου μου για τον Ρήσο, στον μεγαλοπρεπή τύμβο του λόφου «Καστά» της Αμφίπολης βρέθηκε, κάτω από το πάτωμα του τρίτου θαλάμου, ένας τάφος με τα διαταραγμένα οστά ενός νεκρού, στον οποίο, σύμφωνα με την σχετική ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού, αποδίδονταν λατρείες ήρωα. Ποιος, όμως, θα μπορούσε να είναι ο αφηρωισμένος νεκρός, ο ήρωας που λατρευόταν κάτω από το μεγαλόπρεπο μνημείο που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη;

Κατ’ αρχήν, δεν σκοπεύω (και δεν μπορώ) ν’ αντιπαρατεθώ στους ειδικούς επιστήμονες που ανασκάπτουν τον τύμβο, παίρνοντας, όμως, ως δεδομένη την πιο πάνω ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού, δεχόμενος, δηλαδή, κι εγώ ότι στον μεγαλοπρεπή τύμβο της Αμφίπολης αποδίδονταν τιμές ήρωα σε κάποιο νεκρό, (έστω κι αν δεν είναι αυτός που βρέθηκε θαμμένος κάτω από τον τρίτο θάλαμο), τολμώ, με βάση τις λιγοστές γνώσεις μου, (γνώσεις ενός απλού φιλίστορος), να προσθέσω κι εγώ μια υπόθεση, στο πλήθος των υποθέσεων που βλέπουν καθημερινά το φως της δημοσιότητας, προσπαθώντας, όμως, να τεκμηριώσω την υπόθεσή μου αυτήν όσο γίνεται επαρκέστερα.

Όπως είχα αναφέρει στο άρθρο μου για τον Ρήσο, όταν οι Αθηναίοι θέλησαν να βάλουν το πόδι τους στην πλούσια, μεταλλοφόρο περιοχή του Παγγαίου κι αποφάσισαν, το 437 π.Χ., να στείλουν μια ομάδα αποίκων στην πόλη των Εννέα Οδών του Στρυμόνα, με οικιστή τον Αγνωνα, έπρεπε να νομιμοποιήσουν την εκεί παρουσία τους. Έτσι, κατά το 3ο έτος της 85ης Ολυμπιάδος….. ας αφήσω, όμως, τον Πολύαινο, στο 6ο βιβλίο των «Στρατηγημάτων» του, ν’ αφηγηθεί τη συνέχεια:

 

 

XRISMOS

XRISMOS 1

Τα παραπάνω σας τα παραθέτω, σ’ ελεύθερη μετάφραση:

«Ο Άγνων ξεκίνησε να ιδρύσει αττική αποικία, θέλοντας ν’ αποικίσει τις ονομαζόμενες Εννέα Οδούς, πάνω στον Στρυμόνα’ Υπήρχε όμως ο εξής χρησμός στους Αθηναίους:

Είστε τίποτε πρόθυμοι, γιοί των Αθηναίων, να κτίσετε δια της βίας στον πολυπόδαρο τόπο; Αυτό θα είναι δύσκολο για σας, χωρίς τη θέληση των θεών. Γιατί δεν είναι γραφτό (να το πετύχετε), προτού βρείτε και φέρετε από την Τροία το λείψανο του Ρήσου και το κρύψετε με λαμπρότητα στην πατρική του γη. Μόνο τότε θα μπορούσατε ν’ αποκτήσετε δόξα. Αφού ο Θεός έδωσε αυτόν τον χρησμό, ο στρατηγός Άγνων έστειλε άνδρες στην Τροία, οι οποίοι νύχτα άνοιξαν το ταφικό μνημείο του Ρήσου και πήραν τα οστά. Και αφού τοποθέτησαν τα οστά σε κόκκινη χλαμύδα, τα φέρνουν στον Στρυμόνα. Όμως οι βάρβαροι που κατείχαν τον τόπο εκείνο, τους εμπόδιζαν να διαβούν τον ποταμό. Τότε ο Άγνων σύναψε τριήμερες σπονδές με τους βαρβάρους κι έτσι τους απομάκρυνε κι αφού πέρασε νύχτα τον Στρυμόνα, μαζί με το στράτευμά του, τα μεν οστά του Ρήσου τα έθαψε δίπλα στον ποταμό, αφού δε κατέστρεψε την τάφρο, κατασκεύασε τείχος κάτω από το φεγγάρι. Την ημέρα δεν εργάζονταν και ολόκληρο το έργο εκτελέστηκε μέσα σε τρεις νύχτες. Μόλις δε οι βάρβαροι, μετά τρεις ημέρες, ήλθαν κι είδαν κτισμένο το τείχος, κατηγορούσαν τον Άγνωνα, ότι παραβίασε τις σπονδές. Εκείνος, όμως, είπε ότι δεν έπραξε τίποτε το άδικο, διότι οι σπονδές έκαναν λόγο για τρεις ημέρες, όχι για τρεις νύχτες. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Άγνων αποίκισε τις Εννέα Οδούς και την πόλη ονόμασε Αμφίπολη».

Δίπλα, λοιπόν, στον ποταμό Στρυμόνα, λοιπόν ο Άγνων έθαψε τα λείψανα του αρχαίου βασιλιά των Θρακών, του Ρήσου, σύμφωνα με τον Πολύαινο, ενώ ο ιστορικός Μαρσύας από τους Φιλίππους, στις Μακεδονικές Ιστορίες του, είναι ακόμη σαφέστερος, αφού αναφέρει ότι οι άποικοι έθαψαν τα λείψανα του γιου του Στρυμόνα, του Ρήσου, στην κορυφή ενός λόφου, που τον έβρεχε ο Στρυμόνας, ενώ ακριβώς απέναντι από το μνημείο που ανήγειραν για τον ήρωα, έφτιαξαν έναν βωμό, που τον αφιέρωσαν στην μητέρα του, την Μούσα Κλειώ. («Έστιν ιερόν της Κλειούς εν Αμφιπόλει, ιδρυθέν απέναντι του Ρήσου μνημείου, επί λόφου τινός».

Odysseus and Diomedes stealing the horses of Rhesus. Side A of the “Rhesos krater”Apulian red-figure krater, ca. 340 BC. Darius Painter. Altes Museum, Berlin, Germany

Οδυσσέας και Διομήδης κλέβουν τα άλογα του Ρήσου

Έτσι η λατρεία του αρχαίου βασιλιά των Θρακών του Παγγαίου, του Ρήσου, που υπήρχε από αιώνες ανάμεσα στους Θράκες, αποτέλεσε μια από τις επίσημες λατρείες της νέας πόλης. Ο ηρωοποιημένος, αρχαίος βασιλιάς συνέχισε να λατρεύεται στην Αμφίπολη και μετά την ίδρυσή της, όπως συνέχισε να λατρεύεται απ’ όλους τους Θράκες, κι όχι μόνο απ’ αυτούς που κατοικούσαν γύρω από το Παγγαίο. Γνωρίζουμε, μάλιστα, ότι ακόμη και μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο Ρήσος λατρευόταν από το θρακικό φύλο των Βησσών της Ροδόπης σαν θεός, με πιο γνωστές ιδιότητες αυτές του κυνηγού και του θεραπευτή, με τις οποίες θυμίζει έντονα έναν άλλο θεό των Θρακών όλης της αρχαίας Θράκης, τον Κύριο Ήρωα ή Θράκα Ιππέα, επίσης θεό θεραπευτή και κυνηγό και γι” αυτό πολλοί συγγραφείς θεωρούν ότι κάτω από τα δύο ονόματα κρύβεται η ίδια μεγάλη θεότητα των Θρακών, η ιδιαίτερα αγαπητή σ” αυτούς, αυτή του Διονύσου Σαβαζίου ή Βάκχου, τις σχέσεις του οποίου με τον ήρωά μας τις επιβεβαιώνει ο επίλογος της τραγωδίας «ΡΗΣΟΣ» του Ευρυπίδη, σύμφωνα με τον οποίο, o Ρήσος, γενόμενος ανθρωποδαίμων της διονυσιακής πομπής, δηλαδή γενόμενος από άνθρωπος ημίθεος, θα είναι για πάντα προφήτης του Βάκχου, κρυμμένος στα σπήλαια του Παγγαίου που η γη του κρύβει ασήμι, όπου, όχι μόνο θα προλέγει τα μελλούμενα, αλλά θα στέλνει ο ίδιος τη θεία φώτιση στους προφήτες του, για τους οποίους θα είναι σεβαστός θεός. (Στίχοι 967 επόμ. «..ου γαρ ες ταυτόν ποτε, έτ’ εισιν ουδέ μητρός όψεται δέμας, κρυπτός δ’ εν άντροις της υπαργύρου χθονός, ανθρωποδαίμων κείσεται βλέπων φάος, Βάκχου προφήτης ώστε Παγγαίου πέτραν ώκησε σεμνός τοίσιν ειδόσιν θεός»).

Πιστεύοντας, λοιπόν, ότι ο λόφος «Καστά», όπου ανασκάπτεται ο μεγάλος, ταφικός τύμβος, που βρεχόταν από τον Στρυμόνα, μέχρι τ’ αποστραγγιστικά έργα της δεκαετίας του 1930, ταιριάζει απόλυτα στις περιγραφές των αρχαίων ιστορικών που παρέθεσα κι έχει πάμπολλες πιθανότητες, να ήταν αυτός που φιλοξένησε τα λείψανα του Ρήσου που έφεραν οι Αθηναίοι άποικοι από την Τροία, ανακεφαλαιώνω:

Υπάρχει το περίλαμπρο, λατρευτικό σύνολο, (αυτό των τριών θαλάμων, που ανασκάφηκαν στον τύμβο της Αμφίπολης), το οποίο ήταν ανοιχτό κι επισκέψιμο και χρησιμοποιήθηκε, ίσως και για αιώνες, για την απόδοση τιμών σ’ έναν (ή περισσότερους;;) ηρωοποιημένους νεκρούς, (σύμφωνα, πάντα, με όσα συμπεραίνουμε από τις σχετικές ανακοινώσεις της ανασκαφέως και του Υπουργείου Πολιτισμού). Θεωρώ, επίσης, δεδομένη την χρονολόγηση του λατρευτικού συνόλου, στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα. Ο Ρήσος, όμως, θάφτηκε σε λόφο, δίπλα στον ποταμό Στρυμόνα, τον 5ο π.Χ. αιώνα. Αυτή η φαινομενική αντίφαση με οδηγεί στο να κάνω τις ακόλουθες δύο υποθέσεις:

Αν μεν αποδειχθεί, δια της μεθόδου του άνθρακα, πως ο νεκρός που βρέθηκε κάτω από τον τρίτο θάλαμο του λατρευτικού συνόλου (καθώς και αυτή η ίδια η ταφή του) είναι προγενέστερος του χρόνου κατασκευής του λατρευτικού συνόλου, (όπως εγώ πιστεύω), τότε πιστεύω επίσης και πως αυτό το λατρευτικό σύνολο κατασκευάστηκε πάνω από τον τάφο του ήρωα, ακριβώς επειδή ο χώρος ήταν ήδη ιερός, επειδή οι Θράκες και οι Αθηναίοι άποικοι της Αμφίπολης λάτρευαν εκεί τον ηρωοποιημένο θνητό (ανθρωποδαίμονα, κατά τον Ευρυπίδη) Ρήσο και γι’ αυτό, κάποιο μέλος της μακεδονικής, βασιλικής δυναστείας, (γιατί όχι κι ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος;) επέλεξε να κατασκευάσει τον μεγαλοπρεπή, ταφικό τύμβο του πάνω από τον τόπο της αρχαίας λατρείας του αγαπημένου ήρωα – ημίθεου των Θρακών, ακριβώς προκειμένου να δέχεται κι αυτό, από τους κατοίκους της περίφημης πόλης,  τις λατρείες και τις τιμές που ταίριαζαν σ’ έναν ήρωα σαν τον μυθικό βασιλιά του Παγγαίου, για τον οποίο είχε μιλήσει ο Όμηρος και του είχε αφιερώσει μια ομώνυμη τραγωδία του ο Ευρυπίδης. Επειδή προκύπτει το εύλογο ερώτημα για το κατά πόσο τα οστά αυτά είναι τριών χιλιάδων χρόνων, μια πιθανή απάντηση είναι ότι επειδή οι Αθηναίοι δήλωσαν ότι τα οστά που έφεραν είναι του Ρήσου, έτσι πρέπει να είναι; Θα μπορούσαν κάλλιστα να βρουν κάποια άλλα οστά να τα τύλιξαν σε πορφυρά χλαμύδα και να τα παρουσίασαν με σκοπό σαν να είναι του Ρήσου, έτσι ώστε να εκπληρώσουν τον χρησμό!

Αν, πάλι, αποδειχθεί, πάντοτε δια της μεθόδου του άνθρακα, ότι ο νεκρός που βρέθηκε είναι σύγχρονος του χρόνου κατασκευής του λατρευτικού συνόλου, τότε θα πρέπει να συνεχίσουμε ν’ αναζητούμε, στον ίδιο λόφο και στα σπηλαιώδη χάσματα που, ασφαλώς, αυτός κρύβει, τον ήρωα της Αμφίπολης, τον Ρήσο, αλλά κι εκείνο και πάλι το μέλος της μακεδονικής, βασιλικής δυναστείας, που κατασκεύασε το ταφικό μνημείο του στον ίδιο χώρο, για να νομιμοποιήσει την απόδοση τιμών ήρωα και στο δικό του πρόσωπο! Και στις δύο περιπτώσεις, ο τύμβος της Αμφίπολης είμαι βέβαιος ότι θα κάνει αμέτρητες γενιές Ελλήνων περήφανες για τους αρχαίους προγόνους μας, τους υπέροχους μύθους τους και τον λαμπρό πολιτισμό τους.

ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ

xronometro.com